Please, smile Mr. Dark!! #8
Μπείτε σε μια φανταστική εποχή όπου όλοι έχουν συμφωνήσει και αποδεχτεί ένα μεγάλο παραμύθι, ότι η γη είναι επίπεδη. Και στην άκρη της, ακριβώς πάνω από το χείλος του γκρεμού του τέλους, με τα κύματα της συμπαντικής θάλασσας να σπάνε πάνω του με λύσσα, φανταστείτε ότι βρίσκεται ένα bar-motel, στέκι για όσους μοναχικούς φτάνουν μέχρι εκεί.
Αν η πραγματικότητα ήταν αυτή, τότε ο ανώνυμος disc jockey σε εκείνο το bar-motel θα λάτρευε και θα έπαιζε συνεχώς το 'All Love Is Lost Forever', το ανεπανάληπτο ντεμπούτο CD album των View από την Νορβηγία, μία από τις φετινές κυκλοφορίες που έκαναν την στήλη να παραμιλάει.
Μπορεί να υπάρξει μέτρο στο απελπισμένο ή στο μοιραίο; Μπορούν αυτά να περιγραφούν επαρκώς με την pop μουσική; Μπορούν, έστω το φόντο και η εικόνα της εισαγωγής, να δώσουν την παθιασμένη εκδοχή της απώλειας και της μοναξιάς που συνέθεταν για έξι χρόνια οι View και που η Tatra Records εξέδωσε πριν λίγο καιρό, αξιοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο τα έσοδα στο ταμείο της από τις πρόσφατες επιτυχίες των Apoptygma Berzerk και Icon Of Coil (ότι ακριβώς είχε κάνει κυκλοφορώντας τους When, τιμή και δόξα της βέβαια). Θα ήταν τόσο συναισθηματικά φορτισμένο το κλίμα εάν δεν συνέβαινε το τραγικότερο, το άγγιγμα του θανάτου (το σύνολο του album αφιερώνεται σε ένα νεκρό αγόρι εικοσιπέντε χρονών, αδελφό μέλους του συγκροτήματος, ο οποίος έφυγε το 1998) και γιατί έπρεπε να γίνει έτσι; Με συνθλίβει, η υποψία και μόνον, ότι δεν μπορούσε να υπάρξει άλλος τρόπος.
Ψάξτε επειγόντως αυτήν την εξαιρετική μουσική. Πρόκειται για ένα από τα καταπληκτικότερα albums της χρονιάς και δεν χρειάζεται να έρθει το τέλος της για να το διαπιστώσετε, όπως δεν χρειάζεται να πειστείτε από διάφορα, απολογιστικά και στείρα για την περίπτωση, στοιχεία που αφορούν την συμμετοχή άλλων είκοσι τόσων μουσικών (πλέον των πέντε μελών του συγκροτήματος) σε διάφορα tracks - ανάμεσά τους μέλη από Apoptygma Berzerk, Magenta, αλλά και ο Mark Francombe πρώην των Cranes στο συγκλονιστικό 'Hell Song/How Sad', την υπέρ της μιας ώρας διάρκειάς του και άλλα τέτοια. Η προσφερόμενη ηχητική πληθώρα του από μόνη της είναι αρκετή.
Είχα την, ευτυχή όπως αποδείχτηκε, τύχη να μπω στον υπέροχο κόσμο των The Ladybug Transistor με ένα συγκλονιστικό album, το 'The Albemarle Sound' CD του 1999 στην Merge Records, γνωστότερη από τις κυκλοφορίες των The Magnetic Fields.
Τι θα μπορούσε να διαδεχτεί ένα τόσο αψεγάδιαστο σύνολο ευφάνταστων pop τραγουδιών ήταν από τότε ένα σοβαρό ερώτημα, που μπορεί να μην εκφράστηκε μέσα στην γιορτή της μουσικής που μας συνεπήρε τόσο μεθυστικά, ωρίμασε όμως μέσα μας και έγινε ανησυχία.
Το ολοκαίνουργιο και διάδοχο 'Argyle Heir' CD album, στην ίδια εταιρία, έρχεται να τις επαληθεύσει στο έπακρο. Χαλαρότερος ρυθμός, κατώτερες συνθέσεις, επανάληψη, μια εγκυμονούσα δυσκολία στην έμπνευση και μια κάποτε μετριότητα, το νέο υλικό ανήκει ακριβώς στην κατηγορία εκείνη που την δέχεσαι εφόσον είναι ντεμπούτο, την δέχεσαι ακόμη και ως βήμα ευκαιρίας ενός υπό διαμόρφωση (όχι αναγκαστικά πρωτοεμφανιζόμενου) σχήματος, αλλά σε καμιά περίπτωση ως το μετά κάποιων που πλησίασαν τόσο κοντά την τελειότητα.
Η μεγάλη μου αυστηρότητα οφείλεται κατευθείαν στην εξίσου μεγάλη μου πικρία, διότι με τους έξι νεαρούς μουσικούς των The Ladybug Transistor γίναμε συνοδοιπόροι για αμέτρητες νύχτες και σε εκείνη την συνδιαλλαγή αυτοί ήταν που μου παρείχαν περιεχόμενο και όνειρα, ενώ εγώ γέμιζα τον λευκό πίνακα του έσω κόσμου μου με νέες ζωγραφιές.
Ας θεωρήσουμε λοιπόν την νέα τους δουλειά απλώς ως μια μικρή καμπή, έστω λίγο πρόωρη, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι οι The Ladybug Transistor είναι ένα συγκρότημα που ομόρφυνε την σκηνή του παρόντος με ξεχωριστό και ενδιαφέρον τρόπο. Η συμβουλή όμως είναι να επιστρέψτε στο 'The Albemarle Sound' CD με ταχύτητα φωτός, κρατώντας από εδώ κάποιες στιγμές όπως τα 'Echoes', 'Perfect For Shattering' και 'Wooden Bars' ως αναμνηστικά μιας γνωριμίας που δεν έκατσε.
Είναι πάρα πολλά αυτά που προσδοκά κανείς έχοντας στα χέρια του την, πρώτη και μοναδική μέχρι σήμερα, συλλογή - έστω με το μικρό κύρος ενός φτηνού sampler γνωριμίας, ενδεικτικού πάραυτα για το πρόσωπο του ήχου, της άποψης, του στίγματος γενικώς - του δισκογραφικού label της Bella Union, της εταιρίας που δημιούργησαν οι Simon Raymonde και Robin Guthrie, αμφότεροι πρώην Cocteau Twins, το καλοκαίρι του 1997. Εξάλλου οι υπεύθυνοι των εταιριών ξέρουν και χρησιμοποιούν συχνά αυτόν τον δρόμο (τον ευκολότερο φαντάζομαι) και έρχονται μερικές φορές, όπως αυτήν εδώ, που η περίπτωση παραείναι ελκυστική.
Οκτώ τραγούδια από ισάριθμους τίτλους της Bella Union, σήμερα όλα ήδη κυκλοφορημένα στις κανονικές εκδόσεις καλλιτεχνών και συγκροτημάτων όπως οι The Wave Room, Departure Lounge, Gwei-lo, Violet Indiana, Dirty Three, The Czars, Francoiz Breut και Lift To Experience.
Το δέλεαρ όμως δεν είναι αυτά, διότι όσο ευφάνταστα όμορφα και αν ακούγονται κάποια, είναι τελεσίδικο ότι η Bella Union δίνει στην μουσική ιστορία μάλλον προβλέψιμα και μικρού ενδιαφέροντος έως ρηχά πράγματα, μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Το δέλεαρ δεν είναι ούτε η χαμηλή τιμή, αλλά η εικοσάλεπτη ταινία 'A Night In', στην οποία συμμετέχουν πέντε ονόματα από τον κατάλογο της εταιρίας (ο Robin Guthrie μάλιστα διαφημίζεται με ακυκλοφόρητη σύνθεση) και η οποία τρέχει στον υπολογιστή σας με το QuickTime και όπως εύκολα καταλαβαίνετε δεν θα βρεθεί κάπου αλλού. Αν αυτό σας αρκεί, ψάξτε μια κόπια όσο ακόμη διατίθενται μερικές.
Όταν η Misanthropy Records σταμάτησε, πριν δύο περίπου χρόνια, την λειτουργία της άφησε στον δρόμο πολλά ορφανά. Ένα από αυτά ήταν και οι Madder Mortem, νορβηγοί από το Gardvik, αλλά σαφώς μικρότερης φήμης (και αποτελεσματικότητας) από τους ομοεθνείς τους In The Woods... (οι οποίοι επίσης ανήκαν την ίδια εποχή στην παραπάνω εταιρία). Πρόλαβαν πάντως να κυκλοφορήσουν σε αυτήν το ενδιαφέρον ντεμπούτο τους 'Mercury' CD album το 1999.
Η επανεμφάνισή τους γίνεται με το καινούργιο 'All Flesh Is Grass' CD, πρωτιά στην αμερικανική Century Media, με όμορφο εξώφυλλο και έξυπνο τίτλο. Σε αυτό τους συναντούμε με τρεις αλλαγές βασικών μελών - αλλά σταθερά υπό την καθοδήγηση της τραγουδίστριας Agnete M. Kirkevaag - και βαρύτερο ήχο, συνολικά πληθωρικό σε επαναλαμβανόμενες δόσεις, τεχνικού, progressive metal.
Στο σύνολο των τραγουδιών του 'All Flesh Is Grass' λείπει πρωτίστως η φλόγα και δευτερευόντως η διεξοδικότητα. Τι να πετύχεις με δύσκολες περφεξιονιστικές αναπτύξεις, πομπώδεις σε ύφος, πέρα από την αμέριστη συμπάθεια σε αποτελέσματα όπως αυτά των 'Ten Times Defeat', 'Ruby Red' και 'Head On Pillow', εκεί όπου αφήνεται να φανεί μια ευαίσθητη θεώρηση του σχετικού θεματολογίου, εκφρασμένη με ατμοσφαιρική επιτηδειότητα, εκπλήσσοντας πολυπλεύρως και όχι μόνον τους αυστηρά πιστούς ακροατές του ιδιώματος. Δυστυχώς όμως είναι μόλις δύο επιβεβαιωμένες και άλλες τόσες παραλίγο, στιγμές, οι οποίες δεν φτάνουν να εκπληρώσουν ούτε τα πλήρως απαραίτητα τυπικά της βάσης προαγωγής, πόσο μάλλον τις φιλοδοξίες των απαιτητικών.
Αυτό που αξίζει να μάθουμε, αλλά είναι αλήθεια ότι σπάνια το πετυχαίνουμε στην πλειοψηφία των παρόμοιων περιπτώσεων, είναι πόσο κοντά στο τίποτα φτάνουν τελικά albums των δύο-τριών κομματιών, όπως αυτό. Δεν νομίζω όμως ότι οι Madder Mortem θα ξέρουν να μας απαντήσουν.
PLAY-LIST στήλης (το βαρόμετρο της έσω εντροπίας μου) :
1. THE SISTERS OF MERCY - Sisters Trip The Light 2CD Live Bootleg
2. BELOW THE SEA - The Loss Of Our Winter
3. THE ANGELS OF LIGHT - How I Loved You
4. CONTRIVA feat. JEFF TARLTON - The Things You Said 12''
5. TRESSPASSERS W - Cover Collection 10''
29/08/2001