Προβοκάτορας των ήχων #05
Ένας κόσμος πολλές και εντελώς διαφορετικές μουσικές στη νέα έκδοση της στήλης-εκπομπής του Αντώνη Κλειδουχάκη
PROVOCATEUR SONORE
Εp.76 16-06-24
Ζούμε μέρες του ‘30 και δεν θα το αναλύσω αυτή τη στιγμή. Την Alison Cotton την είχα διαλέξει σε μίξη και από τον προηγούμενο της δίσκο που πέρασε στα ψιλά και συνήθως αποφεύγω να επαναλαμβάνω καλλιτέχνες για να υπάρχει χώρος και για άλλους. Φέτος με το Engelchen, τα αγγελάκια με κέρδισαν αμέσως μουσικά αλλά ήταν και επίκαιρο το concept που ξετύλιξε η τραγουδοποιός, βιολίστρια, τραγουδίστρια από το Sussex, για δύο αδερφές fun της όπερας από το Sunderland, τις Ida και Louise Cook, οι οποίες στα 30s ταξιδεύοντας στη Γερμανία και στην Πολωνία σε διάφορες παραστάσεις, έστησαν ένα δίκτυο για να διαφεύγουν Εβραίοι από τα χέρια των ναζί. Το που να πήγαιναν βέβαια οι άνθρωποι ήταν ένα πρόβλημα, γιατί μόνο ευκατάστατους μετανάστες δέχονταν οι Δυτικές χώρες (Golden Visa κατάσταση) και η Alison σχολιάζει επίσης την ζωτική ανάγκη που έχουν σήμερα τόσοι μετανάστες να βρεθούν κάπου αλλού από εκεί που βρίσκονται. Μουσικά φλερτάρει εκ του μακρόθεν με την όπερα συνεχίζοντας στα βρετανικά μετα-ψυχεδελικά παραμύθια της.
Η Λονδρέζα με καταγωγή από την Κίνα Li Yilei μας αφήνει ένα έργο ηλεκτροακουστικής μουσικής, νέας αισθητικής που φυσιογνωμικά κάνει ταίρι με το σύγχρονο new age. Συλλέγοντας εμβληματικά όργανα ή παραγωγούς ήχου των προγόνων της, αλλοπρόσαλλα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, ξεχασμένα παιχνίδια της παιδικής ηλικίας, καθώς και ζωντανούς ηχογραφημένους ήχους νέους ή παλιότερους (εκπομπές από κινέζικη τηλεόραση) στο NONAGE "垂髫" προσπαθεί να επανατοποθετηθεί και να επανεξετάσει την προσωπική της πορεία, αρχίζοντας από την παιδική της ηλικία (垂髫 παιδική ηλικία) σαν μια προσπάθεια ψυχανάλυσης σε κοινή θέα. Ένα τέτοιο εγχείρημα δεν θα μπορούσε παρά να είναι διακριτικό, προσεχτικό και ευαίσθητο μέσα στην δια δραστικότητα του.
Το Something in the Room She Moves της Julia Holter υπό κανονικές συνθήκες δεν θα αφορούσε ιδιαίτερα την στήλη, αλλά με κέρδισε η συνεπής γραφή του, η 70s αύρα του που φτάνει σε σύγχρονες τοποθετήσεις, τα τραγούδια στέκουν μέχρι να τελειώσουν και η τραγουδοποιός αναβλύζει μια θετικότητα ασχέτως συναισθήματος, πράγμα που νομίζω είναι σημαντικό στις μέρες μας για πολλούς και όχι μόνο για τους φίλους και ακόλουθους της μουσικής της. Αρκετά με τους μύθους και τους λυρισμούς του παρελθόντος, ας δώσουμε χώρο για νέους, για να πούμε το ίδιο ίσως μετά από 20 χρόνια για κάποιον άλλο και πάει λέγοντας.
Λόγω χρόνου λοιπόν, πρώτα ακούω από τον σωρό ότι ακούω, ότι ξέρω, ξέρω, ότι προλαβαίνω με μια ματιά διαβάζω και τα περισσότερα πλέον λόγω στήλης, βρίσκω καλύτερα δυο, τρία πράγματα για αυτά εκ των υστέρων. Τον Cameron Picton είμαι σίγουρος αν τον είχαμε στην Αθήνα, πολλοί θα τον στοχοποιούσαν ως Φασαίο, λόγω look βασικά και μη ακριβούς κατανόησης των μουσικών πολλαπλασιασμών και διαιρέσεων που κάνει. Συνήθως υπάρχει η κατανόηση των απλών προσθαφαιρέσεων αλλά η εποχή μας δουλεύει με πιο σύνθετες λογαριθμικές πράξεις. Βέβαια εάν τους έλεγαν ότι είναι ένα από τα σχήματα του ενός εκ των τεσσάρων Black Midi θα κουνιόντουσαν λίγο στο σκαμπό, μπορεί και όχι. Ήρθαν ωρέ οι Black Midi για συναυλία ή ακόμα; Ο δίσκος κυκλοφόρησε ως Camera Picture με τίτλο 44m50s και είναι μια προσωπική επιθυμία του Cameron χωρίς μεγάλα λόγια να αναμετρηθεί με το ambient και σε ένα βαθμό με θράσος, να προσπαθήσει να ρίξει νέο φως στις έρευνες περί πολιτικής Eno ορθότητας. Συνεχίζοντας στο Nησί η Keeley Forsyth στο The Hollow μου αρέσει πολύ χωρίς να είναι καλό (ή μάλλον θα μπορούσε να ήταν καλύτερο), ελπίζω όμως για το μέλλον σε καλύτερα και συμβαίνει αυτό μερικές φορές όταν σου θυμίζει ένας δίσκος αγαπημένες μουσικές και καλλιτέχνες. Σκοτεινής ατμόσφαιρας art pop και μ' αυτά και μ' αυτά παρατήρησα ότι η συγκεκριμένη μίξη στο mixcloud είναι στην θέση νούμερο 3 στο συγκεκριμένο genre, παρά την αλλοπρόσαλλη συνέχεια.
Στο Night Rain της Arooj Aftab ακούω μια μίξη αραβικής μουσικής με jazz, δηλαδή chamber music, διαβάζω όμως για την ακρίβεια ότι είναι ένα ιδίωμα που εξελίχτηκε πιο ανατολικά από την Σαουδική Αραβία που είναι η χώρα καταγωγή της, στο Πακιστάν, οπότε έχει επιρροές από Ινδία. Ghazal μουσική λοιπόν στο Brooklyn μέσω Λαχώρης με πολλούς εκλεκτούς καλεσμένους από την πιάτσα και το καλάθι γέμισε μέχρι πάνω με αυγά γιατί δυστυχώς κρατούσα μικρό.
Αντίθετα στον Ιρλανδό Pigbaby μάλλον πιάστηκα στην παγίδα του I Don't Care If Anyone Listens to This Shit Once You Do και των σωστών weird τραγουδιών του, γιατί πέρα από την μουσική και τον μικρό μύθο του άγνωστου και απομακρυσμένου καλλιτέχνη, μάλλον κρύβεται μια καλοδουλεμένη τοποθέτηση προϊόντος με character design (στολή γουρουνιού κ.ά.), στην ατμόσφαιρα του d.i.y., lo-fi και Daniel Johnston. Το μέλλον θα δείξει εάν υπάρξει ανταπόκριση, συνέχεια και πραγματικότητα.
Η Βραζιλία σχεδόν ποτέ δεν υπολειπόταν διαχρονικά στον χάρτη της jazz και φέτος με τον νεαρό Amaro Freitas στο Y'Y έχουμε ξανά μια καρφίτσα στο timeline με αξιοπρόσεκτες δουλειές από την χώρα οι οποίες έχουν να προτείνουν κάτι πέρα από το συνηθισμένο ήχο. Μέσα στην κρουστή συλλογιστική των συνθέσεων, το πιάνο του Amaro πραγματικά μας ταξιδεύει μέσα στην ενδοχώρα στην εισαγωγή της Α’ πλευράς. Γυρίζοντας πλευρά δίσκου στην ίδια συλλογιστική και πατρογονική ατμόσφαιρα του Αμαζονίου, έχουμε μια προσπάθεια για κοινή, παγκόσμια, παναφρικανική συνάντηση και εξερεύνηση με τον Jeff Parker από το L.A., τον Shabaka Hutchings από το Λονδίνο, τον Hamid Drake από το Σικάγο κ.ά.
Ο Ισραηλινός Alon Mor στο πιο ώριμο αλλά όχι πιο πετυχημένο σε feedback στο διαδίκτυο έργο της πορείας του, Within, απλώνει ηλεκτρονικά ορχηστρικά μέρη με folk, σινεματικά μέρη, ανεβοκατεβαίνοντας την ησυχία με τον θόρυβο και την ταραχή με τον σπαραγμό. Στην Μεσόγειο ζούμε, ακούστε το και ίσως είναι γνώριμα κάποια σημεία γενικά και ειδικά στο Within Persistence όπου γίνεται έντεχνα φονέας του εντέχνου, ενώ στο “Ανδαλουσιανό” Within Grace όπου συνοψίζει όλο το θέμα του έργου, δίνει στην αγορά έτοιμο soundtrack.
Κάτι γαλλικό τώρα, πάλι με folk χροιά, αλλά folk εξογκωμένη, πολυδιάστατη, ηλεκτρονική, από άλλη εποχή, την σημερινή, την δική μας. Gilles Poizat στο Trouvé perdu. Τα έχουμε πει ξανά, οι Γάλλοι είναι στην πρωτοπορία σε αυτόν τον τομέα, οπότε έχουμε αυτή τη στιγμή στον πλανήτη δύο ενδιαφέροντα να συμβαίνουν στην νέα παραδοσιακή μουσική. Από την μια τα ανοιχτά σύνορα οπότε ο κάθε εθνικός ήχος εμπλουτίζεται και ο πλουραλισμός είναι σε έκρηξη και από την άλλη ενδοσκόπηση και ανατάραξη του κάθε μεμονωμένου, εθνικού ήχου με ότι μορφή πειραματισμού δίνει στα χέρια μας η νέα τεχνολογία και η καλλιτεχνική τόλμη. Το αποτέλεσμα καταπληκτικό και στις δύο περιπτώσεις στην δημιουργία νέας μουσικής.
Για την ορθόδοξη παραδοσιακή μουσική θα μιλήσω μια άλλη φορά. Ο Ισραηλίτης τώρα (Εβραίος μη πολίτης του κράτους του Ισραήλ) Yotzeret Sheydim κάτοικος Pittsburgh (Φιλαδέλφεια, η πολιτεία λέει που θα κρίνει το μέλλον του πλανήτη) φτιάχνει θόρυβο σε όλες τις μορφές, δριμύ και δυνατό, ενοχλητικό και φτάνει μέχρι το synth punk. Καλλιτέχνες που βγάζουν ασταμάτητα κυκλοφορίες είναι λίαν εκνευριστικοί όσο καλές και να είναι οι δουλειές τους, που αποκλείεται να είναι όταν μιλάμε για δεκάδες τον χρόνο. Στο Sefer Habahir (The Book of Illumination) και σε ότι έχει φτιάξει μέχρι τώρα, προσπαθεί να εμβαθύνει μέσα σε μια θεολογική, μυστικιστική, ιουδαϊκή κατά βάση μυσταγωγία μέσω μιας ενοχλητικής κακοφωνίας, χτυπώντας με αυτό τον τρόπο (;) τον θεό. Όλα είναι βιωματικά ζητήματα ελευθερίας της έκφρασης.
Αθετώντας πάλι αυτό που είπα στην αρχή, συναντιέμαι σχεδόν 10 χρόνια μετά με τον Nicolas Jarr, γιατί το Archivos de Radio Piedras δεν σου αφήνει πολλά περιθώρια να το αγνοήσεις. Σε μια εξέλιξη του spoken word, της δημιουργικής χρήσης ενός podcast ως εξέλιξη του ραδιοφώνου αλλά και της μίξης διάφορων μορφών media και τεχνών, ο συνθέτης, σκηνοθέτης παρουσιάζει κατά το πρώτο μισό της κυκλοφορίας, θεατρικά μονόπρακτα που εμπλουτίζονται με εξαιρετικό sound design και αφήνεται το τέλος σε μια μετά σαουντρακική ατμόσφαιρα, που σε άλλες περιστάσεις θα ήταν μόνο αυτό το Β’ μέρος, όλος ο δίσκος. Η μετατόπιση της οπτικής τοποθέτησης του δρώντα ως προς το δημιούργημα, ίσως και να σηματοδοτεί νέες προοπτικές, στη σύγχρονη σύνθεση ηλεκτρονικής μουσικής πραγματικότητας. Μέρος από έσοδα της κυκλοφορίας θα σταλούν σε εκπαιδευτικό οργανισμό για την φυλή των Mapuche (ζουν ανάμεσα στην Χιλή και την Αργεντινή) και σε οργανισμό ιατροφαρμακευτικής βοήθειας για τα παιδιά της Γκάζα.
Μάθαμε λίγο σε κάποια προϊόντα η ούγια να γράφει made in Taiwan αλλά μέχρι εκεί η σχέση μας με την χώρα και δεν θα έφτανε μέχρι εδώ η πληροφορία για τον νέο δίσκο 破爛酒店 (Hotel la Rut) της μεγαλωμένη στο L.A. Ταϊβανέζας 王若琳 Joanna Wang, εκτός εάν δεν μιλούσαμε για μια Νο 1 στην Νοτιοανατολική Ασία κυκλοφορία. Άσχετο, κάπου είδα και για μία Ηρακλειώτισσα που παρουσιάζει μπροστά σε εκατομμύρια κινέζους Σμυρναίικα με μεγάλη βέβαια επιτυχία. H Joanna πουλάει ακόμα καθαρό rock ‘n’ roll, αλλά με πολλές παρεμβολές και εκπλήξεις, αλλά έχουμε το ερώτημα για το ποιος θα το καταλάβει, αυτοί που ακόμα εξοικειώνονται με τους Beatles ή εμείς που δεν θα ακούσουμε τον δίσκο;
Αναρχοκομμουνιστές παγανιστές δεν είναι και τόσο παράδοξο τώρα που το σκέφτομαι, όπως δεν είναι τελικά και παράταιρα τα γάργαρα folk, instrumental τραγούδια ανακατεμένα με τον αδιέξοδο θυμό του black metal και οι Heáfodbán στο Blódwracu νομίζω ότι κάνουν κάτι παραπάνω από κάλεσμα. Προσοχή στα όπλα παιδιά εκεί στις Αμερικές. Το ανακάτεμα τώρα που συμβαίνει στο ομώνυμο δίσκο του τρίο των Gordan, αυτό το ρυθμικό post avant punk, ο ηλεκτρονικός εξπρεσιονισμός και οι σπαραχτικές, βαλκανικές ψαλμωδίες της Σέρβας Svetlana Spajić, νομίζω ότι θα είναι από τις αναμνήσεις της χρονιάς και ο συνήθεις ύποπτος η Glitterbeat. Ο κάθε λαός τραγουδά τον πόνο του και εμάς μας μένουν τα τραγούδια ως μνήμη του αίματος, σλάβικο εδώ, στο Βερολίνο την πόλη με τα ανοιχτά σύνορα. Σε συνέχεια στα ανατολικά ο Varsás Gábor των Shum το πιάνει μόνος του στο Pulzáló dobok tisztítják meg az eget και γεμίζει έναν άλα Liturgy χώρο, που τον βλέπω να εξαπλώνεται στον χάρτη πέρα από τα όρια της Βουδαπέστης. One Man Show.
One Man Show συνέχεια με τον Tom Penaguin και σκέφτομαι πόσο άδικο είναι για κάποιους να ζουν 50 χρόνια μετά όλη αυτή την ιστορία με το rock, όχι μόνο γιατί σχεδόν αναγκάζονται να παίξουν την μουσική τους μόνοι, αλλά και για το ότι δεν υπάρχει πια το αντίστοιχο ακροατήριο να τους αποθεώσει. Δεν μιλάμε για το σταθερό κοινό του progressive rock στις μέρες μας και ειδικά στη Γαλλία που δεν έπαψε ποτέ να είναι δραστήρια στο είδος, αλλά μιλάμε για γήπεδα να γεμίζουν. Στο bandcamp της κυκλοφορίας αραδιάζει αναλυτικά μια μεγάλη λίστα με τα όργανα, γιατί τον ήχο τον βγάζουν τα όργανα προφανώς και αρχίζει να γράφει γραπτά μηνύματα σε άλλους μουσικούς, αφήνοντας σε εμάς μόνο μια ακρόαση και σκέψεις για το πως θα ακουγόντουσαν οι Gong εάν είχαν την πειθαρχεία των Egg και άλλα τέτοια.
Εάν ήταν λίγο παλιομοδίτικο το προηγούμενο Jazz Rock η συνέχεια με το Ghosted II των Oren Ambarchi, Johan Berthling και Andreas Werliin είναι η αποθέωση της jazz ψυχής μέσω της μινιμαλιστικής εκπαίδευσης του kraut rhythm section. Μια κιθάρα σπάνια ζωγραφίζει με τέτοιο τρόπο τις εικόνες, έχοντας έναν τόσο ευφάνταστο μετρονόμο, μπάσο, κρουστά να καθοδηγεί και να καθοδηγείτε από την σύνθεση, δίπλα της. Ο δε άτιμος Ambarchi σχεδόν δεν παίζει μια jazz γραμμή.
Στην εταιρεία Cuneiform Records τώρα που από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 ειδικεύεται στο progressive, κυκλοφόρησε ένα από τα καλύτερα jazz άλμπουμ φέτος, το 3+3 από το κουαρτέτο της Tomeka Reid στο μπάσο, Tomas Fujiwara στα ντραμς, Jason Roebke μπάσο και η κιθάρα της Mary Halvorson. Ταπεινές καταθέσεις, χωρίς πολλές φωνές, ακρότητες ή συνήθειες, σε μια σύμπραξη που καλό είναι όπως και το προαναφερθέν του Ambarchi να αποκτούσαν υπόσταση μπάντας με άλλο όνομα, πέρα από την οριοθετημένη συνεύρεση, έτσι ώστε να επεκταθούν οι δυνατότητες τους.
Ο Ches Smith με τον ρυθμό και τα ηλεκτρονικά του και την καθοδήγηση 9 μουσικών καταφέρνει να αποφύγει την ευκολία της N.Y. jazz και να αφήσει ηχογραφημένο κάτι πιο ευρύ, μπερδεύοντας τους ήχους της μηχανής στο Laugh Ash με την εξερεύνηση των ήχων της κλασσικής και jazz μουσικής, δίνοντας στα όργανα χώρο να δράσουν δημιουργικά παρά διεξοδικά.
Μη έχοντας παρατηρήσει τον δίσκο του James Brandon Lewis με τους post-hardcore The Messthetics στην Impulse!, εδώ έχουμε την επόμενη κυκλοφορία του στην νεότερη αλλά παλαιά και αυτή Ελβετική Intakt, το Transfiguration. Ανάλαφρη, κλασική avant-garde jazz με bebob σκεπτικό και διάθεση, καταφέρνει και φέτος να είναι στα highlight ο δημιουργός.
Δεν ξέρω εάν έχει φτάσει τις 200 συμμετοχές ή προσωπικές κυκλοφορίες ο Matthew Shipp, ξέρω όμως ότι δεν πρόκειται να τα ακούσω ποτέ όλα αυτά και ότι το φετινό New Concepts in Piano Trio Jazz είναι ένας δίσκος που δεν τον σταματάς εάν τον αρχίσεις και φαντάζομαι αυτό είναι λίγο, πολύ το πιάνο του, που μάλλον δεν το σταματάς εάν το αρχίσεις.
Κλείνουμε με την εφτάχορδη, ακουστική κιθάρα του Fabiano do Nascimento και το σοπράνο του Sam Gendel σε μια κυκλοφορία της Real World, το The Room εκεί στο L.A. την πόλη που ίσως γεννήθηκε όλο αυτό το new age πράγμα, εάν όχι μουσικά τουλάχιστον πολιτιστικά.
Αυτά τα λίγα και πάλι. Χάρηκα που τα είπαμε.
Επιστρέφω σύντομα.
Για οποιαδήποτε επικοινωνία για την εκπομπή/στήλη – νέες κυκλοφορίες από καλλιτέχνες, εδώ.
Με την νέα σεζόν, κάθε Κυριακή 20:00 – 22:00 το βράδυ, εδώ.
PROVOCATEUR SONORE_EP 76