Some cherries - Volume 10


TV on the RadioΕπιβεβαιώνεται τελικά η άποψη ότι το σανίδι της σκηνής είναι η γυμνή αλήθεια για όλους, ικανό να διορθώσει ή να γκρεμίσει τις εντυπώσεις που δημιουργούνται κάθε φορά από τους δίσκους, στουντιακά πολλές φορές δημιουργή-ματα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι εμφανίσεις των TV On The Radio (για την πρώτη περίπτωση) και των Von Bondies (για την δεύτερη) στο Roskilde '04, ενώ αυτές των Franz Ferdinand και Morrissey συνηγορούν επίσης καθώς τοποθετούνται κάπου στην μέση (στις αδιάφορες). Ειδικότερα για τους πρώτους, πρόκειται για την δεύτερη φορά που μας αναγκάζουν ν' αλλάξουμε γνώμη και ίσως αυτό από μόνο του είναι ενδεικτικό του ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν καθώς δείχνουν να περιέχουν τελικά αρκετά επίπεδα ενδιαφέροντος, περισσότερα απ'όσα φαίνονται με την απλή ανάγνωση του δίσκου τα οποία όμως αποκαλύπτονται διστακτικά κι εκεί, μετά και την εμπειρία του live.

Φαίνεται παράξενο ότι οι McLusky προχώρησαν προς την ωριμότητα, καθώς τους γνωρίσαμε σαν μανιακούς θορυβοποιούς υψηλών ταχυτήτων στο εξαιρετικό (και περιορισμένης ατυχώς εμβέλειας) 'McLusky Do Dallas' του '02. Αυτό βέβαια στην δική τους περίπτωση σημαίνει, στο μεγαλύτερο μέρος της καινούργιας τους δουλειάς 'The Difference Between Me And You Is That I'm Not On Fire', ότι ελάττωσαν την ταχύτητα δίνοντας δομή και υπόσταση στον θόρυβό τους, αφαιρώντας τις περίεργα εθιστικές μελωδίες αλλά διατηρώντας το κυνικό χιούμορ όπως φαίνεται κι από τους τίτλους των τραγουδιών ('Your Children Are Waiting For You To Die', 'Without MSG I'm Nothing', κλπ). Με την μείωση της ταχύτητας βέβαια δόθηκε και η ευκαιρία στον Steve Albini ν' αναδείξει καθαρότερα και τις πολλές αναφορές της τριάδας από την Ουαλλία (με νέο drummer εδώ), Fall, Fugazi, Ex, Pixies, ακόμη και Wire απ' όπου δανείζονται μερικά επαναλαμβανόμενα riffs, πάντα βέβαια με κεντρικό άξονα τους Jesus Lizard και τον Andrew Falkus να θυμίζει συχνά τον Johnny Rotten. Πολλές και οι καλές στιγμές (όπου συνδυάζονται αρκετά από τα προαναφερόμενα), το 'Without MSG...' με τον ογκώδη ήχο και την χειρουργική ακρίβεια της κιθάρας, το single 'That Man Will Not Hang, Lucky Jim', το ιδιοσυγκρασιακό 'Your Children...', το 'Falco Vs The Young Canoeist' που θα αισθανόταν άνετα στο Dallas, το '1956 And All That' όπου τραβούν στα άκρα την δυναμική ησυχίας-θορύβου των Pixies, ενώ η πιο ενδιαφέρουσα μάλλον στιγμή έρχεται όταν διαφοροποιούν τον ήχο τους στο 'Forget About Him I'm Mint' όπου οι δύο τρομπέτες και ο σχεδόν εμβατηριακός ρυθμός δημιουργούν ατμόσφαιρα Νέας Ορλεάνης, ολοκληρώνοντας ένα δίσκο με ελάχιστα στραβοπατήματα (όπως τα επτάμισυ λεπτά του 'Support Systems' όπου παραβιάζουν τα χωρικά ύδατα των Mogwai). Σαράντα περίπου λεπτά εξαιρετικού punk σφυροκοπήματος λοιπόν με πολύ λίγα διαλείμματα και τους McLusky ν' αναδεικνύονται πλέον σε θορυβοποιούς με σκοπό και αιτία.


MaskotΠαραλειπόμενα Roskilde festival #1: η καθιερωμένη συνήθεια των σημαιών (σημείο συνάντησης για τις παρέες μέσα στην πολύβουη και κινητική πολυκοσμία του festival) που σχηματίζουν αληθινά δάση επάνω από τα κεφάλια των θεατών σε κάθε live και όπου το όριο βρίσκεται στην επινοητικότητα κάθε "σημαιοφόρου". Η -μακράν- πιο πρωτότυπη ιδέα όμως ανήκει στον Silas (στο κέντρο, πλαισιωμένος από το εκστρατευτικό σώμα του mic), τον Mikal και την παρέα τους. Ξεκίνησε σαν αστείο πριν επτά περίπου χρόνια όπως μας είπαν οι ίδιοι και από τότε εξελίχθηκε σε μια σχεδόν αυτόνομη προσωπικότητα που έχει ταυτιστεί πλέον με το festival σαν ανεπίσημη μασκότ και η παρουσία της κάθε χρόνο είναι αυτονόητη, ακόμη και σε διαφορετικά χέρια.

Παραλειπόμενα Roskilde festival #2: οι αρκετές χιλιάδες αφανείς ήρωες που δούλεψαν για το στήσιμο, την λειτουργία αλλά και την υποδειγματική ασφάλεια ενός από τα καλύτερα καλοκαιρινά rock festival της Ευρώπης (το Reading ή Carling Weekend μαστίζεται από την παρουσία της εγχώριας νεολαίας σε αναλογίες μεγαλύτερες απόσο αντέχει η ιδιοσυγκρασία μας). Εθελοντές απ'όλη την Δανία (κι όχι μόνο, καθώς ανάμεσά τους περιλαμβάνονται και μερικοί συμπολίτες μας) που απέδειξαν για μια ακόμη φορά ότι η ευγένεια και το χαμόγελο είναι τα πιο αποτελεσματικά και αφοπλιστικά εργαλεία, ακόμη και σε τόσο αντίξοες συνθήκες, συγχωρούνται για μερικές καλοπροαίρετες φάρσες αργά το βράδυ προς τους επισκέπτες.


Denver GentlemenΟι Denver Gentlemen αποτέλεσαν ένα ιδιότυπο "λίκνο", ένα group που ιδρύθηκε από τον Jeffrey-Paul Norlander στα τέλη των '80's και όπου χρημάτισαν λίγο-πολύ όσοι μορφοποίησαν μετέπειτα την σκηνή του Denver (16 Horsepower, Slim Cessna Auto Club, κλπ). Χωρίς ν' αφήσουν πίσω τους ντοκουμέντα (το υπέροχο 'Introducing...', ηχογράφηση του '95, εκδόθηκε μόλις το 2000), αποτέλεσαν το αντικείμενο του μύθου μέχρις ότου επανενεργοποιηθούν πριν λίγα χρόνια από τον Jeffrey-Paul, αφού θήτευσε κι ο ίδιος στους 16ΗΡ, παρουσιάζοντας πρόσφατα την ομώνυμη καινούργια δουλειά τους που διανέμεται -δωρεάν- μόνο από το site τους (denvergentlemen.com) μαζί με όλο το artwork, σε πολύ καλή μάλιστα ποιότητα. Βρίσκουμε λοιπόν τον Jeffrey-Paul να επισκέπτεται και πάλι τον στοιχειωμένο, περίεργα όμορφο κόσμο του 'Introducing', εκείνο το μοναδικό και ιδιοσυγκρασιακό κράμα αιθέριας americana, λιτής jazz και gospel κατάνυξης. Απουσιάζει βέβαια εδώ η σχετικά πολύχρωμη ατμόσφαιρα καρναβαλιού καθώς το κλίμα έχει βαρύνει αισθητά, στα πλαίσια της γενικότερης διάθεσης που φαίνεται να επικρατεί τελευταία στην ορεινή αυτή περιοχή (συνηγορούν και οι πρόσφατες δουλειές του Eugene Edwards αλλά και των υπολοίπων 16ΗΡ σαν Lilium), το ίδιο κι η φωνή του Jeffrey-Paul που διατηρεί όμως το πάθος και την ικανότητα να υποβάλλει. Τραγούδια λιτά, με θρυμματισμένες μελωδίες-υπαινιγμούς από το πιάνο, λίγα έγχορδα κι ακόμη λιγότερα κρουστά και ο Jeffrey-Paul να εναλλάσσεται όπως το φώς με το σκοτάδι με τα γυναικεία φωνητικά ή το βιολί. Μελαγχολική μπαρόκ θεατρικότητα ('The Sparkle And The Haunting'), σκοτεινές ατμόσφαιρες που θα ταίριαζαν στον Nick Cave ('Due Tribute', 'So The Moon'), στο 'As My Widow οι Woven Hand' συνοδεύουν τον Johnny Cash, η ατμόσφαιρα καρναβαλιού του 'Introducing' επιστρέφει θλιμμένα στα πιο uptempo 'Fixin To Die' και 'Dance And Make Babies', μια απρόσμενη διασκευή των Bee Gees ('Holiday'), συνθέτουν ένα δίσκο-κομψοτέχνημα η ακρόαση του οποίου συνιστάται σε μικρές δόσεις καθώς, μετά μερικά ακούσματα, αρνείται να μετακινηθεί από το υποσυνείδητο.


ParadisoΤο εντυπωσιακό κτίριο χωρίς ούτε μια επιγραφή κάθε άλλο παρά διατυμπανίζει την παρουσία του Paradiso Club, καθώς αφομοιώνεται με την αρχιτεκτονική και την αισθητική του Amsterdam. Υπάρχει κάποιο σχετικό δέος βέβαια, κυριολεκτικά καθώς πρόκειται για αναμορφωμένη παλιά εκκλησία, αλλά και με την σκέψη ότι εδώ έχουν φιλοξενηθεί οι πάντες (οι παλιότεροι ίσως θυμούνται ότι ήταν κάποτε το σπίτι των Mecano). Πέρα απ' την ιστορία όμως τον πρώτο λόγο εδώ έχει το παρόν, που διαδραματίζεται καθημερινά σ' έναν από τους καλύτερους χώρους για live, απέριττο αλλά υποβλητικό καθώς έχουν διατηρηθεί μερικά στοιχεία από το παρελθόν του κτιρίου (τα βιτρώ, οι εξώστες), ιδανικά διαμορφωμένο και με άψογη ακουστική. Όσο για τα ονόματα που εμφανίζονται κάθε μέρα, το πρόγραμμα του προηγούμενου 15θημέρου θα έφτανε για μια "καυτή" συναυλιακή χρονιά στην Θεσσαλονίκη (ίσως και δύο). Τυπικό πρόγραμμα μιας ημέρας (8/7): Erin McKeown (ακουστική americana), Salvatore (πολυμελές νορβηγικό post-rock), Tortoise (χωρίς συστάσεις), TV On The Radio (παρομοίως), Telefon Tel Aviv (electronica από δύο djs), ένα μικρό σχεδόν καθημερινό festival δηλαδή με τιμή εισιτηρίου περίπου 20 και μπύρας 2 ευρώ αντίστοιχα και, οποιοδήποτε επιπλέον σχόλιο θα μοιάζει με κακοήθες χιούμορ.

Παρότι οι Fuzzy Nerds δεν είναι καινούργιοι, το πρόσφατο ΕΡ τους 'Lucifair' (Νοέμβριος '03) που έφτασε κάπως καθυστερημένα ως εμάς ήταν μια ευχάριστη έκπληξη καθώς, μετά από δύο ανεξάρτητες παραγωγές ('98 και '00) που μας είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον το group από τα Γιάννενα πέρασε μεγάλο διάστημα απραξίας, ώστε να υπάρχουν ερωτηματικά ακόμη και για την συνέχειά τους. Δισκογραφική επιστροφή λοιπόν που δείχνει ότι ο καιρός που μεσολάβησε λειτούργησε προς όφελός τους έτσι όπως εμφανίζονται εδώ με τρία συγκροτημένα καινούργια τραγούδια και αρκετά αποκρυσταλλωμένες ιδέες, έχοντας διανύσει αρκετή απόσταση από τους πειραματισμούς του παρελθόντος. Οι άξονές τους βέβαια παραμένουν το post-rock και η brit-pop, τώρα όμως συγχωνεύονται σ' ένα ομοιογενές σύνολο όπου οι κιθάρες των Αλέξη Σταματιάδη και Πέτρου Βυζούκη στήνουν απολαυστικό θόρυβο επάνω στον οποίο επιπλέουν τα dreamy, μελωδικά φωνητικά του δεύτερου δημιουργώντας μικρές pop ελεγείες όπως το 'Anaesthesia', κεντρικό τραγούδι του ΕΡ καθώς περιλαμβάνεται σε τρείς εκδοχές, ενώ και το ομώνυμο είναι εξίσου ενδιαφέρον παρότι λιγότερο άμεσο. Ήχος που συνολικά παραπέμπει αρκετά προς τους Sonic Youth, πιο φανερά στο 'Bitter Love' που μάλλον ξεχωρίζει και όπου ο Βυζούκης ακούγεται περισσότερο αιχμηρός εγκαταλείποντας τον λυρισμό στα φωνητικά, ενώ στην κρυμμένη τρίτη εκδοχή του 'Anaesthesia' οι Nerds εξακολουθούν να πειραματίζονται με διαφορετικούς ήχους, περισσότερο ατμοσφαιρικούς αυτή την φορά. Στο 'Lucifair', προπομπό και πρόγευση της ολοκληρωμένης δουλειάς που -ελπίζουμε- θα ακολουθήσει σύντομα ξαναβρίσκουμε λοιπόν ένα παλιό γνώριμο που νομίζαμε ότι είχαμε χάσει και μάλιστα σε καλύτερη, για την ακρίβεια εξαιρετική φόρμα.


TrioΠαραλειπόμενα Roskilde festival #3: τα πολλά, εντυπωσιακά όσο και καλόγουστα graffiti που γέμισαν κάθε διαθέσιμη επιφάνεια, συχνά εύστοχα πολιτικοποιημένα. Ακόμη, τα πάρα πολλά παράλληλα δρώμενα που συνέβαιναν, συνήθως απροειδοποίητα, μικρά όπως η ορχήστρα της φωτογραφίας ή τα χάλκινα που συναντήσαμε να παρελαύνουν με βαλκανική(!) μουσική, αλλά και μεγαλύτερα όπως το μουσικό ηχοτοπίο του τοπικού συνθέτη Christian Ronn που παρουσιάστηκε ζωντανά, παράλληλα με την ψηφιακά αποκατεστημένη προβολή της κλασικής ταινίας Metropolis ή οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για το κλείσιμο της Christiania στην Κοπεγχάγη που συνεχίστηκαν όλο το τετραήμερο.

Παραλειπόμενα Roskilde festival #4: η Βασιλική Όπερα της Δανίας που εμφανίστηκε με πλήρη σχηματισμό νωρίς το μεσημέρι της τρίτης ημέρας στην Arena προσφέροντας είναι αλήθεια αναγνωρίσιμα κυρίως αποσπάσματα. Ήταν μια πραγματικά εναλλακτική πρόταση σύμφωνα και με την πρόθεση των διοργανωτών και, έχουμε την εντύπωση ότι λίγοι μόνο από το μεγάλο κοινό που συγκεντρώθηκε βρέθηκαν εκεί από περιέργεια.

(φωτογραφίες: Άκης Καλλόπουλος)