Ο Jon Lord και η άρνηση στη λήθη
Ένας τελευταίος -κι ας μην υπήρχε τέτοια επίγνωση ή πρόθεση- δίσκος έχει πάντοτε ένα μεγαλύτερο ειδικό-συναισθηματικό βάρος. Του Στυλιανού Τζιρίτα
«Η αποχώρηση από τους Deep Purple ήταν τόσο τραυματική όσο πάντα υποψιαζόμουν ότι θα ήταν -και ακόμα περισσότερο- αν αυτό μπορεί να μετρηθεί. Η μουσική αυτή είναι η ιστορία αυτή της αναχώρησης. Η ευχαρίστηση του να βρεις την ελευθερία να πετάξεις μόνος σου αλλά παράλληλα η λύπη της αποχώρησης από κάτι ζεστό και στοργικό. Η αγαλλίαση του πρωινού θροΐσματος εμπεριέχει τη νοσταλγία της δύσης της προηγούμενης ημέρας. Φίλοι που στάθηκαν τόσο καιρό (και ενίοτε έπεσαν) δεν είναι τριγύρω πια για να γελάσεις, να διαφωνήσεις, να αστειευτείς, να χάνεις τη χαρά και τιμή (;) να είσαι μέρος μίας μονάδας που φτιάχνει όμορφη μουσική και...και τελικά πάλι αυτοί οι θαυμάσιοι τύποι να είναι αυτό που σου λείπει περισσότερο και από την ίδια τη μουσική. Μερικές φορές συλλαμβάνω τον εαυτό μου στη μέση της νύχτας να κάνει ερωτήματα: «Κρατάνε τη θέση μου ζεστή στο tour bus;”
Αυτά γράφει ο ίδιος ο Jon Lord στις σημειώσεις για τη σύνθεση «De Profundis», τη δεύτερη στο album ‘Beyond the Notes’ (Capital/2004), στον πρώτο δίσκο μετά την αποχώρηση του από τους Purple δύο χρόνια πιο πριν.
Η αποχώρηση του Jon Lord από τους Purple δεν ήρθε απροειδοποίητα. Η μπάντα ήξερε τα σχέδια του ανθρώπου από το Leicester (μία γενέτειρα για την οποία η αγάπη του παρέμεινε αναλλοίωτη για τον οργανίστα και συνθέτη, κι όχι μόνο η αγάπη του αλλά και οι στενοί δεσμοί του με αυτή για το σύνολο των 71 χρόνων της ζωής του) χρόνια πριν, από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 όταν συστάθηκε το ‘MARK VII’ με τον Steve Morse στη θέση του Blackmore, γεγονός που ακολούθησε τη ξιφούλκηση μεταξύ του τελευταίου και του Ian Gillan, με τον αοιδό να επιστρέφει στο σχήμα μόνο όταν οι υπόλοιποι πήραν την απόφαση να αφήσουν τον μαυροφορεμένο έξω από τις διεργασίες της μπάντας. Και μπορεί ο μύλος των αντεγκλήσεων να σταμάτησε κάπου το 1993, αλλά η αποχώρηση του Blackmore ήταν τραυματική για τον ίδιο τον Lord. Οι δύο τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά μουσικά τη νύχτα της 8ης μέρας του Δεκέμβρη του 1967, το βράδυ μίας πραγματικά παγωμένης ημέρας όπου οι χιονοπτώσεις είχαν φτάσει ακόμα και στο Λονδίνο και η θερμοκρασία ήταν κοντά στους 3 βαθμούς Κελσίου. Όταν άνοιξε η πόρτα στο τσαρδί του John Lord του πρώτου ορόφου στο παλιό κτίριο στο δυτικό Λονδίνο, ο επισκέπτης στεκόταν περονιασμένος από το κρύο κρατώντας μια ακουστική κιθάρα σε μία παλαιά δερμάτινη θήκη. Ο οικοδεσπότης τον καλωσόρισε και μερικά ποτήρια κρασί κρίθηκαν αναγκαία για να ζεσταθεί η ατμόσφαιρα μιας και, αν και γνωρίζονταν από το μουσικό σινάφι, εντούτοις ήταν η πρώτη φορά που βρισκόντουσαν οι δυο τους εκ του σύνεγγυς. Η αιτία της επίσκεψης ήταν σαφής στο επίκεντρο του σκεπτικού της μιας και οι δύο είχαν πολύ συγκεκριμένη ιδέα για το τι έπρεπε να κάνουν, οπότε σε σύντομο χρονικό διάστημα η κιθάρα βγήκε από τη θήκη της και ο οικοδεσπότης από τη μεριά του κάθισε πίσω από ένα όρθιο πιάνο, ένα σχετικά ταλαιπωρημένο αγγλικό Chappell και το ντουέτο ξεκίνησε να παίζει αυτοσχεδιάζοντας. Εκείνη τη νύχτα, την οποία μνημόνευε ως πολύ ζεστή και όμορφη μεταξύ τους ο Jon Lord, ο τελευταίος και ο Richie Blackmore έγραψαν τα δύο πρώτα τραγούδια των Deep Purple.
Τα τραγούδια αυτά ήταν το “Mandrake Root” και το “And the Adress is…” και αμφότερα εμφανίστηκαν (το “And the Adress is…“ μάλιστα ξεκινούσε τον δίσκο) στο ντεμπούτο του σχήματος λίγους μήνες αργότερα. Το πρώτο ήταν άμεσα επηρεασμένο από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην πρωτεύουσα της Βρετανίας όπου μύθοι (στη συγκεκριμένη περίπτωση βιβλικοί) μπλέκονταν με την τάση επανεξέτασης του συλλογικού ασυνειδήτου (όπως όριζαν οι καιροί στα 60s), ενώ το δεύτερο ήταν απόλυτα βιωματικό για κάθε μουσικό της αγγλικής σκηνής στο Λονδίνο. Τα ενοίκια ήταν πολύ ακριβά για τους μουσικούς και πολλές φορές στοιβάζονταν τρεις ή τέσσερις μαζί σε ένα μικρό διαμέρισμα, κάτι το οποίο βέβαια τροφοδοτούσε φιλίες και ηχητικές ζυμώσεις. Τέτοιο πάντως πρόβλημα δεν αντιμετώπιζε πια ο Lord την εποχή του “Behind the Notes“, όπως πολλά χρόνια νωρίτερα, εξαιτίας της απόλυτα επιτυχημένης πορείας των Purple όπως αυτή εξελίχθηκε μετά από εκείνο το βράδυ της 8ης Δεκεμβρίου. Στις αρχές των 00s ζούσε στο Sonning, ενορία του Berkshire και εκεί είχε όχι μόνο την αίσθηση της οικίας αλλά και του απόλυτα εκφραστικού προσωπικού χώρου, μιας και είχε μετατρέψει έναν παλιό εντός του φράχτη του αχυρώνα σε στούντιο.
Και έχει ενδιαφέρον ότι ο ‘Άγγλος συνθέτης επέλεξε για το “Beyond the Notes“ να κρατήσει κυρίως τη θέση πίσω από το πιάνο (με μοναδική εξαίρεση μόλις μία σύνθεση). Κλασσικές επιλογές του Lord όπως το Hammond B-3, το (χρησιμοποιημένο και σε Whitesnake αλλά και στην επανασύνδεση των Purple με το “Perfect Strangers“) Yamaha DX7, το παιγνιώδες Moog Memorymoog και φυσικά το ARP 2800 Odyssey το οποίο κόσμησε studio και live ηχοπλοκές των Purple στο “MKII“ και “MKIII“, απουσίαζαν από τον εξοπλισμό του συνθέτη σε αυτό τον δίσκο. Το υπόλοιπο των κλαβιέ ανατέθηκε στον τότε ανερχόμενο και τώρα καταξιωμένο μουσικό, συνθέτη και (ειδικότερα) ενορχηστρωτή Matthias Krauss.
To “Beyond the Notes“ είναι πολυσχιδής δίσκος. Στο προαναφερθέν “De Profundis“ απηχούν οι εμβατηριακές κλαγγές του από την εποχή των Purple, το neoclassical σε μια εποχή που μόλις σχηματιζόταν ως genre βρίσκει πολλάκις μετουσίωση, το κεντροευρωπαϊκό τραγούδι με επιρροές τόσο από την pop όσο και από ένα κλασσικίζων new age θα πάρει σάρκα και οστά μέσω της Frida των ABBA στη σύνθεση “The Sun Will Shine Again“. Το “Beyond the Notes“ θα αποδειχθεί ότι τελικώς ήταν ο τελευταίος studio δίσκος του Jon Lord. Ηχογραφημένο για την EMI/Capitol στη Βόννη με σφιχτό πρόγραμμα (μεταξύ της 14ης και της 31ης ημέρας του Ιούλη του 2004), με τα θαυμάσια μικρόφωνα VM-1 της γερμανικής Brauner, δημιούργημα του Dirk Brauner το 1993 (τον οποίο ευχαριστεί προσωπικά ο Lord στα credits του δίσκου) και με custom κιθάρες από την αμερικανική Vogel και την αγγλική Schmidt, ενώ στην κονσόλα παραγωγής (αν και εισήλθε και στο recording room ως περκασιονίστας και δεύτερος βοκαλιστής) ο Χιλιανός Mario Argandoña, γνωστός του Lord από το “Concerto for Group and Orchestra“ (το δεύτερο, του 2001 στην Eagle) αλλά και από συνεργασίες του Νοτιαμερικανού με Scorpions και Robert Plant.
Ο Jon Lord έφτιαξε έναν δίσκο κρυστάλλινης ομορφιάς και μουσικής διαύγειας, ένα ταιριαστό αντίο στην προσωπική του δισκογραφία, που μπορεί να μην είχε τις ωραίες στριφνάδες του “Sarabande“ (EMI/1976) ή τα μεγαλειώδη περάσματα του “Windows“ (EMI/1974) παραμένει όμως ένας δίσκος εμποτισμένος στη συγκίνηση ενός άντρα και καλλιτέχνη ο οποίος στη μουσική, στον ήχο, στη σύνθεση βασίζει την προσπάθεια του να αφήσει πίσω ένα κεφάλαιο ζωής. Γι’ αυτό και ο τίτλος “Beyond the Notes“ είναι τόσο ταιριαστός όσο και ακριβής. Η γνώση της ζωής πάντα συμβαδίζει με τη γνώση του ήχου όταν μιλάμε για έναν μουσικό.
Τη θέση του Jon Lord στους Purple έλαβε ο Don Airey, εν ολίγοις ο πολύπειρος αυτός κημπορντίστας που άμα ανοίξει το στόμα του και διηγηθεί τις ιστορίες που έχει ζήσει μέσω της συμμετοχής του στους Rainbow, Ozzy, Wishbone Ash, Colosseum II, Jethro Tull, Whitesnake, Sabbath (για να αναφερθούν απλά μερικοί) και φυσικά στους Purple θα αγοράζουμε ποπ-κορν για δυο εβδομάδες, μιας και το απολαυστικό τρένο αποκαλύψεων που θα προκύψει θα είναι άξιο παρακολούθησης από καναπέ.
O Jon Lord θα αναχωρήσει στις 16 Ιουλίου του 2012 σε ηλικία 71 ετών χτυπημένος από παγκρεατικό καρκίνο.