Ρεύμα 102
Ισχυρές post-punk δονήσεις από τη Θεσσαλονίκη, για τη νέα στήλη του MiC. Καταγράφει ο Γιάννης Πολύζος
«Στο μυαλό μου είχα μια κατεύθυνση επηρεασμένος κυρίως από τα ελληνικά ’80s» λέει ο Αποστόλης Αδαμούδης, τραγουδιστής και κιθαρίστας των Ρεύμα 102. «Παίξαμε το “Κειμήλια” από Metro Decay για αρχή, ψήθηκαν κι οι υπόλοιποι και πήγε προς τα κει το έργο. Τώρα στην πορεία τι θα γίνει...ποιος ξέρει; Ο ελληνικός στίχος ήταν μονόδρομος πάντως, δεν έχω δοκιμάσει να γράψω στα αγγλικά, δε σκέφτομαι στα αγγλικά οπότε αυτό ήταν δεδομένο απ’ την αρχή». «Εγώ το περίμενα ότι θα πήγαινε κάπου προς τα κει» συμπληρώνει η Αρετή Μακρολειβαδίτη, που έχει αναλάβει τα πλήκτρα. «Γιατί και παλιότερα, σ’ ένα άλλο σχήμα που είχαμε, ελληνικά παίζαμε κυρίως. Μωρά στη Φωτιά, Τρύπες, Χάσμα λίγο αργότερα, κάνα Γκρόβερ άμα λάχει». «Panx Romana» ψιθυρίζει χαμογελώντας συνωμοτικά ο Αποστόλης, γιατί στην πρώτη μας συνάντηση είχα αναφέρει ότι δε μου αρέσουν οι παλαίμαχοι πάνκηδες απ’ την Αθήνα.
Έχει κάτι από Joey Ramone ο Αποστόλης, ψηλός, με δερμάτινο μπουφάν και τζιν σωλήνα. Παίζει με μια φτηνή κιθάρα, ένα πετάλι της πλάκας, μα το αποκορύφωμα είναι η θήκη του που χαλαρά πρέπει να την ψώνισε απ’ τα σκουπίδια. Μιλάει αργά, μαλακά, ακόμα κι όταν ενθουσιάζεται ο τόνος του δεν ανεβαίνει. Και παρόλο που επέλεξε να ερμηνεύσει ο ίδιος τους στίχους του είναι μάλλον ντροπαλός τύπος: όταν χαμογελάει συνήθως κοιτάει τα σταράκια του. Έχει αφήσει άλλωστε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην Αρετή, τα πλήκτρα της είναι που καθορίζουν τη φυσιογνωμία της μπάντας. Εκείνη πάλι, ακολουθεί σ’ αυτό το παιχνίδι χωρίς δεύτερη σκέψη. Και ταυτόχρονα, δίνει τη μεγαλύτερη ώθηση. Στα λάιβ τραγουδά όλους τους στίχους, χορεύει, γουστάρει - έχει μια περίεργη κίνηση, σα να ετοιμάζεται να εκραγεί και τελευταία στιγμή να κρατιέται. Κάτω απ’ το σανίδι ωστόσο μού φαίνεται πρακτικός άνθρωπος. Αυτή η εντύπωση ενισχύεται στις κουβέντες μας όπου μιλά γρήγορα αλλά συγκροτημένα, δίχως να φλυαρεί. Και πολυάσχολη ρε παιδί μου, όποτε βρισκόμαστε είναι διαρκώς με το ρολόι στο χέρι.
«Το πρώτο σχήμα το ξεκινήσαμε στη δευτέρα λυκείου, με άλλον μπασίστα» μου λέει έπειτα, «και κράτησε τρία-τέσσερα χρόνια. Δεν είχαμε τότε δικά μας τραγούδια, αν και προς το τέλος είχαμε βγάλει ένα, έτσι, λίγο στα χαμένα. Γύρω στο 2010 σταματήσαμε λόγω ανωτέρας βίας, σπουδές κτλ. Όμως όλο αυτόν τον καιρό υπήρχε η επιθυμία να ξαναπαίξουμε». «Οκτώβριο του ’15 κάναμε την πρώτη πρόβα ως Ρεύμα 102» συνεχίζει την αναδρομή ο Παντελής Τόμης, ο ντράμερ. «Συναντηθήκαμε τυχαία στο λεωφορείο με την Αρετή και της είπα ότι το συζητάμε με τον Αποστόλη. Και μετά από λίγο βρήκαμε το Χρήστο, η Αρετή τον έφερε στο σχήμα». «Συμμετείχαμε και οι δύο σε διάφορες θεατρικές ομάδες, έτσι γνωριστήκαμε» παίρνει μικρόφωνο ο Χρήστος Καλογριδάκης, «και κάποια στιγμή με ρώτησε αν ενδιαφέρομαι να παίξω μπάσο σε μια μπάντα. Και της είπα ναι με τη μία, χωρίς να ξέρω ποιοι και τι, την εμπιστεύθηκα». «Μαζί μας αποφάσισε να γίνει μπασίστας» διευκρινίζει η Αρετή. «Ναι, δεν είχα καν μπάσο, οι πρώτες πρόβες έγιναν με δανεικό μπάσο» προσθέτει ο Χρήστος. Κι ο Αποστόλης, πάλι χαμηλόφωνα, πονηρά: «Γράψ’ το αυτό, είναι πολύ πανκ».
Για κάποιον που έπιασε μπάσο πριν από ενάμιση χρόνο ο Χρήστος είναι εντυπωσιακός. Τις τρεις φορές που τους είδα λάιβ έπαιζε λες και το όργανο φτιάχτηκε γι’ αυτόν, χώρια που είχε φανταστικό tone. Μα έτσι κι αλλιώς δεν είναι ο τυπικός μπασίστας, με την έννοια ότι έχει πράγματα να πει. Και μάλιστα είναι ο μόνος που δοκιμάζει να θεωρητικοποιήσει ορισμένα στοιχεία της μουσικής τους. «Το τελικό σχήμα του κομματιού εξυπηρετεί την αρχική του ιδέα» απαντάει αποφθεγματικά στην ερώτηση πώς δουλεύουν τις συνθέσεις. Ο Παντελής από την άλλη, είναι ο τυπικός ντράμερ. Δηλαδή είναι Ο ΝΤΡΑΜΕΡ. Τα τύμπανα τον απασχολούν περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, όπως ένας μαθηματικός σκέφτεται συνεχώς τις πράξεις του, ένας μηχανικός τις βίδες και τα μπουλόνια του. Έχει περάσει πολλά χρόνια στο ωδείο κι αυτό φαίνεται, στο ντέμο για πλάκα τον μπερδεύεις με ντραμ μασίν. Και είναι πάντα χαμογελαστός πίσω από το σετ του. «Παίρνω θετική ενέργεια όταν παίζουμε» μου λέει έτσι απλά. «Μπορεί να πάμε για πρόβα και να είμαι ψόφιος, κι όταν τελειώσουμε να νιώθω εντελώς ξεκούραστος».
Προτού να τους δω ζωντανά είχα ακούσει επανειλημμένα το ντέμο τους, σχεδόν σίγουρος ότι πάνω στο σανίδι θ’ άλλαζαν τα δεδομένα - η ηχογράφηση μου φάνηκε λίγο άχρωμη είν’ η αλήθεια, χωρίς παρουσία. Και πράγματι στο Μικρόπολις, στις 25/03, το πανκ υπερισχύει του ποστ. Φτάνει ακατέργαστο το υλικό απ’ τα ηχεία κι αυτό με οδηγεί στην καρδιά των τραγουδιών, ίσως γιατί έτσι έμαθα ν’ ακούω μουσική, σε πρόχειρα προβάδικα, σε συναυλιάδικα διαλυμένα. Πιο κοντά στο θόρυβο, πιο κοντά στην κραυγή, σ’ ένα πρωτόγονο στάδιο όπου οι νότες και οι λέξεις δεν έχουν άλλο νόημα πέρα από το φυσικό τους ήχο. Απόψε άλλωστε προσέχω περισσότερο τις “Αιωρούμενες Ταράτσες”, την ευρηματική αντίθεση σοβαρού στίχου-χαρούμενου θέματος στα πλήκτρα. Καθώς και το «Δε φταίμε που», με το οποίο ξεκινά κάθε στροφή. Μπορεί να περιέχει μια μικρή παραίτηση αυτή η διατύπωση αλλά προσφέρει και μια μικρή ανακούφιση. Τι γίνεται όμως με τη σκοτεινιά που επικρατεί γενικότερα στους στίχους; αιφνιδιάζω κάποια στιγμή τον Αποστόλη. «Εντάξει, δε γίνεται επίτηδες αυτό» μου απαντά μετά από μια μεγαλούτσικη παύση. «Ε, δεν περνάει καλά» παρεμβαίνει γελώντας η Αρετή. «Ναι, όχι, καλά περνάω» συνεχίζει ο Αποστόλης, «απλά δεν έχω σκεφτεί ποτέ να γράψω κάτι όταν πετάω απ’ τη χαρά μου. Νομίζω ότι τότε δε χρειάζεται».
«Έτσι νιώθω κι εγώ» συνηγορεί ο Χρήστος, «δηλαδή το ημερολόγιό μου πάντα το γέμιζα όταν ήμουν στα πατώματα. Τότε σου βγαίνει η ανάγκη να γράψεις, γιατί συνειδητοποιείς τη μιζέρια σου ή την αρνητική σου σκέψη». «Ή τι πάει στραβά, και ίσως έτσι βρίσκεις κι έναν τρόπο να το λύσεις» προτείνει η Αρετή. «Εντάξει, η μαυρίλα δεν είναι κάτι αρνητικό, δεν έχουμε κατάθλιψη ρε παιδί μου». «Διαγνωσμένη, όχι» σχολιάζει ατάραχος ο Αποστόλης ενώ οι υπόλοιποι σκάμε στα γέλια. «Μπορεί πάντως να λειτουργήσει και αντίστροφα» παρατηρεί έπειτα, «δηλαδή να βρει παρηγοριά ο άλλος. Κι εγώ μπορεί να μην είμαι καλά και ν’ ακούσω ένα στίχο μες στη μαυρίλα τη μαύρη και να πω, δες, υπάρχουν κι άλλοι που είναι σαν και μένα». «Έχουμε και το ρυθμό από την άλλη» προχωράει αυτή τη σκέψη ο Χρήστος, «που σε παρασέρνει σε κάτι δυναμικό, σε κάτι ωραίο. Αυτό είναι ας πούμε το θετικό, ότι είμαστε γρήγοροι, ότι παίζουμε upbeat μουσική».
Και η πραγματικότητα; Πώς φιλτράρεται στα τραγούδια των Ρεύμα 102; Σκέφτομαι ένα σχόλιο που τελευταία το συναντώ συχνά, είτε πρόκειται για κείμενα του Simon Reynolds είτε για συνεντεύξεις του Γιάννη Αγγελάκα: με τα τωρινά προβλήματα, τη φτώχεια, την ανεργία, την έλλειψη προοπτικής, δε θα έπρεπε να βγουν καινούρια σχήματα και να μιλήσουν γι’ αυτό που συμβαίνει; «Δεν είμαι σίγουρος ότι έχει νόημα το πολιτικό τραγούδι αυτή τη στιγμή» λέει ο Αποστόλης συλλογισμένος. «Κάποιοι τα έλεγαν όταν ήταν φαινομενικά καλά τα πράγματα ότι, μάγκες, μπορεί και να είναι σκατά. Τώρα τι να πεις, ότι είναι σκατά; Χαίρω πολύ». «Όντως γιατί να το κάνεις, όταν ακούς τριγύρω όλο τον κόσμο να μιλάει συνεχώς γι’ αυτό» συμφωνεί η Αρετή. «Νομίζω το γεγονός ότι παίζουμε σε μια μπάντα είναι από μόνο του μια θέση». «Ναι» επαυξάνει ο Αποστόλης, «ότι δε συμμετέχω στο έργο σας. Προτιμώ να ξημεροβραδιάζομαι εδώ σ’ ένα στενό και να κάνω πρόβες».
Η “Αποσύνθεση” όμως είναι κατά κάποιο τρόπο πολιτικό τραγούδι. «Ναι, αλλά δεν είναι τόσο καταγγελτικό» λέει ο Αποστόλης, «πιο πολύ εσωτερικό είναι. Ένιωθα, έτσι, ένα κενό όταν το έγραψα». «Είχε λίγο παραπάνω υγρασία στην πόλη...δεν ήθελε πολύ» προσπαθεί να ελαφρύνει το κλίμα η Αρετή. Ο “Δεκέμβρης”; Κι αυτό δεν έχει μια παρόμοια αφετηρία; «Ο “Δεκέμβρης” είναι για την ιστορία με το Γρηγορόπουλο» εξηγεί ο Αποστόλης, «όμως θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί κάτι άλλο. Εντάξει ρε παιδί μου, αυτό ήταν σοκαριστικό για μας, σκέψου ότι τότε πηγαίναμε λύκειο». «Και συνεχίζει να είναι σοκαριστικό» υπογραμμίζει η Αρετή, προτείνοντας ωστόσο ν’ αλλάξουμε θέμα. «Εννοείται ότι συνεχίζει» επιμένει ο Αποστόλης, «αλλά φαντάσου τότε. Ήταν η πρώτη φορά που νιώθαμε αμηχανία, πήγαινες ας πούμε στο περίπτερο κι έβλεπες μπροστά σου μπάτσο και ένιωθες αμηχανία, σε στυλ, τι είναι αυτός τώρα, πρέπει να τον κοπανήσω;»
Στη συναυλία των Panx Romana στο WE, στις 21/04, πρέπει να είμαι ο μόνος ανάμεσα σε 1000 άτομα που ήρθε για τους Ρεύμα 102. Εδώ οι σκέψεις και τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. Είχα περιέργεια να δω πώς θα σταθούν σε μια τέτοια διοργάνωση, αν θα τους ωφελήσουν τα πολλά ντεσιμπέλ, αν θα χαθούν πάνω σε μεγάλο stage. Φοβόμουν και λίγο, μήπως κωλώσουν ας πούμε μπροστά σε τόσο κόσμο. Τελικά, κώλωσε ο ήχος. Αν εξαιρέσεις τα τύμπανα και τη φωνή ο τύπος στην κονσόλα κάνει διάφορα ταχυδακτυλουργικά, μια εξαφανίζει το μπάσο, μια την κιθάρα - για τα πλήκτρα ούτε συζήτηση, είναι μονίμως θαμμένα. Κι ωστόσο στην “Εξάρτηση”, τέταρτο τραγούδι στη σειρά, το θαύμα συντελείται και η μπάντα βγαίνει άψογα. Σίγουρα παίζει ρόλο που είναι το αγαπημένο μου, μάλλον έστρωσε λιγάκι και ο ήχος. Όπως και νά ’χει, η στιγμή είναι μαγική. Επικοινωνούμε. Από τη μέση και κάτω μπορεί να είμαι καρφωμένος στο έδαφος. Όμως το άλλο μισό μου περιφέρεται πάνω απ’ τη σκηνή, κόβει βόλτες πέρα δώθε στο συναυλιακό χώρο. Βεβαιώνομαι εξάλλου πως η “Εξάρτηση” είναι χιτ. Έχει μια εξαιρετικά μεταδοτική αίσθηση ρυθμού αυτό το τραγούδι την οποία δημιουργούν όλοι μαζί, όχι μόνο ο Παντελής. Για πρώτη φορά μού κάνουν τόσο έντονη εντύπωση οι τομές στο βασικό του θέμα, ο ευφυής διάλογος ανάμεσα σε κιθάρα-μπάσο και πλήκτρα-τύμπανα. Αλλά στο τέλος της εμφάνισής τους νιώθω ότι κάτι λείπει.
Κι ο Αποστόλης έχει μελαγχολήσει. Την επόμενη μέρα δηλαδή, γιατί χτες βράδυ ήταν κόκαλο. «Δεύτερη φορά που παίζουμε σε μεγάλο λάιβ και, δεν ξέρω, περιμένεις ότι θα γίνει κάτι και δε γίνεται και...μου αφήνει ένα κενό αυτό το πράγμα». «Γι’ αυτό είναι καλό να μην έχουν προσδοκίες οι άνθρωποι» παρεμβαίνει με φιλοσοφική διάθεση ο Χρήστος, «η προσδοκία είναι πηγή δυστυχίας». Και τι θα μπορούσε να είναι αυτό το κάτι ρε Αποστόλη που προς το παρόν δε συμβαίνει και σε απογοητεύει; «Ε, να, να μην τρέχεις μια συναυλία ένα μήνα για να παίξεις σε τριάντα άτομα. Να έρθει πιο πολύς κόσμος να μας ακούσει ρε παιδί μου, να γουστάρει τα κομμάτια μας». «Πάντως επάνω ήταν λίγο χαοτικά τα πράγματα» επιστρέφει στο χτεσινό λάιβ η Αρετή. «Αλλά δε χάσαμε κάτι, ακόμα και με μέτριο ήχο ήταν μια ευκαιρία να παίξουμε σε περισσότερο κόσμο». Ο Παντελής βλέπει το ζήτημα από την τεχνική πλευρά: «Σε τόσο μεγάλο stage χρειάζεται in ear μόνιτορ. Αλλά εντάξει, στην Ελλάδα είμαστε, ποιος είναι τόσο οργανωμένος, ποιος δίνει λεφτά για τέτοιο εξοπλισμό;»
Δηλαδή καλό λάιβ είναι μόνο εκείνο που έχει πολύ κόσμο και επαγγελματικό ήχο; «Καλό λάιβ εννοείται πως είναι εκείνο που έχει καλό ήχο» λέει ο Χρήστος, «αλλά σίγουρα το καλύτερο είναι όταν υπάρχει διάδραση με τον κόσμο». «Ναι, το καλύτερό μας λάιβ μέχρι στιγμής ήταν σε μια κατάληψη, τη Libertatia» μπαίνει ξανά στην μπρίζα ο Αποστόλης, «σ’ ένα χώρο σαν το σαλόνι ενός σπιτιού, όπου είχαν μαζευτεί 20-25 άτομα αλλά πήγαιναν όλοι έτσι» λέει κάνοντας μια κίνηση πάνω-κάτω με το χέρι. «Κι όταν τελειώσαμε τζαμάραμε με τα Γουρούνια στο Διάστημα, παίζαμε διασκευές, κι ο κόσμος δε σταματούσε να χορεύει» προσθέτει η Αρετή. «Ναι, ό,τι και να κάναμε ο κόσμος ακολουθούσε» συνεχίζει μ’ ενθουσιασμό ο Χρήστος. «Θυμάμαι να παίζω μια μπασογραμμή που μου ήρθε εκείνη την ώρα και...ο κόσμος να την τραγουδάει. Πήγα να πω το κοινό μα δεν είναι η σωστή λέξη γιατί δεν υπήρχε κάποιος διαχωρισμός μεταξύ μας. Απλά εγώ είχα ένα μπάσο κι έναν ενισχυτή και έπαιζα μουσική, οι άλλοι είχαν το στόμα τους και έπαιζαν μουσική. Ήταν πολύ δυνατή βραδιά, υπήρχε απόλυτη σύνδεση με τον κόσμο - ήμασταν ένα πράγμα».