Some cherries - Volume 16


guitar"Το rock είναι εγκληματικά επικίνδυνο" είπε πρόσφατα ο Nick Oliveri και, παρά την υπερβολή, φαίνεται ότι έτσι ακριβώς σκέπτονται όσοι το οριοθετούν στις νεαρές ηλικίες, την περίοδο δηλαδή που θεωρούν κατάλληλη για τέτοια ρίσκα και την οποία διαδέχεται βέβαια η εποχή της "βολικής αποχαύνωσης" (με τα λόγια του Roger Waters). Το αντίθετο ακριβώς απέδειξαν ο υπερεξηντάχρονος Wayne Kramer και η συνομήλικη παρέα του πριν λίγες ημέρες, γεφυρώνοντας τον χρόνο και εκμηδενίζοντας τις δεκαετίες με το πανηγυρικό live τους, πραγματική γιορτή της ζωής. Έχοντας πληρώσει το -βαρύ- αντίτιμο που το rock απαιτεί συνήθως από τους λειτουργούς του μοιράστηκαν με τους τυχερούς παρευρισκόμενους την απλή τελικά αλλά καθόλου μικρή αυτή χαρά δείχνοντας ότι, για όποιον το έχει μέσα του, το rock είναι μονόδρομος και επαληθεύοντας γι' άλλη μια φορά την γνωστή ρήση των Residents "if you like to pretend that you'll never get old, you've got what it takes to rock 'n' roll".


Death from above 79Στα χαρτιά, οι Death From Above 1979 είναι ένα ακόμη σχήμα στο πνεύμα της εποχής: μινιμαλιστική -υποχρεωτικά- δυάδα που αναβιώνει το '80's new wave και dance punk (ο όρος post έχει χάσει πλέον το νόημά του), εντυπώσεις όμως που διαλύονται ευθύς αμέσως στο ντεμπούτο τους "You're A Woman, I'm A Machine", καθώς ξεσπά η -πρώτη στην μεγάλη σειρά εδώ- ηλεκτρική καταιγίδα του 'Turn It Out' με τα βαρειά και ταυτόχρονα υπερκινητικά στο όριο της φρενίτιδας riffs του Jesse Keeler, τα drums που καλπάζουν προσπαθώντας ν' ακολουθήσουν και τα φωνητικά του Sebastien Grainger που μαρτυρούν άνθρωπο σε μεγάλη αγωνία (ίσως επειδή επωμίζεται ταυτόχρονα και το φορτίο των drums). Πολύ απλά αλλά εξίσου αποτελεσματικά τραγούδια, όπου οι δύο κάτοικοι του Toronto βάζουν στο μίγμα σχεδόν sabbath-ικά riffs, hardcore και στρατηγικές moog πινελιές μαζί με βρώμικο garage και τα περιδινίζουν σε υψηλές στροφές, προκαλώντας τον άμεσο εθισμό με τα εξαιρετικά 'Romantic Rights', 'Cold War', 'Going Steady', το ομώνυμο ή το σαρωτικό 'Pull Out', τραγούδια που με διαφορετική αμφίεση θα ήταν μάλλον tribute στα χορευτικά '80's (disco-metal βιάστηκε να τους βαφτίσει ο πάντα επινοητικός βρετανικός τύπος). Εναλλακτική λοιπόν και στρεβλή αναβίωση (αντί αναμάσημα) με λόγο ύπαρξης σε μια κυκλοφορία που ξεχώρισε την προηγούμενη χρονιά, όπου η αναπόφευκτη επανάληψη εξαιτίας του περιορισμένου σχήματος περνά σχεδόν απαρατήρητη στην περίπου ημίωρη διάρκειά της, μαζί βέβαια με την ολοκληρωτική απουσία κιθάρας.


bloc party"Έχω μεγάλο πρόβλημα με τους επιδειξιομανείς που ακούν μόνο δυσνόητη μουσική την οποία δεν έχει ακούσει κανείς άλλος. Πάντα πίστευα ότι η αλαζονική αυτή συμπεριφορά είναι εγκληματική." Η δήλωση του μήνα ανήκει στον Kele Okereke των Bloc Party από πρόσφατη συνέντευξή του, θα επιθυμούσαμε όμως να ήταν δική μας καθώς ο Kele βρέθηκε ακριβώς μέσα στην σκέψη μας. Επιπλέον, φαίνεται ότι το νέο αυτό group από το Λονδίνο προχωρά πιο πέρα από τα εύστοχα λόγια καθώς μας εντυπωσίασε με την πρώτη του δουλειά, λιγότερο βέβαια απ' όσο θάθελε το βρετανικό hype που όμως μάλλον σκόπευσε σωστά αυτή την φορά.


shack shakersΜε το τελευταίο σφύριγμα το τραίνο αναχωρεί και το πανηγύρι αρχίζει αμέσως με βιολιά, banjo, ακορντεόν, κλαρινέτα και τον "συνταγματάρχη" J.D. Wilkes επικεφαλής για την διαδρομή από τις ρίζες μέχρι το παρόν της αμερικανικής μουσικής, όπως την εννοούν οι Th' Legendary Shack Shakers φυσικά στην δεύτερη κυκλοφορία τους "Believe" που τους βρίσκει να τιθασσεύουν την αστείρευτη ενέργεια της πρώτης δουλειάς τους, λίγο όμως μόνο, όσο χρειάζεται δηλαδή για να προσθέσουν μερικά επιπλέον ηχοχρώματα στο αεικίνητο μίγμα rockabilly, country και blues όπου ειδικεύονται και να τονίσουν τα "επαρχιώτικα" hillbilly στοιχεία που προδίδουν και την προέλευσή τους από το Nashville, στην καρδιά της αμερικανικής ενδοχώρας. Πολύ γρήγορα βέβαια μετά την πανηγυρική εισαγωγή δείχνουν και το πραγματικό πρόσωπό τους που αντλεί από τους Gun Club αλλά και το southern rock, με την ψυχωτική φιγούρα του Wilkes να δεσπόζει αποδεικνύοντας ότι δίκαια θεωρείται ο καλύτερος frontman του Nashville. Η συχνά παραμορφωμένη φωνή και η φυσαρμόνικά του διατηρούν το γενικό πρόσταγμα στην ξέφρενη αυτή διαδρομή με εξαιρετικούς σταθμούς στο 'Creek Cats', το βρώμικο blues-punk του 'Piss And Vinegar', το πιο σκοτεινό 'Where's The Devil', το επίσης απολαυστικό 'Country Of Graves' όπου τα βρώμικα riffs συνεργάζονται με τα hillbilly έγχορδα για να ξεσηκώσουν και τους τελευταίους επιβάτες, το mid-tempo blues εμβατήριο του 'All My Life To Kill' ή το υπερκινητικό psychobilly των 'Bible Cyst' και 'Firstwhistle Boogie' που ανεβάζουν και πάλι την ένταση λίγο πριν το τραίνο επιστρέψει επιβραδύνοντας στην αφετηρία του 'Agony Wagon'. Υψηλές στροφές, ενέργεια αλλά και σπουδαίο fun λοιπόν στο ταξίδι που προσφέρουν ο Colonel Wilkes κι η παρέα του και, κάθε επιβάτης είναι ευπρόσδεκτος.


oliveri1"Ξέρεις που βρίσκεται ο μπασίστας σου φίλε μου" φέρεται ότι είπε ο Nick Oliveri προσφέροντας τις υπηρεσίες του στον Josh Homme τώρα που συμφιλιώθηκαν και πάλι, δίνοντας τροφή με τον τρόπο αυτό στις φήμες για το happy end στο -δακρύβρεχτο- σήριαλ που παρακολουθήσαμε πριν ένα χρόνο με την επιστροφή του στους QOTSA. Μετά λοιπόν και την πρόσφατη επιστροφή του Mark Lanegan, αυξάνονται οι πιθανότητες ν' αποκτήσει το group και πάλι την πλήρη του μορφή εγκαίρως για την εμφάνιση (14 Ιουνίου) που θα αποκορυφώσει την απροσδόκητη συναυλιακή άνθηση που περνά η πόλη μας.


controlΤα απόνερα του κύματος της '80's dance-punk αναβίωσης ακολουθούν οι Controller. Controller που έρχονται κι αυτοί απ' το -πρώην- πουθενά (το Toronto θεωρείται πλέον το νέο Seattle), καθώς όμως βρίσκονται αισθητά βορειότερα της ΝΥ έχουν την πολυτέλεια ν' αποφεύγουν την ταύτιση με την ομόλογη εκεί σκηνή εισχωρώντας κατά βούληση στο art-rock. Στο ντεμπούτο τους EP "History" λοιπόν τα dance beats και τα funky grooves του μπάσου συνεργάζονται αρμονικά με τις δίδυμες κιθάρες που κεντούν λεπτοδουλεμένο ιστό από riffs με την χειρουργική ακρίβεια νυστεριού, παραμένοντας όμως πάντα πίσω από την αισθησιακή και ατμοσφαιρική φωνή της Nirmala Basnayake. Οι C.C πατούν βέβαια σταθερά στα '80's, γνέφουν όμως ευδιάκριτα και στην no-wave σκηνή των νοτίων γειτόνων τους εκείνης της εποχής κι έτσι τραγούδια απολαυστικά όπως τα 'Silent Seven' και 'Sleep Over It' ακούγονται σαν σπουδή των ΥΥΥ's στους Sonic Youth, εντύπωση που γίνεται εντονώτερη στο πολύ καλό επίσης 'Bruised Broken Beaten' και βέβαια στο απόλυτο highlight εδώ 'Disco Blackout' που παρασέρνει από τις πρώτες μόλις νότες, με τις κιθάρες να εναλλάσσονται από τα σχεδόν μαθηματικά riffs στον θόρυβο και το στιβαρό μπάσο να οδηγεί, ενώ η Nirmala αντικαθιστά το attitude με τον μόλις απαραίτητο δραματικό τόνο. Πολλές υποσχέσεις λοιπόν από τους C.C στο ξεκίνημά τους αυτό και μια ακόμη αναβίωση που, χωρίς να πρωτοτυπεί φυσικά, ξεχωρίζει από το στείρο αναμάσημα που μας έχει ήδη κουράσει.

Ανάμεσα στα αλλεπάλληλα reunions κι ένα που τελικά δεν θα συμβεί καθώς η Elisabeth Fraser αποσύρθηκε την τελευταία στιγμή από την πολυαναμενόμενη επανεμφάνιση των Cocteau Twins στο Coachella Festival στην Καλιφόρνια. Παρέμειναν όμως οι (για πολλοστή φορά) επανασυνδεόμενοι Bauhaus, ενώ το reunion της χρονιάς είναι βέβαια αυτό των Gang Of Four που ξεκίνησε σαν περιορισμένη περιοδεία στην Βρετανία και ήδη επεκτείνεται στην απέναντι ήπειρο και την αιτιολογία για το οποίο (πέρα από την προφανή) συνόψισε πολύ εύστοχα πρόσφατα ο Jon King: "πριν λίγες ημέρες η κόρη μου νόμιζε ότι άκουγε εμένα στο ραδιόφωνο!".


mojoΑκούγοντας το "Hot Damn!" είναι εύκολο να φανταστούμε τους Mojo Gurus να κερδίζουν χωρίς προσπάθεια τους θαμώνες σε κάποιο "λιγότερο από καθωσπρέπει" bar στα βάθη του νότου με καθαρόαιμα όσο και βρώμικα rockers όπως τα 'Clarksdale', 'Long Hard Road', 'Bumble Bee' ή το mid-tempo boogie του 'Raylene'. Ο Kevin Steele κι η παρέα του έχουν δημιουργήσει το δικό τους πιστό κοινό στα μέρη τους με το rockabilly και southern rock μίγμα τους, πεισματάρικο όπως κι οι ίδιοι που επιμένουν από το '99 να κυκλοφορούν μόνοι τις δουλειές τους φτάνοντας αισίως στην τρίτη, κι εδώ υπάρχουν στιγμές όπως τα 'Black Cat Blues', 'Race With The Devil' που παρασέρνουν με τα πυρωμένα licks της κιθάρας και την γνήσια glam ένταση του Steele, χωρίς να υποκρίνονται πρωτοτυπία αλλά προσφέροντας παλιομοδίτικο κι απλό r'n'r fun και καταφέρνοντας ν' ακούγονται αυθεντικοί ανάμεσα στις διάφορες αναβιώσεις.