Some cherries - Volume 17
Πυρετώδης η συναυλιακή κίνηση της πόλης το τελευταίο εξάμηνο, με αρκετά αξιόλογα συνήθως live κάθε εβδομάδα, πολλές φορές την ίδια ημέρα, οι προσελεύσεις όμως υπήρξαν κατώτερες από τις αναμενόμενες παρά την μεγάλη γκρίνια των προηγούμενων χρόνων. Πιστεύοντας ότι η μουσική που προσφέρθηκε αφειδώς ζωντανά απέχει πολύ από την περιθωριοποίηση που υπαινίσσεται ο αριθμός των λιγότερων από χιλίων ατόμων που τίμησαν αθροιστικά τα διάφορα δρώμενα κάθε βραδιάς (ποσοστό μικρότερο από το χιλιοστό του πληθυσμού της πόλης), αποδίδουμε το φαινόμενο στην αδράνεια του κοινού που αργεί ακόμη όπως φαίνεται να συνειδητοποιήσει ότι το live (ακόμη και μετρίου βεληνεκούς ονομάτων) αποτελεί απόλυτα έγκυρη πρόταση εξόδου δίπλα στις καθιερωμένες, προτιμότερη από τις περισσότερες αλλά και συγκρίσιμη δαπάνη. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει κι έτσι είναι καιρός μάλλον να σταματήσουμε να θεωρητικολογούμε στο τραπέζι της ταβέρνας ή να κρυβόμαστε πίσω από τις δισκοθήκες μας όταν μας επισκέπτονται πλέον σε τακτική βάση ονόματα που μέχρι πριν λίγο μόλις καιρό μόνο στο εξωτερικό ελπίζαμε να συναντήσουμε.
Περιπετειώδη παραμύθια υπόσχεται από τον τίτλο ακόμη ('Picaresque') η τρίτη δουλειά των Decemberists, για μεγάλους φυσικά καθώς γνωρίζουμε από την αρχή ότι θα συναντήσουμε τον Colin Meloy στο στοιχείο του να μας προσφέρει αλλόκοτες ιστορίες για τον θάνατο, την θάλασσα ή τραγικούς έρωτες, μαζί βέβαια με προχωρημένα μαθήματα αγγλικής λογοτεχνίας. Συνδυασμός που έκανε το πενταμελές σχήμα απ' το Portland ξεχωριστό ανάμεσα στην indie pop πληθώρα και που εδώ βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη καθώς ο Meloy βυθίζει τον ακροατή στην γλαφυρή εικονογραφία του, σε τραγούδια όπου η φαινομενικά απλή pop και folk, παρά τις σκιές που κρύβει δημιουργεί τον δεύτερο πόλο ενδιαφέροντος, συχνά σε φαινομενική αντίθεση με το περιεχόμενο. Η γόνιμη φαντασία του Meloy χρησιμοποιεί την βρετανική pop σαν αφετηρία αλλά προχωρά μακρύτερα προς την κατεύθυνση των Neutral Milk Hotel όπως φαίνεται από την αρχή ακόμη με το επικό 'Infanta', από τις καλύτερες στιγμές εδώ. Πιο κάτω υπάρχουν η ευφυής και πιο μελαγχολική REM-ική indie του 'We Both Go Down Together', η dreamy pop του 'Engine Driver' ή στοιχειωμένες μπαλάντες ('From My Own True Love', 'Eli The Barrow Boy') που ο Meloy ελαφρώνει αντιπαραβάλλοντας ανάλαφρη uptempo brit-pop ('Sporting Life', '16 Military Wives'), ενώ το κεντρικό σημείο εδώ είναι οπωσδήποτε το εννιάλεπτο folk έπος του 'The Mariner's Revenge Song', γκροτέσκα παραλλαγή στην ιστορία του Ιωνά με στοιχεία γερμανικού καμπαρέ και το ακορντεόν να χρωματίζει ένα ακόμη σκοτεινό παραμύθι. Η καλύτερη μάλλον μέχρι τώρα προσφορά του σχήματος αυτού που, μετά τους πειραματισμούς του περυσινού ΕΡ (The Tain), φαίνεται ότι χαράζει τον δικό του ιδιαίτερο δρόμο.
Τις καλύτερες εντυπώσεις μας άφησαν οι Blonde Redhead, περισσότερο απ' την προηγούμενη φορά πριν ένα χρόνο, καθώς τους είδαμε να εγκαταλείπουν την -ατελέσφορη γι' αυτούς- 4AD αμφίεση και να θυμούνται τις sonic youth-ικές τους ρίζες. Θεωρούμε (μειοψηφώντας) αδύναμη και κατώτερη την τελευταία τους δουλειά και, εκεί αποδίδουμε την μεγάλη κοιλιά μετά την έπαρση του 'In Particular' παρότι τα τραγούδια του Misery απέκτησαν διαφορετική λάμψη χωρίς τις synth-ετικές ατμόσφαιρες. Η αιθέρια παρουσία της Kazu και το "βασικό ένστικτο" της απείλησαν βέβαια να επισκιάσουν τους δίδυμους Ιταλούς, ο Simone όμως με την χειρουργική ακρίβειά του ανήκει στο είδος εκείνο των drummer που πιστεύαμε ότι είχε εκλείψει ενώ η κιθάρα του αποτραβηγμένου και ήσυχου Amedeo ήταν η πλέον θορυβώδης της παρέας. Εκτιμήσαμε την ειλικρίνεια της Kazu που, υποκύπτοντας στην επιμονή των υπολοίπων, ξεκίνησε το 'Elephant Woman' παρότι αδυνατούσε να τραγουδήσει όπως ήθελε (τραγούδι που αναγκάστηκε τελικά να διακόψει), απορήσαμε όμως με την υπερευαισθησία όσων είναι διατεθειμένοι να ανεχτούν προκλητικές ποσότητες προηχογραφημένων αλλά καταλήφθηκαν από ιερή αγανάκτηση στο ντουέτο με τον εαυτό της ('Equus'). Διανθισμένο με παλαιότερα τραγούδια ('Futurism Vs Passeism', κλπ) που τόνιζαν ακόμη περισσότερο την απόσταση απ' το Misery, το εξαιρετικό live των BRH μας απογείωσε στο τέλος βέβαια με το 'Violent Life' καθώς, οι κατά τα δύο τρίτα μεσογειακής προέλευσης νεοϋορκέζοι art-rockers φαίνεται πως αποδίδουν καλύτερα μετά τα μεσάνυκτα (στην προηγούμενη συνάντησή μας ήταν σχεδόν μεσημέρι).
Νυκτερινοί οπωσδήποτε κι οι Midnight Movies με την ομώνυμη πρώτη δουλειά τους, παρά το όνομα όμως θα προτιμούσαν μάλλον την ώρα που οι σκιές γίνονται μεγαλύτερες, όπως οι επιρροές τους δηλαδή τις οποίες η τριάδα απ' το LA θεωρεί περιττό να κρύψει. Η μεγαλύτερη απ' όλες βέβαια είναι αυτή της Nico που βαραίνει αποκλειστικά την Gena Olivier, ασυνήθιστη frontwoman καθώς αναλαμβάνει με την ίδια ένταση και το drum kit. Δίπλα στην -σχεδόν μεταφυσική, κοντύτερα όμως στους κοινούς θνητούς- μετενσάρκωση του "σκοτεινού άγγελου", οι δύο συνεργάτες της αναλαμβάνουν να χρωματίσουν με τις κιθάρες και να υπογραμμίσουν με τα keyboards λιτά και σκοτεινά ψυχεδελικά τοπία που συχνά μοιάζουν να επιπλέουν στον χωροχρόνο, όπως υπαινίσσεται και το υποβλητικό κλείσιμο του 'Time And Space' όπου ο sonic youth-ικός θόρυβος μεταλλάσσει την ονειρική gothic folk σε ήσυχη καταιγίδα, με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που υποδέχονται στο εξαιρετικό 'Persimmon Tree'. Στο μεσοδιάστημα η φωνή της Olivier, σαν επιπλέον όργανο, μεταφέρει από τους Velvets ('Love Or Less', 'Mirage') μέχρι τους Clinic (το 'Just To Play' είναι σχεδόν επιλήψιμο), δίνοντας συχνά την αφετηρία για -συγκρατημένες- ψυχεδελικές και acid αποδράσεις ('Human Mind Trap', 'Oh Twilight'). Πολλές λοιπόν επιρροές και γνωστά ακούσματα, οι ΜΜ ξεχωρίζουν όμως από τους άλλους σύγχρονους αναβιωτές καθώς το ζητούμενο εδώ είναι οι λεπτά μελαγχολικές και σκοτεινές ατμόσφαιρες που γίνονται ονειρικές και γοητευτικά εξωπραγματικές με την υποβλητική φωνή της Olivier και την ψυχεδέλεια των ηχοτοπίων.
Την άλλη όψη στο βρετανικό hype, το βαθύ σκοτάδι δηλαδή που απλώνεται γύρω από τους ισχυρά εστιασμένους προβολείς του, είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά συνομιλώντας πριν λίγο καιρό με τον Chris Olley των Six By Seven καθώς, παρά το ξεροκέφαλο πείσμα χάρη στο οποίο -ευτυχώς- συνεχίζει, ήταν ολοφάνερα τα σημάδια και το κόστος της αντιμετώπισης από τον παντοδύναμο βρετανικό τύπο που ατυχώς έχει την δύναμη να κατασκευάζει επιτυχίες ή να καταδικάζει στην αφάνεια. Θυμόμαστε ακόμη τα πρωτοσέλιδα του ΝΜΕ για τους Franz Ferdinand ("ακούστε σήμερα την μουσική του αύριο" -μουσική βέβαια που ήταν ήδη χτεσινή) ή τους Kasabian ("το group που θ' αλλάξει την ζωή σας" -ευτυχώς η ζωή μας παρέμεινε όπως ήταν). Σε κάθε όμως σημερινό θριαμβευτή (και αυριανό ξεχασμένο) αναλογούν πολλοί αδικημένοι στο παιχνίδι αυτό της χειραγώγησης του κοινού που είναι κι ο μεγαλύτερος χαμένος, μαζί με την ίδια την μουσική φυσικά, αρνητική επίδραση που είναι ολοφάνερη στην κατάπτωση και την ανυπαρξία της βρετανικής σκηνής εδώ και πολλά χρόνια.
"I wanna fly like an eagle, I wanna sing like Sinatra" δηλώνει ο Guy McKnight στην υποδοχή του Royal Society, ενθουσιασμός δικαιολογημένος καθώς, ακόμη και γεωγραφικά, είναι αρκετή η απόσταση από το Brighton μέχρι το -περιβόητο πλέον- Rancho De La Luna. Βέβαια, στο χαοτικό psychobilly των Eighties Matchbox B-Line Disaster η βαρύτητα βρισκόταν σταθερά στο πρώτο συνθετικό ήδη από την πρώτη τους δουλειά (΄02), το διάστημα όμως που μεσολάβησε, το προαναφερόμενο ταξίδι αλλά κι οι φροντίδες του Chris Goss στην κονσόλα εναρμόνισαν το -βίαιο- συνταίριασμα της ζοφερής ατμόσφαιρας των Bauhaus με την ενέργεια των Cramps καθώς οι EMBD κλωνοποιούν τον Peter Murphy σαν frontman των τελευταίων προσθέτοντας απολαυστικό '70's glam, ακόμη και thrash σε κάποιες (λίγες) στιγμές, με τρόπο όμως συνεκτικό όσο και μολυσματικά μεταδοτικό. Σκοτεινό και ψυχωτικό gothic rockabilly οδηγημένο από το στιβαρό rhythm section όπου πρωταγωνιστούν τα ελληνικών ενδιαφερόντων drums (Tom Diamantopoulo), παράγωγο των '80's που ανήκει όμως αλάνθαστα στα '00's (αντιπροσωπευτικά τα 'The Fool', 'Migrate Migraine'), οι EMBD παρασέρνουν με την δύναμή τους ('Rise Of The Eagles' ή το ισοπεδωτικό 'Mister Mental') και τον σκοτεινό αισθησιασμό (το εξαιρετικό 'Temple Music' ή το 'Drunk On The Blood', ενώ απλώνονται μέχρι τους Devo ('When I Hear You Call My Name') αλλά και την απλά εθιστική -αποκλίνουσα- pop στο single 'I Could Be An Angle'. Οι EMBD ανήκουν στην "ζώνη του λυκόφωτος", αρκετά αμερικανοί για την πατρίδα τους και περίεργος καρπός για την αντίπερα όχθη, στο Royal Society όμως βρίσκονται (όπως δηλώνει με στόμφο κι ο McKnight) "on top of their game".
Από τα ιστορικότερα ιδρύματα της ανατολικής ακτής το McGill University του Montreal, έχει μεγάλη παράδοση στην παραγωγή διακεκριμένων επιστημόνων την κατοπινή σταδιοδρομία των οποίων παρακολουθεί με πατρικό σχεδόν ενδιαφέρον, κοινότητα στην οποία προστέθηκε πρόσφατα κι ο Win Butler (Arcade Fire) που ακολούθησε θεολογικές σπουδές εκεί αποφοιτώντας πριν ένα χρόνο. Η ακαδημαϊκή λοιπόν διάσταση στον αντίκτυπο του 'Funeral' έδωσε στο αιωνόβιο πανεπιστήμιο μία ακόμη -παρότι από διαφορετικό πεδίο- αιτία υπερηφάνειας, φανερή στην τακτική έκδοση των αποφοίτων όπου οι Arcade Fire έγιναν τα τιμώμενα πρόσωπα.