Scene but not Herd #9

A Toast to Hedonism

Το εξαιρετικό LP των Million Hollers, ένα χρόνο μετά: μια ανακεφαλαίωση, μια αφιέρωση, μια πρόποση. Του Γιάννη Πολύζου

Million HollersΠω πω, καιρό είχα να κάνω headbanging. Χωρίς πλάκα, τέτοιο χαμήλωμα κι ανέβασμα και τελικά απογείωση με τα όβερντραϊβ στα κόκκινα, δε θυμάμαι πότε (και αν) έχω ξανακούσει. Ο λόγος για το ‘Like a Wolf’, το τραγούδι που ανοίγει το πρώτο LP των Million Hollers. Είναι πολύ μελετημένο αυτό το σημείο, μ’ αυτό το “Is this the end of the road? Or am I dreaming? I’m dreamiiiing...” Βέβαια, ολόκληρο το κομμάτι είναι φουλ μελετημένο. Αρκεί π.χ. να σκεφτείς τα γυρίσματα στο τέλος κάθε στροφής, που μοιάζει να συμπυκνώνουν ένα έτσι κι αλλιώς σφιχτοδεμένο groove, επιπέδου Zeppelin και άνω. Όμως εδώ η Λαμπρινή, ο Γιάννης κι ο Δημήτρης έβαλαν πραγματικά όλη την τέχνη τους. Γιατί οι δυναμικές είναι μπάσταρδο πράμα. Θέλω να πω, οποιοσδήποτε μπορεί ν’ ανοιγοκλείνει πετάλια για να κάνει quiet/loud φάση. Αλλά για να φτιάξεις ένα σημείο που πέφτει μα δεν πέφτει κιόλας, που σε κρατάει σε ένταση ενώ είναι το χαμηλό μέρος του τραγουδιού, ε, θέλει ταλέντο, θέλει μαστοριά, πώς να το κάνουμε. Κι ωστόσο δίνει την εντύπωση του φυσικού, του αυθόρμητου. Και για πλάκα σε πιάνει ανυποψίαστο, εκεί που γουστάρεις και ψευτοκουνάς το κεφάλι – κι όχι μόνο στην πρώτη ακρόαση. Να πω ότι η Λαμπρινή βγάζει «συναίσθημα» εδώ πέρα, λίγο θα είναι. Μου φαίνεται πάντως πως το συγκεκριμένο τραγούδι τής πήγε, της ταίριαξε ας πούμε πιο πολύ απ’ τα υπόλοιπα. Όπως και το ‘Wreck’ λίγο αργότερα. Λες και βγήκε σ’ αυτά τα δύο κάτι... μεταφυσικό, μια μαγεία που δε θέλω να την ψάξω και πολύ για να μην τη χαλάσω. Κρατώ και το πρώτο δίστιχο του ρεφρέν, σαν φυλαχτό, σαν ματωμένο ενθύμιο, σαν μια τρύπια δεκάρα τέλος πάντων. Το ‘Like a Wolf’ τ’ ακούω τουλάχιστον δυο φορές όταν βάζω το άλμπουμ. Και πάντα δυνατά.

Million HollersΤώρα θα μου πεις, ξανά-μανά εγκώμιο για το ‘Like a Wolf’ ρε φίλε, έπειτα απ’ όσα έγραψες στο Scene But Not Herd #3; Ε ναι, ξανά-μανά, γιατί όχι; Αφενός έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε. Αφετέρου τούτη εδώ η εξαιρετική, τελειωμένη εκδοχή του με αναγκάζει κατά κάποιο τρόπο να μιλήσω άλλη μια φόρα γι’ αυτό. Όπως εξάλλου με αναγκάζει συνολικά το άλμπουμ να δοκιμάσω να γράψω review μετά από... δέκα χρόνια (χωρίς υπερβολή εν προκειμένω, η τελευταία μου κριτική εδώ, για το He Gets Me High των Dum Dum Girls, έχει ημερομηνία 19/05/11). Γιατί θεωρώ ότι το A Toast to Hedonism δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να περάσει στα αζήτητα, ενδεχόμενο αρκετά πιθανό τώρα που το γκρουπ έχει διαλυθεί. Και για να ρισκάρω μια υπερβολική δήλωση (σιγά μην έχανα), γιατί επιπλέον πιστεύω πως αυτή η κυκλοφορία θα έπρεπε ν’ ανεβάσει τα στάνταρ της ελληνικής δισκογραφίας. Να την ακούν όλες οι μπάντες και να λένε «Τέτοιο άλμπουμ θα γράψουμε κι εμείς». Αν θα καταφέρω βέβαια να σας πείσω για τις αρετές της, άλλη ιστορία. Είναι κι ένας από τους λόγους που έπαψα να γράφω κριτικές (ποιος νοιάζεται για τη γνώμη μου στο κάτω κάτω;). Αλλά τώρα... την έκανα τη μαλακία. Πω ρε φίλε, κι είμαι κι απροπόνητος.

Million HollersΗ μετάβαση στο ‘Trophies’ είναι αβίαστη κι ωραία, όπως και η ροή του LP γενικότερα. Μου δίνει την εντύπωση ότι ακούω ένα μεγάλο τραγούδι σε συνέχειες, ένα κόνσεπτ άλμπουμ κι ας μη μας συστήνεται έτσι. Πολλοί οι λόγοι για να χαζέψεις και στο ‘Trophies’, τα σλάιντ οπωσδήποτε (έξτρα μπράβο για τη μίξη σ’ αυτό το σημείο, η οποία δε σ’ αφήνει να κολλήσεις στα πήγαιν’ έλα στην ταστιέρα), αλλά και το «Α-α-α» της Λαμπρινής πάνω στο fill του Δημήτρη, πριν απ’ την τρίτη στροφή. Τι άλλο να γράψω για τον Οικονόμου, έχει... το γκρουβ του Μίδα ο τρελός. Τηρουμένων των αναλογιών, μεταμόρφωσε τους Hollers όπως μια φορά κι έναν καιρό ο Ήλιος τους Πίσσα και Πούπουλα. Οπότε... ας παινέψω το Θανάση Τζίνγκοβιτς καλύτερα, τον άλλο τρελό, πίσω απ’ την κονσόλα. Υπάρχει λοιπόν μια ‘homey’ αίσθηση σ’ αυτά τα τραγούδια, που πιθανολογώ πως είναι δικό του επίτευγμα. Χρειάζεται νομίζω να είσαι κιθαρίστας για να βγάλεις τέτοιες κιθάρες. Και γενικότερα το γρέζο, τη ζεστή βραχνάδα ας πούμε που χρωματίζει τα πάντα, ακόμη και τα τύμπανα. Κατά τ’ άλλα, σημαντικό ρόλο πρέπει να έπαιξε και το γεγονός ότι ο Θανάσης είναι φίλος με την μπάντα. Δεν ξέρω πώς, μα κάθε φορά που ακούω το A Toast μοιάζει να ξεδιπλώνεται μπροστά μου κι η διαδικασία της ηχογράφησής του. Πραγματικά, είναι σαν ν’ ακούμε μια παρέα καθώς φτιάχνει ένα άλμπουμ που θα της άρεσε ν’ ακούει.

Million HollersΦτιαγμένο με τα χεράκια τους δηλαδή, με μεράκι (χα-χα! εντάξει, σόρι), ένα LP όπου δεν υπάρχει νότα ή ήχος που να μην τους έχουν δώσει ξεχωριστή φροντίδα. Κι όπου ταυτόχρονα τίποτα δεν είναι περιττό. Έχει σημασία αυτό, ότι δεν είναι φορτωμένο ενώ έχει γίνει τόση δουλειά σ’ ό,τι αφορά τις λεπτομέρειες. Με μόνη εξαίρεση ίσως, τα delay και τα βάθια στο ομώνυμο κομμάτι; Δεν ξέρω, σαν να βγήκε λίγο... εχμ, Van Halen το συγκεκριμένο τεμάχιο. Με χαροποιεί πάντως το γεγονός ότι τραγούδια που γράφτηκαν με τόσο κόπο, ηχογραφήθηκαν και με ανάλογη αφοσίωση. Ως ερασιτέχνης κιθαρίστας δε (βάζει κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες που -όντως- λεν και στο χωριό μ’), μπορώ να πω ότι ζηλεύω και λιγάκι, ακούγοντας παρόμοια καλογραμμένες κιθάρες. Μα και κιθάρες που, κατά τ’ άλλα, τις έχουν «χειριστεί» ωραία. Κι όταν μιλάω για χειρισμό εννοώ τη μεταχείριση του οργάνου, της κιθάρας ως μέσου ας πούμε, ανεξάρτητα από τεχνική ή εκτελέσεις. Πού θα κάνεις feedback για παράδειγμα, με ποιον τρόπο, θά ’ναι μέρος του θέματος που παίζεις κι όχι απλώς ένας αδέξιος θόρυβος; Κι έπειτα μπορεί αυτό το feedback να σημαίνει κάτι, να προξενεί κάποιο συναίσθημα, να υπάρχει λόγος ρε παιδί μου που το κάνεις και να μην είναι φασαρία για τη φασαρία; Ε εντάξει, ακούω και γουστάρω και λέω «Α ρε πούστη, να μπορούσα κι εγώ...». «Ζηλεύω» δηλαδή που έγραψα πιο πάνω, στην πραγματικότητα σημαίνει «θαυμάζω», κι η αλήθεια είναι ότι με την ερημιά που έχει επικρατήσει στη ροκ σκηνή τελευταία, ένα γκρουπ να «γίνει», να κάνει επιτυχία ας πούμε, και θά ’πρεπε όλοι να είμαστε πανευτυχείς (Βέβαια τι σημαίνει επιτυχία στη χώρα μας, και δη στο χώρο της μουσικής, άλλη συζήτηση. Όπως και το ζήτημα αν έπρεπε οι Hollers, με δεδομένο και τον αγγλικό στίχο, να είχαν μεταναστεύσει προ πολλού. Σε άλλο πλανήτη).

Million HollersΝαι, αυτό είναι, βάζεις ακουστικά και βουτάς μες στις κιθάρες, τις παραμορφώσεις και τις εφεδιές, πλαφ!, αυτή την αίσθηση καταβύθισης έχει και το ‘Wreck’, σαν να χάνεσαι σ’ ένα όνειρο, θα το πω και τριπ κι ας φανεί μαλακία ή κλισέ ή ό,τι άλλο. Είναι και τα σβησίματά του, που έρχονται γύρω στα τρεισήμισι λεπτά και που μου μοιάζουν έτσι, ονειρικά κι ονειρεμένα. Γλιστράς σ’ αυτά τα fade, προς τα κάτω, προς τα πάνω, άγνωστο για πού, αλλά με μια αίσθηση ανακούφισης, μια αίσθηση ελαφρότητας. Και πάντα γνωρίζοντας ότι βρίσκεσαι σε καλά χέρια. Μου θυμίζουν Motorpsycho εδώ πέρα οι Hollers, ευχάριστος συνειρμός, τ’ αριστοτεχνικά ψιθυρίσματα του Blissard. Και γουστάρω φουλ που η φάση ολόκληρου του άλμπουμ είναι wreck ας πούμε, αλλά δε γίνομαι ερείπιο όταν τ’ ακούω, ίσα ίσα το αντίθετο συμβαίνει. Δηλαδή ο δίσκος θα μπορούσε να λέγεται κι έτσι αλλά ναι, δηλαδή όχι, τώρα που το σκέφτομαι, “Million Hollers - Wreck” δε θά ’λεγε και τόσο. Πάντως το “A Toast to Hedonism” ως τίτλος δε μ’ αρέσει καθόλου ρε γαμώτο, ίσως είναι το μόνο ψεγάδι που βρίσκω. “A Toast to Hedonism”. Σαν να λέμε, «Μοιρολόι για το Πένθος». Ή, ξέρω ’γώ, πάνω στο προφιτερόλ μου βάλτε κι έναν μπακλαβά (πλάκα πλάκα, τα τελευταία χρόνια παίζουν μελομακάρονα με σοκολάτα, wtf?). Ναι, ακόμα κι αν είναι ειρωνικός, δεν ξέρω, μου φαίνεται έτσι, ταυτολογία ρε παιδί μου, και πλεονασμός κι όλα τα σχήματα τα καθ’ υπερβολήν. «Μπακλαβά» όμως είπα και θυμήθηκα: ‘Blues for Backlash’!

Million HollersΑλλά όχι, δε θα μιλήσω ακόμα για την «Εκδίκηση της Μπλουζιάς». Αντ’ αυτού θα το αποδομήσω λίγο τα πρέκια, και θα κάνω μια παρέκβαση περί μουσικοκριτικής. Λοιπόν, το πρόβλημά μου κατ’ αρχήν με τα reviews: όσο ενημερωμένα, τεκμηριωμένα, φιλοσοφημένα κτλ κι αν είναι, αφετηρία και κατάληξή τους παραμένει αναπόφευκτα το «Μ’ αρέσει/ Δε μ’ αρέσει». Και ΟΚ, εννοείται, δικαίωμα του καθενός είναι νά ’χει τις προτιμήσεις του αλλά... ποιον ενδιαφέρουν αυτές οι προτιμήσεις στην τελική; Θέλω να πω, υπάρχει κοινώς αποδεκτή αισθητική; Εμένα φερ’ ειπείν, αφού το πήγα γαστριμαργικώς, μ’ αρέσει η κάππαρη. Άλλος δε θέλει να τη δει ούτε στο βαζάκι. Όσο για την «αντικειμενικότητα», καλά, τα λέγαμε. Η αντικειμενικότητα είναι μόνο ένα λήμμα στα λεξικά και τις εγκυκλοπαίδειες, πραγματικά απορώ για ποιο λόγο την επινόησε ο άνθρωπος (ποιος μάλαξ;). Έπειτα είναι κι η ευκολία με την οποία μπορείς να γράψεις πλέον. Μόνη προϋπόθεση, να έχεις έναν υπολογιστή και μία σύνδεση. Κι όλα στα γρήγορα, όλα στο πόδι, όλα μισοχωνεμένα. Πώς να προκύψει κριτική με συνέχεια, με συνοχή, με συνέπεια; Πώς να υπάρξει ένα σχέδιο, κάποιου είδους στρατηγική, ώστε να διατυπωθούν απόψεις συστηματοποιημένες, απόψεις που θα μπορούσε να γίνουν αφορμές για διάλογο, να μας κάνουν πιο συνειδητούς ακροατές, να κινητοποιήσουν πρόσωπα και καταστάσεις; Θα μου πεις πού όλ’ αυτά, στην Ελλαδίτσα; Με το προπονητηλίκι που μας δέρνει; Καλά, Τα Λέγαμε 2: Η Σάγκα Συνεχίζεται. Η πλάκα στο μεταξύ είναι ότι μόνο με την έρμη τη μουσική τη βλέπουν όλοι Γκρέιλ Μάρκους και... Γιώργος Θεοφάνους. Σε καμιά γκαλερί, σε κάνα θέατρο, οι ίδιοι άνθρωποι θα κοιτούσαν το ταβάνι, να πιάσουν τα υψηλά νοήματα. Μα εν πάση περιπτώσει, και για να τελειώνουμε: είτε μας αρέσει είτε όχι, η τρέχουσα ιντερνετική πραγματικότητα (δηλαδή, η πραγματικότητα) ουσιαστικά έχει καταργήσει την όποια ανάγκη υπήρχε για μουσικοκριτική. Τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα είναι διαθέσιμα για ακρόαση online. Γιατί να μπεις στον κόπο να διαβάσεις ένα review;

Million Hollers‘Blues for Backlash’ (δικέ μου, τα κατάφερα!): Ε λοιπόν, κάθε φορά που ακούω αυτό το τραγούδι ξυπνάει μέσα μου η επιθυμία, η λαχτάρα, η τρέλα που λέει ο λόγος, να πάρω τους δρόμους. Θυμάμαι κάτι... δεκάωρες πεζοπορίες σε Παρίσια, Βερολίνα, Βαρκελώνες κι αναρωτιέμαι πού στο διάλο πήγαν όλ’ αυτά, εντάξει, δε μου φταίνε τα λοκντάουν, ήταν ήδη αναμνήσεις από χρόνια, απλώς τώρα, με το πήξιμο πού ’χουμε φάει, μου φαίνονται έτσι, φαντασμαγορία μιας άλλης εποχής, λες και συνέβησαν πολύ παλιά, πολύ μακριά, κι όχι σε μένα τέλος πάντων. Ναι, να πάρω τους δρόμους, να χαθώ βασικά, σε μιαν άγνωστη πόλη, σ’ ένα καινούριο, ανεξερεύνητο σύμπαν, εκτός τόπου, εκτός χρόνου όπως ήμουν, είμαι και θα είμαι (ε ρε μάγκα, και πού ’ναι ο Πλούτο να μας τραγουδήσει για μιαν άγνωστη, δικιά του Σαλονίκη, “So I walk the streets at night/ pining for a bit of danger” και τα ρέστα;). Σκέφτομαι μια κουβέντα που μού ’χε πει η Λαμπρινή, σε κείνη τη συνέντευξη το ’18: «Σχεδόν πάντα γράφω όταν είμαι σε μέσα μεταφοράς, στο λεωφορείο, στο τρένο, δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή είναι μια λίγο νεκρή στιγμή του μυαλού, μπορεί ν’ αφήνεται πιο εύκολα στον ελεύθερο συνειρμό. Μα κι όταν περπατάω μπορεί να μου έρθει κάποια ιδέα». Το είχα συνδέσει τότε με τη χαρακτηριστική αίσθηση ρυθμού που έχουν τα τραγούδια των Hollers, ανεξαρτήτως τέμπο. Και μ’ όλη την παράδοση του ‘Hear My Train A Comin’ κτλ. Το ‘Backlash’ ίσως είναι το πιο γκρουβάτο ανάμεσά τους. Και σίγουρα το πιο «περιπατητικό». Από στιχουργικής πλευράς με πιάνει στο ρεφρέν, όπου αναρωτιέμαι τι σόι backlash είν’ αυτό, να θες να ξεκάνεις το συκώτι σου επειδή κάποιος ξηγιέται μαλακισμένα. Στο ρεφρέν εξάλλου φαντάζομαι πνευστά, δηλαδή μες στο κεφάλι μου τ’ ακούω κιόλας, θά ’ταν ωραία να έπαιζε ολόκληρη brass band και να γινόταν χαμός, όχι πως τώρα κάτι τέτοιο δε συμβαίνει αλλά anyway, για προπονητηλίκι δε λέγαμε; Ναι, κι ένα ρεφρέν ακόμη θα το ήθελα είν’ η αλήθεια, μυστήρια φάση πώς κλείνει το κομμάτι (αν και το σόλο του είναι απ’ τα πιο φλασαριστά), μυστήρια φάση πώς κλείνει το άλμπουμ γενικά.

Million HollersΝαι, μυστήρια φάση. Κατ’ αρχάς για ποιο λόγο το ‘Post-Lament’ είναι προτελευταίο και όχι τελευταίο τραγούδι; Έπειτα, ‘Millionth Holler’... Αλλά και στο μόλις-αναφερθέν προτελευταίο. Τι στίχοι είν’ αυτοί, γαμώ τον μπελά μου;! (π.χ: “Now I know how pathetic I’ve been/ but you stayed away and helped me out”) Προσπαθώ να θυμηθώ τι μου είχε απαντήσει η Λαμπρινή στην ερώτηση πώς είναι να τραγουδάς και να ξανατραγουδάς λόγια που έχεις γράψει για μια πικρή ερωτική ιστορία. Δε βρίσκω τίποτα στις σημειώσεις μου, κι ούτε πρόκειται βέβαια να ξανακούσω τρεις ώρες συνέντευξη για να εντοπίσω την απάντηση. Μα η αλήθεια είναι ότι προτιμώ να μείνει κι έτσι. Πιστεύω άλλωστε πως η ερμηνεία της σ’ αυτά τα τραγούδια – που αν τη συγκρίνεις με κείνη του εφτάϊντσου ή του EP, είναι περίπου σαν ν’ ακούς άλλη frontwoman – βγήκε μέσα απ’ αυτή την ιστορία. Συν τω χρόνω φυσικά, την εμπειρία που φέρνει το σανίδι, την εξοικείωση με το μικρόφωνο κοκ. Απ’ αυτή την άποψη δε νομίζω πως η καθυστέρηση της κυκλοφορίας του A Toast έβλαψε τους Hollers, όπως υποστήριξαν κάποιοι φίλοι σε σχετικές κουβέντες. Δε βγήκε μ’ άλλα λόγια στην ώρα του το LP και χάθηκε η στιγμή, η ευκαιρία. Η οποία ήταν πότε; Το ’16-’17. Χμ, ναι, αλλά για ποια ακριβώς ευκαιρία μιλάμε ρε παιδιά; Τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν οι Hollers, μ’ αυτό τον ήχο και με αγγλικό στίχο; Να βγουν σε πρωινάδικα; Να κονομήσουν από διαφημίσεις; Να γίνουν κιουρέιτορ ή, καλή ώρα, κριτές σε διαγωνισμούς ταλέντων; Εντάξει, ωραίες οι θεωρίες αλλά να στηρίζονται λίγο και σε εμπειρικά δεδομένα. Και τέλος πάντων, παρόμοιες συζητήσεις τις έχω σκυλοβαρεθεί. Δε βλέπω γιατί θα έπρεπε ν’ απασχολεί κάποιον καλλιτέχνη η ‘επιτυχία’, μ’ αυτούς ή με οποιουσδήποτε όρους. Κι ένα άλμπουμ Hollers σήμερα, είναι όσο επίκαιρο θα ήταν και πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια («Ε τώρα κι εσύ, ποστ ροκ... Ξεπερασμένο» όπως δήλωσε άλλος γνωστός σ’ ένα από τα τελευταία λάιβ, το Μάρτη του ’20. Όπου ο συγκεκριμένος τύπος έχει τατού Radio Birdman, μα τα γένια του Ρόκι Έρικσον!).

Million HollersΤελευταίες τριακόσιες λέξεις, τελευταία... χε-χε, ναι, τελευταία ευκαιρία να συμμαζέψω λιγάκι το μυαλό μου (rot). Βασικά το ροκ έχει πεθάνει, αν όχι κι η ‘μοντέρνα’ μουσική γενικότερα. Δε χρειάζεται να τα κουρδώσει ο Ίγκι ας πούμε, για να το πάρουμε απόφαση. Είτε μας αρέσει είτε όχι (εγκαίν), είναι τουλάχιστον μια δεκαετία που υπάρχουν μπάντες γιατί πρέπει να υπάρχουν, όπως συνεχίζουν να υπάρχουν εφημερίδες ή, ξέρω ’γώ, ποδοσφαιρικές ομάδες στην Ελλάδα. Το A Toast to Hedonism λοιπόν, σ’ αυτή τη ‘λάθος’ στιγμή που ήρθε, είναι για μένα ο πιο ταιριαστός επίλογος (επίλογος εξάλλου και κάποιων άλλων ιστοριών, των προσπαθειών μου να παίξω μουσική, των ψευδαισθήσεων ότι «νέοι είμαστε ακόμα», αλλά και μιας ολόκληρης εποχής που έκλεισε πρόσφατα με το χαμό ενός αδερφικού φίλου). Κι από την άλλη δεν ξέρω, ίσως επειδή είναι δημιούργημα κάποιων ανθρώπων που ζουν εδώ, στη γειτονιά μου, μισή ώρα απ’ το σπίτι μου που λέει ο λόγος, αυτή η κυκλοφορία, όσο κοινοτοπία κι αν φανεί, ήταν μια μεγάλη ανάσα μες στην καραντίνα. Όχι μόνο χάρη στο περιεχόμενό της μα και ως κίνηση, ως πρωτοβουλία. Που βρέθηκε δηλαδή μια παρέα ωραίων μουσικών, να παίξει κάτι άλλο απ’ το χαβά που παίζει κάθε μέρα στο μυαλό μου το... Ράδιο Δυστοπία. Γι’ αυτό μ’ αρέσει κι ο τίτλος τελικά (ή μήπως επειδή είμαι για τα πανηγύρια;-) Μια πρόποση, ναι. Ας κάνουμε μια πρόποση μες στα συντρίμμια. Το ‘Millionth Holler’, ένατο και τελευταίο τραγούδι, αυτό προτείνει με το «ανοιχτό» του κλείσιμο. Η αλήθεια είναι ότι περίμενα διαφορετικό τέλος σ’ ένα LP που ξεκίνησε τόσο δυνατά. Όμως το κομμάτι κόβεται απότομα, η τελευταία του νότα μένει μετέωρη, χωρίς να σβήσει ποτέ. Μα και κάπως έτσι, τα πράγματα γίνονται λιγότερο οριστικά. Όλα τέλειωσαν και όλα συνεχίζονται. Προς το παρόν, είπαμε, ας γιορτάσουμε. Κι αν μας αφήσουν, ξέρω ’γώ; Ας δούμε τι μπορούμε να χτίσουμε πάνω σ’ αυτά τα παρ’ ολίγον ερείπια.

Million HollersΚι άλλες εκατό για υστερόγραφο – και τέρμα: Αυτή η ιδέα του ανοιχτού κλεισίματος αφήνει κατά τ’ άλλα και μια μικρή πιθανότητα οι Hollers να ξαναπαίξουν. Ε ναι, τι διάλο, ένα τουλάχιστον λάιβ επιβάλλεται. Όχι για προώθηση του δίσκου ας πούμε ή κάνα χαζό reunion και τα ρέστα, όχι. Μια τελευταία συναυλία Hollers θα ήταν, πώς να το πω, μες στην ορθή τάξη των πραγμάτων, ιδίως τώρα που ο κόσμος έχει έρθει τα πάνω κάτω. Και εντάξει, δεν ξέρω τι δάκρυα θα είν’ αυτά, συγκίνησης, χαράς, νοσταλγίας, εκτόνωσης, συνειδητοποίησης, ευγνωμοσύνης, ακόμα και... αργοπορημένης στεναχώριας; Αλλά εκείνη τη βραδιά θα πέσει κλάμα.

ΥΓ. #2 (τον Κόβιντ μου μέσα): Κανονικό λάιβ εννοώ προφανώς, όχι τα τωρινά καραγκιοζλίκια. ΟΚ, you can’t put your arms around a memory, το ξέρω. Μα τέλος πάντων.

ΥΓ. #3 (Κόβιντ-φρι): Αν δεν έχεις γράψει δίσκο και δεν έχεις κάνει παιδί, δεν έχεις ζήσει τίποτα σε τούτη τη ζωή. Ψηεερσ!