Some cherries - Volume 4
Πολλές αναβιώσεις πρόσφατα (garage, new wave, disco κλπ), μερικές που έφεραν νοσταλγία ενώ άλλες ήταν γραφικές ή απλά διασκεδαστικές, φαινόμενα που ερμηνεύτηκαν σαν μια παροδική "ομφαλοσκόπηση". Πρόσφατα όμως γινόμαστε μάρτυρες της αναβίωσης των Yes, που αντιπροσωπεύουν την σελίδα εκείνη του rock που θα θέλαμε να προσποιηθούμε ότι δεν υπήρξε, αναβίωση που ολοκληρώνεται με την ανασύσταση και των ιδίων. Υπάρχουν λοιπόν group που ευαγγελίζονται το prog rock (ή prog οτιδήποτε) και στην πραγματικότητα αναπαράγουν εκείνη την αισθητική (Mars Volta) ή απλά την αντιγράφουν ενώ εμφανίζονται πλέον νέα group που υπερηφανεύονται ότι είναι "διαβασμένοι στους Yes" (31 Knots). Εδώ πια δεν πρόκειται για προσωρινή στασιμότητα, αλλά για τον πάτο του βαρελιού που τον ξύνουμε κι αυτόν μήπως έχει μείνει και τίποτε άλλο που να τρώγεται. Πως να αισθάνονται άραγε οι punks των '70's;
Στους Rocket From The Tombs συναντήθηκαν για πρώτη ίσως φορά (ακολούθησαν πολλές) αυτό που μετά ονομάστηκε punk με το hard rock της εποχής. Το proto-punk τους από τα μέσα των '70's ανήκε στον μύθο, καθώς αποτυπώθηκε πρώτη φορά επίσημα στο 'The Day The Earth Met The RFTT' (2002) που περιείχε ό,τι είχαν και δεν είχαν ηχογραφήσει εκείνα τα χρόνια Ακολούθησαν σύντομη επανασύνδεση και περιοδεία (2003) και τώρα το 'Rocket Re-dux', studio ηχογραφήσεις του set list των εμφανίσεων αυτών. Παρόντες οι David Thomas, Cheetah Chrome και Craig Bell από την αρχική σύνθεση, με την προσθήκη των Steve Mehlman (Pere Ubu) στα drums και Richard Lloyd (Television) στην κιθάρα του μακαρίτη Peter Laugh-ner και την παραγωγή.
Τώρα πια βέβαια το garage-punk περνά την ν-οστή αναβίωση (ούτε οι γάτες) ενώ ούτε το avant-garage των Pere Ubu μας ξενίζει, μπορούμε όμως να φανταστούμε πόσο αλλόκοτα ακούγονταν όλα αυτά στο Cleveland του '74, τότε που οι RFTT μαζί με τους Electric Eels και τους Mirrors δεν κατάφερναν να γεμίσουν τα club, ακόμη κι όταν υπόσχονταν δωρεάν μπύρα! Πέρα όμως από ιστορική επανόρθωση, πολλοί σημερινοί αναβιωτές θα έδιναν το δεξί τους χέρι για την garage ενέργεια των 'What Love Is', 'Never Gonna Kill Myself Again' και 'Down In Flames', την ταχύτητα και την ορμή του 'Sonic Reducer', τα απειλητικά riffs και το ξέσπασμα θορύβου στο 'Final Solution' ή τον βραδυφλεγή ίλιγγο του '30 Seconds Over Tokyo', ακόμη και για ένα απλό εδώ τραγούδι όπως το 'Frustration'. Το 'Rocket Redux' θα μπορούσε να είναι το θριαμβευτικό ντεμπούτο κάποιων σημερινών, έτσι όμως όπως ακούγεται ευχάριστα (και οδυνηρά) σημερινό δείχνει πόσο μπροστά από τον καιρό τους βρέθηκαν οι RFTT.
Θεωρούσαμε τον Mike Patton πολυσχιδή και πολυάσχολο, με τα αμέτρητα project και τις συνεργασίες (εδώ θα ομολογήσουμε ότι τηρούμε απόσταση ασφαλείας από το 'Delirium Cordia' των Fan-tomas). Φαίνεται όμως ότι ο στρατηγός έχει και άλλα ακόμη σχέδια, καθώς σύντομα θα τον δούμε και στην μεγάλη οθόνη, στην ταινία Firecracker του Steve Balderson. "Η αρχική μου σκέψη όταν με πλησίασε" δικαιολογείται ο Patton "ήταν να τον καταφέρω να κάνω την μουσική, τελικά όμως με κατάφερε εκείνος". Στην ταινία υποδύεται δύο (!) ρόλους: "πεθαίνω δύο φορές, δέρνω ένα σωρό κόσμο, βιάζω τον μικρό μου αδελφό, ο ένας χαρακτήρας είναι διαρκώς μεθυσμένος, απλά πράγματα". Μας καθυσυχάζει όμως ότι δεν σκοπεύει να παραιτηθεί από την κανονική του δουλειά.
Ακούγοντας το 'In Dark Love' δεν μπορεί κανείς να μην αναρωτηθεί αν οι Beehive & The Barracudas παίζουν στα σοβαρά ή είναι απλά ακατάστατοι, με τους σκόρπιους θορύβους και τα ομαδικά φωνητικά-ξεστόμισμα συνθημάτων. Οι αμφιβολίες ενισχύονται πιθανώς αν λανθασμένα θεωρηθούν πειραματικό side-project, έτσι όπως οι περισσότεροι στην πεντάδα αυτή από το San Diego έχουν παρελθούσα (και νυν) θητεία σε group σαν τους Hot Snakes και τους Rocket From The Crypt (καμιά σχέση με τους προηγούμενους Rockets, αντί κεράσια όμως μετατρεπόμαστε σε πεδίο βολής). Οι 'Cudas όμως βρίσκονται ήδη στον τρίτο δίσκο τους και, μετά από λίγο, οι αμφιβολίες διαλύονται καθώς όλα δένουν μεταξύ τους με συνδετική ύλη κολλητικούς ρυθμούς και grooves, ο ανυποψίαστος ακροατής κινδυνεύει να παρασυρθεί σε (κάποιου είδους) χορό και η γεύση που μένει είναι ένα post-punk και new wave party με καλεσμένους τους B52's, τους Fall και οικοδεσπότες τους Royal Trux. Η αισθητική των τελευταίων εφαρμόζεται στον βρώμικο garage ήχο των προηγούμενων group τους κι αυτός με την σειρά του σε υλικό που διαφορετικά θα περνούσε για νεοϋορκέζικο post-punk.
Αντιπροσωπευτικό το περίεργα κολλητικό και τελικά δεμένο 'Up In Flames' ενώ σε τραγούδια όπως τα 'Black Dove', 'Stuck On The Bus', 'Whip Out My Pistol' το garage συναντά το post-punk και το new wave. Οι 'Cudas απλώνονται όμως περισσότερο, με την αιχμηρή lo-fi synth-pop μπαλάντα του 'Oh Sheena', το ακουστικό και μεθυσμένα μελοδραματικό 'One Way Ticket Outa Here' ενώ η κορυφαία στιγμή είναι το αντάξιο των Make Up soul-garage μίγμα του 'Scat Noir Thriller'. Ένα απολαυστικό όσο και περίεργο χαρμάνι που συνολικά αφήνει μια ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα άποψη, δεμένο και κολλητικό τελικά ακόμη και στα πειραματικά περάσματα θορύβου.
Το 'City Folk', πέμπτος δίσκος της δυάδας των Nick Dye και Emil Hyde που αποτελούν τους Mystechs παρουσιάστηκε πρόσφατα στην στήλη της δισκοκριτικής και προκάλεσε το ενδιαφέρον μας με τον απολαυστικό τρόπο που οι δύο αυτοί κύριοι από το Chicago γλυστρούν από τον χαρακτηρισμό της electronica αλλά και του rock και κατατροπώνουν όποιον προσπαθήσει να τους κολλήσει κάποια ετικέτα. Προκειμένου να λύσουμε λοιπόν τις απορίες μας επικοινωνήσαμε με τον Emil Hyde που (με τον τρόπο του) προσπάθησε να μας διαφωτίσει:
Πως θα περιέγραφες την μουσική σας; Σαν μια παιδική εγκυκλοπαίδεια της μουσικής ιστορίας του 20ου αιώνα, γραμένη με φανταχτερά synthesizer κραγιόνια. Στους δίσκους μας προσπαθούμε να ενσωματώνουμε κάτι από κάθε είδος μουσικής που έχουμε ακούσει, από το rock του Chuck Berry μέχρι το hip-hop των Wu-Tang Clan και τα avant-garde ορχηστρικά του Igor Stravinsky. Στον δρόμο όμως όλα μπερδεύονται εξαιτίας του φτηνού ηλεκτρονικού εξοπλισμού μας και των απελπιστικά ερασιτεχνικών ικανοτήτων μας. Παρότι λοιπόν αποτυγχάνουμε θλιβερά να πλησιάσουμε τις επιρροές μας, θάθελα να πιστεύω ότι η μουσική μας έχει την δική της γοητεία, βρώμικη, κακόγουστη και χαμηλού προϋπολογισμού.
Όπως καλύπτετε σχεδόν ολόκληρο το σύγχρονο (κι όχι μόνο) μουσικό φάσμα μέχρι το glam τύπου Kiss, υπάρχει κάποια φιλοσοφία πίσω απ' αυτό που κάνετε; Προσπαθούμε να διασκεδάζουμε όσους περισσότερους μπορούμε διατηρώντας τα πράγματα αρκετά παράξενα ώστε να μην πεθάνουμε από πλήξη στο μεταξύ. Δεν είναι εύκολη δουλειά, καθώς σχεδόν ό,τι θεωρείται σήμερα popular, ακόμη και underground, μας προκαλεί πλήξη.
Πως θα είναι ο (επικείμενος) έκτος δίσκος; Θ' ακούγεται σαν ένα γιγαντιαίο αμφίβιο που προσπαθεί να χορέψει breakdance. Περισσότεροι ρυθμοί hip-hop, περισσότερος λευκός θόρυβος και τραγούδια για γέρους που τρέχουν άσκοπα γυμνοί μέσα σε χασάπικα. Κι ένα πραγματικά ζόρικο σόλο kazoo προς το τέλος. Και δεν προσπαθώ να το παρουσιάσω πιο παράξενο απότι είναι... ειλικρινά είναι η καλύτερη περιγραφή που μπορώ να δώσω.
Υπάρχει προοπτική για εμφανίσεις στην Ευρώπη στο κοντινό μέλλον; Θέλουμε πάρα πολύ να περιοδεύσουμε στην Ευρώπη, η ατυχής πραγματικότητα όμως είναι ότι δεν έχουμε αρκετά χρήματα ή άδεια από τις δουλειές μας. Κρίμα. Πήραμε όμως πρόσφατα ένα email από το Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού που μας μπέρδευε με τους FischerSpooner και μας ζητούσε να εμφανιστούμε σε κάποιο φεστιβάλ. Προσπαθήσαμε να τους ξεγελάσουμε για να κλείσουν με τους Mystechs και να πληρώσουν τα αεροπορικά για την Αθήνα, αλλά δεν έπιασε.
Σχετικά με το project των Corporate MF; Το άλμπουμ των Corporate MF "The Royal We" είναι έτοιμο και διατίθεται από το site της εταιρείας μας (omegapointrecords.com). Είμαι πραγματικά πολύ ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα, πολύ περισσότερο punk και σκληρό rock απότι οι Mystechs και ίσως λιγότερο παράξενο. Υπάρχει ένα MP3 στο corporatemf.com. Τώρα προσπαθούμε να στρατολογήσουμε μουσικούς σε μια live μπάντα που θα περιοδεύσει τις Η.Π.Α. το φθινόπωρο. Ο Nick έπαιξε σχεδόν τα πάντα μόνος του στο studio, για τα live όμως χρειάζονται τουλάχιστον τέσσερα άτομα.
Είχαμε την τύχη να έρθει στα χέρια μας το demo -δείγμα γραφής- ενός νέου group από την Αθήνα, των Versace Widow και ήταν πραγματικά ευχάριστο ξάφνιασμα, καθώς οι λιγοστές αξιόλογες προσπάθειες με αγγλικό στίχο του τελευταίου καιρού κινούνται σε άλλους χώρους, ele-c-tronica, ατμοσφαιρική pop, post κλπ. Η τετράδα των VW (τυχαίο;) αριθμούν λίγους μόλις μήνες ύπαρξης, δεν κρύβουν όμως την διάθεσή τους για σύγχρονο rock, φρέσκο και ορεξάτο punk που μπορεί να είναι και μελωδικό χωρίς να γίνεται pop ή emo. Η πιο φανερή συγγένεια εδώ φαίνονται να είναι οι Pixies όπως φαίνεται από το 'Your Name' ενώ καραδοκούν και οι Buzzcocks, με την φωνή να παραπέμπει συχνά εκεί όπως και στον Devoto. Yπάρχουν όμως ακόμη αρκετές post-punk νύξεις, κυρίως στο στιβαρό rhythm section (το funk groove στο 'Serial Killer') αλλά και μετρημένες δόσεις new wave και garage. Έντονη και η παρουσία της κιθάρας του frontman Ted Sorvi-no, αλλού γεμίζοντας τον χώρο με ζωντανά riffs και αλλού θορυβώντας κάτω από την φωνή. Τέσσερα περίπου ισάξια τραγούδια (δίνουμε ελαφριά υπεροχή στο 'Everybody Knows') που αφήνουν θετική ενέργεια πίσω τους και μια δουλειά -κατάθεση προθέσεων- που στέκεται αβίαστα δίπλα σε αρκετά απ' όσα ακούμε τελευταία, κυρίως από την άλλη ήπειρο, γεγονός που απλά σημαίνει ότι είναι επίκαιρη. Ευχόμαστε να ακούσουμε σύντομα και την ολοκληρωμένη δουλειά. Μέχρι τότε, οι ηχογραφήσεις των VW θα διατίθενται στα live τους και το internet (versace-widow@yahoo.com).