The Anti Troppau Council
Υπαρξιακό Εντούρο στις Κυκλάδες, μέρος δεύτερο: ο Γιάννης Πολύζος συνεχίζει να ψάχνει και να ψάχνεται. Η αναζήτηση αυτή τη φορά τον οδηγεί στην ενδοχώρα της Σύρου, όπου συναντά τον «Τελευταίο Ποιητή στο Δρόμο»
Τα Βαπόρια σαν να τα πιάνει ο αέρας παραπάνω, απ’ ό,τι άλλα σημεία στην Ερμούπολη. Πουνέντες, γαρμπής ή μαϊστροτραμουντάνα, θα σας γελάσω, μα στην τωρινή κατεβασιά μου στο λιμάνι το τρελό του φύσημα αποκαλύπτει τον κόσμο γύρω μου κι εντός μου – ένα πέρασμα φορτωμένο λουλούδια, ένα ράθυμο γατί, τα παιχνίδια της θάλασσας με το γαλάζιο, όλα γίνονται ανάγλυφα, μια στη σκιά και μια στο φως. Χάρη στον Αποστόλη εντόπισα και τον έτερο 80s ροκ σταρ παύλα αναχωρητή που έχει μετοικήσει στη Σύρο. Το Βασίλη Τζαβάρα των Anti Troppau Council. Ο Βασίλης άλλη φάση, γεωργός, κτηνοτρόφος, χαμένος επιμελώς στην ενδοχώρα, κι άλλωστε εγκαταστημένος εδώ από το ’94, λίγο καιρό αφότου τέλειωσε η ιστορία του με τη μουσική. Δηλαδή η «επίσημη» ιστορία του: γιατί τα τελευταία χρόνια συνειδητοποιώ ολοένα, μέσ’ από παρόμοιες συνεντεύξεις μα κι απ’ τη δικιά μου εμπειρία, πως αυτή η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ. Δώσαμε ραντεβού στο «καλύτερο παγωτατζίδικο της Ευρώπης» σύμφωνα με τον ίδιο, όπου τον βρήκα ν’ αποδίδει τις τελευταίες τιμές σ’ ένα μικρό χωνάκι (το μαγαζί παρεμπιπτ-όντως τα σπάει όπως θα διαπίστωνα κάνα-δυο μέρες αργότερα ιδίοις καταναλώμασι, extra props για τη γεύση Cuban Chocolate με σήμα τον Τσε Γκεβάρα).
Η γνωριμία μας, από δικιά του ιδέα, γίνεται και παραπέρα γνωριμία με το νησί, ξεκινάμε οδικώς ν’ ανεβούμε το βουνό με προορισμό την παραλία Δελφίνι. Παραλία στην οποία επιχειρήσαμε να πάμε και με τη φίλη μου τις πρώτες μέρες, κωλώσαμε μπροστά στο χωματόδρομο γιατί είχαμε ένα σκούτερ απ’ τα σκουπίδια, στο γυρισμό αυτό το μπουρδέλο τίναξε ούτως ή άλλως το κλαπέτο και, να μην τα πολυλογώ, ξανανεβήκαμε το βουνό με το μηχανάκι στα χέρια (μάσιβ ατάκ του Τζορτζ, του μούτρου που μας το νοίκιασε – αυτό ήταν το τρίτο που του επιστρέφαμε: «Τι να πεις, φαίνεται ήταν γραφτό να γίνουμε κολλητοί»).Το αμάξι του Βασίλη έχει τη μυρωδιά απ’ τις κατσίκες του, η ταπετσαρία είναι φθαρμένη και τρύπια σε σημεία, σκόνη και άχυρα αναδεύονται καθώς επιταχύνουμε. Ο ίδιος εξάλλου έχει αυτή τη μυρωδιά, και γενικά κάτι το γήινο, μια οικειότητα που πηγάζει από τη σχέση του με τη φύση, που είναι μεν υλική αλλά κυρίως πνευματική, σχέση προσφοράς και όχι κάρπωσης. «Οι πιο σπουδαίοι άνθρωποι που έχω γνωρίσει στη ζωή μου είναι βοσκοί» μου είπε σε ανύποπτο χρόνο, τις πρώτες στιγμές της συνάντησής μας.
Πού έχει βρεθεί αυτός ο τύπος και τι έχει ζήσει, απ’ την Αθήνα στο Λονδίνο, κι από κει στην Κρήτη, στην Κεφαλονιά, στην Ινδία, στην Πελοπόννησο, στη Σύρο, στη Νάξο, και τελικά πάλι στη Σύρο, σ’ ένα παμπάλαιο σπίτι που επισκεύασε κι όπου κατοικεί με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά τους, αποτελεί υλικό για ολόκληρο βιβλίο που ελπίζω να γράψει κάποτε. Είναι μέλος εκείνης της φουρνιάς που απ’ τα τέλη των 70s παίρναν το δρόμο μ’ εκατό δραχμές στην τσέπη, και πήγαιναν και πήγαιναν κι όπου τους βγάλει η άκρη. Λίγο πριν αφήσουμε την Ερμούπολη μού ιστορεί τις γειτονιές της, πώς είναι χτισμένη με ταξικά κριτήρια, μου μιλάει για το λιμό που τη χτύπησε στην Κατοχή, για τα προβλήματα των εργαζόμενων στο Νεώριο. Κι εγώ, γνωστός ντροπιάρης, να μην τα ξαναλέμε, αποφεύγω ν’ αναφέρω ότι παρεπιδημούμε στη συνοικία όπου μένουν (έρχεται) οι κατεξοχήν... φραγκοσυριανοί. Η κουβέντα του είναι αργή, ήρεμη όπως και η ματιά του, αν κι εκεί υπάρχει και μια ιδέα απ’ την τρέλα κάποιου που έχει πάρει τα βουνά. Επικρατεί ωστόσο η ηρεμία. Η πραότητα ενός ανθρώπου που μπορεί ν’ αγναντεύει τη θάλασσα, δίχως τίποτα να συννεφιάζει το μυαλό ή να πνίγει την καρδιά του. Φτάσαμε στο Δελφίνι μετά από κάνα τέταρτο. Πήραμε δυο καφέδες απ’ το κιόσκι, καθίσαμε στον ίσκιο του, και πάτησα το rec.
Να δούμε το A Way Out τραγούδι-τραγούδι;
Να το δούμε, ναι.
Έχω και τους στίχους εδώ, αν θες να ρίξεις καμιά ματιά. Θυμάσαι κάποιες πιθανές πηγές έμπνευσης, πώς τους έγραψες; Το ‘The Last Poet on the Road’ για παράδειγμα;
...Τι έγινε εκεί; [γέλια] Τι λέει; “As the years go by/ as the tears flow down/ and plant new flowers/ did you ever wonder?/ So many hopes to lose/ the times you had to choose”... Όσα χάνουμε είναι στιγμές που επιλέγουμε. Αυτό είναι ένα φιλοσοφικό ζήτημα κατ’ αρχάς, έτσι; Δηλαδή τώρα, στη δεδομένη στιγμή ας πούμε, καθόμαστε και μιλάμε, θα χάσω το μπάνιο μου. [γέλια] Αλλά κερδίζω κάτι άλλο – πάντα, κάθε στιγμή, σε υπαρξιακό επίπεδο, κάτι κερδίζουμε, κάτι χάνουμε. Κι η εικόνα μου ήταν αυτό... ότι οι ποιητές τελειώνουνε και κάποια στιγμή θα μείνει ένας, στον οποίο θα πέσει το βάρος απ’ όλους τους προηγούμενους. Θα μείνει μόνο ένας ποιητής και θα πρέπει ν’ αντέξει όλο αυτό το βάρος. Γιατί η ποίηση είναι τα πάντα, είναι η ζωή μας, ό,τι ζούμε και δε ζούμε. Και είναι αυτό ακριβώς που θέλουν να μας απαγορέψουνε, την ικανότητά μας να ονειρευόμαστε, την ικανότητά μας να διαπραγματευόμαστε τη ζωή μας και το μέλλον μας.
Από διαβάσματα πού βρισκόσουν εκείνο τον καιρό;
Διαβάσματαα... ναι, θα σου πω. Κατ’ αρχάς διάβαζα από πολύ μικρός. Αγαπημένα μου ήταν από ένα σημείο και μετά, γιατί είχα μια πολύ περίεργη εφηβεία γενικά, όπου παρατάω το σχολείο, φεύγω απ’ το σπίτι, γυρνάω σαν αλήτης όλη την Αθήνα – γυρνάω σ’ όλη την Ελλάδα σαν αλήτης... Όπου έκανα τα πάντα, ψιλομεροκάματα... Τέλος πάντων, όταν είχα το χρόνο διάβαζα σουρεαλιστές, ποίηση γενικά, Ρεμπώ που ήταν η Βίβλος μου και εξακολουθεί να είναι, Μπωντλαίρ, Λωτρεαμόν. Δε διάβαζα ποτέ Beat, και εξακολουθούνε να μη μ’ αρέσουν, αν και καταλαβαίνω ιστορικά την αξία τους. Και διάφορα άλλα, του στυλ αυτοβιογραφίες μουσικών της τζαζ, Μίνγκους ας πούμε και τέτοια.
Και πώς έμπλεξες με τη μουσική; Υπήρξε κάποιο καθοριστικό γεγονός;
Η ιστορία μου με τη μουσική ξεκινάει από πολύ παλιά, χοντρικά, δηλαδή ξεκινάω ν’ ακούω συνειδητά μουσική από έξι-εφτά χρονών. Αλλά δεν ακούω πολύ ροκ. Δηλαδή πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου ν’ ακούει... λίγο ψυχεδέλεια, λίγο, ξέρεις, πιο περίεργα πράγματα. Αλλά το μεγάλο μου έναυσμα, το μεγαλύτερο φλας που έχω φάει στη ζωή μου, που μου άλλαξε τελείως την οπτική και σε σχέση με τη μουσική και σε σχέση με οτιδήποτε άλλο, ήταν σ’ αυτή τη φάση, όταν είμαι δεκαέξι χρονών και φεύγω από το σπίτι. Έχω παρατήσει το σχολείο κι όλ’ αυτά, μένω σ’ ένα ζευγάρι φίλων, και υπάρχουν στο σπίτι τους δύο δίσκοι, τους οποίους αναγκαστικά ακούω. Κι ο ένας δίσκος είναι Jethro Tull. Κι ο άλλος είναι η «Μπανάνα». Μάντεψε ποιον άκουγα... [γέλια] Είχαν ένα πικάπ με δύο δίσκους, κυριολεκτικά, έτσι; Επί ένα μήνα είμαι κλεισμένος μες στο σπίτι, βγαίνω μόνο το βράδυ, και ακούω την «Μπανάνα». Και τίποτ’ άλλο, δηλαδή mantra τελείως, βουδισμός. Βέβαια λίγα χρόνια πιο πριν, το ’74 με ’75, ανακαλύπτω απ’ το Τρίτο Πρόγραμμα την kora από τη Δυτική Αφρική. Και παθαίνω σοκ. Αυτό είναι ένα άλλο γεγονός που με σημάδεψε, και με σημαδεύει ακόμα. Γιατί η ενασχόλησή μου τα είκοσι τελευταία χρόνια είναι με αυτή τη μουσική.
Μετά από ένα-δύο χρόνια σκάει το πανκ. Το πανκ εγώ το γνώρισα όταν ήμουν δεκαεφτά χρονών, από Αγγλία πρώτα, και μετά Ramones, Stooges, New York Dolls κτλ. Όλ’ αυτά τα ακούω όταν είμαι δεκαεφτά-δεκαοχτώ χρονών, που σημαίνει ότι μου είναι πάρα πολύ φυσιολογικό να ψαχτώ να παίξω το ’83-’84, και μ’ αυτή την έννοια ήδη είχα αργήσει. Εντάξει, δεν άκουγα Patti Smith, Verlaine, την intellectual ας πούμε σκηνή της Νέας Υόρκης. Μου φαινόταν πολύ πιο στημένη σε σχέση με τους Ramones οι οποίοι, εντάξει, δεν είχανε καμιά πρωτοτυπία αλλά απ’ την άλλη είχαν αυτό το attitude, οι μπυρόβιοι, τα κωλόπαιδα που βγαίναν και βαράγανε ας πούμε, που δεν το είχε κανείς άλλος πριν, κι αυτό ήταν ορίτζιναλ αν μη τι άλλο. Και είναι σημαντικό όταν είσαι σε μια ηλικία που ψάχνεσαι, ψάχνεις πάρα πολύ να βρεις αυτή την αυθεντικότητα σε ό,τι ακούς – μην ξεχνάμε ότι τότε ήταν πολύ σημαντικό το άκουσμα. Ένα παιδί δεκαέξι-δεκαεφτά χρονών πλέον έχει χαθεί στη μετάφραση, ενώ εκεί είχαμε πολύ περισσότερες ευκαιρίες να το ψάξουμε εμείς, προσωπικά, ώστε να βρούμε πού βρίσκεται αυτή η αυθεντικότητα. Μια ολόκληρη γενιά τότε μπήκε σ’ αυτό το τριπ. Όπου ουσιαστικά το καθετί που ακούς είναι μια ανακάλυψη, ένα καινούριο κεφάλαιο, ακούς ώστε να διευρύνεις τον εαυτό σου κι αυτό είναι πάρα πολύ γόνιμο σαν κατάσταση.
Αυτό παράγει και μουσική.
Ναι, και είναι κάτι που έχει εκλείψει πολλά χρόνια γιατί πλέον η μουσική δεν έχει τον ίδιο κοινωνικό ρόλο. Δηλαδή πλέον η μουσική, από τη στιγμή που έγινε muzak, απλά συνοδευτική στα γεύματα και στους τουρίστες, πέθανε, έτσι; Και όλα τα υπόλοιπα απλά μείνανε στην αφάνεια, στο underground, οπότε πλέον δεν έχει απήχηση η μουσική. Με το πανκ ας πούμε υπήρχε η αίσθηση ότι τώρα, ναι, ξοφλήσαμε με τους χίπηδες που έχουν συμβιβαστεί κι έχουνε γίνει born-again christians, επιτέλους, αληθινοί άνθρωποι, αληθινή ζωή... Βέβαια το πράγμα ήδη άρχισε να διαστρέφεται με το νιου γουέιβ όπου μπήκανε οι μάνατζερ, το καθώς πρέπει, το πώς πρέπει να ντύνονται, να βγαίνουν στη σκηνή κτλ.
Επόμενο τραγούδι, και μάλλον το πιο αγαπημένο μου, το ‘Diver’. Εδώ λες...“driver” λες την πρώτη φορά ε;
Ναι, ναι, “the little driver”, “the little diver”. Άλλες φορές οδηγούμε τη ζωή μας κι άλλες φορές καταδυόμαστε, χανόμαστε μέσα στον εαυτό μας. “You say that you’ve changed/ but I don’t see how”... Προσπάθησα να βάλω κάποιες δραματικές σκηνές εδώ πέρα, μιλάω σε Β΄ πρόσωπο αλλά στην πραγματικότητα αναφέρομαι στο δικό μου τέλος. Το δικό μου τέλος, που σημαίνει ότι το γνωρίζω από τώρα και καταλαβαίνω... αυτό που έχουνε πει όλες οι φιλοσοφίες αλλά και όλες οι θρησκείες, ότι τη στιγμή του θανάτου σου αποκαλύπτεται το νόημα της ζωής σου, πεθαίνεις και τότε καταλαβαίνεις γιατί έζησες. Κι επειδή δε θες να το αποδεχτείς αυτό, βρίσκεσαι, αγκαλιάζεσαι με το άλλο πρόσωπο: “This time we’re getting closer/ and our embraces ignite the air”. Υπάρχει μόνον η αγάπη για να αποφύγεις το τέλος. Ή μάλλον, όχι να το αποφύγεις αλλά να το αλλάξεις, να το πας κάπου αλλού... μέσα από την αγάπη.
Οι Anti Troppau Council πότε περίπου ξεκινάνε;
Η μπάντα ξεκινάει λίγο πιο πριν από μένα, δηλαδή ξεκίνησε χοντρικά... μέσα του ’83; Με μια κοπέλα, τη Νάνσυ, που τραγουδούσε. Η Νάνσυ είναι θρυλικό πανκιό της Αθήνας τότε... τέλος πάντων, ήτανε, πλέον έχει πεθάνει. Όπου για κάποιο λόγο δεν τα βρήκανε με τους υπόλοιπους, εντάξει, ήτανε και η Νάνσυ, έτσι, αδάμαστος χαρακτήρας. Και βρήκαν εμένα, ο οποίος ήμουνα ένας περίεργος τύπος που κυκλοφορούσε, με είδανε έτσι... που με πετάγανε απ’ τα μαγαζιά κάθε βράδυ πιωμένο κι όλα αυτά, κι εγώ κυλιόμουνα ας πούμε στο πεζοδρόμιο, και λένε «Αυτός ο τύπος για να είναι έτσι κάτι έχει να πει, οπότε να τον πάρουμε να τραγουδήσει». [γέλια] Και αρχίσαμε και παίζαμε, μέσα στη βδομάδα, σε δέκα μέρες, παίξαμε το πρώτο λάιβ. Σε μια μεγάλη συναυλία στην ΑΣΟΕΕ, με τους Γενιά του Χάους, τους Αδιέξοδο, τους Last Drive, τους South of No North, εε... τους Captain Nefos, και το Σιδηρόπουλο. Ήτανε η πρώτη μεγάλη συναυλία που έγινε στην Αθήνα, και καπάκι μετά απ’ αυτό ξεκινάμε τον Πήγασο. Και τον ξεκινάμε εμείς ουσιαστικά, όπου γνώρισα τον Κουτσούμπα και του λέω βάλε κάνα συγκρότημα της προκοπής εδώ πέρα, όχι αυτές τις μαλακίες που παίζεις. [γέλια] Του είπαμε δηλαδή να βάλει λάιβ, και το πρώτο λάιβ ήμασταν εμείς, και μετά έφερε, του φέραμε, τους υπόλοιπους, Last Drive, Villa 21, Yell-O-Yell κλπ. Γιατί όλοι αυτοί δεν είχανε στέγη, κάνα χρόνο πριν είχε τελειώσει η ιστορία της Πλάκας όπου όλοι παίζανε στη Σοφίτα του Τριανταφυλλίδη, κι είχανε μείνει άστεγοι μέχρι να δημιουργηθούν τα Εξάρχεια.
‘Insanity’... Τι συνέβη μ’ αυτό το θέμα στα 80s, εγκλεισμό, ψυχιατρεία κτλ; Υπάρχει μία, πώς να το πω, αγωνία; που εκφράζουν οι μπάντες εκείνη την εποχή – κι όχι μόνο οι πανκ μπάντες, οι Stress ή οι Γενιά για παράδειγμα, αλλά και οι Mushrooms, οι Τρύπες, κάποια γκρουπ της Creep.
Ήταν περίεργη εποχή. Αυτά τα 80s ήταν περίεργη εποχή... [γελάει, μονολογώντας] Κατ’ αρχάς πολλοί από μας βρεθήκανε ή... παραλίγο να βρεθούν σε τέτοιες φάσεις, τρέλας, αποξένωσης, τις έχουμε ζήσει. “Pillaged with no cause in the chamber/ a wave swells, carries away everything”. Ναι, εδώ είναι η εικόνα κάποιου που είναι σ’ ένα τρελοκομείο ή κάπου εκεί, χωρίς να υπάρχει πραγματικός λόγος, και ξεσπάει σαν κύμα και τα παρασέρνει όλα. Αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει χρόνος, τα πάντα καταρρέουν μέσα του, γεμίζει με όνειρα, γίνεται βίαιος... Είναι σαν τη Φωλιά του Κούκου ας πούμε, να φανταστείς. Δεν είναι τυχαίο ότι τότε, ή λίγο πιο πριν τέλος πάντων, είχε βγει Η Φωλιά του Κούκου. Που ακριβώς είναι αυτή η ιστορία του εγκλεισμού – και πάντα, ξέρεις, ήταν εγκλεισμός υγιών ανθρώπων, επειδή ακριβώς δε συμβάδιζαν με κοινωνικές νόρμες. Ήτανε κάτι που... μας τάραζε.
Παρακάτω, το ‘In the City’;
Το ‘In the City’ είναι obvious νομίζω, δε χρειάζεται... Δεν είναι και δικό μου, οι στίχοι δεν είναι δικοί μου, είναι πιο παλιό κομμάτι, απ’ το πρώτο ρεπερτόριο της μπάντας. Μπορεί να είχα προσθέσει κάτι; Τέλος πάντων, δε θυμάμαι.
Πώς δουλεύατε ως γκρουπ, πώς γράφατε τραγούδια;
Κοίτα, έγραφα στίχους πάντα, ασχολιόμουνα με την ποίηση από πολύ μικρός, με την ποίηση και με τη ζωγραφική. Στην μπάντα, κάποια ποιήματά μου τα μετέφρασα και τα έκανα τραγούδια αλλά έγραφα και κατευθείαν στα αγγλικά. Και μετά συνήθως, εντάξει, είχα κάποιες ιδέες για το πώς θα έπρεπε να τραγουδηθούν, πώς να μπούνε μουσικές. Ή, αντίστροφη πορεία, ερχόντουσαν οι άλλοι με κάποια ριφ και πάνω εκεί προσαρμόζαμε τους στίχους. Είχα ένα τετράδιο με στίχους κι έλεγα τι έχουμε εδώ πέρα, τρία τέταρτα, μμμ... ας βάλουμε κάτι εδώ, ας βάλουμε κάτι εκεί, κόβαμε, ράβαμε – καλά, μη φανταστείς μία πολύ σοφιστικέ διαδικασία, έτσι; Κόβεις, ράβεις, κι ό,τι βγει, και μετά το δουλεύεις, προσθέτεις κάτι, πετάς κάτι άλλο, το κρατάς, το κρατάς στο ψυγείο, ξέρεις, όλη αυτή η περίεργη διαδικασία, πώς γεννιέται ένα τραγούδι. Είχαμε ένα στούντιο στα Πατήσια, όπου παίζαμε και με τους Last Drive μια εποχή. Φύγαμε απ’ το σπίτι του πρώτου μας ντράμερ του Άρη όπου κάναμε πρόβες στην αρχή, και πήγαμε στον Άγιο Νικόλα, κοντά στις γραμμές του τραίνου.
Οι Anti Troppau Council βασικά έτσι ξεκίνησαν, σαν συνοικιακή μπάντα απ’ τα Πατήσια. Όπου βρίσκουν εμένα, ο οποίος ήμουνα ο intellectual της φάσης ας πούμε, ήμουν από μια σχετικά αστική οικογένεια, είχα άλλες καταβολές... Και τους έβαλα και σε κάποια άλλα τριπ, άκουγα και την πιο πολλή μουσική τότε, δούλευα και σαν DJ. Γενικά, εγώ ήμουν από ένα άλλο ανέκδοτο ρε παιδί μου, ήμουνα πάρα πολύ ασυμβίβαστος, δεν μπορούσα να μπω σε κάποια πλαίσια... Ε, κι αυτό ο Ντρενογιάννης δεν μπορούσε να το δεχτεί, να το καταλάβει, πάντα ήταν σ’ ένα στυλ «Τι μου λέει αυτός τώρα;» Γι’ αυτό δεν ήμασταν και παρέα, είχα σχέση καλή με τον Τόλη το Μαραγκό αλλά με τον Ντρενογιάννη ποτέ δεν είχα σχέσεις ιδιαίτερες.
Κι από τα Κάτω Πατήσια πώς βρεθήκατε στην Κάτω Τούμπα για να ηχογραφήσετε το άλμπουμ;
Τότε υπήρχανε πάρα πολύ λίγα στούντιο στην Ελλάδα, τα οποία ήταν και πολύ ακριβά. Δηλαδή, δε συζητάμε, για να γράψεις δίσκο ήθελες ένα σκασμό λεφτά. Στην Αθήνα ας πούμε ήταν το 101 όπου είχαμε γράψει κάτι ντέμο, ήταν το Σιέρρα το οποίο όμως ήταν για τον Ανδριόπουλο και τον Ξαρχάκο, ήτανε κι ένα-δύο άλλα τα οποία όμως γράφανε λαϊκούς και ό,τι είχαμε ακούσει απ’ αυτούς ήτανε άθλιο. Δηλαδή άκουγες κι έλεγες πάει, αυτός θα με κρεμάσει ας πούμε. Εν τω μεταξύ ηχολήπτες ουσιαστικά δεν υπήρχανε, πηγαίναμε σε κάποιο στούντιο να γράψουμε και λέγαμε, μα πώς ακούγεται η κιθάρα έτσι; Ή τα ντραμς, τ’ είν’ αυτό εδώ πέρα, άδειασε όλος ο ήχος. Εμείς είχαμε μάθει να παίζουμε, είτε στις πρόβες είτε στα λάιβ, με δύο ενισχυτές και τα ντραμς ξερά, όπως βγαίνανε, τίποτ’ άλλο. Αυτό δεν ξέραμε πώς να το βγάλουμε στο στούντιο, και δεν υπήρχε και κανείς για να μας πει πώς να το κάνουμε. Οπότε ο μόνος που είχε στούντιο και είχε και μια σχετική νοοτροπία, ότι δε γράφουμεε... πώς το λένε, τον Καρρά, ήταν ο Παπάζογλου.
Πόσο καιρό είστε μαζί όταν μπαίνετε στο στούντιο;
Είμαστε ένα χρόνο και κάτι. Έχουμε αλλάξει ήδη δύο ντράμερ, μετά από τον Άρη πήραμε το Μάκη το Βρεττό από τους Captain Nefos που παίζαμε κάνα εξάμηνο, και μετά πήραμε τον Τάκη τον Κανέλλο. Φοβερή ιστορία, ο Τάκης ήταν συμμαθητής μου, ήταν ένας πάρα πολύ καλός κιθαρίστας, εξαιρετικός κιθαρίστας, αλλά κάποια στιγμή, βιοποριστικά, φεύγει από Ελλάδα και πάει και παίζει ντραμς σε κρουαζιερόπλοια στην Καραϊβική. Και τον βρίσκω τυχαία, στη φάση που έχει σταματήσει και δεν ξέρει τι να κάνει και ψάχνεται, και του λέω «Έλα να μας ακούσεις, κι άμα γουστάρεις έλα να παίξεις». Οπότε ουσιαστικά είμαστε το πρώτο σχήμα που παίζει ντραμς.
Τον θεωρώ από τους καλύτερους έλληνες ντράμερ, ανεξαρτήτως είδους. Δηλαδή όλη η μπάντα στο δίσκο βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο, τεχνικά. Πώς είχατε γράψει, είχατε γράψει λάιβ;
Είχαμε γράψει λάιβ και μετά κάποια overdubs, σόλα και τέτοια, αλλά λάιβ είχαμε γράψει... Ναι, δουλεύαμε, έτσι; Κάναμε κάθε δυο μέρες πρόβα, αν μη τι άλλο, μπορώ να το πω για όλους μας αυτό, ήμασταν δουλευταράδες, το είχαμε αυτό το κουσούρι, να δουλεύουμε πολύ σοβαρά για κάτι που μας ενδιαφέρει.
Τελευταίο τραγούδι στην πρώτη πλευρά, ‘A Way Out’.
Εδώ είναι η αγάπη για τη μουσική, που είναι a way out η μουσική, πάντα. “I’ve tried to love her but it’s not the right way”... Ταυτόχρονα αμφιβάλλω για μένα, αν αυτό που κάνω είναι ο σωστός τρόπος για να το κάνω. Το ‘A Way Out’ και κάποια άλλα κομμάτια που δεν μπήκαν στο δίσκο ανήκουν στο τρίτο ρεπερτόριο της μπάντας. Τα πρώτα κομμάτια ήτανε κυρίως πανκ, μετά υπήρχε το μεσαίο ρεπερτόριο όπου είχαμε και επιρροές από νιου γουέιβ, που άκουγαν τα παιδιά πιο πολύ. Αλλά το ‘A Way Out’ ήταν η γενική κατεύθυνση, χοντρικά, πού θέλουμε να πάμε μετά από ενάμιση χρόνο που είμαστε μαζί, και έχουμε βρει όχι τι παίζουμε αλλά πώς θέλουμε να παίξουμε. Κι αυτό ήταν κυρίως το αμερικάνικο πανκ, αλλά όχι Black Flag ας πούμε, περισσότερο Husker Du, Minutemen, Wipers.
Έχεις συγκρατήσει κάποιο περιστατικό από την ηχογράφηση, κάποια στιγμή που ήταν ξεχωριστή;
Ναι, κατ’ αρχάς πριν από την ηχογράφηση παίζουμε στο Mad, στην Αθήνα. Το Mad είχε φύγει από την Πλάκα και ξανάνοιξε κάποια στιγμή στη Συγγρού, και παίζουμε σαπόρτ στους Television Personalities – όπου βέβαια δεν έχουμε καμία σχέση, εμείς ήμασταν τότε raw power τελείως. Και την άλλη μέρα παίζουνε σαπόρτ, και πρώτη τους συναυλία στην Αθήνα νομίζω, οι Mushrooms. Οι οποίοι μαγεύουνε το κοινό, πραγματικά, κι ο Κουτσούμπας που τότε είχε αποφασίσει να κάνει και δισκογραφική – αυτός θα μας έστελνε την παράλλη να γράψουμε – καπαρώνει και τους Mushrooms για την επόμενη κυκλοφορία. Πάμε λοιπόν Θεσσαλονίκη και δεν μπορώ να γράψω, δεν έχω φωνή, γιατί κάναμε συνέχεια λάιβ και πρόβες για να είμαστε σε καλή κατάσταση, προπονημένοι, κι έχει κλείσει η φωνή μου. Κι ο Παπάζογλου μου δίνει σαρδελίτσες... στο λάδι [γέλια] κι αβγουλάκια, και μ’ έχει εκεί σε μια καρέκλα και μου λέει «Σώπα αγόρι μου, θα τραγουδήσεις, σώπα αγόρι μου, θα τραγουδήσεις». Και την τρίτη μέρα αφού έχουν γράψει όλοι, εγώ απλά είχα κάνει έναν οδηγό στην αρχή, ανοίγει λίγο η φωνή μου και γράφω. Η φωνή μου στο δίσκο δηλαδή δεν είναι η φωνή μου η κανονική, [γέλια] δεν την έπιασα τότε αλλά εντάξει, βγήκε. Respect πάντως στον Παπάζογλου, προσπάθησε πολύ, ίδρωσε ο άνθρωπος για να μας βγάλει ήχο – και με ελάχιστο budget – αλλά το κατάφερε.
Δεύτερη πλευρά, πρώτο τραγούδι: ‘I Believe’. Πώς περνάει ο Roky Erickson και οι Elevators στη φουρνιά των 80s; Γιατί υπάρχουν ως επιρροή και στους Villa 21, στους Mushrooms.
Είναι εποχή που έχει σκάσει στην Αθήνα ο πρώτος του δίσκος με τους Aliens, κι είμαστε κάποιοι λίγοι άνθρωποι που τον ακούμε κι έχουμε πάθει την πλάκα μας – γιατί πραγματικά είναι απίστευτος αυτός ο δίσκος, κι ήτανε και πολύ κοντά σ’ αυτό που θέλαμε να κάνουμε. Όπου μαζί με όλη τη μυθολογία των Elevators, είναι και η ιστορία του Ρόκι Έρικσον, που τον έφαγε η μαύρη μαρμάγκα τον κακομοίρη, [γέλια] έμεινε δέκα χρόνια στα τρελοκομεία και μετά βγήκε και είπε θα παίξω ξανά – ε, και μόνο αυτό φτάνει για να τον αγιοποιήσεις, έτσι; Συν για μένα, όλη η θεματολογία περί εξωγήινων – καλά, μη φανταστείς ότι είμαι κάνας τύπος που πιστεύει στα ούφο – αλλά τέλος πάντων, μου άρεσε αυτή η θεματολογία, με τους εξωγήινους που θα έρθουν να μας σώσουν, να μας ανοίξουν τα μάτια, να μας δείξουν άλλες διαστάσεις κτλ.
Αυτό ο Ντρενογιάννης το έχει πιάσει πολύ ωραία. Δηλαδή το σχηματάκι που παίζει μετά απ’ το δεύτερο ρεφραίν, τα σημεία που κολλάει σε μία νότα μού θυμίζουν... ραδιοσήματα απ’ το διάστημα, Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου φάση.
[γέλια] Καλά, είχε τις φλασιές του, σίγουρα, δε λέω ότι δεν είχε τις φλασιές του ο άνθρωπος. Ότι δεν τα βρίσκαμε είναι άλλη ιστορία... Πάντως το αγαπημένο μου είναι το επόμενο, το ‘Contract with the Devil’, το οποίο είναι κι από τα πρώτα τραγούδια που έφερα στο γκρουπ. Το ‘Contract’ είναι η εικόνα ενός τύπου που τά ’χει χάσει όλα, δεν τού ’χει μείνει τίποτα στη ζωή του, και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι ένα συμβόλαιο με το θάνατο για ν’ αρχίσει να ζει. «Προσπαθούσε ν’ αλλάξει τον κόσμο και πολεμούσε με τον εαυτό του»: αυτό είναι κάτι που το κάνω ακόμα, δυστυχώς. [γέλια] Ναι, είναι πολύ αγαπημένο. [γυρνάει σελίδα] Α, κι αυτό επίσης... “So I can change into a stone/ So I can change into your clone”. Αυτό είναι τελείως acid κομμάτι, τελείως acid! [‘Into the Seventh Sky’] Έχω ασχοληθεί, ακόμα ασχολούμαι, με τελετές έκστασης σε διάφορες θρησκείες, στο σαμανισμό, στην γκνάουα απ’ το Μαρόκο, στους δερβίσηδες, στα ζικρ. Τελετές έκστασης ή...προθρησκευτικές εμπειρίες, αν θέλεις να το πούμε αλλιώς. Υπάρχουν κάποιες εμπειρίες πριν αρχίσεις να νιώθεις ότι ταυτίζεσαι με το Θεό, κάποια στάδια στα οποία η πραγματικότητα αρχίζει να διαλύεται, αρχίζεις να χάνεις την πραγματικότητα, να χάνεις τον εαυτό σου – γιατί αυτό είναι απαραίτητη προϋπόθεση, αυτό είναι που συμβαίνει και με το θάνατο, όπου πεθαίνεις για να ενωθείς με το Θεό. Το τραγούδι το συγκεκριμένο είναι σαν προοίμιο των κατοπινών μου αναζητήσεων, early sketches ας πούμε, μιλάω για τεχνικές έκστασης εδώ πέρα. Που μαζί με τη μουσική, γιατί όλες αυτές οι τελετές πάντα συνοδεύονται από μουσική, θα σε οδηγήσουν να κάνεις το μπραφ και να ενωθείς με το Θεό, να απογειωθείς.
Απ’ το ‘Scream a Song’ τι θυμάσαι;
[κοιτάει τους στίχους, πίνει την τελευταία γουλιά καφέ] Είναι πολύ σπουδαίο που μιλάμε γι’ αυτά. Δίχως ίχνος κομπασμού, αλήθεια σ’ το λέω. Δηλαδή, που βρεθήκαμε και μιλάμε γι’ αυτά. Το ‘Scream a Song’... είναι διαχρονικά εγώ. Είναι αυτό που σου καταστέλλουνε, είναι η ελευθερία που σου καταστέλλουνε, και κάπως πρέπει να το πεις αυτό το πράγμα, κάπως έχεις την ανάγκη να βγεις και να φωνάξεις. Αν δε φωνάξεις την αλήθεια σου, αυτή που νιώθεις, τέλειωσες. Βγαίνεις δηλαδή έτσι, επιθετικά, για να υπερασπίσεις αυτό που είσαι, το δικαίωμα να παίξεις, το δικαίωμα να κάνεις αυτό που ξέρεις να κάνεις καλά. Ζητάς να σ’ αφήσουν να το κάνεις, ζητάς το δικαίωμα ρε πούστη. Εγώ ποτέ δεν ήθελα να είμαι ο ‘φρόντμαν’, δεν είμαι άνθρωπος που θέλει να ξεχωρίζει... Οπότε αυτό με βασάνιζε, δε μου ήταν οικείο να βρίσκομαι εκεί πάνω, όπου κάνεις και μαλακίες, κάνεις και παπαριές – γι’ αυτό κάποιες φορές τις έκανα κι επίτηδες. [γέλια] Δεν ήθελα να είμαι εκεί πάνω, όχι, αυτή είναι και η ουσία του πανκ, ότι είσαι ένας από τους κάτω, δεν είσαι αντικείμενο λατρείας. Αυτό ίσα ίσα είναι που θέλεις να σκοτώσεις. Εμείς δεν ανεβαίναμε για να παίξουμε ροκ εν ρολ, εμείς ανεβαίναμε για να σκοτώσουμε το ροκ εν ρολ. Ήμασταν η σφαίρα που θα σκότωνε το ροκ εν ρολ, κι όλη αυτή τη νοοτροπία του ναρκισσισμού, όλο αυτό το ψεύτικο που υπήρχε, θέλαμε να τη χαλάσουμε αυτή τη βιτρίνα. Ένα άτομο που εκτιμούσα απεριόριστα γι’ αυτό ήταν ο Ποθουλάκης. Ήτανε πάρα πολύ χαμηλών τόνων, ένας πολύ ήπιος άνθρωπος. Αλλά στα λάιβ βγαίναμε... σαν τίγρεις, σαν τα λιοντάρια βγαίναμε.
Μίλα μου λίγο ακόμα γι’ αυτό, ότι ήθελες να είσαι ένας από τους κάτω. Ποια ήταν η σχέση σας με τον κόσμο στα λάιβ;
Εγώ πάντα στα λάιβ ήθελα ν’ απογειωθώ και ν’ απογειώσω και τον κόσμο. Το Bird το έχεις δει; Ήταν αυτό ακριβώς, αυτό το μαγικό πράγμα, αυτή η χημική αντίδραση που ο ένας τους παίρνει όλους και τους ανεβάζει. Κοίτα, το κοινό ας πούμε στην Ελλάδα, τουλάχιστον τότε, αλλά και διαχρονικά πιστεύω ότι... Θα σου κάνω μία κοινωνιολογική παραπομπή. Όσο κι αν έχει παρεξηγηθεί αυτό, πιστεύω ότι οι έλληνες το έχουμε. Είμαστε γκρινιάρηδες, μαλάκες, μίζεροι, αλλά από την άλλη στον ίδιο άνθρωπο συνυπάρχει η μεγαλοσύνη, η γενναιοδωρία, η... αποδοχή του άλλου. Που σημαίνει ότι το ίδιο άτομο που θα σε κράξει, όταν καταλάβει ότι εσύ εκεί επάνω δεν είσαι μαλάκας, θα σε κάνει θεό. Θα μου πεις, δύο άκρα, είναι ακραία η φάση, [γέλια] αλλά αυτό από την άλλη είναι μεγαλειώδες, έτσι; Ένας εγγλέζος ή ένας αμερικάνος θα λειτουργήσει με στεγανά, του στυλ ποιο είναι της μόδας ή τι έγραψε ο τάδε μουσικοκριτικός. Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι ακόμα χάος, μιλάμε για χώρα του χάους κυριολεκτικά. [γέλια] Δηλαδή όταν οι αρχαίοι έλεγαν πως η Δήλος είναι ο ομφαλός της γης, αυτό ακριβώς εννοούσαν – στον ομφαλό της γης υπάρχει το χάος. Που σημαίνει ότι αυτό το αντιμετωπίζεις και σε πρώτο πλάνο στη σκηνή, και κυρίως στη σκηνή, όπου όλα μεγεθύνονται. Γιατί μεγεθύνεσαι εσύ, ουσιαστικά αυτό είναι η σκηνή, μεγεθύνεις τον εαυτό σου... αλλά μεγεθύνεται κι ο άλλος από κάτω. Ο οποίος στην Ελλάδα δεν μπορεί, θέλει νά ’χει και ρόλο, θέλει νά ’χει και άποψη, θέλει νά ’χει... και εξέδρα ρε παιδί μου, χουλιγκάνος, παοκτζής, πώς το λένε, αρειανός, κατάλαβες;! [γέλια]
Θυμάμαι δηλαδή, παίζουμε στο Άλσος σαπόρτ στους Dream Syndicate, όπου ανεβαίνουμε και κάνουμε ένα εκπληκτικό λάιβ, παίρνουμε κεφάλια κανονικά. Εγώ βγαίνω στο χύμα, όπου όλοι λένε «Ο τύπος είναι μέσα στα ναρκωτικά, είναι καμένος, πάει, τελείωσε» – εγώ εν τω μεταξύ ποτέ δεν έπαιρνα ναρκωτικά και το θεωρώ μεγάλη μαλακία αλλά, εντάξει, άλλη συζήτηση. Και κάποια στιγμή σπάω τη βάση για το μικρόφωνο, τη σπάω στα δύο ας πούμε, και πετάω τα κομμάτια στον κόσμο. Ορμάνε δυο σεκιουριτάδες να μου την πέσουν, να με πλακώσουν, και είναι ο Ντρενογιάννης – προς τιμήν του – και πιάνει τον έναν και του χώνει μια κιθαριά στην κοιλιά, [γέλια] και τον άλλο τον πιάνει το κοινό απ’ τα πόδια και τον τραβάνε κάτω – σου μιλάω για τέτοιες ιστορίες! Μας κόβουνε τον ήχο, πέφτουν όλοι επάνω στην κονσόλα να τους φάνε και γίνεται το έλα να δεις, εμείς εν τω μεταξύ συνεχίζουμε να παίζουμε, μέχρι που καίγεται τελικά το PA, τα κάψαμε όλα, δεν έμεινε τίποτα. Πάνε να παίξουν οι Dream Syndicate και βγαίνουν με τα μόνιτορ, δεν υπήρχαν ηχεία, γυρίσανε τα μόνιτορ στο κοινό. Ε, ήτανε τέσσερις-πέντε χιλιάδες κόσμος εκεί πέρα, κανείς δε μας είπε, ξέρεις, «Μαλάκες, τι κάνατε, τα κάψατε» κτλ. Όλ’ αυτά βέβαια γίνανε μετά απ’ το δίσκο όπου έχουμε ξεφύγει τελείως, είμαστε... έξαλλοι. Δηλαδή δεν μπορούσαν να μας πούνε και τίποτα, γιατί είχαμε φτάσει σ’ ένα σημείο που μας έβλεπαν κι έλεγαν «Τ’ είν’ αυτό;! Ουάου».
Τι γίνεται λοιπόν μετά απ’ το A Way Out; Κατ’ αρχάς υπήρχαν τραγούδια που δεν μπήκαν στο άλμπουμ;
Ναι, υπήρχαν τραγούδια που δεν μπήκαν, βασικά το περισσότερο υλικό γράφτηκε αμέσως μετά. Το οποίο ήταν υλικό για ολόκληρο δίσκο που εγώ ευελπιστούσα ότι θα ήταν breakthrough. Breakthrough, το οποίο δε θα ήταν μονάχα για μας ας πούμε, θα ήταν για ολόκληρη τη σκηνή, θέλαμε ν’ ανεβάσουμε standards, να πάρουμε και τους υπόλοιπους μαζί μας. Υπήρχαν πάρα πολύ μεγάλες δυνατότητες τότε, υπήρχε μια ολόκληρη νεολαία στην Ελλάδα έτοιμη να κάνει το μπραφ. Κι αυτό το μπραφ δεν έγινε ποτέ. Και δεν έγινε για συγκεκριμένους λόγους. Μετά από τη μεταπολίτευση, όσοι ήρθαν στην εξουσία ήθελαν να οδηγήσουν την Ελλάδα σ’ ένα συγκεκριμένο μονοπάτι... το οποίο μας έβγαλε εδώ που είμαστε σήμερα, έτσι; Και σίγουρα δεν ήθελαν έναν καλλιτεχνικό ξεσηκωμό που θα μπορούσε να οδηγήσει αλλού τα πράγματα. Δεν είχαν λογαριάσει, τα συγκεκριμένα κέντρα εξουσίας δεν είχαν λογαριάσει την ύπαρξη μιας τέτοιας σκηνής, και γι’ αυτό φρόντισαν να την υπονομεύσουν, ύπουλα, από τα μέσα, με ναρκωτικά, με ιδεολογίες κτλ.
Αυτή είναι μία γενικότερη πολιτική στην Ελλάδα, το πού θέλουν να κατευθύνουν τον κόσμο ας πούμε. Δε χρειάζεται ο έλληνας να έχει και πολλή πνευματικότητα, δε χρειάζεται να έχει και πολλή ετοιμότητα, εντάξει, ζώο τον θέλουμε, ζώο θα τον έχουμε. Οπότε και τότε ο στόχος δεν ήταν μόνο μια μουσική σκηνή, ήταν ευρύτερα να χτυπηθεί οποιοδήποτε νεολαιίστικο κίνημα είχε τάσεις αυτονομίας, αυτοοργάνωσης κτλ. Τάσεις ανεξαρτητοποίησης από τις παλιές δομές – γιατί για τέτοια πράματα μιλάμε, έτσι; Εμείς θέλουμε να δημιουργήσουμε καινούριες δομές, δε μας κάνουν οι δικές σας... Οπότε... Πάρτε πρέζα, πάρτε, πάρτε! Αυτοί οι μηχανισμοί ελέγχου υπάρχουν ζωντανοί, ζωντανότατοι ακόμα στην Ελλάδα. Μάλιστα όχι μόνο ζωντανοί, αλλά τώρα δουλεύουνε full-time για να κρατήσουνε το λαό ζαλισμένο και να μην αντιδράσει, μ’ αυτά που του συμβαίνουνε.
Πάντως, αν το καλοσκεφτείς η σκηνή του ’80 κερδισμένη είναι. Δημιουργικά, καλλιτεχνικά ας πούμε ρε Βασίλη, δεν είναι κερδισμένη; Πότε άλλοτε υπήρξε underground στην Ελλάδα που είχε κάποια συνοχή, και που άφησε πίσω του και μια κληρονομιά, άλμπουμ, φανζίν κτλ;
Ναι, υπό αυτή την έννοια, εντάξει, αλλά... θα μπορούσε να δώσει πολύ περισσότερα πράματα. Είχε άπειρες δυνατότητες αυτή η σκηνή. Και αυτά που έμειναν είναι το 1/100 από αυτό που θα μπορούσε να δοθεί, να προσφερθεί. Ένα ψήγμα, μια μυρωδιά.
Εντάξει, είναι το πολύ απλό που είπες πριν, πώς βγαίνατε λάιβ και τι βγήκε στην ηχογράφηση. Αυτό που μένει είναι πάντα κάτι λιγότερο απ’ ό,τι υπήρξε.
Πολύ λιγότερο, πολύ λιγότερο. Εγώ πραγματικά ήθελα να προχωρήσουμε το γκρουπ, να κάνουμε πολύ περισσότερη δουλειά και ν’ αφιερωθούμε σ’ αυτό. Αλλά ο Ντρενογιάννης είπε, εντάξει, εγώ μ’ αυτούς δεν τα βρίσκω – γιατί δεν ήμουνα μόνο εγώ, ήταν κι ο Κανέλλος στη μέση – και προτίμησε να αποχωρήσει. Αυτή είναι η δικιά μου εκδοχή βέβαια, τα είχα πει και στον Μπάμπη. Εμένα μ’ ενδιέφερε να προχωρήσει η μπάντα, είχε όλα τα φόντα, δεν έγινε. Και σου λέω, δεν ήταν μονάχα για μας, το ζήτημα ήταν να βγει μια μπάντα μπροστά και να τραβήξει μαζί της και τους υπόλοιπους. Να πήγαινε δηλαδή σε άλλο level η ιστορία με την ελληνική σκηνή. Και οι όποιες υποδομές ας πούμε είχαμε φτιάξει, να έμεναν και για τους επόμενους, έτσι; Να έμενε κάποια μαγιά, πώς το λένε; Να μη χρειάζεται κάθε καινούρια μπάντα να ξεκινάει απ’ το μηδέν, να μην έχει ένα stage για να βγει να παίξει, να μην έχει μηχανήματα για να παίξει. Εκεί ήταν το ζήτημα, το στοίχημα ας πούμε. Και για μένα αυτό το ζήτημα είναι ακόμα ανοιχτό: μία σκηνή που να μην απευθύνεται σε μια μικρή κοινότητα, μία σκηνή που να βρει τον τρόπο να μιλήσει στην κοινωνία, στον κόσμο παραέξω.
(Επόμενο εντούρο, λογικά το Σεπτέμβρη. Μείνετε συντονισμένοι για πολλές – υπαρξιακές – εκπλήξεις)