Προς το τέλος ενός καλοκαιριού
* Αν προσπαθήσετε να θυμηθείτε μερικά από τα πράγματα που σας εκνεύριζαν περισσότερο στα παιδικά / σχολικά σας χρόνια, τότε, κατά πάσα πιθανότητα, το μυαλό σας θα τρέξει κάθε φορά που τελείωνε ένα καλοκαίρι ή οι διακοπές των Χριστουγέννων ή του Πάσχα, και όλοι τριγύρω θεωρούσαν καθήκον τους να σας πουν «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Υποτίθεται πως ήταν ευχή, αλλά στην πραγματικότητα ήταν κακία: καταρχήν, σε αποκαλούσαν κατεργάρη χωρίς να τούς έχεις δώσει (αναγκαστικά) το δικαίωμα, και έπειτα, αυτές οι πέντε λέξεις είχαν πάντα κάποιο νόημα σαν «πολύ χαίρομαι που τελείωσαν οι διακοπές σου και θα χαρώ ακόμα περισσότερο όταν αρχίσει το σχολείο και έχεις μάθημα εφτά ώρες τη μέρα και διάβασμα άλλες πέντε». Τώρα που είμαστε κάποιας ηλικίας, μάλλον ακούμε αυτή την «ευχή» πολύ σπάνια, αλλά στη θέση της υπάρχει κάποια άλλη, εξίσου εκνευριστική: το «καλό χειμώνα», κάτι που αρκετοί θεωρούν ταιριαστό να το ξεστομίζουν από το Δεκαπενταύγουστο. Βασικά είναι πολύ αντιαισθητικό να λυώνεις από τη ζέστη και κάποιος να προσπαθεί να σου βάλει στο μυαλό εικόνες με βροχές, χιόνια και κρύο. Και για να μην ξεχνιόμαστε, μεταξύ του καλοκαιριού και του χειμώνα, μεσολαβούν, όχι ένας, όχι δύο, αλλά τρεις ολόκληροι μήνες που ανήκουν σε μια εποχή που ονομάζεται «φθινόπωρο». Μάς το είχαν μάθει στο σχολείο, αλλά φαίνεται ότι μερικοί κατεργάρηδες ήταν απρόσεχτοι πάνω στους πάγκους τους.
* Γκρίνια #1: Πριν εμφανιστεί το πρώτο ιδιωτικό κανάλι, τα δύο κρατικά δε διέκοπταν ποτέ το πρόγραμμά τους για να βάλουν διαφημίσεις. Δε χρειάστηκαν παρά λίγες μέρες Mega για να πάρει το κολάι και η κρατική, με τα στελέχη της να λένε μεταξύ τους κάτι σαν «ρε συ, γιατί δεν το είχαμε σκεφτεί και εμείς πιο πριν;». Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι οι διαφημίσεις καθεαυτές, αλλά ότι η κρατική τηλεόραση έχει ήδη μια καθόλου ευκαταφρόνητη πηγή εσόδων, μιας και πολύ απλά, την πληρώνουν οι πάντες - είτε έχουν, είτε δεν έχουν τηλεόραση. Σκεφτείτε πόσοι λογαριασμοί της ΔΕΗ κόβονται ανά δίμηνο και κάντε τον πολλαπλασιασμό - δεν είναι και λίγα. Για αυτό, όταν η αγαπημένη μας ΕΤ διακόπτει τους αγώνες κάθε λίγα λεπτά για να βάλει τα σποτάκια των χορηγών, προτιμάμε σαφώς να γυρίζουμε κανάλι και να βλέπουμε, για παράδειγμα, τα αντίστοιχα σποτάκια του Alter, όπου στο κάτω κάτω μπορεί να πετύχουμε και την Πολυξένη και να μας φτιάξει τη μέρα.
* Εκτός από τους ίδιους τους αγώνες, ιδιαίτερα απολαυστικό είναι να έχει πάρει ένας αθλητής μας μετάλλιο, και τα κανάλια να πηγαίνουν για ρεπορτάζ στα σπίτια των συγγενών. Το σκηνικό είναι παντού ίδιο: η οικογένεια κάθεται γύρω από την τηλεόραση (ο μπαμπάς με αμάνικο φανελάκι, η μαμά πιο περιποιημένη - στο κάτω κάτω δε βάζεις κάθε μέρα δημοσιογράφους στο σπίτι σου), το καθιστικό έχει ξεσκονιστεί επιμελώς και οι οικογενειακές φωτογραφίες έχουν μπει σε περίοπτη θέση, και η κάμερα κάνει ζουμ στα μπουκάλια της σαμπάνιας που θα ανοιχτούν σε περίπτωση νίκης. Aν το μετάλλιο έρθει, τότε ο πατέρας παίρνει ένα τουφέκι και πυροβολάει στον αέρα (δεν είναι λίγο ανησυχητικό που από ό,τι φαίνεται κάθε ελληνική οικογένεια έχει τουλάχιστον ένα όπλο;) ενώ οι δηλώσεις έρχονται βροχή. «Εγώ ήμουν σίγουρος/η», «το άξιζε», «δεν πειράζει που πήρε το ασημένιο, για μας είναι σα να πήρε το χρυσό» (με αυτή τη λογική ας μην πήγαινε καθόλου και θα ήταν σα να το είχε πάρει). Είναι ανεκτίμητες σκηνές, που σου εμφυσούν ακλόνητη υπερηφάνεια για τον ελληνικό «αυθορμητισμό».
* Γκρίνια #2: Για την εθνική υπερηφάνεια έχουν ακουστεί (και έχουν ιδωθεί - ανάθεμα αυτόν που σκέφτηκε να βάλει τη σημαία πάνω σε t-shirt) πάρα πολλά τους τελευταίους μήνες. Δε θέλω να απογοητεύσω κανέναν, αλλά υπάρχουν πάντως μερικά πράγματα για τα οποία κάθε άλλο υπερήφανοι μπορούμε να είμαστε. Θα μπορούσα να αναφερθώ στην αδιακρισία, την αγένεια και την ψευτομαγκιά που επικρατεί τριγύρω, αλλά είναι αδύνατον να αναπτύξω το θέμα σε τόσο λίγο χώρο. Αντί για αυτά, ας αναφερθώ στον απίστευτο θόρυβο που κάνουμε ως λαός. Βάζουμε τα στερεοφωνικά μας στο διαπασόν αδιαφορώντας για τους γείτονες, ξελαρυγκιαζόμαστε να φωνάζουμε κάποιον από οπουδήποτε και να βρεθούμε χωρίς να μπούμε στον κόπο να σηκωθούμε για να γλιτώσουμε τους γύρω μας από την ηχορρύπανση, βαράμε την κόρνα χωρίς λόγο κ.λπ. κ.λπ.. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το ηχητικό πάνελ παίζουν τα μικρά παιδιά, τα οποία κουβαλούν από μικρές εώς τεράστιες δόσεις αληθινής υστερίας. Ρωτώντας για κάποια παραλία σε ένα νησί, μου λένε «μην πας εκεί, έχει οικογένειες». Ε, λέω κι εγώ, οικογένειες έχει, όχι καρχαρίες - και πήγα. Ω, πόσο άδικο είχα! Δεκάδες παιδάκια να τσιρίζουν - εν αντιθέσει με τα αγγλάκια και τα γαλλάκια που στέκονταν απορημένα πάνω από τα κουβαδάκια τους. Το ξέρω ότι είναι παιδάκια, θα παίξουν, θα γελάσουν, θα φωνάξουν, αλλά όλα αυτά, και ειδικά το τελευταίο, έχουν κι ένα όριο το οποίο από ό,τι φαίνεται έχει ξεπεραστεί θεαματικά εντός των συνόρων μας.
* Αντίδραση καλοκάγαθης γειτόνισσας κατά την τελετή έναρξης, όταν εμφανίστηκε η Bjork: «Μα καλά, ψάξανε πολύ για τη βρουν αυτή την άσχετη; Χάθηκε να βάζανε την Πρωτοψάλτη;»
* Αφήνουμε όμως τις γκρίνιες και κάνουμε επίλογο με κάτι όμορφο. Υπάρχουν μερικές στιγμές του καλοκαιριού που αισθάνεσαι το χρόνο να κολλάει και το βλέμμα σου να προσπαθεί να αιχμαλωτίσει την ομορφιά του τοπίου που βρίσκεται μπροστά σου. Αυτές οι στιγμές έρχονται πάντα εκεί που δεν το περιμένεις, δε διαρκούν περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα, και όμως αρκούν για να σφραγίσουν ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Θυμηθείτε τα νησιά που έχετε επισκεφτεί και σκεφτείτε τις πρώτες εικόνες τους που σας έρχονται στο μυαλό - είναι αυτές ακριβώς οι στιγμές που θα ανακαλέσετε. Ελπίζουμε να επιστρέψατε με όσο το δυνατόν περισσότερες τέτοιες σκηνές στη μνήμη σας από το φετινό καλοκαίρι, και αυτός ο πλούτος να σας κάνει α χαμογελάσετε ειρωνικά στον επόμενο που θα σας ευχηθεί «καλό χειμώνα».