Scene but Not Herd #10: Sex, Drugs and Greek Salad

«Η αλήθεια βρίσκεται στους Ναυτία» αποφαίνεται ο Γιάννης Πολύζος, καθώς αναπολεί μια βραδιά του ’92 στο Στέκι ΦΛΣ.

Απ’ όσο παλιά θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντα ήθελα να γίνω χαρντκοράς. Μπορεί να έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι πιτσιρικάς δεν άκουγα μέταλ, αλλά μόνο θρας. Μπορεί επίσης να έπαιξε ρόλο ότι μπήκα αμέσως στο κλίμα όταν πρωτοάκουσα S.O.D. Ή όταν οι Sepultura παίξανε και λίγο χάρντκορ στο Arise. Σίγουρα καθοριστική ήταν η πλάκα που είχα πάθει με το Rock for Light. Και το κόλλημα με το πρώτο άλμπουμ των Suicidal Tendencies. Αλλά την πιο μεγάλη ζημιά την κάναν αναμφίβολα οι Ναυτία. Έπειτα ήρθαν οι Black Flag, οι Husker Du, οι Fugazi, οι Soulside. Το ζήτημα ωστόσο εδώ πέρα είναι άλλο: αφού πάντα ήθελα να γίνω χαρντκοράς, πώς βρέθηκα να παίζω σε ίντι ροκ μπάντα;

Όπως και νά ’χει είναι Νοέμβρης του ’92, βρισκόμαστε στο Στέκι στη Φιλοσοφική, και τίποτα δεν έχει...κριθεί ακόμα. Με την μπάντα, την οποία φτιάξαμε πριν από κάνα δίμηνο, παίζουμε Kennedys, Ramones, Bad Religion. Έχουμε βγάλει και τρία δικά μας κομμάτια, πανκ με μία δόση χάρντκορ κι ελληνικό στίχο φυσικά (φρι σαμπλ: «Δεν είναι ταινία τρόμου/ είν’ η επιβολή του νόμου»). Κι εξάλλου απόψε είμαστε στο σωστό μέρος, την κατάλληλη στιγμή: στο Στέκι παίζουν λάιβ οι Ναυτία και οι Αρνητική Στάση. Εννοείται πως έχουμε έρθει από νωρίς, εννιά και κάτι, μπορεί και νωρίτερα. Το περίεργο είναι ότι απ’ έξω έχει ήδη συγκεντρωθεί αρκετός κόσμος. Ευτυχώς που δεν έχει κρύο γιατί – κλάσικ για συναυλίες στα πανεπιστήμια, αν και όχι όπως σήμερα που το πρώτο γκρουπ βγαίνει στις δύο – η πόρτα είναι κλειστή και το σάουντ τσεκ δεν έχει ξεκινήσει. Βέβαια αυτό δε μας πειράζει ιδιαίτερα. Στο κάτω κάτω, τι καλύτερο έχουμε να κάνουμε; Δεκαπέντε χρονών, καλά καλά δεν πηγαίνουμε σε μπαρ. Πηγαίνουμε δηλαδή, δηλαδή πηγαίνουμε να μπούμε... Αλλά τρώμε πόρτα. Μα ακόμα κι αν ήμασταν πρώτη μούρη στην μπαρότσαρκα, απόψε κάτι τέτοιο ούτε που θα μας περνούσε απ’ το μυαλό. Παίζουνε λάιβ οι Ναυτία ρε φίλε! Για τον κολλητό μου το Βρασίδα δεν μπορώ να πω με σιγουριά, αλλά εγώ στάνταρ το περίμενα κάνα εξάμηνο. Που σε εφηβικό χρόνο ισοδυναμεί με... καμιά πενταετία.

Αυτό το γκιγκ όμως έχει ξεχωριστή σημασία και για τους ίδιους τους Ναυτία. ΟΚ, για άντεργκραουντ μπάντα πρόκειται, μα δε θα ’ταν οξύμωρο αν έγραφα πως αυτή την εποχή βρίσκονται στο ζενίθ τους. Έχουν κυκλοφορήσει το πρώτο τους άλμπουμ την περασμένη άνοιξη, πρωταγωνιστούν στην 3-2, την ομάδα που κάθε βδομάδα διοργανώνει συναυλίες στο Στέκι, και μόλις επέστρεψαν από περιοδεία στην Ευρώπη. Κι όλ’ αυτά με αρκετές αλλαγές στη σύνθεσή τους, με βανάκια που σ’ αφήνουν στο δρόμο κάθε τρεις και λίγο, με δουλειές του ποδαριού σε μόνιμη βάση. Γιατί οι Ναυτία, για όσους τυχόν δεν το γνωρίζουν, δεν έβγαλαν απλώς το πρώτο τους άλμπουμ την περασμένη άνοιξη. Είναι η πρώτη ελληνική μπάντα που έφερε σε πέρας μια DIY κυκλοφορία. Κι αυτό δεν ήταν μικρό πράγμα το ’92. Αν η κοπή βινυλίου, ακόμα και με τη μεσολάβηση εταιρείας, ήταν όνειρο που συνήθως έμενε απραγματοποίητο, η ολοκλήρωση ενός τέτοιου εγχειρήματος με δικά σου έξοδα έμοιαζε σενάριο επιστημονικής φαντασίας, και τραβηγμένο μάλιστα, Ο Καραγκιόζης Ziggy Stardust στον Πλανήτη των Πιθήκων φάση. Ναι, όσο το σκέφτομαι, αυτή η κίνηση ήταν ένα τεράστιο βήμα. Μπορεί να μη βρήκε άμεσα συνοδοιπόρους, σίγουρα δεν ήταν ο εύκολος δρόμος. Το επόμενο παρόμοιο πόνημα για παράδειγμα, ο δίσκος των Ανάσα Στάχτη, δε θα βγει παρά δύο χρόνια αργότερα, και μέχρι το τέλος της δεκαετίας θα κυκλοφορήσουν όλο κι όλο τρία ακόμη βινύλια (Birthward, Shit Hit The Fan, Διατάραξη Οικιακής Ειρήνης). Όμως πρότεινε μια άλλη κατεύθυνση. Έδειχνε πως όλα είναι δυνατά.

Πάντως το Στέκι απόψε θα ’ναι φίσκα για άλλο λόγο, πιο βασικό. Χάρη στην πρωτοβουλία των Ναυτία υπάρχει επιτέλους υλικό από μια μπάντα που ζει, κινείται και παίζει μουσική στην ίδια πόλη με σένα, στην ίδια γειτονιά. Κει που πρωτύτερα μπορεί να τους είχες ακούσει κάπως πρόχειρα, σε κάνα λάιβ ή καμιά κασέτα της κακιάς ώρας, τώρα μπορούσες να τους φχαριστηθείς σε μια ηχογράφηση αξιοπρεπούς ποιότητας. Και επιπλέον, σε διάρκεια LP. Γιατί οπωσδήποτε σούπερ ‘Τα Μάτια’ των Εκτός ή το ‘Ξυπνάτε Πεθαίνω’ των Πίσσα, που πετυχαίναμε συντονισμένοι νυχθημερόν σε Κιβωτό και Ουτοπία. Αλλά ένα τραγούδι δεν-εί-ναι-αρ-κε-τό. Έπειτα το βινύλιο, πώς να το κάνουμε, είχε άλλη χάρη και ως φορμάτ. Άκουγες καλύτερα, μα αποκτούσε και μια πιο...οργανωτική διάσταση το θέμα. Στην περίπτωση των Ναυτία το άρτγουορκ στο εξώφυλλο καθώς και τον υπόλοιπο φάκελο τα είχε σχεδιάσει η Μαρία-Ηλέκτρα Ζογλοπίτου. Το χαρτόνι ξεδίπλωνε χορταστικά, σαν τα άλμπουμ των Crass, το άνοιγες κι είχες μπροστά σου δώδεκα εικόνες απ’ το χέρι της, μια μικρή έκθεση ζωγραφικής – και γαμώ! Το στιλ της Μαρίας-Ηλέκτρας το είχα σταμπάρει από αρκετό καιρό. Είναι ακόμα εποχή που ψευτοκάνω γκραφίτι και σκιτσάρω σ’ όποια επιφάνεια βρω μπροστά μου, και οι αφίσες, τα τρικάκια, οι προκηρύξεις που σκαρώνει η Μαρία μ’ έχουν φλασάρει άσχημα. Όπως π.χ. το αυτοκόλλητο με το ματατζή-βαμπίρ, ο οποίος με έκφραση βαθιάς ικανοποίησης έτρεχε προς την κλούβα κουβαλώντας στα χέρια έναν αιμόφυρτο τυπάκο. Οπότε βάλε με το νου σου: να σκάσει τριαντατριάρι μιας μπάντας που έχεις προφτάσει λίγο-πολύ να μυθοποιήσεις, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ποιος («ποια» βρε βλάκα) βρίσκεται πίσω απ’ αυτές τις καταπληκτικές εικόνες. Και γαμώ επί συν άπειρο!

Πέρα όμως απ’ την παραφιλολογία με την οποία είχα περιβάλει το όνομα των Ναυτία, το άλμπουμ για μένα είχε και ουσία. Δεν ξέρω πώς θα φανεί σε κάποιον που θα το ακούσει σήμερα για πρώτη φορά. Λίγο απλοϊκό, λίγο πρωτόγονο; Δέχομαι βέβαια ότι έχω κρατήσει κάτι απ’ τη συγκίνηση της στιγμής, όταν ήμουν ένα τρελαμένο πιτσιρίκι και το ζητούμενο ήταν η μουσική να με βρίσκει κατακούτελα, να νιώθω τις δονήσεις στο στομάχι. Μα σ’ ό,τι αφορά την ενορχήστρωση, το μουσικό κομμάτι τέλος πάντων, δε νομίζω πως οι Ναυτία είναι απλοί ή απλοϊκοί. Άλλωστε αν έχω ακούσει κάποιο αρνητικό σχόλιο, από νέους ή παλιούς ακροατές, αυτό συνήθως αφορά τα φωνητικά. Με τους παλιούς εν μέρει συμφωνώ, το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι και μια μπάντα τη βαριέσαι απ’ τη φωνή. Έτσι δεν μπορώ πλέον ν’ ακούσω Kennedys, έτσι άκουσα Smiths στην πρώτη λυκείου, έκανα μακροβούτι στη μαρμελάδα, λιγώθηκα, γκώθηκα (ε, πνίγηκα εννοώ, δεν έγινα γκοθάς :-) και κάνα δίμηνο αργότερα αποφάσισα πως ο Morrissey δεν είναι για τ’ αυτιά μου. Οι νέοι ακροατές απ’ την άλλη, ας σκεφτούν ότι το ’92 στην Ελλάδα δεν υπήρχε ακόμα τίποτα ανάλογο, ή μάλλον είχαν προηγηθεί τα Κοινωνικά Απόβλητα, το split LP με τους Αντί αλλά... Θέλω να πω, ΟΚ, μπορεί να βγήκαν ψιλοχύμα οι φωνές, αλλά και ποιο ήταν το υπόβαθρο στο συγκεκριμένο ήχο; Οι Ναυτία είναι οι πρώτοι που δοκιμάζουν να παίξουν έτσι, με high gain και σε τέτοιες ταχύτητες. Και μαζί με τους Αρνητική Στάση, είναι και οι μόνοι που δεν έμειναν στην ευκολία, την καφρίλα και το ξέδωμα (οι πάνκηδες είχαν πάθει πλάκα με τα ήθη που έφεραν αρχικά οι χαρντκοράδες: «Τι; Τέρμα οι φέρμες; Τέρμα τα κουμπιά; Τέρμα τα σουβλάκια;!»).

Τηρουμένων των αναλογιών, υπήρξαν για τις αρχές του ’90 ό,τι και οι Γενιά του Χάους για τα μέσα του ’80. Διάλεξαν για παράδειγμα να ονομάσουν το πρώτο τους άλμπουμ Ευρωπαϊκή Αναγέννηση σε μια εποχή όπου τα τείχη του Fortress Europe μόλις που αχνοφαίνονταν. Κι αν δεν υπάρχει περίπτωση να είχαν φανταστεί το αδιέξοδο της νομισματικής ένωσης (μην τρελαθούμε), ωστόσο στη ‘Χρυσή Νεολαία’ μοιάζει να ψυχανεμίζονται το στένεμα των πνευματικών οριζόντων, τη θεοποίηση του χρήματος, την καθολική επικράτηση του καταναλωτισμού η οποία βρισκόταν στο δρόμο. Παρόμοια στην ‘Κοινωνία Κωφαλάλων’ όπου πολλά χρόνια προ Διαδικτύου κάνουν λόγο για ανθρώπους που «κατάντησαν να γίνουνε σαν ψάρια/ μονάχοι να τη βρίσκουν απ’ το βράδυ ως το πρωί/ φυλακισμένοι κι έρημοι μέσα σε μία γυάλα». Ή στον ‘Κωλογλείφτη’ όπου με τους ανεπανάληπτους στίχους «Το προϊόν μπαγιάτεψε/ το ροκ εν ρολ τελειώνει/ χρυσές σελίδες στο βιβλίο της μαλακίας» συνέλαβαν, έστω κι από άλλη αφετηρία, την τωρινή στασιμότητα της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Από κει και πέρα οι Ναυτία φάνηκαν συνεπείς σε όσα έλεγαν, συμμετέχοντας ακούραστα σε πλήθος εγχειρήματα του αντιεξουσιαστικού χώρου, είτε επρόκειτο για συναυλίες αλληλεγγύης και τριήμερα στο Πάρκο των Σκύλων, είτε για καταλήψεις στέγης και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Άλλωστε και τα λάιβ που έστηναν ως μέλη της 3-2 είχαν εκ φύσεως πολιτικό χαρακτήρα: το Στέκι, ανεξάρτητα απ’ το καθεστώς του πανεπιστημιακού ασύλου, ήταν ένας κατειλημμένος χώρος. Γι’ αυτό και μια ωραία πρωία του ’94 οι αρχές του ΑΠΘ θα έσκαβαν μια ωραία τάφρο γύρω από κείνη τη γωνιά της παλιάς Φιλοσοφικής, γιατί στην τελική για όποιο ‘πρόβλημα’ δε φτάνει το γκλομπ ή η κάμερα, υπάρχει πάντα η λύση της μπουλντόζας – μεγαλόπνοο έργο στο μεταξύ, δε θα ολοκληρωνόταν παρά έξι χρόνια αργότερα (’ντάξει, εμείς Σαλλλονίκη, μόνο Τρύπες). Αλλά προτρέχω.

Η βραδιά είναι ηλεκτρισμένη, γεμάτη φωνές, γεμάτη νέα ερεθίσματα. Εντάξει, είναι night out για τα μαθητούδια, αυτό από μόνο του αρκεί. Έχουμε κάνει και λίγο κοπάνα δηλαδή. Δηλαδή... Για να συνεννοούμαστε. Ο κυρ-Κώστας, ο πατέρας του Βρασίδα, είναι κουλ τύπος, χαλαρός γενικά. Όταν θέλει να τη σπάσει ας πούμε σε κάτι γείτονες που κάνουν φασαρία, λέει στο καμάρι του να βάλει μουσική στο τέρμα (κι ο Βρας τι επιλέγει για την περίσταση; «ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΩΦΑΛΑΛΩΝ!»). Όμως εγώ για να βγω απ’ το σπίτι πρέπει πρώτα να περάσω απ’ τη Δωδεκανήσου. Ο γραπτός λόγος μόνο κατά προσέγγιση μπορεί ν’ αποδώσει τι γκάζια τρώω (στέρεο), κάθε φορά που λέω να ξεπορτίσω – Πού θα πας, με ποιον θα είσαι, τι ώρα θα γυρίσεις, γιατί δεν κάθεσαι να διαβάσεις, έτσι κάνουν τ’ άλλα τα παιδιά, τι θ’ απογίνεις στη ζωή σου;! Και προσθέστε ad libitum (και...ad nauseam) όποια προηχογραφημένη ατάκα θυμάστε απ’ τη δικιά σας εμπειρία. Κατά τ’ άλλα βέβαια, φλώροι είμαστε και οι δύο. Ψηλοί σχετικά μα τζίντζιρες, με φάτσες που τις κάνεις και για πρώτη γυμνασίου (τον μπελά μου μέσα, ούτε μισή τρίχα στο μουστάκι δεν έχουμε), ψαρωμένοι φουλ. Άντε ν’ ανακατευτείς μ’ όλα τα μούτρα εδώ πέρα. Γιατί εγώ...ναι, η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα μόνο να είμαι χαρντκοράς. Ήθελα να φαίνομαι κιόλας. Το καλοκαίρι ΟΚ, κάτι γινόταν. Φορούσα κάνα μπλουζάκι μπάντας, καμιά αυτοσχέδια βερμούδα, All Star μποτάκι ή οχτάρα Martens: κομπλέ. Αλλά το χειμώνα δε γίνεται τίποτα. Με μαύρο φλάι και καρό μπλε πουκάμισο να περισσεύει στη μέση, στην καλύτερη περίπτωση μοιάζω με κάγκουρα σε μεταβατικό στάδιο. Χώρια το μαλλί, που είναι κι αυτό μονίμως σε παρόμοια φάση, μεταβατική... Χε-χε, γάμησέ τα!

Απ’ ό,τι μαθαίνουμε τελικά, τσεκ έχει απομείνει να κάνουν οι Ναυτία που θα βγούνε πρώτοι. Στεκόμαστε μπροστά στα παράθυρα και προσπαθούμε ν’ αναγνωρίσουμε τα κομμάτια, να μη χάσουμε νότα. Κι έχουμε σπιντάρει τρελά, έστω και μ’ αυτό το λίγο που ακούγεται, κρατάμε ρυθμό με το πόδι, ψιλοκουνάμε τα κεφάλια. Άλλωστε είπαμε, είναι πολύτιμος ο χρόνος που διαθέτουμε. Τα μεσάνυχτα η άμαξα θα ξαναγίνει κολοκύθα. Κι έχει περάσει πάνω από μία ώρα όταν η πόρτα επιτέλους ανοίγει: χωνόμαστε όπως όπως και κοιτάμε να καβαντζώσουμε κάνα σημείο κοντά στη σκηνή. Καλή ιδέα, σε δέκα λεπτά το Στέκι γεμίζει μέχρι την είσοδο – πραγματικά, ανάμεσα στα κορμιά δε χωράει ούτε τσιγαρόχαρτο. Δε λέμε πολλά μεταξύ μας. Προτιμάμε ν’ ακούμε το χαβαλέ που κάνει ο κόσμος γύρω μας, τις ατάκες που υπερίπτανται. Με μία εξαίρεση. Είναι μια τύπισσα παραδίπλα που στέκεται λίγο ψηλότερα, μπροστά στο αριστερό ηχείο. Το πολύ να μας ρίχνει δυο χρόνια αλλά μας φαίνεται αρκετά μεγαλύτερη. Έχει καστανόξανθα, ίσια μαλλιά μέχρι τη μέση, είναι ντυμένη στα μαύρα μα δεν είναι πάνκισσα ή γκοθού, το στιλ της είναι μάλλον...κουλτουροφοιτητομποέμικο. Ε, αυτή δε γίνεται να μην τη σχολιάσουμε. Όχι μονάχα επειδή μας αρέσει. Αλλά επειδή θα μείνει στην ίδια θέση, με πλάτη στο στέιτζ και μπροστά στο ηχείο, σε όλη τη διάρκεια του λάιβ. Οι Ναυτία θα χτυπιούνται και θα ξελαρυγγιάζονται, θα ροκάρουν και θα τα σπάνε, κι η δικιά μας εκεί, Καρυάτιδα, να συζητάει με δυο μαλλιάδες. Τι διάλο μπορεί να λένε μέσα σε τούτο το χαμό, μα τον H.R. και μα το Henry Rollins;! Γιατί δεν είναι μόνο τι γίνεται πάνω στο σανίδι. Είναι τι γίνεται κι από κάτω.

Θεωρητικά, με τόσο στρίμωγμα, δεν υπάρχει moshpit. Στην πράξη ωστόσο, για τις πρώτες δυο-τρεις σειρές, αυτό αποδεικνύεται λεπτομέρεια. Τρώμε πολύ σπρωξίδι και αναγκαστικά, χωρίς να το σκεφτούμε, ανταποδίδουμε. Κάποια στιγμή οπισθοχωρούμε λίγο μα αυτή είναι εντελώς λάθος κίνηση, γιατί ο άλλος στάνταρ θα εκμεταλλευτεί αμέσως το περιθώριο που του δίνεις. Οι Ναυτία στο μεταξύ δε σταματάνε να παίζουν, όπως συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις που πέφτει ξύλο ανελέητο. Είναι ένα μουλωχτό πόγκο το αποψινό που φαντάζομαι ότι προβληματίζει και τους ίδιους, αν πρέπει να παρέμβουν ή όχι. Όμως εμείς, εγώ τουλάχιστον, έχω φάει χοντρό σπάσιμο μ’ όλους τους ουρακοτάγκους εδώ μέσα. Μπορεί να φαίνεται αστείο στο χάος που επικρατεί, μα θέλω να προσέξω το γκρουπ. Τι κάνουν πάνω στη σκηνή, πώς λειτουργούν, το κάθε μέλος χωριστά αλλά και μεταξύ τους. Ο Βαγγέλης π.χ. κινείται αδιάκοπα στο μισό τετραγωνικό που διαθέτει, κι αυτό είναι εμψυχωτικό, αν όχι και λίγο ηρωικό. Ελλείψει δεύτερης κιθάρας έχει τσιτώσει την παραμόρφωση και το Rickenbacker του, έτσι κι αλλιώς γρεζάτο, μας κοπανάει στ’ αυτιά σαν σιδερόβεργα. Ο Γιάννης, καλά, είν’ ο μουσικός της παρέας, και πολυοργανίστας όπως θ’ αποδειχθεί στο μέλλον, κεμεντζέ να πιάσει θα τον κάνει να κελαηδήσει. Πλάι στο Βαγγέλη μοιάζει συγκρατημένος μα τα χέρια του πετάνε σπίθες, θά ’λεγες ότι παίζει ρυθμικά και lead ταυτόχρονα. Όσο για τη Σόνια, βγάζει φουλ συναίσθημα, με τη φωνή της φυσικά αλλά κυρίως με τα τύμπανα, η παρουσία της πίσω απ’ το σετ είναι...εχμ, συγκινητική τέλος πάντων. Σε κατοπινά λάιβ θα γκρίνιαζα για λάθη στο ντραμάρισμά της, όμως απόψε παίζει με ακρίβεια, και με τέρμα τα γκάζια. Πραγματικά, κι οι τρεις μαζί έρχονται κατά πάνω μας σαν νταλίκα στην κατηφόρα – φορτωμένη εννοείται, και με διπλή ρεμούλκα (ΜΠΑΜ!). Μοναδικό regret, το γεγονός ότι ο Βαγγέλης έχει κόψει τις τζίβες. Βλέπε τους στιλιστικούς μου προβληματισμούς, δύο παραγράφους πιο πάνω.

Βέβαια μπορεί να θέλω να προσέξω τι κάνουν, αλλά θέλω και να τραγουδήσω, να φωνάξω, ν’ ανασάνω. Κι έτσι κάποια στιγμή ορμάω στο χαμό. Με τη γροθιά υψωμένη, ενώνω τη γαϊδουροφωνάρα μου με την μπάντα... «Χρυσή νεολαία, παντού απαγορεύσεις, παιδάκια που δεν παίξανε ποτέ/ Εγγύηση για το κράτος τ’ ανώριμα μυαλά τους, όπου τους λεν να παν θα κατευθύνονται/ Χρυσή νεολαία, θα χτίσει ψυχιατρεία και θα καταναλώσει περισσότερα/ Ντραγκς, νευρώσεις, πιο πολλές γραβάτες, τεχνολογικά επιτεύγματα ανώτερααα!!!» Ο Βρας έχει πάθει πλάκα, κάνει να μ’ αρπάξει απ’ το μπράτσο, «Πού πας ρε μαλάκα, θα φας τα μούτρα σου...» Αλλά εγώ δεν κρατιέμαι με τίποτα. Αργότερα, στο δρόμο για το σπίτι, θυμάμαι που απορούσε ακόμη, «Μαλάκα δε σ’ αναγνώριζα, τι φάση ήταν αυτή, τι σ’ έπιασε;» Έλα ντε, τι μ’ έπιασε; Έτσι, απ’ το πουθενά, μού ’ρθε να μπω στο χορό και να τινάξω από πάνω μου, με κραυγές, με άγαρμπες κινήσεις, όλο το πήξιμο που κουβαλούσα. Απ’ το σπίτι, απ’ το σχολείο, απ’ τις παρέες που κι αυτές δεν καταλάβαιναν τίποτα, απ’ τον κόσμο παραέξω που είχε αρχίσει να με κοιτάει περίεργα. Η δικιά μας όμως, ασυγκίνητη. Για την «Καρυάτιδα» λέω. Ρε κοπελιά, το είναι μας βγάλαμε εδώ πέρα, μοιραστήκαμε το αίμα της ψυχής μας, ρίξε κάνα βλέφαρο πανάθεμά σε. Τίποτα εκείνη, δωρικότης με στοιχεία ιωνικού ρυθμού. Ψιλή κουβέντα με τους δυο μαλλιάδες και διακόσια ντεσιμπέλ να βαράνε στ’ αυτιά.

Την επομένη ξύπνησα γεμάτος μελανιές, πονούσε το κορμί μου ολόκληρο. Αλλά δε μ’ ένοιαζε. Ήταν φιλικές, αδελφικές, οι σκουντιές που έφαγα κι έδωσα. “Fists of love” που λέγαν κι οι Big Black. Όχι, δεν υπήρχε δόλος, χωρίς πλάκα. Εξάλλου δεν υπήρχε και χώρος για αγκωνιές ή γονατιές στα γεμάτα, όπως ας πούμε συνέβη μετά από κάνα τρίμηνο στους Groove Machine, όπου με τουλούμιασαν κάτι μαλάκες ροκαμπιλάδες. Οπότε κυριλέ, για πρώτη φορά φτηνά την έβγαλα. Σκέφτομαι τώρα τούτη τη σκηνή, πώς ήταν έτσι δυνατά στημένη πάνω στη μουσική, α λα Σκορσέζε, και συνειδητοποιώ πως η ‘Χρυσή Νεολαία’ ήταν το ‘Rock ’n’ Roll High School’ της γενιάς μας: δυο πιτσιρικάδες βγαίνουν έξω, πάνε σ’ ένα γκιγκ γάμησέ-τα-άντεργκραουντ, η φάση τούς μαγεύει, χάνουν τα μυαλά τους κι η μπάντα παίζει...το τραγούδι τους. Θα μπορούσε δηλαδή να είναι σκηνοθετημένο όλο αυτό. Μόνο που ήταν λάιβ, ήταν αυθόρμητο – πώς να το πω ρε παιδί μου, βρήκαν τρόπο να τρυπώσουν στην καρδιά μας οι Ναυτία. Κι από κει μέσα τα είπαν φωναχτά, τραχιά, άγρια, όπως ταίριαζε στην ηλικία μας και στην εποχή μας. Το ροκ εν ρολ από καιρό είχε γίνει χάρντκορ πανκ, η αφέλεια των 50s και των 60s, όσο μικροί και ανίδεοι κι αν ήμασταν (και όσο κι αν γουστάραμε Ramones στο κάτω κάτω), το νιώθαμε, το ξέραμε ότι δεν αρκούσε για τη δικιά μας πραγματικότητα. Μπορεί να τρώγαμε λιγότερη καταπίεση απ’ ό,τι οι πατεράδες μας, δεκτό. Μα απ’ την άλλη, είχαμε και λιγότερες ψευδαισθήσεις.