A Bit More Trouble for Mr. T
Ένα μνημόσυνο για τον Τέρρυ Παπαντίνα είναι το τελευταίο πράγμα που θέλει να κάνει ο Γιάννης Πολύζος
Ένα χρόνο μετά από το θάνατο του Θόδωρου Παπαντίνα, το ντοκιμαντέρ για τη ζωή του T4Trouble & the Self-Admiration Society θα έπρεπε να προβάλεται στις πλατείες κι από κάτω με πυρσούς και πανό BICYCLE να τραγουδάμε, να χορεύουμε, να τα σπάμε όλη νύχτα! Όμως τι σημασία έχει πια που αυτό δεν μπορεί να γίνει. Ένα χρόνο μετά απ’ το θάνατό του... Ρε γαμώτο, πώς μοιάζει πάντα να είναι αργά - για οτιδήποτε; Κάτι τέτοιες σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό μου ένα βράδυ του φετινού Ιούλη όταν, χαμένος κάπου στις ανηφόρες της Τριανδρίας, θυμήθηκα τη μελωδία του ‘Mexican Blanket’. Κι ένιωθα ωραία τυλιγμένος μ’ αυτή την κουβέρτα, γιατί μπορεί να είχε 35 βαθμούς αλλά στην πλάτη μου ανεβοκατεβαίναν ρίγη. Έπρεπε να ξαναδώ το ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Αθυρίδη, τό ’λεγα και το ξανάλεγα εδώ κι ένα χρόνο, ε λοιπόν δε σήκωνε άλλη αναβολή: μέχρι μήνυμα απ’ το υπερπέραν μου έστειλε ο Θόδωρος για να μου το θυμίσει.
Δεν ξέρω, με κέρδισε από την πρώτη στιγμή ο Παπαντίνας. Από την πρώτη σκηνή δηλαδή όπου φαίνεται αγουροξυπνημένος και τα βάζει με τον αδερφό του επειδή τον θεωρεί τον μεγαλύτερο loser του κόσμου. Κι έπειτα προβληματίζεται, ενώ δευτερόλεπτα πριν ήταν σίγουρος για το αντίθετο, και ρωτά το σκηνοθέτη: “Jimmy, do you think I’m the biggest loser in the world? I’m a loser, but do you think I’m the biggest loser in the world?” Σκηνή που αυτόματα μου θύμισε έναν παλιό στίχο των Bad Religion: “Yeah, you waste your time with losers if you get stuck in a rock’n’roll band”. Αλλά και μιαν άλλη, πιο διάσημη ατάκα: “What came first, the music or the misery?” Γιατί όμως loser συγκεκριμένα ο Παπαντίνας; Γιατί μέσα σε 40 χρόνια δεν κατάφερε να κυκλοφορήσει παρά μονάχα ένα άλμπουμ. Γιατί δεν εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αμερική όπου θα μπορούσε να κάνει καριέρα ως μουσικός. Γιατί στα πενήντα πέντε δεν είχε δουλειά, σπίτι, οικογένεια, ένα πρόγραμμα, μια σταθερή ζωή. Κι ίσως πρώτα και κύρια, γιατί αψήφησε την επιθυμία των γονιών του να γίνει δικηγόρος όπως ο πατέρας του.
Βέβαια αυτά τα ‘επιχειρήματα’ μπορεί να αντιστραφούν χωρίς πολλή προσπάθεια. Αναλογίζεται κανείς π.χ. τι άθλος ήταν για μια ελληνική ροκ μπάντα να κυκλοφορήσει βινύλιο το ’81; Ή τι σημαίνει να είσαι μοιρασμένος ανάμεσα σε δύο πατρίδες, δύο γλώσσες, δύο ταυτότητες; Και ούτω καθεξής. Μα ακόμα κι αν δεχθούμε όσα του προσάπτουν, το γεγονός δεν αλλάζει. Ο Τέρρυ Παπαντίνας, πηγαίος και ιδιόρρυθμος, ηδονιστής και απείθαρχος, ήταν προορισμένος να γίνει μουσικός. Και να εξελιχθεί μάλιστα σε κείνο το σπάνιο, παράξενο είδος του καλλιτέχνη δίχως έργο. Του οποίου η κύρια συνεισφορά είναι ότι αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους άλλους (βλ. Brian Jones αν μιλάμε για ομότεχνούς του, αλλά και outsiders όπως ο Barrett ή ο Richard Hell). Ο ίδιος θα έμενε στην αφάνεια, θα χάριζε όμως ιδέες σε πλήθος μουσικών, από το Σιδηρόπουλο και το Σαββόπουλο μέχρι τους Chinese Basement.
Όπως μαρτυρούν ο τραγουδιστής των Fratelli Μίμης Αντωνόπουλος, και ο διάδοχός του Νίκος Παπάζογλου, ο Παπαντίνας στα δεκαεφτά εμφανίζεται ολοκληρωμένος ως κιθαρίστας. Εκείνη την εποχή κάνει βραδινές κοπάνες από τη σχολή Κωνσταντινίδη, και κατεβαίνει στο Χαμόδρακα για να δει τους Olympians και τους Blow Up. Μα έχει στο μεταξύ προηγηθεί μια άλλη, πιο χοντρή κοπάνα: από το πατρικό του στην Καστοριά. «Μπορεί νά ’μουν και ψιλοκωλόπαιδο» παραδέχεται αναπολώντας την εφηβεία του, που για κακή του τύχη συμπίπτει με το ξεκίνημα της δικτατορίας. Διπλή γκαντεμιά, αν σκεφτείς πως η οικογένειά του έπειτα από μια δεκαπενταετία στη Νέα Υόρκη επιστρέφει στην Ελλάδα το Φλεβάρη του ’67. Μαθημένος αλλιώς ο Παπαντίνας αντιδρά, και η κακοποίηση που ήταν ήδη συχνό φαινόμενο στο σπίτι, παίρνει μορφή καθημερινής διαπόμπευσης στο σχολείο. Και κάπως έτσι θα βρεθεί για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη: «Μ’ έστειλε η μάνα μου για ψωμί - αυτό ακριβώς, όπως σ’ το λέω - και πήγα και πήρα το Κτελ. Από τις πιο όμορφες μέρες της ζωής μου» αφηγείται στον Αθυρίδη, που μ’ αυτή την ανάμνηση έφτιαξε μία από τις πιο όμορφες σκηνές του ντοκιμαντέρ. «Πήγα στην Αγία Τριάδα κι έκανα ένα μπάνιο» συνεχίζει, «δεν είχα φράγκο αλλά δε μ’ ενδιέφερε, μόνο που είχα φύγει από κείνη την τρέλα».
Τον επόμενο χρόνο, φοιτητής αγγλικής φιλολογίας στο ΑΠΘ, γνωρίζεται με τους Fratelli και ξεκινάνε πρόβες. «Όταν παίζαμε ήμασταν σε τέτοια ευφορία» θυμάται ο Αντωνόπουλος, «λόγω του παιξίματος και λόγω της καλής αυτής παρέας, που γελούσαμε». Οι Fratelli ωστόσο διαλύονται σύντομα κι ο Παπαντίνας μαζί με τον Παπάζογλου φτιάχνουν τους Μακεδονομάχους. Οι συναυλίες τους είναι επεισοδιακές, όταν δεν τις σταματά η ασφάλεια, τις σαμποτάρουν οι ίδιοι. «Πήγαμε στο Βόλο να παίξουμε» διηγείται για μία απ’ αυτές ο Παπάζογλου, «και ήτανε ν’ αρχίσουμε στις δέκα και μισή. Ε, και μέχρι τις 2:00 ψάχναμε το Θόδωρο». Όμως και μέσα από την ασυνεννοησία, τις κόντρες, τις μισοτελειωμένες εμφανίσεις είναι ξεκάθαρο πως αναδύεται ένα μοναδικό ταλέντο, ένας μουσικός ικανός να κάνει τα πάντα. Το ζήτημα βέβαια είναι αν θα τα καταφέρει. Γιατί ο μόνος κώδικας που ακολουθεί πιστά ο Παπαντίνας είναι το σεξ, ντραγκς και ροκ εν ρολ. «Δεν μπορούσε να είναι συνεπής σε τίποτα ο Θόδωρος» παρατηρεί ο Παπάζογλου, όχι δίχως κάποια λύπη, όταν εξηγεί γιατί οι Μακεδονομάχοι κράτησαν μετά βίας ένα χρόνο. Ο συνθέτης Γιώργος Ζήκας συμφωνεί: «Ο Θόδωρος απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ ήταν ό,τι βρέξει κι ό,τι στάξει. Μπορούσε να έχει μια συναυλία και να μην πάει γιατί έχει μπλέξει μ’ ένα κορίτσι και περνάει πάρα πολύ ωραία».
Το 1981, παρά τον άσωτο βίο, τα πήγαιν’ έλα Θεσσαλονίκη-Παρίσι-Νέα Υόρκη, το ξόδεμά του σε συνεργασίες και σχήματα που δεν ευδοκιμούσαν (πιο γνωστό παράδειγμα η Εταιρεία Καλλιτεχνών στο πλευρό του Παύλου Σιδηρόπουλου), ηχογραφεί ένα άλμπουμ με τους Bicycle. Και για πρώτη φορά είναι αποφασισμένος να πάρει το hustlin’ στα σοβαρά, να τα παίξει όλα για όλα: άκου πώς χτυπά μια ροκ εν ρολ καρδιά λέει στο ξεκίνημα και το εννοεί, μέχρι το τελευταίο μπιτ, μέχρι την τελευταία νότα, με τον αέρα του Thunders και του Iggy, born to loose στο σανίδι και στην ίδια τη ζωή. Το υπόλοιπο άλμπουμ συνεχίζει έτσι και, ακόμα κι αν δε λάβεις υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες γράφτηκε, ακούγεται σαν να ήρθε από άλλο πλανήτη. Είτε πρόκειται για το ‘What?’ με τις αυθόρμητες, τζαμαριστές εναλλαγές μεταξύ στροφών και ρεφραίν (θα μπορούσε και σήμερα να γίνει μεγάλο χιτ), είτε για το ‘Blood’ με το νεοϋορκέζικο, μονίμως φουτουριστικό φανκ του, είτε για το ‘Tomorrow Morning’ με τη σκοτεινή, ποιος-ξέρει-τι-θα-φέρει-το-επόμενο-πρωί ατμόσφαιρα. Μα και τραγούδια που δεν έχουν τόσα πολλά να πουν από πλευράς σύνθεσης, έχουν ενδιαφέρον λόγω της λεπταίσθητης κιθαριστικής δουλειάς. Εξάλλου το παίξιμο - οι ιδέες, η τεχνική - είναι που καθιστά το Bicycle έξοχη περίπτωση grower. Διαπιστώνω ακούγοντάς το κάπως άτακτα ότι επιστρέφουν διαρκώς στο μυαλό μου μελωδίες και στίχοι.
Ωστόσο ούτε αυτό το άλμπουμ έχει καλύτερη τύχη, ίσως γιατί οι Bicycle δε συνεχίζουν ως κανονικό γκρουπ, ίσως γιατί η συγκυρία δεν ευνοεί το αγγλόφωνο ροκ. Εκ των υστέρων, σε μια πορεία που πήγαινε από στραβή σε στραβή, κάτι τέτοιο μοιάζει αναμενόμενο. Μπορεί όμως να εξελίσσονταν διαφορετικά τα πράγματα αν ο Παπαντίνας είχε την ευκαιρία να δουλέψει κι άλλο μαζί τους, αν με βάση αυτό το υλικό κατάφερνε να προχωρήσει ως συνθέτης, αν η μουσική του γνώριζε επιτέλους κάποια αποδοχή, αν... Είναι λοιπόν λίγο «χαμένη» η γενιά του. Η γενιά των ροκ μουσικών δηλαδή που έδρασαν από το ’69-’70 μέχρι τις αρχές των 80s. Τα ντόπια πανκ σχήματα που θ’ άλλαζαν ριζικά το σκηνικό αργούσαν ακόμα, μα έτσι κι αλλιώς ο Παπαντίνας δεν τα πήγαινε καλά με τον ελληνικό στίχο (και σαν παλιά καραβάνα δε γινόταν φυσικά να εναρμονιστεί με τους πάνκηδες). Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε πως όσοι συνομήλικοί του μπόρεσαν να σταδιοδρομήσουν, δεν άλλαξαν απλώς γλώσσα αλλά στράφηκαν και σε κάποιου είδους ‘ελληνική μουσική’. «Θεωρούσαμε ότι εμείς δεν έπρεπε να είμαστε εδώ, τυχαίνει να είμαστε εδώ τώρα, αλλά δεν είμαστε για δω» σχολιάζει στο T4Trouble ο ντράμερ των Rodondo Rocks, Μίμης Κοένκα. Και ο μπασίστας του γκρουπ, Φώτης Λέκκας, συμπληρώνει γελώντας: «Κι ότι πάντα μας άξιζε κάτι καλύτερο απ’ αυτό που ζούσαμε».
ΟΚ, σε πρώτη ανάγνωση το παραπάνω σχόλιο μπορεί να μοιάζει υπεροπτικό. Μα διαβασμένο απ’ την ανάποδη λέει μια διαχρονική αλήθεια: δεν υπάρχουν περιθώρια στην Ελλάδα για ν’ αφοσιωθεί ένας μουσικός στο ροκ. Κι όχι επειδή «δεν έχουμε ροκ παιδεία», «ο λαός μπουζούκι θέλει» και τα λοιπά γνωστά, χιλιοειπωμένα πράγματα. Είναι που δεν παίζουν - που δεν έπαιξαν ποτέ - λεφτά στο ροκ. Εξ ου και η κακομοιριά μας. Συναυλιακοί χώροι, στούντιο, δισκογραφία, σε κανένα επίπεδο δεν υπάρχει κάποια υποδομή, μια στοιχειώδης οργάνωση. Αρπαχτές εδώ και κει, ναι, αλλά μόνο ως εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Αρκεί να λογαριάσουμε πως η περιβόητη ‘σκηνή’ στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και μέχρι τα μέσα της επόμενης γνώρισε κάποιου είδους χαϊλίκια (Τρύπες στο Λυκαβηττό, ντόπια σχήματα στα Rockwave) κι ωστόσο εν έτει 2017 μια καινούρια μπάντα πρέπει να ξεκινήσει πάλι υπό το μηδέν. Να μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ ότι κίνητρο για να κάνει κανείς τέχνη πρέπει να είναι το κέρδος. Όμως σκεφτείτε λίγο, αν θεωρείτε δευτερεύοντα τον παράγοντα χρήμα, τι έχει συμβεί στην παγκόσμια μουσική σκηνή Μετά Διαδικτύου. Πόσο έχουν οπισθοδρομήσει τα πράγματα τα τελευταία χρόνια που, με επιπλέον πρόφαση την crisis, η πίτα φτάνει μόνο για τους Muse και τους Foo Fighters.
Το 2005, όταν ξανασυναντά τον Αθυρίδη, ο Παπαντίνας είναι σε ελαφρώς απελπιστική κατάσταση. Προσπαθεί να κλείσει ένα λάιβ και δεν τα βρίσκει με το μαγαζάτορα στη μέρα, στη μουσική, στην αμοιβή, σε τίποτα. Παίζει για ένα κοινό που του έχει γυρισμένη την πλάτη. Τρώγεται συνεχώς με τη μάνα του η οποία δεν αφήνει ούτε μισή κουβέντα να πέσει κάτω. Και το χειρότερο - εδώ πολύ τον πόνεσε η ψυχή μου το μάγκα - δοκιμάζει να στήσει καινούριο σχήμα μ’ έναν ντράμερ που καταλήγει να μην απαντά στο τηλέφωνο. “I hate this fuckin’ city” μονολογεί καθώς συνειδητοποιεί πως έχει γίνει ξένος στον τόπο του, “everybody acts as if they don’t know me”. Θυμάμαι όταν πρωτοείδα το T4Trouble, σκεφτόμουν ότι δεν είναι δυνατό να έχουν συμβεί όλα αυτά, μέχρι το τελευταίο ροκ εν ρολ κλισέ, με τέτοια... συνέπεια. Κάποιοι έκαναν λόγο για case study, μαζί με κάτι άλλα εμβριθή περί αυτοκαταστροφής κτλ. Είναι όντως case study, όμως όχι πάνω σ’ αυτό που νομίζουν οι περισσότεροι. Ό,τι φέρνει στο φως για πρώτη και μάλλον τελευταία φορά, είναι τι τραβάει ένας μουσικός προκειμένου να κάνει μία γαμημένη πρόβα. Ή λίγο διαφορετικά, και πιο κόσμια: ο Αθυρίδης καταγράφοντας τη διαδρομή του Παπαντίνα έφτιαξε μια μικρογραφία του προβλήματος να είσαι ροκάς στην Ελλάδα.
Παραπέρα βεβαίως είναι και οι μύθοι. Ο Παπαντίνας, ίσως λόγω υπερβολικού ταλέντου, ενσάρκωσε κάποια αρχέτυπα: του ωραίου loser, του παρεξηγημένου καλλιτέχνη, του glamorous αλήτη, του αιώνιου έφηβου. Και σαν καβαφική φιγούρα («απ’ το πολύ να μ’ έχει ο κόσμος Νάρκισσο κι Ερμή») χάθηκε μέσα σε τούτη τη φιλολογία. Ο Αθυρίδης ωστόσο δεν έχασε το δρόμο πουθενά. Είναι αληθινό επίτευγμα ότι μπόρεσε να παρουσιάσει έναν άνθρωπο τόσο αμφιλεγόμενο με τέτοια συνοχή, δίχως μάλιστα να προσπαθήσει με κάποιον τρόπο να χαλιναγωγήσει το ταμπεραμέντο του. Όμως ακόμα σπουδαιότερο είναι ότι αυτό το ταμπεραμέντο φτάνει αυτούσιο από την άλλη μεριά του φακού. «Ο Παπαντίνας συνηθισμένος να δίνει performance, έπειτα από λίγο ξεχνούσε πως η κάμερα ήταν εκεί» ανέφερε σε μια συνέντευξη ο Αθυρίδης, αλλά μάλλον δε θέλησε να περιαυτολογήσει. Η αλήθεια είναι πως έπειτα από λίγο το ξεχνάμε κι εμείς οι θεατές, κι αυτό οφείλεται στο χάρισμα που διαθέτει ως σκηνοθέτης όχι μόνο να μένει ουδέτερος μα και να «σβήνει» τον εαυτό του, από τα γυρίσματα μέχρι την τελική επεξεργασία. Κι έτσι το T4Trouble, σαν μια ταινία εμπνευσμένη από υπαρκτά πρόσωπα όπου το στοιχείο της μυθοπλασίας δεν αφορά το περιεχόμενο παρά τη μορφή, δίνει ταυτόχρονα την αίσθηση του αυθόρμητου και του προσχεδιασμένου. Μας κάνει να σκεφτούμε ότι κάπως έτσι θα ήταν ο Παπαντίνας αν τον συναντούσαμε - ή μάλλον, ν’ αναφωνήσουμε κάποια στιγμή «Ρε συ, πού τον ξέρω αυτό τον τύπο;»
Μου θυμίζει τον Ζήκο, για να επιχειρήσω μια κάπως τολμηρή παρομοίωση: στη σπαρταριστή σκηνή στο μπαρ για παράδειγμα, όπου ζητά να του κάνουν σκόντο για τα ποτά. Ετοιμόλογος και πειραχτήρι, ικανός ν’ αλλάξει την ατμόσφαιρα μέσα σε μια στιγμή, κάτι που άλλωστε μπορούσε να κάνει και με τη μουσική του - στην περίπτωση του Παπαντίνα δε μιλάμε απλώς για προσωπικό στυλ αλλά για καθολική έκφραση της προσωπικότητάς του. Και παρόλο που ήταν ελληνοαμερικάνος και ταξιδεμένος και κοσμοπολίτης μού φαίνεται πιο «ελληνικός», για να θυμηθώ ξανά τον Καβάφη, απ’ όλους εκείνους που ξημεροβραδιάζονται στα τσιπουράδικα ακούγοντας ‘ποιοτικά’. Αυτό είναι πραγματικά το αρχέτυπο, ο χαρακτήρας που σκιαγραφεί ο Αθυρίδης. Του Έλληνα που πάντα βρίσκει τρόπο να επιβιώνει, της «ράτσας» που λέει σε μια αναλαμπή κι η μάνα του Παπαντίνα, είτε πρόκειται για τον Οδυσσέα είτε για τον Καραγκιόζη. Και του μερακλή, οπωσδήποτε: “One last glass of wine, I’ve got some time, I drink to youth/ Paris was very kind to me” τραγουδά στο συγκλονιστικό ‘Last Night in Paris’, κι όταν υψώνει το ποτήρι εις υγείαν το κάνει με την ίδια άνεση, την ίδια χάρη με την οποία παίζει κιθάρα. Ναι, μερακλής, χωρίς πλάκα ή ειρωνεία, και ως γνωστόν ο μερακλής ο άνθρωπος ποτέ δε θα πεθάνει.
Η κατεξοχήν σκηνή που δημιουργεί αυτή την (ψευδ)αίσθηση οικειότητας είναι όταν παίζει για πρώτη φορά το ‘Mexican Blanket’. Και το σημείο που επέλεξε να την τοποθετήσει ο Αθυρίδης είναι καίριο, ενώ σκέφτεσαι ΟΚ, γαμώ τις κιθάρες έπαιζε ο Τέρρυ, ωραία τραγουδούσε αλλά χρειαζόταν κάποιον στο πλάι του, μόνος του δεν μπορούσε να τα κάνει όλα - εκεί λοιπόν σκάει το ‘Mexican Blanket’ και σε αποστομώνει. Μεγάλη υπόθεση να μπορείς να συλλάβεις μια στιγμή στη ζωή σου και να την κάνεις τραγούδι με μια κιθάρα και φωνή, δίχως να χρειάζεσαι ούτε παραγωγή ούτε φτιασίδια στο στούντιο. Και το παίξιμο είναι τόσο φυσικό, τόσο fluid, ο Παπαντίνας έχει μια «πολυφωνική» προσέγγιση α λα Χέντριξ που δίνει την εντύπωση πως ακούμε (τουλάχιστον) δύο κιθάρες. Γι’ αυτό τολμώ να πω ότι η συγκεκριμένη σόλο εκτέλεση είναι καλύτερη από την τελική εκδοχή. Ήταν οι πλέον κατάλληλες συνθήκες για έναν τύπο τόσο παρορμητικό: πάνω στην κουβέντα, πίνοντας καφέ ας πούμε, τσιμπάει την κιθάρα και μας λέει - ή καλύτερα, μας δείχνει - πώς αισθάνεται. Ενώ πρωτύτερα μπορεί να μην είχε φανερώσει τίποτα, κι ας μιλούσε για καμιά ώρα. Και ταιριάζουν όλα, το φτωχικό δωμάτιο, η τηλεόραση που παίζει με κλειστή φωνή, το παράθυρο που βλέπει στον τοίχο της διπλανής πολυκατοικίας, ακόμα και το βαζάκι μαγιονέζα που πέφτει απ’ το περβάζι και σπάει.
“Early September, late in the morning/ making some coffee, my eyes closed I’m thinking of you/ I got two cups now, I only use yours/ every day I’m tryin’ to throw it away”. Τραγούδι αυτογνωσίας: ο Παπαντίνας προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει στο μυαλό και την ψυχή του, γράφοντας σε συνέχειες το ‘Mexican Blanket’. Και μολονότι η ζωή του βρισκόταν σε τέλμα, φαίνεται πως είχε κατακτήσει ορισμένες αλήθειες. Στο τέλος της σκηνής αφήνει την κιθάρα και επαναλαμβάνει το ρεφραίν a cappella, προσφέροντας έτσι μιαν ακόμα απόδειξη πως πρόκειται για μεγάλο τραγούδι: μια απλή μελωδία που στέκεται χωρίς συνοδεία οργάνων, και που θα μπορούσαμε να την τραγουδήσουμε - σωστά - κι εσύ κι εγώ κι ο κάθε παράφωνος, άφωνος, άσχετος. “Another unfinished song” λέει ο Παπαντίνας μαζεύοντας τις σημειώσεις του, δίχως να συνειδητοποιεί ότι το κομμάτι ήταν ήδη τέλειο, δηλαδή τελειωμένο. Μια ώρα αργότερα, στο κλείσιμο του T4Trouble, το ‘Mexican Blanket’ ακούγεται ξανά, με πενταμελή πλέον μπάντα. Κι είναι κι εδώ ό,τι πιο ταιριαστό, όχι μόνο γιατί ο Παπαντίνας κατάφερε να το ολοκληρώσει και να το ηχογραφήσει. Μα γιατί παρά τη ματαιοδοξία, τα σταριλίκια, τα μεγάλα λόγια, δε ζήτησε τελικά τίποτα παραπάνω από ένα τραγούδι.
ΥΓ. Αξίζει να γίνει ξεχωριστή μνεία στους T4Trouble, real tight motherfuckers αν κρίνουμε από τα λάιβ πλάνα του ντοκιμαντέρ. Αλήθεια, τώρα που βγήκαν σε βινύλιο και τα ντέμο των Ανυπόφορων ας πούμε, μήπως πρέπει ν’ ασχοληθεί κάποιος με το υλικό για ενάμισι άλμπουμ που είχαν ηχογραφήσει στα μέσα των 90s; Και με καμιά επανακυκλοφορία του Bicycle ενδεχομένως;
ΥΓ. #2 Big thanks στον Κώστα Καρδερίνη για τις φωτογραφίες.