Scene but not Herd #3

Million Hollers

Slide, ουίσκι και Muddy Waters δίσκοι. Του Γιάννη Πολύζου

Κάποτε αρκεί μια λεπτομέρεια. Ή μια στιγμή ας πούμε. Για να σε φλασάρει, ν’ αλλάξει η προοπτική. Πώς βλέπεις, τι βλέπεις. Τι ακούς και τι νιώθεις. Στη συναυλία των Million Hollers τον περασμένο Δεκέμβρη στο Residents, ήταν το πιατίνι μετά απ’ το δεύτερο ρεφραίν του ‘Like a Wolf’. Πού ’σκασε στο κεφάλι μου σαν σφαλιάρα. Μαζί με την ιδέα πως το πιο σπουδαίο πράγμα που μπορεί να κάνει μια μπάντα λάιβ είναι να σε κινήσει και να σε συγκινήσει. Οι Hollers μέχρι εκείνη την ώρα το πρώτο το είχαν καταφέρει χωρίς προσπάθεια. Στο συγκεκριμένο σημείο πέτυχαν και το δεύτερο. Μ’ ένα χτύπημα στο πιατίνι. Έτσι απλά. Βέβαια απλό δε σημαίνει εύκολο. Το παίξιμο του Δημήτρη Οικονόμου στα τύμπανα είναι φυσικό, αλλά προϋποθέτει σκέψη. Και γνώσεις, τεχνική, εννοείται. Μα πρώτα απ’ όλα, προσωπικότητα. Ιδιότητα που είναι λίγο σπάνιο να τη συναντήσεις σε ντράμερ.

«Βασικά είναι σπάνιο να βρεις ντράμερ που να σκέφτεται σαν μουσικός και όχι σαν ντράμερ» παρατηρεί η Λαμπρινή Γρηγοριάδου, τραγουδίστρια, κιθαρίστρια και συνθέτης της μπάντας. «Οι περισσότεροι κάνουν κάπως το κομμάτι τους, ο Δημήτρης πραγματικά τα σκέφτεται μουσικά τα πράγματα, τι ρυθμό χρειάζεται ένα συγκεκριμένο ριφ, το κάθε break που θα κάνει. ’Ντάξει, και με το Νίκο, τον πρώτο μας ντράμερ, γούσταρα, κάτι διαφορετικό γινόταν, αλλά και με το Δημήτρη τώρα είναι... άλλη φάση. Ώρες ώρες μου έρχεται ν’ αφήσω την κιθάρα και να κάθομαι να τον βλέπω να παίζει, είναι εντυπωσιακός» λέει γελώντας. Πράγματι, είναι ένας από τους πιο σημαντικούς ροκ μουσικούς στη Θεσσαλονίκη. Χωρίς υπερβολή. Ιδίως αν λάβεις υπόψη πως είναι είκοσι δύο χρονών. Δεν πιστεύω ότι θα πάρουν τα μυαλά του αέρα μ’ αυτά που γράφω, όταν τον γνώρισα μου φάνηκε προσγειωμένος άνθρωπος. Ίσως γι’ αυτό ενώ παίζει τεχνικά, ενίοτε και πληθωρικά, σε καμιά περίπτωση δε φλυαρεί, ούτε κάνει επίδειξη ικανοτήτων. «Δεν είναι εντυπωσιακός από την άποψη του παπατζή» συμφωνεί η Λαμπρινή. «Έχει τεχνική αλλά είναι και ευρηματικός».

Ναι, το παίξιμό του είναι όλο λεπτομέρεια και ταυτόχρονα είναι loose, όπως άλλωστε και των Hollers ως συνόλου – σαν να υπάρχουν όρια που τα τραβάνε, τα τεντώνουν, μα ποτέ δεν τα σπάνε. Έχω την εντύπωση πως αυτό το χαρακτηριστικό έγινε πιο έντονο με τον ερχομό του Δημήτρη. Ο τύπος παίζει λες και μασάει τσίχλα, τόσο casual είναι πίσω απ’ τα τύμπανα. Kαι έχει κάτι «διαλογικό» το στυλ του: σ’ ένα σπάσιμο χορδής, στο φεστιβάλ Άμεσης Δημοκρατίας τον περασμένο Σεπτέμβρη, ο Δημήτρης σόλαρε για λίγο και το κενό πέρασε απαρατήρητο. Να μπορείς να ρυθμίσεις την κατάσταση επί σκηνής δίχως να βρίσκεσαι μπροστά και στο κέντρο είναι μεγάλη υπόθεση. Όπως και να μπορείς να σκεφτείς τους τονισμούς εκείνους που θ’ αλλάξουν την ισορροπία μέσα σ’ ένα κομμάτι. Βλ. ό,τι έγραψα πιο πριν για το πιατίνι στο ‘Like a Wolf’. Που πραγματικά είναι συγκλονιστικό. Δηλαδή στο λάιβ μού σηκώθηκε η τρίχα, χωρίς πλάκα. Βέβαια, ΟΚ, να μην τα παραλέω. Ένα πιατίνι δε φέρνει συγκίνηση. Το τραγούδι προφανώς είναι προϊόν κάποιας εμπνευσμένης στιγμής.

«Για το ‘Like a Wolf’ μπορώ να πω ότι αισθάνομαι, έτσι, κάπως πιο περήφανη» παραδέχεται η Λαμπρινή, «ήταν λίγο σαν breakthrough συνθετικά. Ήταν και λίγο πείραμα γιατί δοκίμασα με στάνταρ μπλουζ κούρδισμα να γράψω ένα κομμάτι που δεν είναι μπλουζ. Βέβαια το βλέπω και συναισθηματικά, οι στίχοι σημαίνουν κάτι παραπάνω για μένα – μπορεί όμως έτσι να έδωσα και παραπάνω βαρύτητα στη σύνθεση. Αλλά και στα λάιβ ακόμη το ζω, έχει κάτι ξεχωριστό κάθε φορά». «Στα λάιβ το νιώθω κι εγώ πάρα πολύ» σιγοντάρει ο Δημήτρης. «Μ’ αρέσουν πολύ τα τομ που παίζω» προσθέτει γελώντας. Και συνεχίζει: «Ήταν κάτι καινούριο για μένα γιατί εκείνη την περίοδο δεν είχα καμιά επαφή με αφρικάνικη μουσική, μου έβαλε η Λαμπρινή ν’ ακούσω και ενθουσιάστηκα. Δηλαδή τους Goat μού έβαλε ν’ ακούσω που είναι Σουηδοί, και μετά εγώ έψαξα διάφορες τουαρέγκ μπάντες, Fela Kuti κλπ. Μπορεί να μην έχει καμία σχέση το κομμάτι με αφρικάνικα, όμως η πηγή του είναι αυτή, από κει ξεκίνησε».

Παρόμοια φολκλόρ και φαινομενικά άσχετο ήταν και το ξεκίνημά του ως ντράμερ: «Με είχαν πάει οι γονείς μου προπαιδεία και δε μ’ άρεσε καθόλου. Αλλά θυμάμαι πιο μετά μια εικόνα, να είμαι στο σαλόνι και να παίζω στον καναπέ ένα σκοπό. Τσιφτετέλι, είχαμε βγει για φαΐ και άκουσα έναν τύπο που έπαιζε τουμπερλέκι, έναν...» Τουμπερλεκά; προτείνω. «Τουμπερλεκτσή;» αντιπροτείνει ο Δημήτρης. Τουμπερλεκτσή, αμ μπράβο. «Ναι, κι έτσι ψήθηκα να πάω για ντραμς. Στην τρίτη δημοτικού». «Εγώ ξεκίνησα να παίζω όμποε» θυμάται ο Γιάννης Τσότρας, ο άλλος κιθαρίστας της μπάντας. «Ήταν ο θείος μου μουσικός και του λέω σε κάποια φάση “Θείο, θέλω να ξεκινήσω ένα όργανο”. Μου λέει “Θες να κάνεις κιθάρα και πιάνο που παίζει όλος ο κόσμος ή να δεις και τι άλλα όργανα υπάρχουν;” Και μού ’βαλε τον Πέτρο και το Λύκο. Και μπήκε ο κύκνος και του λέω “Θείο, αυτό είναι, θα γίνω κύκνος”». Έχουμε πεθάνει στα γέλια μα ο Γιάννης συνεχίζει: «Χοντρός λίγο, αλλά κύκνος. Αλλά φορούσα σιδεράκια, είχε και δύσκολη μάσκα, ήταν γενικά αντίξοες οι συνθήκες. Και μετά από κάνα χρόνο το γύρισα σε κιθάρα που παίζει όλος ο κόσμος».

Η Λαμπρινή αντίθετα έχει ροκ εν ρολ ανατροφή. «Θυμάμαι έξι-εφτά χρονών τον μπαμπά μου να μου δείχνει ένα εξώφυλλο Beatles και να ρωτάει “Ποιος είν’ αυτός;” Φάση φροντιστήριο, ποιος είναι ο καθένας και τι κάνει. Ψευτοέπαιζε και κιθάρα, μου έδειχνε κάνα κομμάτι, και στα εννιά ξεκίνησα κλασική. Στο γυμνάσιο, στην πρώτη μου μπάντα, ξεκίνησα να παίζω και τύμπανα και το είχα πάρει ζεστά, δηλαδή στη Δράμα με ξέρουν σαν ντράμερ. Διασκευές φυσικά, Σπαθιά, Τρύπες... αυτά που παίζω και τώρα» λέει μ’ ένα γέλιο εννοώντας τη συμμετοχή της στους 100οC. «Είναι λίγο επαρχιώτικα στανταράκια αυτά, πάντα θα υπάρχει μια παρεούλα που θα παίζει διασκευές ελληνικά ροκ. Βασικά μπορεί έτσι να εξηγείται κάπως και η ροπή μας – η δικιά μου και του Γιάννη – προς πιο παλιά πράγματα. Δηλαδή και τώρα να πας στο μπαρ που πήγαινα στη Δράμα κλασικό ροκ θ’ ακούσεις, κάνα μπλουζ, και Peppers και Nirvana σε πιο καινούριο ας πούμε».

Αυτή η εξήγηση φαίνεται λογική. Υπάρχει όμως κάτι παράδοξο στη Λαμπρινή που προς το παρόν δεν μπορώ να προσδιορίσω. Φερ’ ειπείν δεν έχει ‘σέξι’ σκηνική παρουσία. Τουλάχιστον όχι σύμφωνα με τα ...καθιερωμένα, Debbie Harry για παράδειγμα ή Lydia Lunch. Κι ωστόσο η αίσθηση, το συναίσθημα που βγάζει είναι εντελώς, εμ, γυναικείο (υπομονή, τό ’χω). Παίζει μπλουζ-ροκ, επιλογή που θα τη χαρακτήριζες traditionalist. «Βγάζουμε βινύλιο γιατί θέλουμε να λειτουργήσουμε κάπως πιστά σε σχέση με το είδος» επισημαίνει κάποια στιγμή. Κι από την άλλη ως συνθέτης και τραγουδίστρια, η θέση της στα πλαίσια του μπλουζ είναι αντικομφορμιστική. Πρόκειται άλλωστε για είδος που και στιχουργικά είναι ανδροκρατούμενο. Αλλά και πιο συγκεκριμένα, παρόλο που έχει αναλάβει το ρόλο της frontwoman είναι μάλλον κλειστός χαρακτήρας. Γελάει συχνά, και κάθε άλλο παρά επιφανειακά, όμως σε γενικές γραμμές είναι σοβαρή. Ίσως βέβαια χρειάζονται τέτοιες μικρές αντιφάσεις για να συλλάβεις και ν’ αποδώσεις την ευαισθησία ενός γλυκόπικρου τραγουδιού σαν το ‘Descent’. Μα όπως και νά ’χει, η no-nonsense συμπεριφορά της στο σανίδι βγαίνει και στην κουβέντα. Αυτή τέλος πάντων την εντύπωση μου έδωσε όταν πρωτοσυναντηθήκαμε.

Όχι ότι δεν τα βρήκαμε, ίσα ίσα. Μάλιστα μετά από καμιά ώρα, αφού στραγγίσαμε τους καφέδες, παράγγειλε ποτάκι: Tullamore μ’ έναν πάγο. «Προτιμώ τα scotch» είπε μόλις η σερβιτόρα άφησε το ποτήρι. «Αλλά και κάνα irish δε με χαλάει». Όχι ρε γαμώτο. Και λογάριαζα να γράψω για «το πολυκαιρισμένο μπέρμπον που μπουρμπουλίζει υποχθόνια στ’ αυλάκια του οργιαστικού πρώτου EP τους». Αλλά για να σοβαρευτούμε. Θεωρώ το ‘Once Upon a Whiskey' κορυφαίο κομμάτι, ίσως και μόνο για το δίστιχο “Will you be happy if I say it’s over?/ Will I be happy ever again?” Δεν ξέρω αν τα αγγλικά θα βοηθήσουν στο τέλος, πάντως θα άξιζε να μείνει ως θεσσαλονικιώτικο χιτ. Έχει μια σαπίλα που πολλοί θα έλεγαν ότι τους θυμίζει Μισσισσιππή και τα ρέστα, όμως εμένα μου φαίνεται πως έρχεται κατευθείαν απ’ το Θερμαϊκό. Όταν η Λαμπρινή κολλάει στο τελευταίο ρεφραίν και επαναλαμβάνει “nothing nothing nothing”, θαρρείς πως η υγρασία κι η σκοτεινιά του τραγουδιού θα απλωθούν παντού, θα πλημμυρίσουν την πόλη.

«Η αρχή της μπάντας συνέπεσε με μια προσωπική φάση δικιά μου» εξηγεί αφού έψαξε για ένα τσιγαράκι, «και ήταν λίγο σαν να κάνω ψυχοθεραπεία – σε κάθε πρόβα πήγαινα καινούριο κομμάτι. Από κει βγήκε και το όνομα, με το Hollers που σημαίνει κραυγή κτλ. Ήταν σαν να ήθελα να πω κάποια πράγματα και να μην υπήρχε άλλη διέξοδος. Έχεις υπόψη τα Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου του Barthes; Έχω γράψει δυο-τρία κομμάτια βασισμένα σ’ αυτό. Για μένα ήταν λίγο σαν ... πώς είναι τα self-help βιβλία;» λέει γελώντας όταν βρίσκει την παρομοίωση. «Το βιβλίο περιγράφει όλη τη διαδικασία του έρωτα, αλλά ο Μπαρτ τα λέει σε φάση “Σου συμβαίνει κι αυτό, έτσι δεν είναι;” Σαν να σε πιάσανε στα πράσα ας πούμε». Το 2011 όταν επέστρεψε από το Λονδίνο, όπου ολοκλήρωσε ένα μεταπτυχιακό στη σύνθεση για κινηματογράφο, ένιωθε έτσι κι αλλιώς αυτή την ανάγκη: να φτιάξει μια μπάντα για να παίζει κιθάρα και να γράφει τραγούδια.

«Και την πρώτη μου βδομάδα στη Θεσσαλονίκη είδα τους This is Nowhere στην Πλατεία Χρηματιστηρίου – εκεί είδα το Νίκο, τον πρώτο μας ντράμερ. Και του πρότεινα να παίξουμε γιατί σκεφτόμουν μια μπάντα με ύφος τέτοιο, πεντατονικές, λίγο μαυρίλα, κι ο Νίκος μου φαινόταν ότι ταίριαζε. Τζαμάραμε κάνα-δυο φορές, ο Νίκος παράλληλα έπαιζε και με το Γιάννη, και σε μια πρόβα τον έφερε, έτσι γνωριστήκαμε. Και ταιριάξαμε αμέσως, γενικά με το παλιατζούρικο, έτσι, ’70 και πριν, το είχαμε κι οι τρεις. Δηλαδή τους έπαιζα ένα κομμάτι μια φορά, τη δεύτερη το παίζαμε όλοι μαζί και αυτό ήταν». Η σύνθεση ωστόσο δεν είναι πάντα εύκολη. «Η αρχή έχει μέσα φόβο, γιατί μπορεί για παράδειγμα να σκεφτώ ένα ωραίο ρεφραίν και μετά να έχω το άγχος αν θα γράψω κι ένα αντίστοιχα καλό κουπλέ. Γενικά θεωρώ ότι είναι εύκολο να γράφεις τραγούδια, το δύσκολο είναι να γράφεις καλά τραγούδια! Δηλαδή πραγματικά θα μπορούσα, ξέρεις, να μου βάζεις κέρματα και να γράφω κατά παραγγελία. Αν και όσες φορές έχω πει ωραία, θα κάτσω στο δωμάτιό μου να γράψω ένα κομμάτι» συνειδητοποιεί γελώντας, «δε μού ’χει βγει ποτέ».

Καλά και τότε πού γράφει, στο μπάνιο; «Σχεδόν πάντα γράφω όταν είμαι σε μέσα μεταφοράς! Στο λεωφορείο, στο τραίνο, δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή είναι μια λίγο νεκρή στιγμή του μυαλού, νεκρός χρόνος ας πούμε, μπορεί ν’ αφήνεται πιο εύκολα στον ελεύθερο συνειρμό. Μα κι όταν περπατάω μπορεί να μου έρθει κάποια ιδέα». Χμ, δηλαδή όπως και νά ’χει πρέπει να βρίσκεται στο δρόμο. Σκέφτομαι πως αυτός είναι ο λόγος που τα τραγούδια των Hollers – γρήγορα, αργά ή κάπου ενδιάμεσα – έχουν τόσο έντονη αίσθηση ρυθμού. «Γενικά λειτουργώ αρκετά ρυθμικά» παρατηρεί η Λαμπρινή, «καμιά φορά μπορεί να ξεκινήσω απ’ το beat και μετά να βρω τις κιθάρες». Η επανάληψη που υπάρχει στα μπλουζ δεν τη φοβίζει; «Η επανάληψη υπάρχει και στο ροκ, στην τελική δεν παίζουμε και μπλουζ 1-4-5. ’Ντάξει, δε με νοιάζει να κάνω κάτι πρωτοποριακό, προφανώς αν μ’ ενδιέφερε κάτι τέτοιο δε θ’ ασχολιόμουν με τα μπλουζ. Μπορεί και να μην υπάρχει πλέον καινούρια μουσική όπως λένε διάφοροι. Αλλά και γιατί να είναι αυτό το ζητούμενο; Καινούριο είναι για σένα ό,τι ακούς πρώτη φορά».

Πέντε μέρες μετά πηγαίνω σε μια πρόβα τους, εκεί γνωρίζω και τ’ άλλα δύο μέλη της μπάντας. Το Stereo Vibe Studio του Θανάση Τζίνγκοβιτς, όπου και έγραψαν το Once Upon a Whiskey, μπορεί να μην έχει ιδιαίτερες πολυτέλειες μα δεν επικρατεί το κλάσικ μπουρδέλο των αυτοσχέδιων προβάδικων. Κι από ήχο σκίζει: απόδειξη πως μπορείς να είσαι high ανεξαρτήτως fidelity. Αβγοθήκες είναι στερεωμένες στους τοίχους, και διάφορες αφίσες, Brigitte Bardot, Pavement, Sούπερ Sτέρεο, Bob Marley (γιες!). Μεγάλο κτίριο, έξι-εφτά όροφοι όπου στεγάζονται αμέτρητα γραφεία, βιοτεχνίες κτλ, και η συνύπαρξη απ’ ό,τι φαίνεται δεν είναι πάντα ειρηνική. «Μην παίζετε μουσική με ανοιχτά παράθυρα» γράφει μια προειδοποίηση του διαχειριστή, κολλημένη έξω απ’ το στούντιο στον πίνακα με τις ασφάλειες. Δε μασάνε οι δικοί μας. Κάποιος τo άλλαξε σε «Μην το παίζετε μουσικοί με ανοιχτά παράθυρα».

«Είναι αρκετά βιωματική μπάντα οι Hollers, δηλαδή δε θα κάτσουμε να πλακωθούμε στις πρόβες για να βγει κάτι» απαντά ο Γιάννης στην ερώτηση αν το γεγονός πως είναι παρέα επηρεάζει τον ήχο καθώς και το feeling που μεταδίδουν ως γκρουπ. «Οπότε ναι, παίζει μεγάλο ρόλο το ότι είμαστε φίλοι, στο πώς θα παίξεις ρε παιδί μου, με τι διάθεση». Η Λαμπρινή συμφωνεί αν και δεν το θεωρεί απαραίτητο: «Έχω παίξει με πολύ κόσμο που ταίριαζα μουσικά αλλά για παρέα μπορεί να μην τα βρίσκαμε. Αλλά εν προκειμένω με τα παιδιά έχουμε ταιριάξει και στα δύο. Και επικοινωνούμε πολύ, στο παίξιμο, στο τι θέλουμε να κάνουμε. Μπορεί ο ένας να παρασύρει τον άλλο και να βγει κάτι αυθόρμητο, ακόμα κι όταν κοιτιόμαστε ξέρω ’γώ γίνεται κάτι». Έχουν αντιληφθεί καμιά φορά να υπάρχει μεταξύ τους... τηλεπάθεια; «Μια φορά είχαμε σηκώσει έναν ενισχυτή, τον κοιτούσαμε κι οι τρεις και ανελήφθη» λέει ο Γιάννης κι οι υπόλοιποι έχουμε πέσει κάτω απ’ τα γέλια. Εκείνος συνεχίζει, όπως είναι προφανώς συνήθειό του: «Βαρύ ε;»

Laid-back τύπος ο Γιάννης, μ’ αρέσει. Μου φαίνεται ότι δεν το πολυζορίζει το κεφάλι του αλλά σε καλή φάση, φιλοσοφημένη. Και μ’ αυτή τη νοοτροπία ανεβαίνει στη σκηνή. Το παίξιμό του έχει παρόμοια γνωρίσματα, ακόμα και το κούρδισμά του, σε ανοιχτή Ρε, είναι χαλαρό. Το έφερε στις πρόβες γιατί ταιριάζει με το σλάιντ κι έγινε αφετηρία για τα μισά κομμάτια των Hollers. Βέβαια χαλαρό στην περίπτωσή τους δε σημαίνει ξεχειλωμένο. Υπάρχει πάντα η στιγμή και το σημείο για να το τσιτώσουν κι όταν αυτό συμβαίνει το κάνουν υποδειγματικά. Το ‘Million Hollers’ με τα αιφνιδιαστικά ξεσπάσματα είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα. Και με τρία ακόρντα και δυο αλλαγές όλο κι όλο, είναι επίσης μάθημα λιτότητας και λειτουργικότητας. Το ‘Trophies’ είναι ένα άλλο, όπου η μετάβαση από τα χαμηλά στα δυνατά μέρη είναι εντελώς ανεπαίσθητη – και πόσο σμουθδγιάρικα ανεβοκατεβαίνουν τα σλάιντ στις ταστιέρες. «Είναι σέξι το ‘Trophies’» λέει μεταξύ αστείου και σοβαρού ο Γιάννης. «Και λάιβ είναι απ’ τα αγαπημένα μου, έτσι, γκρουβάρει μέσα μου περισσότερο από τ’ άλλα».

Η πρόβα τέλειωσε εδώ και κάμποση ώρα. Καθώς βγαίνουμε απ’ το στούντιο ο Γιάννης έχει μια μικρή σακούλα με σκουπίδια στο τιμόνι του ποδηλάτου του. «Σκουπιδιάρης με ποδήλατο ρε φίλε» σχολιάζει η Λαμπρινή, «το επάγγελμα του μέλλοντος!» «Παίζει στο Μανχάταν» τους λέω, «μην το γελάτε, άστεγοι με δύο τεράστιες σακούλες στο τιμόνι και δύο στη σέλα, να μαζεύουν μπουκάλια για την ανακύκλωση. Και καμιά φορά κάποιος να προσπαθεί να μπει μ’ όλη αυτή την πραμάτεια στο μετρό και να γίνεται τσίρκο, γάμησέ τα, Νιου Γιορκ καταστάσεις!» Ανηφορίζουμε προς την Αγίου Δημητρίου. Ρωτάω για την κυκλοφορία που είναι στα σκαριά: «Είναι φουλ άλμπουμ αυτό που ετοιμάζουμε» απαντά η Λαμπρινή. «’Ντάξει, φουλ άλμπουμ, εννιά κομμάτια θά ’χει. Αλλά τέτοια άλμπουμ μ’ αρέσουν, οχτώ-εννιά κομμάτια και όλα καλά. Γράψαμε πάλι λάιβ, αν και τώρα βάλαμε κάποιες εξτρά κιθάρες, είπαμε να είναι πιο ολοκληρωμένα τα τραγούδια κι ας μη βγουν έτσι ακριβώς στα λάιβ». Ο Γιάννης εξηγεί λίγο παραπάνω το πρακτικό μέρος: «Είχαμε τους ενισχυτές έξω για να πάρουμε καθαρά τα τύμπανα, και γράψαμε όπως παίζουμε, χωρίς μετρονόμους κτλ. Κάναμε τέικ και διαλέξαμε μ’ αυτό το κριτήριο. Όπως θα έβγαινε σ’ ένα καλό λάιβ».

Στην Ηφαιστίωνος προσέχω ένα μαγαζί που πουλάει μπουγάτσα και σουβλάκια. Εχ, κάτι τέτοια βλέπουν οι αθηναίοι και βγάζουν τ’ ανέκδοτα. Μήπως να πατεντάρει και την μπουγάτσα στα κάρβουνα; «Έχουμε σχεδόν τελειώσει τις μίξεις» συνεχίζει η Λαμπρινή, «απλά παίρνει καιρό επειδή κι εγώ κι ο Θανάσης λόγω δουλειάς λείπουμε αρκετά. Αλλά προτιμάμε να το κάνουμε με το Θανάση που είναι φίλος. Αν πας κάπου έξω μπορεί να γίνει πιο επαγγελματικό, αλλά μπορεί να βγει και αποστειρωμένο. Ελπίζουμε μέσα στο ’18 να κυκλοφορήσει, θα ήταν καλό γιατί εμένα κάπως με τραβάει προς τα πίσω. Αλλά, ’ντάξει, δε μας κυνηγάει και κανείς στην τελική». «Ναι, δε χρειάζεται άγχος» συμφωνεί ο Γιάννης, «να κάνω εκείνο να κάνω τ’ άλλο, και να χάνεις την ουσία που είναι η μουσική, η έκφραση. Είναι καλύτερα όταν γίνονται πράγματα από μόνα τους, έτσι, με μικρά βήματα. Γιατί χωρίς να έχεις κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό σου η μπάντα προχωράει, και κάθε επόμενο βήμα το γουστάρεις εξίσου...κι οτιδήποτε καινούριο γίνεται, κάθε φορά είναι ωραίο».

* Οι Million Hollers θα εμφανιστούν ζωντανά στο Υπόγειο (Μελενίκου 13, Θεσ/νίκη) την Τρίτη 20 Μαρτίου 2018.

https://millionhollers.bandcamp.com/

Φωτογραφίες: Ηλίας Αντωνίου [ http://iliasantoniou.me/ ]