Some cherries - Volume 14
'Πας μη έλλην βάρβαρος" έλεγαν οι αρχαίοι κι εμείς, φιλότιμοι απόγονοι, διαχωρίζουμε και περιχαρακώνουμε το ελληνόφωνο ροκ αποτελώντας στην πραγματικότητα την μοναδική στον πλανήτη εξαίρεση όπου η μουσική συναντά σύνορα. Τις περισσότερες φορές βέβαια ο σκοπός είναι απλά η έντεχνη και δόλια αποφυγή των (αναπόφευκτα δυσμενών) συγκρίσεων, ταχυδακτυλουργικό κόλπο δηλαδή που στρέφει την προσοχή στον στίχο ώστε το μουσικό έλλειμμα να περάσει απαρατήρητο την ώρα που οι μουσικές των άλλων υποβάλλονται σε ανελέητη ακτινοσκόπηση. Η γλώσσα του rock είναι όμως στ' αλήθεια παγκόσμια (υπάρχουν ακόμη και αραβόφωνες εξαιρετικές δουλειές) κι έτσι η ζυγαριά θα πρέπει να είναι πάντα η ίδια. Για τον λόγο λοιπόν αυτό θεωρούμε εντιμότητα την επιλογή του ξενόφωνου στίχου από τους λίγους που αρνούνται τον εντόπιο προστατευτισμό, επίσης όμως και πράξη θάρρους καθώς με τον τρόπο αυτό προ(σ)καλούν ανοικτά την αποτίμηση με ίσους όρους.
Η έκπληξη από το άκουσμα του 'Love The Cup' των Sons And Daughters γίνεται μεγαλύτερη ανακαλύπτοντας ότι πρόκειται -κατά το ήμισυ- για πρώην συνεργάτες των Arab Strap κι έρχονται από την Σκωτία (κάτι πρέπει να συμβαίνει με το νερό εκεί) καθώς ο ήχος τους απομακρύνεται από τις slowcore ατμόσφαιρες φθάνοντας στην αντίπερα όχθη του ωκεανού κι ακόμη βαθύτερα στην ενδοχώρα, από εκεί που θα περιμέναμε δηλαδή την ενεργητική αυτή uptempo country-folk. Στο ντεμπούτο τους όμως αυτό ΕΡ οι SaD περιπλέκουν περισσότερο τα πράγματα προσθέτοντας επιπλέον blues αντηχήσεις και βρώμικα garage riffs που εναλλάσσονται με τους χρωματισμούς του μαντολίνου κι η φωνή της Adele Bethel μετακινείται μ' ευκολία από την folk στην Kristin Hersh ώστε να αποφεύγουν την εύκολη κατηγοριοποίηση. Όλα αυτά συνοψίζονται εξαιρετικά στην υποδοχή του 'Fight' με τα rockabilly riffs και, όσοι θύλακες δυσπιστίας παραμείνουν χάνονται αμέσως μετά στην ένταση του 'Broken Bones' που σιγοκαίει χωρίς να ξεσπά, ώστε τα ορμητικά riffs του 'Johnny Cash' να αποκορυφώνουν την folk γιορτή που στήνεται εδώ. Ανάλογη κι η συνέχεια, αιχμηρά τραγούδια που παρασέρνουν με την ένταση αλλά και την ενέργειά τους, σχεδόν χωρίς αδύνατο σημείο παρότι κάποιες στιγμές οι SaD εμφανίζονται διχασμένοι ανάμεσα στις ετερόκλητες κατευθύνσεις που συνήθως συγχωνεύουν απολαυστικά, σε μια δουλειά όπου όλα δένονται με οξυδέρκεια ώστε το αποτέλεσμα να καταλήγει μεγαλύτερο από το άθροισμα των συστατικών και ν' ακούγεται ανακουφιστικά αυτονόητο. Μας αιφνιδίασαν λοιπόν οι SaD με μια από τις πολύ ευχάριστες εκπλήξεις της φετινής χρονιάς.
Με τα φτυάρια βγαίνουν πλέον στην επιφάνεια τα group -στην πραγματικότητα tribute bands- που διογκώνουν τις τραπεζικές καταθέσεις τους εξαργυρώνοντας τον ήχο και τα riffs των Gang Of Four, πρωτοπόρων του groovy post-punk. Η επανεμφάνιση και των ιδίων (σειρά εμφανίσεων με την αρχική σύνθεση) που ανακοινώθηκε πρόσφατα ήταν λοιπόν ζήτημα χρόνου, ανταπόκριση στην "λαϊκή απαίτηση" με την οποία ισοδυναμεί η επιτυχία όλων των ακολούθων αλλά και διεκδίκηση του -δικαιωματικού- μεριδίου από την πίττα. Αναμένοντας την έκβαση του εγχειρήματος, θα θυμηθούμε ένα live της αποχαιρετιστήριας περιοδείας τους και τις συγκινητικές εκδηλώσεις του κοινού που αρνούνταν το τελευταίο αντίο καλώντας τους για πολλοστή φορά στην σκηνή, ακόμη κι όταν δεν είχε απομείνει τίποτε άλλο να παίξουν. Τα γυρίσματα των καιρών συμβαίνουν λοιπόν πάντοτε την κατάλληλη ώρα.
Στους Hot Snakes συναντήθηκαν και πάλι οι John Reis και Rick Froberg, συνένοχοι στο θορυβώδες και άναρχο punk των Drive Like Jehu πριν δέκα περίπου χρόνια, αφήνοντας για λίγο τις άλλες τους ασχολίες (Rocket From The Crypt και Swami Records για τον πρώτο, ζωγραφική για τον δεύτερο) και, όσοι γνωρίζουν τα προαναφερόμενα group είναι προετοιμασμένοι για την ηχητική επίθεση που θ' αντιμετωπίσουν στο 'Audit In Progress', την τρίτη και μάλλον καλύτερη δουλειά του σχήματος απ' το San Diego. Περισσότερο ορεξάτοι εδώ, οργάνωσαν καλύτερα το υλικό τους χωρίς όμως να τιθασσεύσουν καθόλου την σχεδόν μανιακή ενέργεια σε τραγούδια σαν πεδίο μάχης όπου ο ακροατής, καθηλωμένος από τα διασταυρούμενα πυρά των riffs που εξαπολύουν οι δύο παλιόφιλοι, μένει ανυπεράσπιστος στις εκρήξεις του rhythm section και το ξέφρενο, βρώμικο garage-punk τους. Ταχύτητες που μερικές φορές φαντάζουν υπεράνθρωπες, ήχος σφικτοδεμένος και πυκνός που εκτονώνεται με τις κραυγές του Froberg, συγγενικός φυσικά με τους RFTC θυμίζοντας μερικές φορές και τους Wipers στις 78 στροφές, ενώ οι -εθιστικές- μελωδίες έρχονται απροσδόκητα από τις κιθαριστικές γραμμές αντί τα φωνητικά σε τραγούδια σαν συνεχόμενες εκρήξεις όπως τα 'Retrofit', 'Braintrust', 'Hi-Lites', 'Hair And DNA', 'Lovebirds', 'Audit In Progress' ή το 'This Mystic Decade' όπου οι στροφές πέφτουν όσο χρειάζεται για να φανούν καθαρότερα κι οι blues αποχρώσεις. Το ζητούμενο για τους βετεράνους των Hot Snakes φαίνεται πως είναι η δική τους διασκέδαση και μόνο καθώς έχουν διακόψει τις ζωντανές εμφανίσεις από καιρό, στο μεταξύ όμως δίνουν εδώ μια υποδειγματική rock δουλειά, αντιπροσωπευτική ίσως αυτού που θάπρεπε να υπάρχει στην θέση των επάλληλων hypes και trends.
Από τα πλέον επιδραστικά πρόσωπα πριν δέκα χρόνια, ο Trent Reznor εξαφανίστηκε ουσιαστικά από τις οθόνες των radar μετά το πολύ καλό 'Fragile' ('99), ώστε σήμερα να είναι από τους μεγάλους απόντες της νέας δεκαετίας. Αυτό όμως ίσως αλλάξει σύντομα καθώς ετοιμάζει -χωρίς βιασύνη υποθέτουμε- την νέα του δουλειά, ατιτλοφόρητη ακόμη, όπου συμμετέχει και ο Dave Grohl και τα αποκαλυπτήρια της οποίας προγραμματίζονται για τον Μάρτιο '05. Οι κακές γλώσσες βέβαια εξηγούν ότι εννοεί το 3005.
Παρακολουθώντας το εξαιρετικό live της Lydia Lunch πριν λίγες ημέρες η σκέψη μας πήγε αναπόφευκτα στην γνωστή παροιμία για τα κρασιά που παλιώνουν, με την πρώην no-wave μαινάδα να επιδίδεται στις χειμαρρώδεις και έντονα πολεμικές παρλάτες της καθώς η λιτή συνοδεία του ευρηματικού Terry Edwards στο σαξόφωνο όσο και του υπόλοιπου group (κρουστά και κιθάρα, μ' αυτή την σειρά) έστηνε noir jazzy ή μινιμαλιστικά hip-hop σκηνικά, ενώ η απαγγελία του 'The End' στο κλείσιμο μας συγκλόνισε, σε μια εμφάνιση που πιστοποίησε ολοζώντανα τις δυνατότητες κάθε δημιουργικού καλλιτέχνη να ελέγξει την ροή του χρόνου. Ήταν επίσης αναπόφευκτο να θυμηθούμε και τον Nick Cave, παλιό της φίλο και δικό μας, καθώς νομίζουμε ότι έτσι κάπως θα μπορούσε να ήταν κι η δική του εξέλιξη σε κάποιο εναλλακτικό παρόν όπου δεν είχε αποκηρύξει δημόσια τον προηγούμενο εαυτό του. Λίγοι όμως μόνο παλιώνουν όμορφα, οι υπόλοιποι απλά αφήνονται στον δρόμο της εντροπίας.
Επανεκδόθηκε πρόσφατα μετά από τόσα χρόνια που ήταν συλλεκτικό αντικείμενο το 'Burnin' The Ice' των Die Haut ('83), του βερολινέζικου instrumental σχήματος που είχε συνεργαστεί στα φωνητικά με τον -τότε- τραγουδιστή των Birthday Party, λίγο καιρό πριν αυτοί διαλυθούν. Όσο όμως κι αν η παρουσία του Nick Cave προσελκύει το ενδιαφέρον, το ντεμπούτο αυτό ΕΡ των -παραγνωρισμένων- Die Haut έχει την δική του διαχρονική αξία όπως φαίνεται στα instrumental 'Victory' και 'Tokyo Express', με τον αιχμηρό και έντονα δομημένο ήχο τους (συγγενικό με τους Birthday Party αλλά και τους Neubauten) όπου οι δύο κιθάρες διαστρεβλώνουν τον Ennio Moricone ή κτίζουν post-punk εμβατήρια παρακολουθώντας από -μικρή- απόσταση τις σκοτεινές διαδρομές του μηδενιστικού τότε Cave σε τραγούδια όπως τα 'Truck Love', 'Pleasure Is The Boss' ή 'Stow-a-way'. Όσοι λοιπόν αρνήθηκαν όπως εμείς να παρακολουθήσουν δια ζώσης την (προσθέστε το επίθετο της αρεσκείας σας) μεταμόρφωση του Nick Cave ίσως προτιμήσουν να θυμηθούν την επικίνδυνη ένταση μιας άλλης εποχής στην ιστορική αυτή ηχογράφηση, η επανακυκλοφορία της οποίας συμπίπτει (ειρωνικά) με την τρέχουσα του πρώην φίλου μας.
Στο ενδιαφέρον νέο τους single 'New Health Rock', οι TV On The Radio με την διευρυμένη πλέον σύνθεση αποτυπώνουν το πρόσωπο που έδειξαν και στις καλοκαιρινές εμφανίσεις τους, τονίζοντας όλα εκείνα που υπήρχαν σαν υπαινιγμοί μόνο στην ολοκληρωμένη τους δουλειά ενώ απωθούν στο βάθος τις ηλεκτρονικές ατμόσφαιρες ώστε η συνέχειά τους να προμηνύεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, στον βαθμό βέβαια που το single αυτό είναι ο δείκτης της μελλοντικής τους πορείας.
Θα ήταν άσκοπος πλεονασμός να προσθέσουμε έστω και μια λέξη στην παρουσίαση της νέας δουλειάς των Pono, μας απομένει λοιπόν μόνο να προσθέσουμε και τις δικές μας συστάσεις -on all fours- στην δισκοκριτική του Τάσου Πατώκου (στον οποίο οφείλουμε και την επισήμανση του ιδιαίτερου αυτού σχήματος) για το 'Indie Rock To The Blues' που (για εμάς) ήρθε απ' το πουθενά, αταξινόμητο όσο και απολαυστικό.