Please, smile Mr. Dark!! #81
Εν συντομία η πρώτη μας ιστορία έχει ως εξής: οι αδελφές Sierra και Bianca Casady από το Brooklyn της Νέας Υόρκης φαίνεται ότι είχαν τη μουσική στη φλέβα τους. Δεν είχαν όμως εκφραστεί έτσι ώστε να την είχαν και στην κοινή τους ατζέντα. Μέχρις ότου, μετά από κάποια χρόνια που η μεταξύ τους επαφή είχε χαθεί, η Bianca έφτασε στο Παρίσι με το τηλέφωνο της μεγαλύτερης αδελφής της στο χέρι. Στο διαμέρισμα της Sierra στη γαλλική πρωτεύουσα γράφτηκαν την περασμένη άνοιξη τα δώδεκα τραγούδια που τελικώς έβγαλε ο Steve Albini στην Touch And Go. Πρόκειται για το ντεμπούτο 'La Maison de Mon Reve' ('The House Of My Dream') album των CocoRosie. Και τι ντόρος και μεγαλεία, ε;
Η Sierra Casady παίζει κιθάρα και φλάουτο, η Bianca κυρίως κάποια κρουστά, ενώ το τραγούδι είναι υπόθεση και των δυο. Διαβάζω ότι η Sierra Casady έχει σπουδές στην όπερα. Οπότε η βασική ύποπτη για την εντύπωση που δημιουργείται ακούγοντας το δίσκο ότι η ελλοχεύουσα παραφωνία και οι χαμένες νότες είναι στο παρόν σκόπιμες, μάλλον είναι η μικρότερη Bianca. Όπως και αν έχει, το δίδυμο έφερε στο κέντρο της γραφής του τα gospels, τα spirituals και τη lo-fi folk. Και έχτισε τις επιρροές του πάνω σε ένα φτηνιάρικο background από υποτυπώδη drum loops και διάφορους ήχους, όχι κατ' ανάγκη ταιριαστούς σε κάτι σαφές. Μουσικά, οι καλύτερες στιγμές του cd είναι τα 'Candy Land', 'Lyla' και η εισαγωγή του 'Not For Sale'. Στα υπόλοιπα είναι πολύ έντονη η αίσθηση ενός θηλυκού ντουέτο αντίστοιχου του Devendra Banhart, που όπως σωστά μαντεύει όποιος γνωρίζει, ασπάζεται και το ίδιο πιστεύω: ότι η μουσική είναι πρώτα από όλα πόζα. Κάτι γραφιάδες όπως η Anne Hilde Neset στο The Wire ζουν για να εκθειάζουν τέτοιου είδους ονόματα, μαζί με τα παράδοξα και τις αντιφάσεις τους. Είχα ξεχάσει πως βγαίνουν ακόμη δίσκοι που είτε σου αρέσουν, είτε κατευθείαν τους μισείς. Χιλιοειπωμένη ατάκα, το γνωρίζω, αλλά και πολύ ταιριαστή.
Στο ολοκαίνουργιο 'Elements Of Style, Exercises In Surprise', το όγδοο album των The Vandermark Five για την Atavistic (και δέκατό τους συνολικά), είναι η πρώτη φορά από το 1997, οπότε και άρχισαν να δισκογραφούν, που ένα album του σπουδαίου αυτού σχήματος της πρόσφατης αμερικάνικης jazz μου ακούγεται ασύστολα διαμορφωμένο. Ιδέες ήδη δουλεμένες, γνώριμο μοτίβο, τεχνοκρατία, μια γενικώς νοούμενη αίσθηση επανάληψης, αλλά, οφείλω να επισημάνω, επ' ουδενί ενοχλητικής ή μισοκοιμισμένης. Διότι, πρέπει να ξέρουμε, βεβαίως, ότι μιλώντας γι' αυτό το κουϊντέτο γύρω από τον 39χρονο σήμερα πνευστό Ken Vandermark, μιλάμε για μια από τις πιο εκρηκτικές μπάντες του σύγχρονου Chicago, ένα συγκρότημα για το οποίο ο ρυθμός ποτέ δεν έμεινε στην επιφάνεια, τουτέστιν την ελαφρότητα του κορμιού και μόνον αυτή, αλλά απέκτησε μια άλλη, περισσότερο εσωτερική διάσταση. Ίσως αν πούμε πως το νέο τους cd είναι περισσότερο πειραματικό και αργό, χωρίς ωστόσο να φαντασιώνεται λιγότερο, να έχουμε δώσει την ουσιαστικότερη γνώμη.
Με σταθερό το line-up τους, οι επτά παρούσες συνθέσεις των The Vandermark Five εξαπολύουν ξανά δόσεις groovy έπαρσης και φρενήρη νεο-bop ξεσπάσματα στα 'Strata', 'Knock Yourself Out' και 'Telefon' από τη μια, και μια ατμοσφαιρική jazz στα 'Intagliamento', 'Gyllene' και στο εικοσάλεπτο 'Six Of One', με έντονα πειραματικά ή free στοιχεία, από την άλλη. Αυτά τα τελευταία αναγνωρίζονται πλέον και ως ιδιαίτερης αξίας στη συνταγή τους. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι πέντε μουσικοί παίζουν και ακούγονται πρωτίστως σαν group, παρά σαν άκρατοι σολίστ και αυτό είναι το μεγάλο τους προσόν. Οι πρώτες 1,500 κόπιες του cd προσφέρουν ως bonus disc το τέταρτο volume της σειράς 'Free Jazz Classics', με μια ακόμη tribute ζωντανή ηχογράφηση, αυτή τη φορά με υπότιτλο 'Free Kings - The Music Of Rahsaan Roland Kirk'. Αν κάποιος ψάχνει μια πρώτη γνωριμία με τη μουσική αυτού του σχήματος, σίγουρα το 'Elements Of Style, Exercises In Surprise' δεν είναι η πρώτη επιλογή, όπως κατά τη γνώμη μου το προ διετίας 'Acoustic Machine'. Όταν όμως σταδιακά νιώσει την ανάγκη να συμπληρώσει το μωσαϊκό αυτών των Αμερικανών, θα γίνει αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας. Καταλαβαίνετε.
Μια πρόσκληση του γιαπωνέζικου label της Progressive Form να επισκεφτεί πέρυσι την Ιαπωνία και η μια εβδομάδα που εντέλει πέρασε εκεί (στο Kyoto, νομίζω), στάθηκε η πηγή έμπνευσης για το Γερμανό Uwe Zahn να γράψει το τέταρτο album των Arovane, μετά από τετράχρονη σιωπή. Το 'Lilies', περί ου ο λόγος, αποτέλεσε κυκλοφορία του φετινού Ιούνη για την City Centre Offices, συνήθους ύποπτης για κάτι τέτοια. Ο Uwe Zahn κατάγεται από το Nameln. Από τα eighties ακόμη άρχισε να γράφει μουσική με ένα Casio keyboard, μικρόφωνα και cassette recorders. Στο Βερολίνο, όπου ζει μέχρι σήμερα, μετακόμισε το 1991. Εκεί έφτιαξε και το δικό του στούντιο. Παράλληλα με το project Arovane που έχουμε εδώ, ενίοτε υπογράφει επίσης και ως Nedjev. Και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, η κύρια ασχολία του παραμένει πάντα τα σύγχρονα ηλεκτρονικά.
Τα τριάντα έξι λεπτά του 'Lilies' έχουν μια δυναμική μικρών εκπλήξεων. Κάπως έτσι φαντάζομαι πως ένιωσε ένας Γερμανός στην πρώτη του στη "χώρα του ανατέλλοντος ηλίου". Σαφείς μελωδικές γραμμές, ατμόσφαιρα, υποτονικοί ρυθμοί, διακριτικότητα, έξυπνες ιδέες. Μάλιστα, το ταξίδι του στην Ιαπωνία φαίνεται να τον ενέπνευσε και για κάτι ακόμη: να δουλέψει για πρώτη φορά σε παραγωγή του με μια φωνή. Στο πέμπτο track, το 'Pink Lilies', συμμετέχει η γιαπωνέζα τραγουδίστρια (και συγγραφέας) Kazumi, η οποία ζει στη Βρετανία και που την θυμάμαι να ντεμπουτάρει δισκογραφικά στο 'Royal Astronomy' album του μ-Ziq και στο single 'The Fear' που προηγήθηκε το 1999 (ναι, είναι η ίδια!). Λιτή και ουσιαστική, όπως τότε. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πρόσφατα ηλεκτρονικά albums, που η χώρα προέλευσής του είναι και ενδεικτική, τελικώς, της αισθητικής και του στυλ τα οποία οριοθετούν το πεδίο του. Εντός του αναλαμβάνει ο Uwe Zahn ο συνθέτης και αποδεικνύεται σε στιγμές σπουδαίος και επιτήδειος μαέστρος.
Χμ ..., τελικώς στο υπάρχον σύστημα δεν είναι να αφήνει κανείς χώρο. Μόλις σταμάτησαν οι The Gun Club, αμέσως σχήματα όπως οι 16 Horsepower ανέβηκαν στο βάθρο. Και μόλις ψιλοσυνηθίσαμε τη βιβλική μορφή του David Eugene Edwards έτρεξαν να επωφεληθούν μπάντες όπως οι Blanche. Με έδρα το Detroit, αυτό το κουϊντέτο συσπειρώνεται γύρω από τον συνθέτη/ τραγουδιστή (επίσης κιθάρα, βιολί) Dan John Miller, ο οποίος στα δυο προηγούμενα σχήματά του (Goober & The Peas, Two Star Tabernacle) είχε ως bandmate τον Jack White των The White Stripes. Τα υπόλοιπα μέλη συμπληρώνονται από τη γυναίκα του Tracee Mae Miller (μπάσο, φωνητικά και Hope Sandoval πρότυπο), την Lisa 'Jaybird' Jannon (drums), τον David Feeny (κιθάρα, πιάνο, melodica, κλαρινέτο) και τον Patch Boyle (banjo, autoharp), ο οποίος όμως έχει αποχωρήσει προς χάρη της συζυγικής ζωής και έχει ήδη αντικατασταθεί από τον Little Jack Lawrence. Ωστόσο, παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στον ήχο του φετινού ντεμπούτο του συγκροτήματος, το album 'If We Can't Trust The Doctors...' στην τοπική Cass Records. Το όνομα του Warn Defever των His Name Is Alive ως παραγωγού ήταν μάλλον μη αναμενόμενο.
Σε νοσταλγικές, μελαγχολικές μπαλάντες όπως τα 'Superstition' και 'So Long Cruel World' οι Blanche ακούγονται φορτισμένοι και ουσιαστικοί, συνδυάζοντας τους Hank Williams, Lee Hazelwood και Jeffrey Lee Pierce. Αποδίδουν και το 'Jack On Fire' του τελευταίου, σε μια εκτέλεση που διασώζεται, αφού οι δάφνες πηγαίνουν στην άλλη διασκευή του cd, το παραδοσιακό 'Wayfaring Stranger'. Στα υπόλοιπα tracks, όμως, ακούγονται σαν μια τυπική σύγχρονη alternative country μπάντα, χωρίς τις μεγάλες επιδόσεις. Και επειδή το promotion του δίσκου περιμένει πολλά από την εδώ συμμετοχή του Jack White στο κιθαριστικό σόλο του 'Who's To Say...', να πω ότι το ίδιο τραγούδι είχαν διασκευάσει και οι The White Stripes για b-side του 'I Just Don't Know What To Do With Myself'. Εξάλλου, το supporting στους The White Stripes ανήκει στις περγαμηνές των Blanche. Αν ήταν ακόμη ανοιχτή η Slash, ίσως άλλαζαν κάποια δεδομένα. Τώρα τα νέα λένε πως το συγκρότημα υπέγραψε στην V2 Records, η οποία και θα εκδώσει ευρύτερα το παρόν στα τέλη του μήνα. Όσοι (λίγοι, υποθέτω) πιστοί ...
PLAY-LIST στήλης (το βαρόμετρο της έσω εντροπίας μου) :
1.