Scene but not Herd #4

The Fog Ensemble

«Σκεφτόμασταν πώς θα μπορούσαν πάνω στο γκρουβ του Madchester να κολλήσουν κάποια πιο μελαγχολικά ηλεκτρονικά στοιχεία». Του Γιάννη Πολύζου

The Fog EnsembleΤο ‘Melting Statues’ με τα ανολοκλήρωτα, χαοτικά θέματά του ήταν ένα πολύ δυνατό κομμάτι, «εσχατολογικό» θα έλεγα, κι ας ρισκάρω την υπερβολή. Καίρια τοποθετημένο στο κλείσιμο του πρώτου άλμπουμ των Fog Ensemble, άνοιξε το δρόμο από ένα ελαφρώς αμήχανο ντεμπούτο για το εξαιρετικό Throbs του περασμένου Οκτώβρη. Βέβαια στην πρώτη τους δουλειά υπήρχαν τουλάχιστον δύο ή τρία ακόμα (‘Cage’, ‘Drugons’, ‘Subway’) που μου έκαναν εντύπωση. Όμως κατά τ’ άλλα, δεν ξέρω... Να το θέσω έτσι: δεν καταλάβαινα ποια ήταν η κατεύθυνση της μπάντας. Δεν ήταν η ποικιλία των ήχων που μου ξένιζε, μάλλον η απουσία ενός συνολικού ενοποιητικού ύφους. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην περίπτωση του Throbs. Εδώ οι Fog Ensemble ακούγονται έτσι κι αλλιώς πιο κατασταλαγμένοι σ’ ό,τι αφορά τα εκφραστικά μέσα και τον τρόπο χρήσης τους, μα επιπλέον δε λοξοδρόμησαν σε εξερευνήσεις πέρα από δύο ή τρία είδη (electronica, shoegaze, post rock), πράγμα που οδήγησε σ’ ένα άλμπουμ συνεκτικό, εύστοχο και σε μεγάλο βαθμό πρωτότυπο. Είναι αρκετά χαρακτηριστικό –και για μένα ιδιαίτερα πολύτιμο– το γεγονός ότι το Throbs κουβαλά απόηχους των 90s (από Slowdive μέχρι Young Gods μέχρι ...Στέρεο Νόβα), χωρίς όμως να θυμίζει κάτι συγκεκριμένο. Αναρωτιέμαι αν έχουν κάνει κι οι ίδιοι αυτή τη σκέψη, ότι το πρόσφατο LP τους συνδέεται με τη δεκαετία της εφηβείας μας...

Νικόλας Κονδύλης (μπάσο): Στο πρώτο άλμπουμ υπήρχαν επιρροές, αλλά ήταν πιο πολύ αυτά που ακούγαμε γύρω στο 2012-13. Στο Throbs θέλαμε να βάλουμε όλες τις επιρροές μας, δηλαδή κι αυτά που ακούγαμε όταν μεγαλώναμε, είτε από ηλεκτρονικά είτε από κιθάρες, αλλά να είναι στο στυλ το δικό μας, και να έχουν μια σύγχρονη μορφή –δεν ακούγεται σαν δίσκος των 90s. Οι πιο πολλοί αυτό μας λένε, ότι θυμίζει 90s μεν αλλά δεν ξέρουν τι ακριβώς, ότι πιάνει ένα ευρύ φάσμα.

Αντώνης Καρακώστας (κιθάρα, σύνθι, programming): Εντάξει, στη δεκαετία του ’90 ήμασταν στην ηλικία που ακούσαμε την περισσότερη μουσική και είναι λογικό οι επιρροές μας νά ’ναι από τότε. Αλλά έτσι κι αλλιώς αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν άλλες μπάντες που να έχουν στοιχεία απ’ αυτή τη δεκαετία. Οι περισσότερες μπάντες πάνε πολύ πιο πίσω, στα 70s, γκαράζ-ψυχεδέλεια κτλ. Εμείς, είτε ασυνείδητα είτε συνειδητά, με τους ρυθμούς που βάλαμε ας πούμε, θέλαμε να έχουμε και μια αναφορά στα 90s.

Ν: Καλά, κάποια στυλ μας βγαίνουν και χωρίς να το θέλουμε, το γκρουβ του Madchester ας πούμε βγαίνει εύκολα και σε μένα και στο Γιώργο. Δηλαδή εγώ δεν είμαι φανκ μπασίστας αλλά μου βγαίνει αυτό το γκρουβ, όταν ο ρυθμός στα τύμπανα πηγαίνει εκεί. Αν τα δεις ξεχωριστά, τύμπανα-μπάσο, μπορεί να ακούγεται Madchester, αλλά με τις κιθάρες και τα ηλεκτρονικά που είναι σε άλλο στυλ βγαίνει κάτι τελείως διαφορετικό.

Α: Ναι, εγώ σκεφτόμουν πώς θα μπορούσαν πάνω σ’ αυτό το γκρουβ που είναι, έτσι, ρουμπάτο, να κολλήσουν κάποια πιο μελαγχολικά ας πούμε ηλεκτρονικά στοιχεία, να μπούνε πιο δυνατές κιθάρες απ’ ό,τι στα indie των 90s που ήταν πιο ρυθμικές, με wah κτλ. Πώς να ενώσουμε δηλαδή δύο διαφορετικά, δύο αντιτιθέμενα στοιχεία, και νομίζω ότι στο Throbs βγήκε αρκετά καλά αυτό.

Self-TitledΜιλήστε μου κι άλλο για τη σύνθεση. Πώς δουλεύετε τα κομμάτια;

Α: Κοίταξε, τις περισσότερες φορές εγώ δουλεύω τα ηλεκτρονικά στο σπίτι κι έχω μια γενική ιδέα για το πώς θέλω να βγει το κομμάτι. Στα περισσότερα αυτό που έχω στην αρχή στο μυαλό μου δεν έχει καμία σχέση με το τελικό αποτέλεσμα. Δηλαδή μπορεί να υπάρχει μια κατεύθυνση η οποία μας βοηθάει λιγάκι...στο χρόνο. Γιατί; Επειδή λόγω δουλειάς και οικογενειών κτλ. δε βρισκόμαστε πολύ συχνά, όπως μια μπάντα που δουλεύει πράγματα σ’ ένα δικό της χώρο και μετά συναντιέται στο στούντιο για να γράψει ή για να τα παίξει πιο δυνατά να δει τι γίνεται, μ’ αυτό τον τρόπο κερδίζουμε χρόνο. Δηλαδή φέρνω μία ιδέα, μπορεί να μου πουν αυτό το πράγμα δε μας αρέσει, στείλ’ το. Μπορεί να μου πουν μας αρέσει το ένα το μπλιμπλίκι, ας το στηρίξουμε εκεί. Ή τα στέλνω στα παιδιά καμιά φορά από πριν, και ο καθένας έρχεται στο στούντιο με τη δική του αντίληψη για το κομμάτι. Εγώ μπορεί να έχω ξεκινήσει κάτι στα 140 bpm, να πηγαίνει σφαίρα, και ο Γιώργος να το σκεφτεί στη μισή ταχύτητα.

Η επιλογή να δώσετε πρωταγωνιστικό ρόλο στο programming πώς προέκυψε;

Γιώργος Νανόπουλος (τύμπανα): Με τον Αντώνη παίζαμε από πιτσιρικάδες μαζί. Σταματήσαμε κάποια στιγμή λόγω σπουδών, δουλειές, ξέρω ’γώ, οικογένειες... Και τον παρακαλούσα χρόνια να παίξουμε. Αλλά δεν είχε έμπνευση. Όταν κάποια στιγμή τού ’ρθε η έμπνευση, είχε ξεκινήσει να δουλεύει πολύ με υπολογιστές κτλ. Είχε βγάλει κάποια κομμάτια μόνος του, παίξανε για λίγο με το Νίκο, με ντραμ μασίν, και μετά μπήκα κι εγώ για να βάλω φυσικά τύμπανα. Αλλά υπήρχε ήδη μια ηλεκτρονική κατεύθυνση.

Ν: Ναι, στην αρχή σκεφτόμασταν να έχει λίγα όργανα πέρα από τα ηλεκτρονικά, λίγο κιθάρα, κάνα μπάσο, να πήγαινε έτσι, πιο κινηματογραφικά. Αλλά όταν ήρθε ο Γιώργος έπρεπε να έχουμε κάτι έτοιμο για να πάμε σε στούντιο και να μπορούμε να παίξουμε, να μην κοιταζόμαστε, οπότε πάλι ο υπολογιστής είχε μεγάλο ρόλο. Ε, και μετά τα ηλεκτρονικά κολλήσανε, είχαμε ήδη δυο-τρία κομμάτια ολοκληρωμένα, και παίζοντας είδαμε ότι έχεις μεγάλες δυνατότητες έτσι, έχεις τέσσερα όργανα αντί για τρία.

Ναι, μα απ’ την άλλη ένα προηχογραφημένο θέμα δε σε δυσκολεύει λίγο, δε σε περιορίζει;

Ν: Εμένα με δυσκολεύει, με περιορίζει, στο πώς θα παίξω. Γιατί είναι κάτι συγκεκριμένο, παίζει κι ο Γιώργος κάτι συγκεκριμένο και...δεν μπορώ να ξεφύγω απ’ αυτό το πράγμα. [γέλια] Οπότε εμένα κάπως με περιορίζει. Αλλά μας βοηθάει, βοηθάει να δουλεύουμε.

Γ: Εμένα, αντίθετα, οι ιδέες του Αντώνη που σε πρώτη φάση βγαίνουν ηλεκτρονικά μού δίνουν μεγάλο εύρος. Δηλαδή μπορώ να τις φανταστώ και σε αργό τέμπο και σε γρήγορο, σ’ οτιδήποτε. Τώρα, όπως λέει ο Νίκος, επειδή είναι κάτι συγκεκριμένο αυτό το πράγμα μπορεί να σε περιορίσει. Αλλά σε κάνει να σκεφτείς περισσότερο και να δουλέψεις περισσότερο πάνω στο κομμάτι, οπότε για μένα είναι challenging αυτό.

Α: Εφόσον δεν έχεις φωνητικά και θέλεις να κρατήσεις τα κομμάτια σ’ ένα τετράλεπτο-πεντάλεπτο, μπαίνεις ουσιαστικά σε μία ροκ λογική. Αλλά για να παίξεις έτσι, instrumental, και με τη λογική του ροκ που σημαίνει ότι θα παίξεις τρεις-τέσσερις συγχορδίες, πρέπει να έχεις ένα σημείο αναφοράς, ο άνθρωπος που θα ακούσει ένα κομμάτι να μπορεί μετά να το σιγοτραγουδήσει, να το μουρμουρίσει μέσα στο λεωφορείο –πώς σου κολλάει ένας στίχος ρε παιδί μου και τον σιγοτραγουδάς; Να υπάρχει έτσι ένα μοτιβάκι που να είναι αναγνωρίσιμο, να του μείνει ότι αυτό είναι Fog Ensemble. Αυτό το πράγμα, είτε πες ότι εγώ δεν είμαι πολύ καλός κιθαρίστας, είτε γιατί θέλουμε η κιθάρα να έχει αυτό το ύφος, της πλάτης, γίνεται με τα ηλεκτρονικά.

ThrobsΓι’ αυτό και το Throbs δεν είναι πολύ μεγάλο σε διάρκεια; Εφτά κομμάτια σε μισή ώρα.

Α: Ναι, γιατί παρόλο που παίζουμε instrumental μουσική, δε θέλαμε να βγει κάτι πειραματικό και απλωμένο...να έχεις δηλαδή ένα κομμάτι έξι-εφτά λεπτά, να σέρνεται ας πούμε, για να βγει σαν κάτι αυτοσχεδιαστικό κτλ. Θέλαμε να είναι κομμάτια. Πώς ακούς ένα κομμάτι οποιουδήποτε είδους ρε παιδί μου, που είναι εκεί, στο τεσσάρι;

Άρα η λογική είναι και «ποπ», σ’ ό,τι αφορά τη δομή ας πούμε.

Α: Ναι, πες την ποπ, πες την ροκ, όπως θέλεις πες τηνα, η λογική είναι αυτή. Δηλαδή εγώ προτιμώ αυτό που έχεις να πεις, να το πεις σε τέσσερα λεπτά και να πας στο επόμενο. Γενικότερα, και σαν ακροατής δε μου πολυαρέσουν τα κομμάτια τα μεγάλα, που πλατειάζουν ας πούμε. Και θέλω η μουσική μας ν’ ακούγεται σχετικά εύκολα. Δηλαδή μπορεί να μην είναι για όλα τα αυτιά, δε θεωρώ τη μουσική μας εύκολη, αλλά όχι και δύσκολη απ’ την άποψη...κουραστική. Θέλω δηλαδή το pop που αναφέρεις, υπό την έννοια να είναι popular. Να μπορεί να το ακούσει οποιοσδήποτε.

Ν: Και να μπορεί να πατήσει και το play ξανά, [γέλια] άμα του φαίνεται λίγο, να μπορεί να το ξαναπατήσει.

Δηλαδή για να βγει το σύνολο όπως το θέλετε, πετάτε και κάποια κομμάτια όταν έρθει η ώρα της ηχογράφησης;

Γ: Όχι, έτοιμο κομμάτι δεν έχουμε πετάξει ποτέ. Γιατί αυτή η διαδικασία γίνεται πιο πριν, όταν γράφουμε. Κάθε καινούρια ιδέα τη φιλτράρουμε, βλέπουμε αν κολλάει με τα υπόλοιπα κτλ. Θα πετάξουμε δηλαδή κάτι πριν γίνει κομμάτι, αν δούμε ότι δε μας βγαίνει.

Α: Κάποιες φορές, ειδικά στην αρχή, γράψαμε και κομμάτια που δεν ταιριάζαν με το ύφος μας, και είπαμε ότι αυτό δεν κολλάει, πρέπει να το αλλάξουμε ή να το αφήσουμε. Τα σκεφτόμαστε δηλαδή και σε σχέση με το σύνολο. Θα μπορούσαμε να είχαμε βγάλει πολύ περισσότερα κομμάτια, αν ο σκοπός ήταν απλά να ευχαριστηθούμε παίζοντάς τα, στην πρόβα ας πούμε. Αυτό βέβαια πάει ανάλογα και με τη φάση που βρισκόμαστε, κομμάτι που θα ταίριαζε στο πρώτο άλμπουμ, τώρα ίσως να το βγάζαμε στην απ’ έξω.

Πώς επινοείς τίτλους για κομμάτια χωρίς λόγια;

Ν: Δύσκολα... Ανάλογα, μπορεί να παιδευόμαστε με κάποιο για καιρό, και κάποιο άλλο να μας βγει κατευθείαν. Στο πρώτο άλμπουμ ήταν κάπως πιο εύκολο. Το ‘Things Like That’ είναι από μια ταινία, το Warriors, απ’ όπου είναι παρμένο και το σαμπλ που ακούγεται στην αρχή. Το ‘Goffs’ είναι κι αυτό από ταινία, το Repo Man, του ογδοντακάτι. Στην αρχή δείχνει ένα χάρτη κι έχει μια πόλη που λέγεται έτσι –ήταν μια παλιά πόλη χρυσοθήρων, που είναι εγκαταλειμμένη. Και το ‘Droog Party’, απ’ το δεύτερο άλμπουμ, είναι μια αναφορά στο Κουρδιστό Πορτοκάλι. Καλά, κάποια κάθονται και τυχαία, το ‘Fever Blis’s βγήκε επειδή είχαμε κολλήσει μια γρίπη κι είχαμε όλοι σαραντάρια το ίδιο ακριβώς τριήμερο, [γέλια] και το καταλάβαμε τη δεύτερη μέρα που στείλαμε ένα μήνυμα στο viber, τι γίνεται, πώς είσαι, και γράψαμε κι οι τρεις έχω πυρετό, έχω πυρετό, έχω πυρετό...

Γ: Μετρούσαμε και high score, ποιανού ο πυρετός θ’ ανέβει παραπάνω. [γέλια]

The Fog EnsembleΜπορούμε επομένως να μιλήσουμε και για επιδράσεις από άλλες τέχνες, εκτός μουσικής, στη δουλειά σας.

Ν: Ναι, για μένα είναι οι ταινίες, έτσι το έχω συνδυάσει. ’Ντάξει, είναι και η πόλη, αλλά κι αυτό πάλι μέσα από τις ταινίες, οι εικόνες της πόλης δηλαδή που μου έρχονται είναι από ταινίες.

Α: Για μένα είναι και βιβλία. Τα πρώτα δύο κομμάτια που βγάλαμε για το Throbs, το ‘False Moves’ και το ‘Breathe’ μου ήρθαν, η έμπνευση ας πούμε μου ήρθε από ένα βιβλίο. Ήταν ένα βιβλίο που το είχα διαβάσει καλοκαίρι και μου έκανε...το καλοκαίρι χειμώνα. [γέλια] Το Ψυχρό Δέρμα, το οποίο είναι αρκετά ελαφρύ ρε παιδί μου, δεν είναι να πεις καμιά βαριά κουλτούρα, η ιστορία δηλαδή είναι εντελώς σουρεαλιστική, θα μπορούσες να το πεις και trash ξέρω ’γώ. Είναι για έναν τύπο που πάει να ζήσει σ’ ένα φάρο, σ’ έναν παγετώνα κάπου μακριά, στου διαόλου τον πατέρα, και ξαφνικά...παρουσιάζονται πλάσματα τα οποία δεν είναι ανθρώπινα. [γέλια] Αλλά ο τρόπος που το έχει γράψει μου έφερε μια ιδέα, ένα ύφος ας πούμε για το πώς θα ήθελα να είναι η μουσική σ’ αυτό το φάρο.

Η έμπνευση τελικά υπάρχει; Ή όλα είναι θέμα δουλειάς, διαρκούς τριβής με κάτι που σε τρώει;

Α: Υπάρχει, σίγουρα. Εγώ το παρατηρώ σε φάσεις που δε μου βγαίνει τίποτα. Γιατί όταν είσαι σε μία μπάντα πρέπει να είσαι γενικότερα σε μια δημιουργική διαδικασία, να πιέζεις τον εαυτό σου ώστε τα πράγματα να έχουνε μία συνέχεια. Ε, υπάρχουν και περίοδοι που βγάζεις... σαβούρα. Πολλή. Βγάζεις σαβούρα, την πετάς, τσατίζεσαι, λες δε θ’ ασχοληθώ ποτέ ξανά, απογοητεύεσαι, κάνεις, ράνεις... Μέχρι που κάποια στιγμή λες, άντε ν’ ανοίξω τον υπολογιστή ή να πιάσω την κιθάρα, ίσα να ξεσκουριάσω ας πούμε, και σου βγαίνει κάτι που λες, αμάν, από πού ήρθε αυτό το πράμα;

Γ: Για μένα η έμπνευση υπάρχει, αλλά αν δεν τη δουλέψεις δε γίνεται τέχνη. Δηλαδή για να φτάσεις στην τέχνη προαπαιτούμενο είναι η έμπνευση. Αλλά για να ολοκληρωθεί αυτό το πράγμα πρέπει να υπάρχει δουλειά. Στα ντραμς για παράδειγμα μπορεί να σου έρθει μια ιδέα, ένα γκρούβι. Αν δεν έχεις δουλέψει από πριν, στα χέρια σου, στα ρυθμικά κτλ, δε θα μπορέσεις να το εξελίξεις, να το χτίσεις, να γίνει όπως το έχεις στο μυαλό σου. Αλλά χωρίς έμπνευση δεν ξεκινάς.

Κάτι που ονειρευόσασταν να πραγματοποιήσετε με την μπάντα το οποίο έχει συμβεί; Κάτι που ονειρεύεστε ακόμα;

Ν: ’Ντάξει, έχουμε βγάλει δύο άλμπουμ μέσα σε... πόσο, έξι χρόνια; Δηλαδή για μένα αυτό είναι κάτι που ούτε που θα το ονειρευόμουνα, το να βγάλουμε άλμπουμ...και να βγάλουμε και δεύτερο. Και δεν είναι άλμπουμ τα οποία είναι στο bandcamp ας πούμε, έχουν βγει από εταιρείες, χωρίς να τα βγάλουμε μόνοι μας –όχι, ότι είναι κακό αυτό, απλά είναι ωραίο ότι κάποιοι άνθρωποι γουστάραν τη μουσική μας τόσο πολύ ώστε να την κυκλοφορήσουν σε φυσική μορφή. Γιατί εγώ δε σταμάτησα να παίζω από μικρός, έπαιξα και μ’ άλλες μπάντες, και είχα μείνει στο CD-R, στην κασέτα, στο να το φτιάξω μόνος μου. Δηλαδή καμιά φορά σκέφτομαι «Έχουμε δισκογραφία». Αυτό είναι το... ονειρεμένο ας πούμε. [γέλια]

Α: Ναι, δε χρειάζεται να γίνει κάτι τρομερό.

Γ: Καλά, άμα γίνει και κάτι... τρομερό, [γέλια] ακόμα καλύτερα. Εγώ αυτό που θά ’θελα για παράδειγμα πάρα πολύ θα ήταν να μπει η μουσική μας σε κάποια ταινία. Αυτό θα μου φαινόταν ένα επόμενο στάδιο, έτσι, πολύ ωραίο.

Α: Αλλά εντάξει, γενικότερα, είναι πολύ ωραίο το ότι βγαίνει η δουλειά σου, κάτι που έχεις φτιάξει και που αισθάνεσαι όμορφα μ’ αυτό, ότι κυκλοφορεί και είναι προσβάσιμο σε πολύ κόσμο –δεν το περιμένεις αυτό το πράγμα, δεν είναι κάτι αυτονόητο. Δηλαδή το... τρομερό είναι αυτό που είναι, από μόνο του. Το ότι βρεθήκαμε και παίζουμε μουσική, και έχουμε φτάσει εδώ που φτάσαμε. Το τρομερό είναι ότι συμβαίνει.
_ _

* Οι Fog Ensemble θα εμφανιστούν ζωντανά στο Rover Bar (Σαλαμίνος 6, Λαδάδικα) την Τρίτη 4 Ιουνίου 2019.

Bandcamp