Please, smile Mr. Dark!! #77
Η μουσική δημιουργεί σχέσεις που καταργούν τα γεωγραφικά σύνορα, ενώνει, είναι η μοναδική γλώσσα που μπορεί να θεωρηθεί παγκόσμια. Αυτό είναι το θεώρημα. Πάμε τώρα και σε ένα πρόσφατο παράδειγμα: Ο Γερμανός πνευστός Markus Stockhausen είναι γιος του συνθέτη Karlheinz Stockhausen. Λέγεται ότι η καριέρα του άρχισε από πολύ νωρίς ως κανονικό μέλος των διαφόρων ensembles του πατέρα του. Το 1997 σχημάτισε ένα ντουέτο με το Νορβηγό Arild Andersen, θρύλο του μπάσου, της ECM και της μπάντας του Jan Garbarek. Τον επόμενο χρόνο στο σχήμα προστέθηκε ο Γάλλος Patrice Heral, ένας κρουστός που χαρακτηρίστηκε ως ο Nana Vasconcelos της Ευρώπης. Σε ντουέτο με τον Markus Stockhausen έπαιξε το 1999 και ο Ούγγρος κιθαρίστας Ferenc Snetberger, ο οποίος λίγο αργότερα έδωσε και δύο κονσέρτα στην πατρίδα του με τον Patrice Heral. Οι δυνατές σχέσεις ανάμεσα στους παραπάνω τέσσερις μουσικούς οδήγησαν στη δημιουργία το 2002 ενός κουαρτέτου, χωρίς εμφανή leader. Η πρώτη φορά που βρέθηκαν μαζί για να ηχογραφήσουν έλαβε χώρα στο Studio 8 του Magyar Radio στη Βουδαπέστη στις 13 & 14 Ιουνίου του 2003 και από εκεί βγήκαν με το album 'Joyosa'. Τη μείξη των δέκα συνθέσεων ολοκλήρωσε ο Markus Stockhausen μαζί με τον Walter Quintus μερικούς μήνες αργότερα στο Studio Zerkall, πίσω στη Γερμανία. Ο δίσκος κυκλοφόρησε φέτος στο label της Enja Records από το Μόναχο.
Υπάρχουν κάποια αδιάσειστα στοιχεία που συμπράττουν στον πανευρωπαϊκό χαρακτήρα αυτής της μουσικής. Υπάρχουν και άλλα τόσα που ξεπερνούν ακόμη και αυτόν προς κάτι απολύτως διεθνιστικό. Πρώτον, το θαυμάσιο παίξιμο του Ferenc Snetberger στην ακουστική κιθάρα - μια σύνθεση της κλασικής μουσικής του Joaquin Rodrigo, του flamenco και της jazz που φτάνει έως τη samba. Δεύτερον, η τρομπέτα και το φλικόρνο του Markus Stockhausen, που αναμιγνύει με ευκολία τα μεσογειακά στυλ του Ennio Morricone, του Nino Rota και της Ελένης Καραΐνδρου με το κοσμοπολίτικο ύφος της βιεννέζικης σχολής. Οι δυο τους είναι πρωτίστως υπεύθυνοι που το αποτέλεσμα ακούγεται σε στιγμές τόσο κοντινά βαλκανικό. Τέλος, είναι οι ρυθμοί, που ενίοτε γίνονται σπινθηροβόλα λατινογενείς. Δύσκολα ξεχωρίζει κάποια σύνθεση στο cd. Το 'Joyosa' γράφτηκε για να είναι συνολικά ένα world fusion άκουσμα, κάτι σαν ταξιδιωτικό σε χωμάτινα μονοπάτια, κάτι σαν soundtrack για μετακινούμενους νομάδες. Ένα άκρως ενδιαφέρον jazz άκουσμα, χωρίς τις πολύ ιδιαίτερες κορυφώσεις και με μερικές όμορφες στιγμές. Χαλαρό και πολύ συμπαθητικό.
Από την άλλη, η ηρεμία που υποθέτω πως καλύπτει τη βαυαρική επαρχία του Halblech ενέπνευσε τον Tobias Meggle για μουσική με ρυθμό. Οι παρακολουθούντες τα σύγχρονα ηλεκτρονικά ίσως τον γνωρίζουν, είτε ως παραγωγό, είτε ως μέλος των Beanfield (από το roster της Compost). Ό,τι ακούμε στο 'Wanderlust', το πρώτο του full-length album ως Sandboy που κυκλοφόρησε φέτος από την Hinterland Records είναι γεμάτο από Nu Jazz, afro-soul, jazzy trip-hop και up-/mid-tempo bossa nova με στοιχεία electro που μόνο κατ' εξαίρεση μπορεί να νοηθεί ως γερμανικής προέλευσης. Το cd περιέχει εννιά originals, ένα revision, ένα instrumental και κάπου στο τέλος ένα hidden track. Για τις ανάγκες τους ο Tobias Meggle συνεργάστηκε με επτά τραγουδιστές (πέντε γυναίκες και δύο άντρες) και περίπου δέκα άλλους μουσικούς. Δεν είναι να απορεί κανείς που του πήρε συνολικά περίπου δύο χρόνια για να ολοκληρώσει αυτό το μεγαλόπνοο project (τα δύο τραγούδια που ηχογραφήθηκαν μόνο ζωντανά ίσως ήταν η εξαίρεση).
Το 'Wanderlust' αποτελεί έναν συνδυασμό ηλεκτρονικών και ακουστικών οργάνων με σαφή χορευτική, εύφορη διάθεση. Είναι ένα μοντέρνο soul album. Αναλόγως το τραγούδι και το ποιος (ή ποια) το ερμηνεύει οι στίχοι αποδίδονται σε τέσσερις γλώσσες - αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και πορτογαλικά. Θα πρέπει να ήταν αρκετά τυχερός, φερειπείν, που ανακάλυψε τη Nice Ferreira, μια βραζιλιάνα χορεύτρια και τραγουδίστρια που ζει στο Kraiburg. Δίνει ένα άλλο χρώμα στα 'Viver', 'Bsb', 'Lua Nua'. Ή που συνεργάστηκε με τη Nanar Vorperian (των λονδρέζων Break Reform, πολύ καλή στα 'Written In The Leaves', 'Pomegranate'), τη νεοϋορκέζα Marishka Phillips - spoken word αλά Laurie Anderson στο 'The Hike' - και τις Marianne Kirch και Esther Proud. Επίσης, να πω ότι η πρώτη version του 'Pepe' του Patrick Gammon, φίλου και συνεργάτη του Tobias Meggle που πέθανε το 1996 ηχογραφήθηκε για τη Motown το 1976. Εν κατακλείδι, χωρίς να είναι κάτι ξεχωριστό, το 'Wanderlust' έχει τις στιγμές του και αποτελεί και αυτό με τον τρόπο του ένα global ταξίδι που ακούγεται αβίαστα και στο περιεχόμενό του ενώνει κάμποσα πολιτισμικά στυλ. Για ακόμη περισσότερο βάθος βάλτε ένα παλιό δίσκο της Sade. Σώζει σε παρόμοιες περιπτώσεις.
Η σκυτάλη σε ένα νεαρό Γάλλο που έφτασε στο παραπέντε να παλέψει με την παραφροσύνη. Ο Yann Tambour γεννήθηκε μόλις το 1978 και μεγάλωσε στην Courtances της Νορμανδίας. Θέλησε το δεύτερό του album ως Encre, το φετινό 'Flux', να γεννηθεί μέσα από μια επίπονη, επίμονη και παρ' ολίγον παράλογη διαδικασία, η οποία απορρόφησε την αποκλειστικότητα του χρόνου του από το 2001 και μετά - χρονιά που βγήκε το ντεμπούτο αυτού του project. Ο δίσκος κυκλοφορεί από την Clapping Music, ένα μικρό label που συστεγάζεται με την Active Suspension, κάπου στο Παρίσι.
Στο 'Flux', λοιπόν, σχεδόν τίποτα από όσα ακούγονται δεν έχει παιχτεί πραγματικά. Ο Yann Tambour συγκέντρωσε εδώ ένα τεράστιο υλικό από samples του ενός δευτερολέπτου από διάφορα όργανα και πέρασε αμέτρητες ώρες τακτοποιώντάς τα με κάποια λογική στο σκληρό δίσκο ενός computer, χτίζοντας με αυτά τις συνθετικές του ιδέες. Ακούγοντας, για παράδειγμα, τα περίπλοκα και σύνθετα arrangements των εγχόρδων αισθάνομαι ήδη έντρομος το χέρι του τύπου να γίνεται ένα με το ποντίκι. Δεν είναι τόσο η συγγραφή τους, όσο η επιτυχία του να ακούγονται συμπαγή και φυσικά, χωρίς άλματα. Έναν χρόνο ακριβώς πήρε η σύνθεση και η ηχογράφηση των οκτώ tracks του cd, από τον Ιούνιο του 2001 μέχρι τον ίδιο μήνα του επόμενου έτους. Άλλους δέκα μήνες τράβηξε η μείξη τους, που έκανε ο ίδιος ο συνθέτης μαζί με τον Emiliano Flores. Με τέτοιο πλήθος από samples πώς να δουλέψουν οι παραδοσιακές τεχνικές;Το μεγαλύτερο μέρος του cd είναι instrumental. Στις λίγες φορές που ο Yann Tambour πλησιάζει το μικρόφωνο, ερμηνεύει με ένα εγωπαθές ύφος, καθηλωτικό (σαν απαγγελία), το οποίο ξεφεύγει προς κάπου αλλού, εκεί όπου οι λέξεις των στίχων νοούνται εναλλάξ, είτε ως ήχοι, είτε ως νοήματα ή σήματα. Το τόξο της διαδρομής αυτής της μουσικής τέμνει τη σύγχρονη avant-garde, την underground κλασική και το μεταμοντέρνο post-rock της μετα-Constellation εποχής. Στα πρόθυρα του ιδιοφυούς, ο Yann Tambour και το project Encre δίνουν τον σπουδαιότερο δίσκο που ακούσαμε μέχρι στιγμής από τη Γαλλία για το 2004 και έναν από τους καλύτερους εναλλακτικούς της χρονιάς συνολικά. Δίπλα στον Sylvain Chauveau των περσινών Arca και στο προσωπικό του Matt Elliott (τα ευχαριστήρια δεν βγήκαν στην τύχη). Ψάξτε το. Η ανυπέρβλητη σκοτεινή έλξη της τρελής διαφορετικότητάς του θα σας αφήσει άναυδους. Το πιστεύω. (Quiz: Καμιά ιδέα για το τι παριστάνει το εξώφυλλο;)
Παραμένουμε στη Γαλλία για κάτι που, μετά τα προηγούμενα, μοιάζει με rollercoaster κιτς. Λοιπόν, εσείς πώς θα μεταφράζατε σε μουσική μια μέρα ενός φανταστικού παρατηρητή στη γαλλική πρωτεύουσα; Δεν χρειάζεται να απαντήσετε, αν το θέμα σας ενδιαφέρει αυτό κάνουν στο τρίτο τους φετινό album οι Paris Jazz Big Band (στην Cristal Records, όπως και στα άλλα δύο), το οποίο τιτλοφορούν επακριβώς 'Paris 24h'. Το σχήμα δημιουργήθηκε το 1999 στο Παρίσι από τους πνευστούς Pierre Bertrand και Nicolas Folmer. Οι δυο τους έγιναν ο πυρήνας μιας ορχήστρας που στο παρόν album αριθμεί γύρω στους είκοσι μουσικούς, συν κάποιους καλεσμένους. Ο ήχος που παράγει είναι εκείνος ο γνωστός κλασικός των big bands, ασφαλώς, που όμως οι Ευρωπαίοι γενικώς τον δίνουν πάντοτε με τρόπο περισσότερο εκλεπτυσμένο και κοσμοπολίτικο. Σε κάθε μια από τις δώδεκα συνθέσεις του δίσκου κάποιος από τους μουσικούς, συνήθως ένας κάθε φορά, παίρνει και ρόλο σολίστ. Ένα ιδιόμορφο road movie στους δρόμους του Παρισιού που τελικώς απευθύνεται μόνον σε φανατικούς της παλιάς jazz και του περιπετειώδους ήχου των big bands. Το μόνο που κερδίζω προσωπικά από την ακρόασή του είναι η αξιοθαύμαστη ενορχήστρωση, σκέτο υπόδειγμα για το πώς μπορεί να ακουστεί πεντακάθαρα μια πλειάδα οργάνων. Στα υπόλοιπα παραείναι παρωχημένο.
PLAY-LIST στήλης (το βαρόμετρο της έσω εντροπίας μου):
1. KORA JAZZ TRIO - Kora Jazz Trio
2. PASCAL SCHAFER - Dawn
3. E.M.P PROJECT - E.M.P Project
4. DESTROYER - Your Blues
5. S.E.K.S. - Life In Venus