Scene but not Herd #7

Εκτός Ελέγχου

Υπαρξιακό Εντούρο στις Κυκλάδες, μέρος πρώτο: όπου ο δαιμόνιος ρεπόρτερ Γιάννης Πολύζος ξετρυπώνει τον Απόστολο Δαδάτση τον Αναχωρητή

Να βρεθείς στη Σύρο από τη Νέα Υόρκη. Ντάλα καλοκαίρι. Αφού σε τσουβάλιασαν δεκαπέντε ώρες μέχρι το «Ελευθέριος Βενιζέλος» (ευκαριστώ Αμέρικαν Αίρλαϊνς, άλλη φορά ραντεβού στη Σιγκαπούρη), αφού πέρασες μια νύχτα φουλ σκουντούφλα σ’ ένα σπίτι-αποθήκη στη Θεσσαλονίκη, αφού γύρισες πάλι Αθήνα την επομένη και στο Intercity το γαμήδι δε δούλευε ο κλιματισμός – κι είχες και τέσσερις θειες από δίπλα που χαλαρά είχαν να ιδωθούν απ’ το Δημοτικό. Ε, μπα, λογικό είναι να μην μπορείς να συνειδητοποιήσεις πού βρίσκεσαι, πόσο μάλλον να καταφέρεις να εγκλιματιστείς. Εξάλλου και το ταξίδι απ’ τον Πειραιά ως την Ερμούπολη διαρκεί λίγο περισσότερο από ένα τετράωρο, δεν προλαβαίνεις να πατήσεις το πόδι στο κατάστρωμα κι έχεις αποβιβαστεί.

Θεωρητικά γι’ αυτό το λόγο διαλέξαμε τη Σύρο, γιατί δεν έχει πολύ πήγαιν’ έλα. Χώρια την κούραση και το ζαβλάκωμα, οι μέρες στη διάθεσή μας είναι λίγες, πρέπει να επιστρέψω στη Νέα Υόρκη σύντομα. Βέβαια εγώ ψήθηκα και γιατί ήξερα ότι στη Σύρο έχει εγκατασταθεί εδώ και κάποια χρόνια ο Αποστόλης Δαδάτσης. Ο «Αποστόλης Εκτός». Ευκαιρία να τον ξετρυπώσω σκέφτηκα. Quest story και έτσι. Αλλά...σαν να μου φαίνεται πως είναι και κάτι άλλο. Καθώς το πλοίο μπαίνει στο λιμάνι κι ένα σμήνος γλάροι ξεχύνονται για να μας καλωσορίσουν, καθώς χαζεύω τους τύπους με τους άσπρους σάκους στην πλάτη που έχουν έρθει να πουλήσουν λουκούμια, κι η Ερμούπολη απλώνεται εκτυφλωτική μπροστά μου... Σκέφτομαι πως είναι και κάτι άλλο.

Σκέψη που συνεχίζει να στριφογυρνάει στο μυαλό μου και καθώς γνωρίζομαι με το νησί, σε μια κατάσταση μεταξύ αφασίας και αγρύπνιας, συνείδησης και ονείρου. Μόλις που καταγράφεται ο σκούρος όγκος του Νεώριου στ’ αριστερά του λιμανιού, με την άκρη του ματιού πιάνω το δημαρχείο και τα άλλα νεοκλασικά να λάμπουν στην πλατεία Μιαούλη, προτού το ταξί πάρει την ανηφόρα για τα Βαπόρια. Κι έπειτα είναι οι φοίνικες, οι μπουκαμβίλιες, το γαλάζιο που μαντεύω στην άκρη κάθε στενού. Είναι τα γιασεμιά, η λεπτή ευωδιά τους όπου κι αν σταθείς, και τα τζιτζίκια που κάνουν πιο έντονη θαρρείς τη σιωπή. Θέλω να πω, ΟΚ, θα ήμουν έτσι κι αλλιώς ζαλισμένος λόγω τζετ λαγκ. Μα τώρα έχω στ’ αλήθεια την εντύπωση ότι προσγειώθηκα σε άλλο πλανήτη. Η φίλη μου γκρινιάζει πως το κέντρο της Ερμούπολης θυμίζει τα τουριστικά σημεία της Πλάκας, βλέπει ότι παίζει αστικό και την ψωνίζει τελείως. Αλλά εγώ αντιλαμβάνομαι πλήρως το ρητό που λέει πως οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης είναι οι πιο βολικοί ταξιδιώτες.

Τον Αποστόλη δεν έτυχε να τον γνωρίσω παλιότερα. Μας χώριζαν κατ’ αρχάς τα χρόνια. Στο τέλος του Λυκείου, μέσα 90s δηλαδή, όταν είχα ανακατευτεί με διάφορους...underground φορείς της συμπρωτεύουσας, οι Εκτός Ελέγχου ήταν υπό διάλυση. Το ’97 εξάλλου, που έπειτα από αρκετές επανασυνδέσεις η ιστορία τους έληξε οριστικά, ο Αποστόλης μετοίκησε στην Αθήνα. Αυτά ήταν όλα κι όλα που ήξερα από απόσταση. Κατά τα άλλα, τι τύπος ήταν; Δεν είχα ιδέα. Όσο περνούσαν οι μέρες στη Σύρο και δεν κατάφερνα να τον εντοπίσω, με ζώνανε τα φίδια. «Μαλάκας θα είναι» σκεφτόμουν, «ποιος ξέρει πώς την έχει δει, αντιστάρ και έτσι, δεν απαντάει στα τηλέφωνα». Και δώσ’ του να φορτώνω κάθε φορά που έπαιρνα, άκουγα ότι καλεί και δεν το σήκωνε κανένας. Να είχε κάνει μαλακία ο Ασκληπιός και να μου είχε δώσει λάθος νούμερο, το απέκλεια. «Μπα, μαλάκας είναι, στάνταρ» έλεγα κάθε φορά που το έκλεινα.

Ώσπου την τρίτη μέρα, ενώ έχω σχεδόν εγκαταλείψει αυτή την επικίνδυνη αποστολή, μου τηλεφωνάει εκείνος. Έκπληξη, αμηχανία, ενθουσιασμός, ο ‘μαλάκας’ ξαναγίνεται ήρωας, και τι γλυκιά που ηχεί η ζβραχνάδα του στο ακουστικό, καθώς με πληροφορεί πως έλειπε στην Ικαρία για λάιβ με τους Εκτός. Τι λάιβ, ποια Ικαρία; Ξαναπαίζουν οι Εκτός Ελέγχου;! Α, έχω μείνει πίσω απ’ τον κόσμο, εκεί στη Νέα Υόρκη. Η φωνή του Αποστόλη, η χροιά της. Κάποια στιγμή προσέχω μόνο τον ήχο, χωρίς ν’ ακούω τι λέει. Μοιάζει αναλλοίωτη απ’ το χρόνο. Κι από κοντά το ίδιο βράδυ, στο Boheme όπου δουλεύει, επίσης μοιάζει νεότερος απ’ ό,τι είναι. Καθόμαστε παράμερα και τον χαζεύω πίσω απ’ τον πάγκο, να παίρνει παραγγελίες, να ετοιμάζει ποτά. Προτιμώ να μη συστηθώ αμέσως, να τον παρατηρήσω για λίγο. Κι ακούγοντάς τον για κάμποση ώρα, συνειδητοποιώ ότι τα φωνητικά που έκανε στους Εκτός Ελέγχου έβγαιναν από φυσικού του. Όταν μιλάει, είναι ο Αποστόλης που αφηγείται «Η νύχτα στα στέκια κύλαγε στο γνωστό της ρυθμό». Αν φωνάξει λίγο, και μες στη φασαρία του μπαρ το κάνει συχνά για να συνεννοηθεί, αμέσως εμφανίζεται το γρέζο που ακούς στα ρεφραίν των τραγουδιών του. Όταν τελικά αποφασίζω να του μιλήσω κερνάει σφηνάκι με το καλησπέρα, και σ’ ένα δεκάλεπτο έχω την αίσθηση ότι ξαναβρήκα έναν παλιό καλό μου φίλο.

Την άλλη μέρα με υποδέχεται με μπύρες στην κουζίνα του σπιτιού του, στην Άνω Σύρα. Ένα λιτό τριάρι στο ισόγειο μιας διώροφης κατοικίας όπου μένει με τη γυναίκα του την Αλέκα, και τα δύο γιαβράκια τους, τη Δήμητρα και το Σωτήρη. Ναι, «γιαβράκια» όπως λέει κι ο ίδιος: αυτή τη φορά προσέχω περισσότερο τους ιδιωματισμούς του, και φυσικά την προφορά του που είναι... πατρίδα χίλια τα εκατό – ιδίως στο «Τι με λλλες ρε μαλλλάκα;». Χειρονομεί έντονα καθώς μιλάει. Λέξεις όπως «παίζαμε», «τζαμάραμε» κτλ, συνοδεύονται από μια κίνηση σαν να κρατάει κιθάρα. Συχνά σηκώνεται όρθιος για να μου δείξει κάτι ή επειδή η αφήγησή του φτάνει σε μια μικρή κορύφωση, και παραμένει όρθιος για λίγο. Αυτό μπορεί και να είναι κατάλοιπο απ’ τα είκοσι χρόνια νυχτοκάματο στα μπαρ. Ή μήπως από το hanging out στην Προξένου Κορομηλά;

“Ρε μαλάκα, μπλουζ;! Έλα να παίξεις πανκ”

«Η Κορομηλά ήταν το μέρος όπου συναντιόμασταν όλοι: τα παιδιά των βόρειων και δυτικών συνοικιών, βλέπε από Συκιές, Νεάπολη, Επτάλοφο, Εύοσμο. Και οι ανατολικές συνοικίες που ήταν ντεμέκ οι πλούσιοι, έτσι τά ’χαμε χωρισμένα, εμείς ήμασταν οι εργάτες, κι οι άλλοι οι μικροαστοί και η μεσαία τάξη. Η κάθε συνοικία είχε μια ζωή, οι παρέες είχαν κάποιο στέκι, ειδικά η Νεάπολη, που είχε και πολύ κόσμο. Αλλά αυτές οι παρέες όταν δεν αράζανε στις γειτονιές, κατεβαίνανε στο κέντρο. Τότε όταν μιλούσαμε για κέντρο, εκεί, από ογδοντακάτι μέχρι τέλη ογδόντα, ήτανε το Ντορέ, η πλατεία του Ντορέ απέναντι απ’ το Λευκό Πύργο, και η Κορομηλά. Εκεί ήταν όλα τα μπαρ, εκεί ήταν που θα κατεβαίναν όλοι οι περίεργοι τύποι, βλέπε πάνκηδες, ροκαμπιλάδες, κάποιοι λίγοι σκινάδες, νιουγουεβάδες, γκοθάδες. Δεν ξέρω, εμένα μού ’χει μείνει μια πολύ ωραία ανάμνηση από κει, μια ανάμνηση χαράς ρε παιδί μου, μια ανάμνηση έτσι, άγριας χαράς κιόλας. Ότι τώρα μυρίζω και βιώνω το καινούριο γιατί... είσαι δεκαεφτά-δεκαοχτώ χρονών ας πούμε και για την Ελλάδα ήταν κάτι νέο αυτή η σκηνή, το πανκ, το νιου γουέιβ κτλ. Έβγαινες, έβλεπες κόσμο, έτσι, που ντυνόταν σαν κι εσένα, φερόταν σαν κι εσένα, άκουγε μουσικές κοντινές –“Ποια μπάντα άκουσες, αυτή; Αμάν, έχεις καμιά κασέτα ή κάνα δίσκο ν’ ακούσω;” Ή “Πού θα πάμε τώρα;” “Α, γίνεται μια συναυλία εκεί”. “Παίζεις σε μπάντα; Πώς τη λεν την μπάντα σου;” Και γνωριζόσουνα εκεί, ήταν όλες οι φυλές μαζεμένες. Ειδικά αν έπαιζες και σε συγκρότημα ήταν το καλύτερο. Εκεί, στο Ντορέ, μεταξύ συζητήσεων και μπυροποσίας γνωρίζω τον Αργύρη. Καλοκαίρι του ’84».

«Εμείς είχαμε ξεκινήσει δυο χρόνια νωρίτερα, το ’82, σαν Συν και Πλην. Εμείς, δηλαδή από τους Συν και Πλην μόνο εγώ έμεινα, [γέλια] αλλά... Τέλος πάντων, είχαμε φτιάξει μαθητική μπάντα. Εκεί, της γειτονιάς. Τρία άτομα από Συκιές κι ένας απ’ το κέντρο, ο Μιχάλης, που έπαιζε μπάσο. Γουστάραμε πανκ και είπαμε, ωραία, τι λέει το πανκ; Πάρε μια κιθάρα και μπορείς να παίξεις κι εσύ. Ε, εντάξει, το παλεύαμε όσο μπορούσαμε. Στην πορεία μαθαίνουμε λίγο να παίζουμε, κάνουμε και κάποια λάιβ, και σε μια φάση λέμε δεν είναι ωραίο όνομα το Συν και Πλην, παιδιά, πρέπει να βρούμε ένα όνομα που να μην είναι τόσο ουδέτερο. Και ψαχνόμουνα, να βρω ένα πανκ όνομα, λέω Κάπα, Ταυ, Ρω, να έχει μέσα, Λάμδα... Τελικά το Ρω δεν το κόλλησα αλλά τα υπόλοιπα που ήθελα τα έβαλα στο “Εκτός Ελέγχου”. Εκείνο το καλοκαίρι [1984] γίνονται διάφορες ανακατατάξεις, ο τραγουδιστής φεύγει φαντάρος, ο ντράμερ δεν τα κατάφερνε καλά, φεύγει κι αυτός, φεύγει κι ο μπασίστας, και μένω μόνος μου. Εγώ εν τω μεταξύ δεν ήθελα να γίνω τραγουδιστής, δεν είχα τρέλα με τη φωνή. Αλλά επειδή έπαθα ένα σοκ όταν μου είπε ο άλλος “Φεύγω φαντάρος” –εδώ λέμε στο ‘Σάπιο’ τόσα πράγματα, βρίζουμε μεταξύ μας το στρατό και την εξουσία κι εσύ θα πας φαντάρος;!– λέω έτσι; Γαμήδια. Δεν ξαναεμπιστεύομαι τραγουδιστή, θα πάρω εγώ το μικρόφωνο». [γέλια]

«Είμαι λοιπόν μόνος μου και ψάχνω να βρω άτομα. Κάνουμε κάποια ξενύχτια με τον Αργύρη, συζητάμε, και μου λέει εγώ παίζω μπάσο αλλά παίζω, λέει, μπλουζ. Με δάσκαλο το Σωτήρη από τους Blues Gang – τους μετέπειτα Blues Wire. Είχε και μακριά μαλλιά και στρογγυλά γυαλάκια ο Αργύρης, σαν τον Τζον Λέννον ήταν. Αλλά έψαχνα να βρω κόσμο, κι αυτός ήταν καλό παιδί, τον γούσταρα σαν άτομο. Του λέω “Ρε μαλάκα, μπλουζ;! Έλα να παίξεις πανκ”. “Πανκ” μου λέει, “μαλάκα, δεν ξέρω, γουστάρω πανκ αλλά τι θα παίξω;” “Εγώ!” του λέω. “Θα σου δείχνω ρε παιδί μου τι να παίζεις. Αφού παίζεις μπάσο, δεν παίζεις;” Και κολλάμεεε... Και κόβει κοντό το μαλλί και τα κάνει καρφάκια ο Αργύρης, και να οι αρβύλες και να τα σηκωμένα τα παντελόνια και να τό ’να και να τ’ άλλο και... νά ’μαστε: πανκς! Είμαστε όμως οι δυο μας, θέλουμε κι άλλους. Μου λέει “Ρε μαλάκα τον Κίμη τον ξέρεις;” “Ρε συ τον ξέρω, μικρός δεν είναι;” Τρία χρόνια διαφορά έχουμε αλλά όταν εσύ είσαι δεκαοχτώ κι ο άλλος είναι δεκαπέντε, ε, φαίνεται μεγάλη διαφορά. Τέλος πάντων, έρχεται ο Κίμης, αρχίζουμε να του δείχνουμε τα κομμάτια...δεν έχουμε ντράμερ. Αλλά μετά από δυο-τρεις βδομάδες λέει ο Κίμης “Ρε σεις, ξέρω εγώ έναν ντράμερ, να τον πω να έρθει;” Και κλείνουμε ένα ραντεβού με το Γιάννη σ’ ένα καμαράκι, κάπου πάνω απ’ τη ΧΑΝΘ. Αυτός εκείνη τη μέρα τέλειωνε μια πρόβα μ’ ένα χάρντκορ συγκρότημα, Αααργκχχ, έτσι, Black Flag εντελώς. Λέμε “Να βάλουμε κι εμείς τα όργανα στους ενισχυτές;” Κι αρχίζουμε και παίζουμε, παίζουμε ‘Σάπιο’, παίζουμε ‘Εφιάλτη’, τους ‘Ινδιάνους’ τους είχα τότε; Δε θυμάμαι. Και κοιτιόμαστε στο τέλος, του λέω “Πώς σου φάνηκε;” “Μου άρεσε”. “Εσάς πώς σας φάνηκε;” “Μας άρεσες”. Εντάξει, πάμε, είμαστε μπάντα».

«Αυτό έγινε άνοιξη του ’85, το Μάρτιο, και το καλοκαίρι λέμε “Πάμε διακοπές μαζί;” Και φεύγουμε για Σαντορίνη. Εκεί βρίσκουμε ένα φίλο, τον ‘Τάκη’, ο οποίος τα έχει με τη ‘Σοφία’, την κολλητή της τότε κοπέλας μου. Αυτός λοιπόν ο τύπος έχει πάει λίγο νωρίτερα κι έχει κάνει κονέ με μια σκανδιναβή. Σε μας το λέει, στη δικιά του δεν το παραδέχεται αλλά η άλλη τον βλέπει, δεν είναι τυφλή. Τέλος πάντων, σε κάποια φάση λέμε πάμε Ίο, που ήταν τότε το πανκονήσι – όλης της Ευρώπης, όχι μόνο της Ελλάδας. Κι ο Τάκης είναι “Ε, εγώ λέω να μείνω λίγο παραπάνω...” Οπότε τα παίρνει κι η δικιά του, του λέει “Εγώ φεύγω, γεια σου” κι αυτός είναι “Καλά, θα τα πούμε στη Θεσσαλονίκη ε;” Σου λέει κάτσε να γαμήσουμε καλά εδώ το καλοκαίρι, αλλά νά ’χουμε και το χειμώνα εξασφαλισμένο! [γέλια] Στην Ίο τώρα, η Σοφία γνωρίζεται μ’ έναν τύπο και γίνονται ζευγάρι, ο Τάκης εν τω μεταξύ έρχεται να τη βρει, αυτή του λέει “Άντε γαμήσου με τις σκανδιναβές σου” κι ο άλλος είναι “Όχι, δεν, άκου” και τέτοια».

«Και γυρνώντας Θεσσαλονίκη με το τραίνο, τα παιδιά κοιμούνται κι εγώ έχω πάει στο τελευταίο βαγόνι που, ξέρεις, βλέπεις τις ράγες να φεύγουν προς τα πίσω και... αρχίζω και γράφω το κομμάτι. Πού; Στο μυαλό μου. Δεν είχα μαζί μου όργανο. Δεν κοιμάμαι όλο το βράδυ και γράφω, τη μουσική πρώτα: γκάραρα γκά-γκαν/ γκάραρα γκά-γκαράν! Και μού ’ρχονται τώρα: “Διακοπές! Τρελές διακοπές σ’ ένα φλας, τρελές διακοπές με τα στρας”. Το “φλας” γιατί, γιατί η κοπέλα μου δούλευε σερβιτόρα στο Σαντέ. Και της έλεγε ο Κικιρίμπας, ο ιδιοκτήτης, “Ρε συ, δεν έχω πρόβλημα με τους πανκς αλλά δεν μπορείς να τους πεις ρε παιδί μου να είναι έτσι πιο... φλας. Να βάψουν λίγο το μαλλί, να φορέσουν κάνα πιο ωραίο ρουχαλάκι, νά ’ναι σ’ ένα φλας ας πούμε οι πανκς”. Και τα στρας κολλούσαν με το φλας, γιατί και στην Ίο πολύ στρας έπαιζε τότε, όλοι το παίζαν πάνκηδες αλλά ήταν πανκς του καλοκαιριού, part-time punks που λέγαν κι οι TV Personalities. Αυτό λοιπόν είναι οι ‘Διακοπές’. Αλλά και τα υπόλοιπα κομμάτια των Εκτός είναι βιωματικά, δεν υπάρχει κομμάτι που να μην είναι κάτι».

 

“Αυτός ο σπασίκλας ο Λούκυ Λουκ, πάντα κέρδιζε να πούμε”

«Τα ‘Μάτια’ ας πούμε, που λέει “Τα καρναβάλια ήρθαν κι έφυγαν”. Είμαστε εγώ κι ο Γιάννης, ο ντράμερ, σε κάτι καρναβάλια στη Θεσσαλονίκη, το ’86 πρέπει να ήταν, και βγήκαμε έξω και νιώθαμε... σα μαλάάκες. Όλοι νά ’ναι ντυμένοι, κι εμείς με τα κανονικά μας τα ρούχα, και τον κοιτάζω μια στα μάτια κι ήτανε “Τι μαλακία είν’ αυτή; Τι κάνουμε εδώ;” Τα καρναβάλια δηλαδή είναι κυριολεκτικά για τα καρναβάλια. “Είδα τα μάτια σου κοιτούσαν σκληρά/ Είδα τα μάτια σου να φτύνουν το ψέμα”: των γύρω ας πούμε, που ήταν “Περνάμε υπέροχα”. Βέβαια, πολλοί μού ’χουν πει ότι μπορείς να το πάρεις κι αλλιώς, ότι μιλάει για γυναίκα. Παίξαμε στη Θεολογική τώρα τον Ιούνη, κι ένας φίλος μού λέει ήταν από κάτω δυο πάνκηδες και με το που ακούγονται οι πρώτες νότες, γυρνάει ο ένας στον άλλο και λέει “Αυτό είναι ωραίο κομμάτι, είναι το ερωτικό τους”». [γέλια]

Εγώ τι βλέπω στα μάτια του Αποστόλη; Στον τρόπο που με κοιτάει κατάματα, κι είναι το βλέμμα του ολοκάθαρο; Δυσκολεύομαι λίγο να το συνηθίσω γιατί είμαι ντροπιάρης και αντρέπομαι, δε νιώθω άνετα έτσι. Όμως ο Αποστόλης είναι απέναντί μου, κουβεντιάζουμε, και δε στρέφομαι αλλού, δε μου βγαίνει η στάνταρ κούραση, που μπορεί να γίνει και πονοκέφαλος, που μπορεί να γίνει και εξάντληση στο τέλος. Ίσως επειδή όλο αυτό έρχεται από κάπου βαθύτερα, από κάποιο μέρος όπου υπάρχει αλήθεια, αν και δεν είναι μόνο εκεί το ζήτημα, ένα βλέμμα ειλικρινές ή ανυστερόβουλο ας πούμε. Όχι, είναι κάτι παραπάνω, κάτι παραπέρα, κάτι που, όσο το σκέφτομαι, έβγαινε και στη σκηνή: είναι το φωτεινό αστέρι του Αποστόλη, σ’ ένα χώρο όπου έχουμε μάθει τα είδωλά μας να είναι μουντά, θολά, κατάμαυρα καμιά φορά. Ένα βλέμμα επίμονο μα όχι διαπεραστικό ή διεισδυτικό ή όποιο άλλο κλισέ μπορείς να σκεφτείς, ένα βλέμμα που είναι γεμάτο ένταση μα που ταυτόχρονα σε ηρεμεί.

Αυτό είναι άλλωστε που γουστάρει κι ο κόσμος, άλλο αν οι περισσότεροι δεν το αντιλαμβάνονται – καλά, ο χαμός στα λάιβ γινόταν και γίνεται γιατί τραγουδάει σε λιωμένους πάνκηδες για ξίδια, γαμήσια και κόντρες με τους μπάτσους. Μα όπως και νά ’χει: οι Εκτός Ελέγχου είναι η μόνη ελληνική ροκ μπάντα που δημιουργεί τέτοια feel good ατμόσφαιρα. Θα μου πεις, κι όταν πήγαινες να δεις τις Τρύπες καλά δεν περνούσες ρε φίλε; Φυσικά, εννοείται, όμως υπήρχε στην περίπτωσή τους και κάτι αγχωτικό, μια έκκληση σε αρνητικά συναισθήματα τα οποία χάρη στη δύναμη της μουσικής (εντάξει, και χάρη στο στίχο αλλά έπειτα από κάποιες αναγνώσεις) ξεσπούσαν με τραγούδι, με χορό, εκτονώνονταν. Στις συναυλίες των Εκτός δε χρειαζόταν εκτόνωση. Δε σου μαυρίζαν την ψυχή για να σου προσφέρουν ταυτόχρονα, ή έστω λίγο μετά, την κάθαρση. Όχι, το φως μαζί τους είναι φως και δεν κουβαλά καθόλου σκοτάδι. Κι έτσι ακόμα κι όταν ο Δαδάτσης καταπιάνεται με κάποιο θέμα πιο μαύρο (‘Ινδιάνοι’, ‘Μάτια’, ‘Εφιάλτης’ π.χ.), δε βγαίνει ούτε μια ιδέα μελαγχολίας. Δεν είναι εξάλλου σύμπτωση που ως ακροατής κόλλησε με την παρέα του Strummer. «Δεν ξέρω κανένα άλλο γκρουπ που να νοιάζεται όσο οι Clash» είχε παρατηρήσει ο Mick Jones το ’78 σε μια συνέντευξη στο Melody Maker. Και παρόλο που θεωρώ ανοίκεια την... αυτομυθοποίηση, εν προκειμένω θα συμφωνήσω. Ο Αποστόλης που από μικρός νοιαζόταν πολύ, βρήκε αδελφές ψυχές στους τέσσερις πανκ ρόκερ απ’ το δυτικό Λονδίνο.

«Δεν ξέρω, μού ’βγαινε από πιτσιρικάς μια τάση να είμαι με τους πιο αδύναμους και με τους πιο μικρούς. Στη γειτονιά ας πούμε οι μικροί τις τρώγαν απ’ τους πιο μεγάλους. Ίσως έφαγα κι εγώ τέτοιο ρατσισμό, σε φάση “Άντε ρε φύγε από δω πέρα, θες να παίξεις μαζί μας”. Γενικά, ένιωθα ρε παιδί μου μία ταύτιση μ’ αυτούς που θεωρούνταν περιθώριο, είτε πανκς, είτε αντιεξουσιαστές, εξωκοινοβουλευτική αριστερά κτλ, σε σχέση με τους νόμιμους, τους πολλούς, τους συνηθισμένους ανθρώπους. Οι ‘Ινδιάνοι’ ας πούμε έτσι βγήκαν, γιατί μου την έσπαγε ρε πούστη που αυτός ο σπασίκλας ο Λούκυ Λουκ πάντα κέρδιζε να πούμε. [γέλια] Κορόιδευε τους ινδιάνους, τους παρουσίαζε κακούς – ή μάλλον, τους παρουσίαζε χαζούς. Ενώ τους Ντάλτον τους παρουσίαζε και κακούς και χαζούς. Ε και λέω άντε γαμήσου, να γραφτεί κι ένα κομμάτι που να είναι οι ινδιάνοι και οι Ντάλτον από πάνω».

Κι από τη γειτονιά, όπου οι μικροί τις τρώγαν απ’ τους πιο μεγάλους, πώς άρχισε να τον προβληματίζει η καταπίεση, η εκμετάλλευση, η αδικία που επικρατεί στην κοινωνία γενικότερα; «Ε, εντάξει, εκεί γύρω στα δεκαπέντε-δεκαέξι που ψάχνεσαι να βρεις ποιος είσαι, κοιτάς και γύρω σου και λες γιατί; Γιατί ο ένας σηκώνεται να πάει στη δουλειά έτσι, διπλωμένος, και ο άλλος περνάει τσακ με τη Μερσεντές από δίπλα και του λέει πρόσεχε, μη μου λερώσεις και τ’ αμάξι; Και καταλήγεις εκεί, ότι υπάρχει ένα σύστημα το οποίο είναι δομημένο μ’ αυτό τον τρόπο. Να είναι από τη μια οι εργάτες... Τώρα τους λέμε εργαζόμενους, ας τους πούμε κι έτσι, δεν εννοώ εργάτη ντε και καλά τον άλλο που πάει στο εργοστάσιο ή στην οικοδομή. Κι από την άλλη, εκείνοι που έχουν στα χέρια τους τα μέσα παραγωγής: “Θά ’ρχεσαι για μένα δέκα ώρες την ημέρα και θα σου δίνω αυτό το μισθό γι’ αυτό το προϊόν”. Ναι ρε φιλαράκι, αλλά εγώ σου βγάζω χίλια κομμάτια κι εσύ με πληρώνεις για τα πέντε. Είναι δίκαιο αυτό το πράμα;»

«Ε, εντάξει, ψάχνεσαι, και λες όχι. Τι θα μπορούσε να γίνει; Μια άλλη κοινωνία. Δε σου λέω ότι δεν έχουν γίνει εκτρώματα στο όνομα μιας άλλης κοινωνίας. Και στη Σοβιετική Ένωση ας πούμε έγιναν λάθη, πάρα πολλά λάθη. Το τραγικό δεν είναι τα λάθη που κάνεις όταν πας να φτιάξεις κάτι, θα κάνεις λάθη, το θέμα είναι να τα διορθώσεις και να πας εκεί που σε οδηγούσε το όραμά σου. Και δεν είμαι με το κομμουνιστικό κόμμα εγώ, εγώ είμαι αναρχοκομμουνιστής. Πιστεύω ότι μπορούμε, με ελεύθερες ενώσεις με ανθρώπους που σκέφτονται το ίδιο, να δημιουργήσουμε κοινότητες και σιγά σιγά ομοσπονδίες, να αυτοκυβερνηθούμε δηλαδή. Οι εργάτες ας πούμε θα μπορούσαν να παίρνουν μόνοι τους αποφάσεις, για το τι θα παράγουν, πώς θα το παράγουν κτλ. Βέβαια, εντάξει, εγώ έχω κάνει και την κριτική μου στην εργατική τάξη, και έχω εκφραστεί και κάπως περίεργα. Στο ‘Κανείς Δεν Είναι Αθώος’: “Η εργατική τάξη με το χέρι υψωμένο περιμένει στη σιωπή” –περιμένουν απ’ τα κόμματα δηλαδή– “και μη νομίζεις ότι κάποιος απ’ αυτούς έχει στ’ αλήθεια κάτι να σου πει”. Δηλαδή κάπου τσατίζεσαι ρε παιδί μου που οι περισσότεροι σκύβουν το κεφάλι και κάνουν ότι τους λένε τ’ αφεντικά ή τα κόμματα».

“Βρε παιδάκι μου, εσύ όλο για γαμήσια και για μπάτσους μιλάς”

‘Κανείς Δεν Είναι Αθώος’. Τίτλος παρμένος από Sex Pistols, όπως και η μουσική, όμως το δίπολο ενοχή-αθωότητα που υπάρχει σε αρκετούς στίχους των Εκτός (στους ‘Ενόχους’ φυσικά, αλλά και στην ‘Αρετή’, ακόμα και στις ‘Διακοπές’), αυτό το δίπολο είχε απασχολήσει τον Αποστόλη έτσι, και λίγο φιλοσοφικά; «Αυτό που ήθελα να πω, με τους ‘Ενόχους’ τουλάχιστον, είναι ότι τις ενοχές μας μάς τις δημιουργούν, είτε μέσα από μια χριστιανική ηθική, είτε μέσα από μια γενικότερη συντηρητική θεώρηση, βλέπε οικογένεια, σχολείο, εκκλησία κτλ. Αλλά είμαστε ένοχοι γι’ αυτούς, όχι για μας. Στο τραγούδι αυτό λέει, το να κάνουν δυο άνθρωποι έρωτα, εφόσον το θέλουν και οι δύο και δεν κάνουν κακό σε κανέναν, γιατί να νιώθουν ενοχή; Επίσης. Τα μπλέκω λίγο τώρα, τους στίχους με τη μουσική... Πώς βγήκαν οι ‘Ένοχοι’ ας πούμε; Καθόμουν σπίτι ένα βράδυ κι έπαιζα το ριφ απ’ το ‘Safe European Home’ των Clash. Και μετά σε μια φάση άρχισα να παίζω ένα άλλο ριφ, σαν διασκευή απ’ αυτό το κομμάτι. Και μού ’ρχεται ξαφνικά μια φράση: “Είν’ ένα γρήγορο παιχνίδι με σβησμένα τα φώτα”. Όπα λέω, τ’ είν’ αυτό ρε μαλάκα; Μόνο του, ξαφνικά, ενώ παίζω το ριφ. Λέω, ρε μαλάκα, αυτό είναι καλό, κάτσε να το γράψω». [γέλια]

«Και ήταν αυτό που σου είπα πριν. Ότι οι στίχοι των Εκτός ήταν βιωματικοί. Δηλαδή ό,τι έχω γράψει είναι κάτι που έχω ζήσει ή έχω δει ή έχω ακούσει από κοντινά μου άτομα. Οι ‘Ένοχοι’ είναι η ιστορία μιας γκόμενας που ήμασταν τότε μαζί. Σ’ ένα σημείο που λέει “Και η μαμά σου να μας βλέπει πάνω απ’ το μαξιλάρι/ οι ευλογίες της θα γίνουν τώρα πια αναστολές”... Ήτανε πιο μικρή αυτή από μένα, δεκαέξι εκείνη, δεκαεννιά εγώ –αυτά μην τα γράψεις όλα– [γέλια] και περιμέναμε να κλείσει τα δεκαέξι για να κάνουμε έρωτα. Της είχα πει, εγώ δε σου κάνω έρωτα μην τυχόν κι έρθει η μάνα σου – γιατί της τά ’λεγε κιόλας, κι όταν άκουσε η άλλη ότι η κόρη της είναι μ’ έναν τύπο έτσι, κι αλλιώς, τρία χρόνια πιο μεγάλο... Ήταν κι από μια μεσαία οικογένεια αυτή, απ’ την ανατολική Θεσσαλονίκη που λέγαμε, και η μάνα της, ξέρεις, απ’ τη μια ήτανε μεσοαστή, της έλεγε “Ναι παιδί μου, να βγεις, να γλεντήσεις τη ζωή σου” και τέτοια. Κι απ’ την άλλη, “Μην τυχόν και γαμηθείς!” Και ειδικά μ’ αυτό τον τύπο! [γέλια] Ή ο ‘Εφιάλτης’ ας πούμε. Ο ‘Εφιάλτης’ βγήκε σε μια φάση που είχα περάσει κάνα τρίμηνο χωρίς γκόμενα, και... ήμουνα σπίτι αραχτός και κάπου μου την είχε δώσει ρε παιδί μου. Το κομμάτι δηλαδή είναι ερωτικό αλλά όχι επειδή μιλάει για το γαμήσι. Όλοι μένουν στο ρεφραίν, το “ένα ξερό γαμήσι”. Αλλά το κομμάτι μιλάει για έναν τύπο που είναι μόνος του».

Σήμερα τέτοιου είδους αθυροστομία θεωρείται λίγο-πολύ δεδομένη, αλλά στα μέσα του ’80 είχε δεχτεί κριτική για τους συγκεκριμένους στίχους; Ρωτάω, γιατί υπήρχε κι η περίφημη σημείωση στο ένθετο του LP, όταν πρωτοκυκλοφόρησε από τη Lazy Dog («Η κατανόηση των στίχων επαφίεται στη νοημοσύνη των ακροατών»). «Ε, ακούγαμε διάφορα... Κάποιοι μας είχαν πει και σεξιστές. Η μάνα μου είχε πλάκα, μού ’λεγε “Βρε παιδάκι μου, τ’ είν’ αυτοί οι στίχοι που γράφεις εσύ, όλο για γαμήσια και για μπάτσους μιλάς – δεν τ’ ακούει αυτά ο κόσμος!” Ε, εντάξει, χρησιμοποιώ τις λέξεις που είναι οι κανονικές λέξεις για να περιγράψεις κάτι. Πώς θα πεις δηλαδή το γαμήσι αλλιώς; ...Έρωτα; Ξέρεις, ο έρωτας καταντάει εφιαλτικός; Ο έρωτας όμως έχει δύο έννοιες, είναι ο πνευματικός, είναι και ο σωματικός. Πολλές φορές η ευγένεια μας μπερδεύει. Εγώ ήθελα να είμαι σαφής. Γιατί να ψάχνεις να βρεις μια άλλη λέξη για να μην πεις “γαμήσι” ας πούμε; Το γαμήσι, αυτό που θέλεις να ’ρθεί το σώμα σου σ’ επαφή μ’ ένα άλλο. Όχι μόνο για την ηδονή αλλά και γιατί αυτό μπορεί να οδηγήσει και στον άλλο τον έρωτα, τον πνευματικό. Το κομμάτι αυτό λέει, δηλαδή ωραία, καλή κι η σαρκική επαφή αλλά κι ο άλλος ο έρωτας ωραίος είναι. Να ερωτευθείς ρε παιδί μου, να τον κοιτάς τον άλλο στα μάτια και να λιώώώνεις... Νά ’σαι “Πω πω!” Όσες φορές έχω ερωτευθεί στη ζωή μου, ε, ένιωθα έτσι. Τέλεια. Αλλά συνήθως ο έρωτας ξεκινούσε με μια σαρκική έλξη».

Ορίστε η άκρη μιας μπλεγμένης σκέψης. Θεωρώ εκατό, χίλιες, ένα εκατομμύριο φορές πιο σημαντικό το γεγονός ότι ο Αποστόλης έγραψε ό,τι έγραψε στα ελληνικά. Οι ίδιοι στίχοι στα αγγλικά, είτε από έλληνα είτε από ξένο μουσικό, δε θ’ αντηχούσαν έτσι στο κεφάλι μου. Κι αναρωτιέμαι γιατί τόσα χρόνια δεν μπορούμε να βρούμε μία έκφραση, ένα ύφος, έναν τρόπο που να ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μας, στα βιώματά μας, στο γεγονός ότι γεννηθήκαμε εδώ και, θέλουμε δε θέλουμε, είμαστε έλληνες τέλος πάντων. Ο προβληματισμός μου δεν είναι άκαιρος, κι ας μην είναι πολύ πρωτότυπος. Μήπως πρωτοτυπούν όσοι συνεχίζουν να προτείνουν το επιχείρημα «Μα αφού δεν ταιριάζουν τα ελληνικά στο ροκ ρε φίλε»; Ναι, με την ίδια λογική τα ρεμπέτικα ή τα λαϊκά θα έπρεπε να τραγουδιούνται στα τούρκικα. Πενήντα-τόσα χρόνια απ’ την εισαγωγή ενός μουσικού είδους, δεν είναι δυνατό να υποστηρίζεις πως δεν έχει γίνει (και) δικό σου. Και δεν μπορώ να καταλάβω, σαν να μην έφταναν οι αναβιώσεις κι ο μιμητισμός που τρώμε γενικώς στη μάπα, πώς διάολο καταφέραμε στην Ελλάδα να έχουμε και αναβίωση της ξενομανίας. Χέρι χέρι με το ψυχεδελογκαράζ των 60s ας πούμε, παίζει εδώ και κάποια χρόνια μια φανατική προτίμηση και για το υπόλοιπο πακέτο, όπου «ξένο» σημαίνει αυτομάτως «καλύτερο», ακριβώς όπως συνέβαινε και κείνη τη δεκαετία. ’Ντάξει, δικαιολογημένο τότε ως ένα βαθμό, και ΟΚ, σήμερα «ενδιαφέροντες καιροί» και πάει λέγοντας, αλλά ρε πούστη 2020 έχουμε! Βέβαια, ναι, ξέχασα, για όσους γουστάρουν ελληνικό στίχο υπάρχει πλέον και το trap (...πέφτεις μέσα και χτυπάς, κανένας τρόπος για να βγεις). Μα έτσι κι αλλιώς αυτό που προσπαθώ να πω μπορεί να μην έχει καν σχέση με τη γλώσσα. Τραγούδα στ’ αγγλικά, δε γαμιέται. Αλλά πες κάτι γι’ αυτό που ζεις, όχι για τη ‘φάση’ να κατηφορίζεις την Avenue B, πίνοντας μπύρα από κουτάκι σε χαρτοσακούλα.

Πάντως για τον Αποστόλη δεν υπήρξε δίλημμα μεταξύ ελληνικού και αγγλικού στίχου. «Απ’ την αρχή είπα ’ντάξει, ζούμε στην Ελλάδα, μιλάμε αυτή τη γλώσσα. Ασχέτως αν ακούγαμε κυρίως ξένα, γιατί... μ’ ελληνικό στίχο, την εποχή που ξεκινούσαμε, δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα. Το μόνο κοντινό ήταν οι Γκρόβερ, που πιστεύω ότι επηρεάσαν και τις Τρύπες στην αρχή – οι Γκρόβερ παίζαν ήδη απ’ το ’80. Οπότε διάβαζα κυρίως ξένους στίχους, από τις μπάντες που άκουγα τότε, Clash, Pistols ή... Stiff Little Fingers ή Husker Du ή Black Flag, αλλά ψαχνόμουνα, προσπαθούσα να τους μεταφέρω ας πούμε στα ελληνικά. Όχι αυτούσιους, να κλέψω κομμάτι, αλλά τον τρόπο που γράφαν οι ξένοι, έτσι όπως τον έβλεπα εγώ, να τον γράψω προς τα ελληνικά. Φυσικά αυτό δε γινόταν, αλλά προσπαθούσα να βρω ένα ύφος ρε παιδί μου. Ποτέ όμως δε μου πέρασε απ’ το μυαλό ο αγγλικός στίχος. Άλλο οι διασκευές... Αν και εγώ είχα μια τρέλα, προσπαθούσα να μεταφράσω τους στίχους των κομματιών που διασκευάζαμε. Αν δεις στο YouTube ένα λάιβ του ’84 στη Νεάπολη, έχει ένα κομμάτι που λέγεται ‘Τεμπέλης’, και ίσως να λέει και διασκευή από Pistols. Είναι το ‘Seventeen’ που το κάναμε στα ελληνικά και, δεν ξέρω πώς, βγήκε πολύ ωραία, με μέτρο, και να βγάζει και νόημα και νά ’ναι κι εύηχο. Άλλαξα μόνο μερικές λέξεις, αυτός λέει “You’re only twenty-one/ You got a lot to learn”, εγώ κράτησα το “seventeen”: “Είσαι μόνο δεκαεφτά/ έχεις να μάθεις πολλά”».

Χμ, ωραία πάσα αυτή, γιατί σκόπευα να τον ρωτήσω αν έχει αντιληφθεί πως οι στροφές του ‘Είμαστε Ένοχοι’ πατάνε στο ‘Summertime Blues’. Όχι η μελωδία αλλά το μέτρο του στίχου, ο ρυθμός. «Ε ναι, ρυθμικά, αφού θες να παίξεις ροκ εν ρολ, θα πας εκεί θες δε θες. Αυτό πάντως δεν τό ’χα σκεφτεί ποτέ, ότι θυμίζει Eddie Cochran. Έχεις δίκιο, τώρα που το λες... Αλλά δεν έγινε επίτηδες. Ναι, ένα επιχείρημα των αγγλόφωνων των συγκροτημάτων ήταν “Δεν μπορείς να γράψεις στίχο ελληνικό στο ροκ εν ρολ, θέλει αγγλικά γιατί είναι μικρές οι λέξεις” κτλ. Ε, εντάξει, αποδείχθηκε πια, όχι μόνο από τους Εκτός, από τις Τρύπες, από τους Γκρόβερ, από τα Μωρά στη Φωτιά, από τους Πίσσα και Πούπουλα –τώρα είπα τις πρώτες μπάντες που μού ’ρθαν στο μυαλό έτσι;– ότι μπορείς να γράψεις αξιοπρεπή έως πολύ καλό ελληνικό στίχο, και να στέκεται και πάνω στο ροκ εν ρολ. Αλλά είναι δύσκολο, θέλει κόπο. Άμα είσαι λίγο τεμπέλης, ε, πας κατευθείαν στ’ αγγλικά που και καμιά μαλακία να πεις, δηλαδή “I love you baby/ I love you baby/ Baby I love you”, εντάξει, κανείς δε νοιάζεται γιατί τά ’χει ακούσει αυτά σε πολλά κομμάτια. Αλλά στον ελληνικό στίχο εκτίθεσαι, δεν μπορείς να πεις μαλακίες, ούτε να μείνεις στο “Ένα-δύο-τρία γαμιέται η εξουσία”».

“Δεν τού ’κανε η φάτσα σου; Έλα μέσα”

Ο Αποστόλης το γυρνάει σε ρακί, εγώ συνεχίζω με μπύρα, μη βγούμε και... εκτός ελέγχου (Χεχ, εμπνευσμένο ε; Πού τα βρίσκω, ο μπαγάσας). Μου κάνει εντύπωση η διαύγειά του. Πώς επανέρχεται σε ό,τι λέγαμε έπειτα από δύο ή τρεις μακροσκελείς παρεκβάσεις, παρόλο που με προειδοποίησε πως ανεξαρτήτως αλκοόλ ποτέ δεν είχε γερή μνήμη. Αργότερα όταν λέμε να κατέβουμε στο Boheme, έχοντας κλείσει κάνα εξάωρο στις επάλξεις, κάνει ένα ντουζ και επανέρχεται δριμύτερος. Κι εγώ, που στο κάτω κάτω δεν πολυμιλούσα και έχω πιει όλο κι όλο τέσσερις μπύρες, δε βλέπω μπροστά μου. Πρέπει λοιπόν να είχε ή να απέκτησε αντοχές στο αλκοόλ. Έτσι κι αλλιώς πίνει χωρίς άγχος, χωρίς δεύτερες σκέψεις: μεγάλη υπόθεση, για να μη σε πιάνει το ξίδι και να μη γίνεσαι σκατά. Είναι happy drunk ο Αποστόλης, το παραδέχεται άλλωστε. Και είναι τότε, σε μια κατάσταση φωτισμένης μέθης ας πούμε, που το αστέρι για το οποίο έκανα λόγο πρωτύτερα μοιάζει να λάμπει πιο έντονα. Μου μιλάει φέρ’ ειπείν για αυτοκαταστροφή, για το παραμύθιασμα με τις ουσίες που λίγο-πολύ έφαγαν όλοι όσοι έμπλεξαν με τη μουσική στη δεκαετία του ’80: «Δυο χρόνια απ’ τη ζωή μου δε θυμάμαι τι τα έκανα, ήμουν σε φάση γιατί να πιω καφέ να χάνω χρόνο, φέρε μπύρα κατευθείαν». Και θέλω να του πω, ποια αυτοκαταστροφή βρε Αποστόλη (μου); Εγώ γιατί βλέπω στα μάτια σου μόνο λιακάδα; Ή, το λιγότερο, νηφαλιότητα; Κι όχι, δεν είναι απάθεια που έρχεται απ’ το πιώμα, αυτά περί αυτοκαταστροφής μού τα λέει αρκετά νωρίς, που δεν την έχει ακούσει ακόμα. Δεν ξέρω, περίμενα κάτι άλλο για να πω την αλήθεια. Εντάξει, όχι κανέναν κάφρο που λέει ο λόγος. Αλλά σίγουρα κάναν τύπο έτσι... πιο αλήτρα.

«Ποιο άλλο έμεινε απ’ το δίσκο; Να το λιανίσω» λέει ο Αποστόλης γελώντας. Χμ, δεν είπαμε τίποτα για την ‘Αρετή’, ίσως το πιο αγαπημένο μου τραγούδι τους. «Η ‘Αρετή’ λοιπόν ήτανε το ’85, που το Πασόκ είχε αρχίσει να λέει έλα, ξεχάστε το σοσιαλισμό, μια μαλακία είπαμε κι εμείς όταν ήμασταν πιτσιρικάδες, δε σημαίνει ότι θα το κάνουμε κιόλας. Διαχειριστές του καπιταλιστικού συστήματος είμαστε, απλά δεν τα κατάφερνε η Νέα Δημοκρατία και βάλαν εμάς. Κι έχει ξεκινήσει... “Οι Νύχτες των Πανκς” που λέγαμε χτες, φασαρίες, μολότοφ, ΜΑΤ στην πλατεία Εξαρχείων, πάνκηδες και άλλοι αντιεξουσιαστές να τα βάζουν με τα ΜΑΤ. Γιατί με τον Αργύρη κατεβαίναμε στην Αθήνα, το ’84-85, και βλέπαμε τι γινόταν και κει. Τέλη ’84 ας πούμε, έχει έρθει ο Λε Πεν να κάνει συνέδριο με έλληνες φασίστες. Εμείς εν τω μεταξύ έχουμε γνωρίσει και τους πάνκηδες, Γενιά του Χάους, Αδιέξοδο και λοιπούς λοιπούς λοιπούς, και κατεβαίνουμε στην πορεία με το μπλοκ των αναρχικών. Και γίνεται της πουτάνας. Εντάξει, ένταση υπήρχε και στη Θεσσαλονίκη, ίσως όχι τόσο συγκρουσιακά όσο στην Αθήνα, αλλά υπήρχε ένταση. Στο Ντορέ ας πούμε πάντα είχε κλούβα –“στοιχείο του τοπίου γραφικό” κτλ. Και δυο-τρεις τύποι –χαφιέδες– πάντα κάθονταν δίπλα και κοιτούσαν περίεργα. Και τότε οι τύποι σηκωθήκαν κι αρχίσανε κάποιο καβγά...»

Αυτό συνέβη, έχει στηριχτεί σε αληθινή ιστορία το τραγούδι; Αναφέρεσαι δηλαδή σε κάποια μανούρα συγκεκριμένη;

«Όχι, αλλά γινόντουσαν συχνά τέτοια σκηνικά. Σου λέγανε καμιά κουβέντα, εσύ είχες πιει και καμιά μπύρα, απαντούσες, και ερχόντουσαν μετά οι μπάτσοι να διευθετήσουν την κατάσταση. Όχι ότι αυτό συνέβαινε κάθε μέρα, ούτε ότι περίμεναν πάντα τους χαφιέδες. Άμα θέλανε περιμένανε και στη γωνία, κι όπως περνούσες σου λέγανε “Ταυτότητα”. Δεν τού ’κανε η φάτσα σου; Έλα μέσα, έχεις δεν έχεις ταυτότητα. Κανονικά. Οπότε το τραγούδι περιγράφει όλη αυτή τη φάση... ε, και λέει και την προσωπική μας άποψη. Αυτή είναι η αρετή σου; Είμαι διεφθαρμένος ρε πούστη, δε γουστάρω τέτοια αρετή. Έχει πλάκα εν τω μεταξύ που το κομμάτι, η μουσική δηλαδή, στην αρχή μού είχε βγει μπαλάντα. Μετά όμως όταν έγραψα τους στίχους κι άρχισα να το σκέφτομαι, τι ένταση βγάζει αυτή η σύγκρουση και το σκηνικό της Αρετής, ε, δεν πήγαινε να το παίξεις έτσι. Ήθελε γκάζια. Είχα βάλει κι ένα στοίχημα σ’ αυτό, λέω θα γράψω ένα κομμάτι, με όσες αλλαγές κρίνω ότι χρειάζεται, αλλά μέσα στις τρεις βασικές ροκ εν ρολ συγχορδίες. Το κομμάτι δεν αλλάζει πάνω από τρεις συγχορδίες, αλλάζει πέντε ή έξι θέματα μέσα αλλά οι συγχορδίες μένουν οι ίδιες. Και είναι αυτό ας πούμε, το 1-4-5 που χρησιμοποιούνε στο μπλουζ, οι τρεις κλασικές συγχορδίες ρε παιδί μου».

Μ’ αρέσει που υπάρχει χιούμορ στους στίχους του Δαδάτση, αλλά σε μικρές δόσεις. «Και μουσική από τα γκλομπς/ καθώς θα σπάνε στο δικό σου κεφάλι» γράφει στην ‘Αρετή’. Στους ‘Ινδιάνους’ είναι «η σύφιλη απ’ το γκέτο που κάνει/ τον Καθιστό Ταύρο να σηκωθεί». Στους ‘Ενόχους’ έχει βάλει τη «μαμά σου να μας βλέπει πάνω απ’ το μαξιλάρι». Κανένα απ’ αυτά τα τραγούδια δεν είναι χιουμοριστικό, κι όμως ακούγοντας τους συγκεκριμένους στίχους το χαμόγελο σκάει αβίαστα. Αν δοκίμαζε να γράψει κλασική σάτιρα, μια παρωδία π.χ. για τις επιχειρήσεις της αστυνομίας, μπορεί το αποτέλεσμα να μην είχε τόσο γούστο. Δεδομένου ότι αυτό το στοιχείο το συναντάμε σχεδόν σε κάθε τραγούδι αναρωτιέμαι αν υπήρχε, ακόμα κι ασυνείδητα, κάποιου είδους συνταγή. «Είναι οι λογοτεχνικές μου καταβολές» κάνει πλάκα ο Αποστόλης. Ωραία πάσα νούμερο δύο: θυμάται κάποια διαβάσματα που μπορεί να άσκησαν επίδραση στους στίχους των Εκτός Ελέγχου;

«Εμείς τότε διαβάζαμεεε... Διαβάζαμε στάνταρ Μπουκόβσκι, διαβάζαμε κάποια πολιτικά κείμενα, Μπακούνιν και Κροπότκιν ας πούμε. Από ελληνικά, σίγουρα Γώγου. Τι άλλο; Μπορίς Βιάν... Τώρα δε μού ’ρχονται και πολλά πολλά. Γενικά, θέλαμε κάτι που να μην είναι και πολύ μέσα στα πλαίσια, κάτι που να εκφράζει ένα άκρο που είχαμε διαλέξει να ζούμε εμείς τότε. Αλλά βασικά εκείνο που μας ένοιαζε πιο πολύ, πέρα απ’ το να διαβάσουμε κάνα βιβλίο, ήταν ν’ ακούσουμε μουσική, να παίξουμε μουσική, και να βγούμε έξω στους δρόμους να ζήσουμε. Να γνωρίσουμε κόσμο, ν’ ανταλλάξουμε απόψεις, να πάρουμε και να δώσουμε. Ν’ ακούσει ο ένας τον άλλο και να μάθει, να προβληματιστεί, να πάει σπίτι μετά να σκεφτεί, να πει ωπ, αυτό γιατί έγινε έτσι;»

«Ανακαλύπταμε τον εαυτό μας. Ήμασταν στη μετεφηβική ηλικία η οποία ήτανε τελείως παρατεταμένη – μη σου πω ότι ακόμα νομίζω μερικές φορές ότι δεν την έχω ξεπεράσει τελείως. Ασχέτως αν τώρα έχω οικογένεια, ώρες ώρες με πιάνω να συμπεριφέρομαι έτσι. Αλλά νομίζω ότι εντάξει... είναι ωραίο να μένεις και λίγο παιδί. Έστω και το λίγο ρε παιδί μου, σε κρατάει σ’ ένα “Να γνωρίσω και κάτι άλλο;” Ή “Ν’ ανοίξω τ’ αυτιά μου, μήπως ακούσω κάτι ενδιαφέρον;” Αλλιώς, κλείνουν τ’ αυτιά, μπετόν, και ή νομίζεις ότι είσαι ο πρώτος μάγκας, ο σοφός, ή σε πιάνει κατάθλιψη. Θυμάμαι ας πούμε ένα στίχο που μου προκαλούσε έτσι, σχεδόν τρόμο. Και μ’ έβαζε σε προβληματισμό. Ήτανε απ’ το ‘Once in a Lifetime’ των Talking Heads, που λέει ότι άνοιξα τα μάτια μου και βρέθηκα σε μια βίλα, με μια υπέροχη γυναίκα, με μερικά υπέροχα παιδιά, μ’ ένα υπέροχο αυτοκίνητο, με μια υπέροχη πισίνα, και είπα, ω Θε μου, τι έχω κάνει στη ζωή μου;! Φαντάζεσαι να ξυπνήσεις έλεγα τότε, στα σαράντα σου, και να γυρίσεις πίσω και να κοιτάξεις ποια είναι η ζωή που ζεις, και να πεις τι έκανα εγώ στη ζωή μου ρε; Έζησα; Έχω εμπειρίες ρε πούστη; Τι έκανα;! Αυτό έκανα; Πω πω, και με τρόμαζε αυτός ο στίχος».

(Του μπι ορ νοτ του μπι; Του μπι κοντίνιουντ)