Please, smile Mr. Dark!! #84
Ο νεαρός παραγωγός Will Holland μεγάλωσε στο Worcestershire. Έγραφε μουσική στο computer περίπου από την ηλικία των δεκάξι. Ο ίδιος εξομολογείται πως το DJ-ing ήταν η φυσιολογική εξέλιξη του να συλλέγει δίσκους. Ερχόμενος στο Brighton γνωρίστηκε με την ικανότατη τραγουδίστρια Alice Russell, η φωνή της οποίας έγινε από τα βασικότερα εκφραστικά του μέσα. Καθότι πια στην ίδια πόλη, οι δρόμοι του Holland δεν άργησαν να διασταυρωθούν με αυτούς της Tru Thoughts, το label που φορμάρισε το 1999 ο Robert Luis με έναν τρόπο αρκετά συγγενικό, ως μια προσπάθεια να βγάλει κάποια από τη μουσική που έπαιζε τις νύχτες στα κλαμπ. Αν και μόλις εικοσιτεσσάρων χρονών, το φετινό 'Mishaps Happening' cd είναι το τρίτο solo album του Will Holland ως Quantic, για την εν λόγω δισκογραφική, και μάλλον το καλύτερο από τα προσωπικά του.
Αν και χρησιμοποιεί τις ίδιες τεχνικές με τους δύο προηγούμενούς του, ο ήχος του νέου δίσκου είναι σαφώς μακρύτερα από αυτών των clubs. Θα τον χαρακτήριζα ίσως πιο ανοιχτό και ελεύθερα χορευτικό, ακόμη και φωτεινό, αν πάμε λίγο παραπέρα. Και σ' αυτό ασφαλώς έχει βοηθήσει το ότι εδώ ο Holland δούλεψε περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν με live όργανα, προσεγγίζοντας στο στούντιο εκείνο το ευθύ και άμεσο στυλ των The Quantic Soul Orchestra - του άλλου του παράλληλου project, μια εντεκαμελής ζωντανή ορχήστρα υψηλών επιδόσεων πια. Το 'Mishaps Happening' είναι ένα πλούσιο, αρωματικό χαρμάνι από afro-beats, retro funk, samba, electro-jazz, dub, το οποίο σε στιγμές ακούγεται εντυπωσιακό και βαθιά αυθεντικό. Η Alice Russell, φυσικά, είναι παρούσα, επισκιάζεται, ωστόσο, από ένα θρύλο του αμερικάνικου funk, τη Spanky Wilson, που στις μόλις δύο εμφανίσεις της μας πάει κοντά τριάντα χρόνια πίσω. Συναντούμε, επίσης, το Γάλλο rapper Etienne Charrie, γνωστό ως MC Trinidad, αλλά και το Nιγηριανό Sonny Akpan, ο οποίος μέχρι τις μέρες μας εξακολουθεί να εμφανίζεται και να διδάσκει κρουστά στο Λονδίνο. Αρκετά καλή πρόταση, η καταλληλότερη πιθανόν για να προετοιμαστεί το τοπίο για το δεύτερο album των The Quantic Soul Orchestra που "βλέπει" έκδοση το 2005. Προτεραιότητα όχι μόνον του Will Holland, το πιάσατε;
Τους είχα γνωρίσει από ένα κομμάτι τους στο 'The Wire Tapper 10' του The Wire και με είχαν εντυπωσιάσει. Αναφέρομαι στους Sagor & Swing, το ιδιόρρυθμο instrumental σχήμα που δημιούργησαν οι Eric Malmberg (Hammond, Moog, ακορντεόν) και Ulf Moller (drums, percussion) στη Dalarna της σουηδικής επαρχίας. Αν και εκδίδουν από το 1999, η τύχη μας έφερε, δυστυχώς, να ασχοληθούμε μαζί τους με το φετινό, τέταρτο συνολικά, album τους 'Orgelplaneten' ('The Organ Planet'), το οποίο, όμως, είναι και το κυριολεκτικά τελευταίο τους. Όλοι τους οι δίσκοι έχουν βγει από το ελιτίστικο label της Hapna με έδρα τη Στοκχόλμη. Στο κύκνειο άσμα του το ντουέτο ακούγεται αρκετά διαφορετικό από ό,τι παλιότερα. Παραμένοντας, έστω, κολλημένο σε εκείνα τα ρετρό electro-vibes που φέρνουν πολύ εύκολα στη μνήμη τα ορχηστρικά long-plays της δεκαετίας του '70, κυρίως, αλλά και του '80, με synths υλικό, το 'Orgelplaneten' είναι περισσότερο ρυθμικό και ελαφρύ, από αυτά που, όταν δυσκολευόμαστε να τα περιγράψουμε, τα λέμε πιο pop και νιώθουμε ότι ο άλλος απέναντι επιτέλους αρχίζει κάπως και καταλαβαίνει. Το '8-Bitarspolskan', ας πούμε, είναι το δικό τους 'Popcorn', ενώ tracks σαν το 'Postmodernism' θα μπορούσαν να κάνουν θραύση σε διαφημιστικά spots ή χιουμοριστικά ρεπορτάζ. Στα αξιοσημείωτα και το γεγονός ότι ο Malmberg παίζει με το ίδιο ακριβώς όργανο που είχε χρησιμοποιήσει ο Bo Hansson το 1970 για το album 'Sagan Om Ringen' ('Lord Of The Rings'), ένας από τους πρώτους δίσκους επηρεασμένος από το έργο του J.R.R.Tolkien. Οι Sagor & Swing για σαρανταδύο λεπτά έπαιξαν με τη μηχανή του χρόνου. Ακόμη και αν, τελικά, η δική τους τρέλα δεν έγινε το δικό μας πάθος, κατάφεραν με την πειστική τους εμφάνιση να μας κάνουν να χαμογελάσουμε και να τους κλείσουμε το μάτι. Ας τινάξουμε τώρα, αμφότεροι, και την παρά φύση νοσταλγία.
Λένε πως η φαντασία κάνει τη ζωή χρωματιστή. Επείγουσα στάση, λοιπόν, στο Bristol στη συνέχεια για τον Chris Cole. Πριν από πέντε περίπου χρόνια ενεπλάκη ως full-time μέλος στους Movietone. Έκτοτε, τον συναντήσαμε, επίσης, πίσω από τα drums στους Crescent, αλλά και ως συμμετέχοντα στο θριαμβικό περσινό 'The Mess We Made' του Matt Elliott, καθώς και στα κονσέρτα που το ακολούθησαν. Φέτος ήρθε η στιγμή για τον πρώτο του προσωπικό δίσκο υπό το όνομα Manyfingers. Και αυτό χάρη στην ενθουσιώδη υποστήριξη στο υλικό του των Andrew Johnson και Craig Tattersall (κάποτε στο original line-up των Hood και αφότου αποχώρησαν στους The Remote Viewer), οι οποίοι και έκαναν το 'Manyfingers' το δεύτερο νούμερο των εκδόσεων του δικού τους label, της Moteer Records.
Ο Chris Cole ηχογράφησε τα μόλις επτά instrumental tracks του cd με ένα sampler και ένα παλιό Atari. Καθότι, όμως, ο ίδιος βγάζει ένα απίθανο συνθετικό και εκτελεστικό μπρίο, τα ελάχιστα μειονεκτήματα από τις lo-fi ηχογραφήσεις περνούν στα πολύ ψιλά. Πολυτάλαντος οργανοπαίχτης, ο Cole παίζει εδώ τα πάντα μόνος του, από ισπανική κιθάρα, τύμπανα και ξυλόφωνο, μέχρι πιάνο, ακορντεόν, τσέλο και melodica, απλώνοντας ένα ευρύ μεταμοντέρνο ηλεκτρο-ακουστικό φάσμα, το κέντρο του οποίου μπορεί να βρεθεί με αρκετή σαφήνεια στη συναισθηματική εκπομπή του συνθέτη, τα όρια του, ωστόσο, δεν είναι ακριβή και σχεδόν εξαφανίζονται στην κινούμενη, θιασώτικη κινηματογραφία της μουσικής του, τραβώντας για αλλού. Ο Vic Le Billon, ο μοναδικός άλλος μουσικός που παίζει στο album (τρομπέτα στα τέσσερα θέματα), σπάει αυτή την αμιγώς προσωπική φαντασία, χωρίς, εντούτοις, να την αλλοιώνει. Ρομαντικός, ανατριχιαστικός, βιωματικός, απόμερος, ο Chris Cole παίζει εδώ με τα ακροδάκτυλα την ανθρώπινη ευαισθησία, φτάνοντας και εν τέλει ανάβοντας το εσωτερικό της φως. Και δεν αφήνει να το αγγίξουν, μόνον να το πλησιάσουν. Μαθαίνοντας, δε, πως αυτόν το μήνα μπαίνει στο στούντιο για το επόμενο album του (πήρε και ένα Mac με μια κόπια του Logic, κατά πως λέει), νιώθω σαν να ετοιμάζεται να αποτελειώσει τη γραφή του, στο θρίαμβο ή στο μαρασμό. Από τις πολύ απαραίτητες μουσικές του 2004 και απ' αυτές που δείχνουν πόσο εύπλαστη είναι η υλική μας υπόσταση, αλλά και οι συγκινήσεις μας. Επιβάλλεται.
Σκεφτείτε ποιος ήταν ο τελευταίος μεγάλος δίσκος αποκλειστικά με διασκευές που μπήκε στη δισκοθήκη σας. Αν δεν απαντήσετε το ομώνυμο, φετινό ντεμπούτο των Nouvelle Vague στην Peacefrog, τότε έχετε μάλλον χάσει ένα από τα πληθωρικότερα επεισόδια στο θέμα. Οι Nouvelle Vague είναι το project δύο Γάλλων μουσικών και παραγωγών, με ασφυκτικά γεμάτα βιογραφικά, των Olivier Libaux (κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα) και Marc Collin (keyboards, programming), οι οποίοι άρχισαν να δουλεύουν μαζί το 1998. Στο 'Nouvelle Vague' είχαν την ιδέα να διασκευάσουν δεκατρία τραγούδια, τα περισσότερα anthems του βρετανικού (πλην δύο) post-punk και new wave της περιόδου 1978-81, ξεχνώντας το πρωταρχικό background του καθενός και δουλεύοντας με νεαρές ερμηνεύτριες που δεν είχαν ακούσει ποτέ τους τις αυθεντικές εκτελέσεις. Όταν έρθει σε επαφή κανείς με το αποτέλεσμα καταλαβαίνει και το γιατί η τελευταία λεπτομέρεια ήταν πολύ σημαντική. Για να αποδοθούν τόσο αποπροσανατολιστικά τα τραγούδια, στρεφόμενα σε ένα ύφος που συνδυάζει bossa nova, lounge jazz και sixties pop, απαιτείτο ξεκάθαρο και καθ' όλα ανεπηρέαστο μυαλό. Τονίζω την εξέχουσα θέση της νεαρής παριζιάνας Camille Darmais, ανάμεσα σε οκτώ διαφορετικές τραγουδίστριες, η οποία έχει και τη μερίδα του λέοντος στις εδώ συμμετοχές και ακολουθεί το ντουέτο και στις ζωντανές του εμφανίσεις (είναι αυτή στη φωτογραφία).
Από τη βροχερή και μουντή Αγγλία, λοιπόν, στην ηλιόλουστη και λαμπερή Βραζιλία. Παραθέτω αυτούσιο το περιεχόμενο set και εκ προοιμίου ομολογώ ότι δεν θα μπορούσε να είναι πιο αποστομωτικό: 'Love Will Tear Us Apart', 'Just Can't Get Enough', 'In A Manner Of Speaking', 'Guns Of Brixton', 'This Is Not A Love Song', 'Too Drunk To Fuck', 'Marian', 'Making Plans For Nigel', 'A Forest', 'I Melt With You', 'Teenage Kicks', 'Psyche', 'Friday Night Saturday Morning'. Ασφαλώς και θα υπάρξουν ενστάσεις, κυρίως ως προς την αισθητική που τραβούν οι παρούσες εκτελέσεις, που κάποιες φορές απομακρύνονται σκοπίμως ακόμη και από το ριζικό νόημα ή το συμβολισμό του original. Κάθε τραγούδι μόνον στην εποχή του και στις συνθήκες της δύναται να κατανοηθεί επακριβώς. Άποψή μου. Ακούστε, ωστόσο, πώς κρατούν τη μαγεία τους στο παρόν οι σκοτεινότεροι των υπολοίπων The Sisters Of Mercy, Modern English και Killing Joke. Τρομερά έξυπνη, στιλάτη και γευστική πρόταση, λες και παίζουν εναλλάξ οι Everything But The Girl, οι Weekend και οι Matt Bianco. Ψάξτε το ανεπιφύλακτα.
PLAY-LIST στήλης (το βαρόμετρο της έσω εντροπίας μου) :
1. DICTAPHONE - Nacht ep 12''
2. PATRICK WOLF - Lycanthropy
3. GRAVENHURST - Flashlight Seasons
4. LARS HORNTVETH - Pooka
5. THE EX - Turn 2cd