Χάρρυ Κλυνν: Converse, παντελόνι καμπάνα και καρέκλα κουζίνας
Μια πρωτότυπη σημειολογική προσέγγιση σε έναν δίσκο που υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να βρεθεί με ένα σκάλισμα σε κάποια γονεϊκή δισκοθήκη. Του Στυλιανού Τζιρίτα
Είχε προηγηθεί μία θριαμβευτική σειρά εμφανίσεων δύο έτη πριν σε μπουάτ της Πλάκας αλλά και σε κάποιες πρωτοκλασάτες πίστες των Αθηνών, με τον παραδοσιακά καλύτερο τρόπο διαφήμισης, το διαχρονικά γενικής παραδοχής «από στόμα σε στόμα» να μιλάει για ένα ταλέντο που είχε προσεδαφίσει ένα είδος που αργότερα ονομάστηκε stand up comedy αλλά ο Χάρρυ Κλυνν, με τον Γιώργο Μαρίνο να έχει προλειάνει το έδαφος από την εποχή της χούντας με την σοφιστικέ και εκρηκτική του περσόνα και τον Θέμη Ανδρεάδη να έχει στοιχειοθετήσει μαζί με τον Λογό το αλφάβητο του λαϊκού σατιρικού τραγουδιού, θα απολεπίσει και την τελευταία τήβεννο σοβαροφάνειας που είχε απομείνει μετά την επίθεση των δύο προαναφερθέντων ερμηνευτών και θα μπει στο στούντιο για την εγγραφή του πρώτου του δίσκου.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η σημειολογία του πρώτου δίσκου που κυκλοφόρησε ο Χάρρυ Κλυνν το 1978, ο οποίος έμελλε τελικώς να γίνει η αφετηρία για μια λαμπρή πορεία στο χώρο του σατιρικού τραγουδιού. Ο δίσκος «Για Δέσιμο» που κυκλοφόρησε από την Columbia σε βινύλιο και κασέτα (το 8-track είχε ήδη υποχωρήσει ως λύση ακρόασης στα αυτοκίνητα όπου και ήταν και η μεγαλύτερη ποσόστωση εγκατάστασης του, σπάνια έβρισκες ηχοσυστήματα 8 track σε οικιακή παράθεση, παρά μόνο αν είχαν έρθει κατευθείαν από οικονομικούς μετανάστες από Γερμανία και ΗΠΑ ή ναυτικούς από την τότε κραταιά ελληνική εμπορική ναυτιλία) και ουσιαστικά είναι ο μοναδικός δίσκος της καριέρας του όπου στο εξώφυλλο του ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης (όπως ήταν ως γνωστόν το κατά κόσμον όνομα του Κλυνν) εμφανίζεται με κανονικά ρούχα και χωρίς να έχει επιλέξει κάποια αμφίεση, από αυτές που ακολούθησε (με σχεδόν πάντα επιτυχημένα αποτελέσματα) σε δίσκους όπως το «Δοξάστε Με» (που ακολούθησε το "Για Δέσιμο") ή το «Πατάτες». Το γεγονός αυτό έχει από μόνο του τη δική του σημειολογία.
Τα Converse που φοράει στο εξώφυλλο είναι μια ολίγον τι ρηξικέλευθη επιλογή για τον μέσο πολίτη εκείνη την εποχή, χρειάστηκαν αρκετά χρόνια ώστε να περάσουν στην απλή καθημερινή ενδυμασία, ωστόσο στις νεανικές ηλικίες το αθλητικό παπούτσι είχε ήδη κάνει την εμφάνιση του ως μόνιμη επιλογή κάτω από το παντελόνι, καθιστάμενο νεανικό αναμφισβήτητο σύμβολο απομάκρυνσης από τα μοντέλα υπόδησης των μεγαλυτέρων. Ανεβαίνοντας προς τα πάνω συναντάμε τις τελευταίες ιαχές της καμπάνας, ήτοι του παντελονιού-καμπάνα, το οποίο στα μέσα της ίδιας δεκαετίας είχε φτάσει σε απρόβλεπτα επίπεδα υπερβολής αποτελώντας μόνιμη επιλογή ένδυσης στα κάτω άκρα για τους άντρες κάτω των 40 (μην ξεχνάμε ότι ο Τριανταφυλλίδης το 1978 είναι μόλις 38 χρονών) ενώ το σύνολο συμπλήρωνε ένα κλασσικότατο πουκάμισο που μπορούσες να βρεις σε οποιοδήποτε κατάστημα «Unisex Νεωτερισμοί» (έτσι ονομαζόντουσαν τότε).
Ακόμα και η επιλογή της καρέκλας, αυτοί οι άβολοι ξύλινοι θρόνοι που απαντιόντουσαν σε εκατοντάδες κουζίνες της επικράτειας (και που ακόμα βρίσκονται σε σπίτια ανθρώπων άνω των 70 ετών) είναι χαρακτηριστική. Το εξώφυλλο συστήνει έναν καθημερινό άνθρωπο, πολύ κοντά στον (δημόσιο ή όχι) υπάλληλο ενός γραφείου στην πόλη ή ακόμα και έναν ελεύθερο επαγγελματία. Είναι η εποχή που τα κουστούμια έχουν αρχίσει να εξαφανίζονται ως κώδικες ένδυσης από τα εμπορικά καταστήματα αλλά και τα γραφεία επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου η εικόνα του ανατροπέα της καθημερινότητας, της περσόνας που υποδύεται ο Κλυνν, δεν είναι κάτι που απέχει από την καθημερινότητα. Ο εκμαυλιστής είναι ένας από εμάς και δυνητικά (φαντασιακά ουσιαστικά) ο ακροατής ως μέσος πολίτης κάνει και αυτός την κριτική του στο σύστημα μέσω του εικονοκλαστικού καλλιτέχνη. Ιδιοφυές.
Στο οπισθόφυλλο υπάρχει μία εξίσου ενδιαφέρουσα φωτογραφία εντελώς διαφορετικής ανάγνωσης όμως. Ο Κλυνν φορώντας ανάποδα μελαχρινή περούκα η οποία κρύβει με το τελείωμα της το πρόσωπο και στολίζοντας την με άσπρο σκελετό γυαλιών στέκει με σακάκι του οποίου τα πέτα φτάνουν σχεδόν στους ώμους και η γραβάτα βαριού υφάσματος με λαχούρια, από αυτές που κατά κόρον φοριόντουσαν στις αρχές της δεκαετίας του ’60, δένει την λαιμόκοψη εμφατικά. Εδώ η εικόνα σαφώς πιο διαφορετική, περισσότερο απηχεί την αμερικανική εμπειρία και τη ζύμωση του Κλυνν με το αμερικανικό underground χιούμορ -όσο ακραίο και αν ακούγεται αυτό, αλλά καλό είναι να σκεφτεί ο αναγνώστης ότι ο Κλυνν στο διάστημα της παραμονής του στις Ηνωμένες Πολιτείες ανέβηκε και σε σκηνές οι οποίες δεν είχαν καμία σχέση με την ελληνική παροικία- αλλά και με δημιουργικές τάσεις της αμερικανικής on stage σχολής χιούμορ όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τα 60s. Η φωτό περισσότερο οδηγεί σε εξώφυλλο των Fugs παρά σε οιονδήποτε κώδικα ελληνικού δίσκου εκείνης της περιόδου.
Και οι δύο φωτογραφίες ανήκουν στον Μάριο Βλαβιανό, φωτογράφο ο οποίος από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70 είχε υπογράψει πολλά εξώφυλλα για την ντόπια δισκογραφία, ξεκινώντας για παράδειγμα με την Ελπίδα για να φτάσει στη δεκαετία του ‘80 σε αποτυπώσεις της Χάρις Αλεξίου, του Αντύπα και της Πίτσας Παπαδοπούλου μεταξύ άλλων.
Η (χωρίς credit στα περιεχόμενα του δίσκου για λόγους συμβολαίου) Μαίρη Χρονοπούλου θα κάνει την Κούλα για τις ανάγκες του θρυλικού κρεσέντο της ιδίας και του Χαράλαμπου, ο οποίος μετά το πέρας της (διπλής;) ηδονοθηρίας θα βυθιστεί σε ύπνο. Ο Τραμπάκουλας και το ελληνικό (αν και με σκωτσέζικες καταβολές, ενδεικτικό ωστόσο του πόθεν έσχες για πολλά μυστήρια του κόσμου στη δεκαετία του ‘70 με την πρώτη φούντωση της συνωμοσιολογίας ως κλήτευση της εξουσίας) X Files θα διατρανώσει εδώ για πρώτη φορά την παρουσία του, η τηλεόραση θα λάβει τη μερίδα του λέοντος σε επίπεδο αναφορών, είτε με τις διαφημίσεις είτε με τα ίδια τα προγράμματα της δικαναλικής (τότε) κρατικής τηλεόρασης, το τότε πρόγραμμα ταλέντων ‘Να η Ευκαιρία’, σε συνέχεια των προαναφερθεισών τηλεοπτικών αναφορών (ένεκα του ότι η κουλτούρα της τιβί θα κατακτήσει την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα με τις συζητήσεις περί αυτής να ξεπερνούν τον οικιακό σχολιασμό και να βρίσκουν χώρο σε επιφυλλίδες αλλά και σε καφενειακές ανταλλαγές απόψεων) θα αποτελέσει ένα έξυπνο βήμα για να διακωμωδηθούν όχι μόνο οι δύο κραταιές μορφές του τότε πολιτικού συστήματος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά και πρόσωπα του βουλευτικού στίβου όπως ο Γεώργιος Μαύρος, ενώ η επί παντός επιστητού κριτική του Ζάχου Χατζηφωτίου θα βρει στο πρόσωπο του κυρίου Χατζηλάστιχου και της ομότιτλης σύνθεσης την απάντηση που άρμοζε στη σχεδόν εκνευριστική -ασχέτως του αν είχε δίκιο σε διάφορα ζητήματα- αστική, στα όρια του "έξω οι βλάχοι από την Αθήνα", στηλίτευση του μακαρίτη μπονβιβερίστα. Με μια σπαρταριστή βοσκοπουλική μίμηση να αναλαμβάνει δράση, αυτές είναι μερικές από τις γαίες στις οποίες εφόρμησε ο Κλυνν, με τη βοήθεια στίχων και ατακών του Κώστα Τριπολίτη και του ιδίου. Την ίδια στιγμή οι σεξουαλικές αναφορές πηγαίνουν πέρα από την προαναφερθείσα κρεββατική πιρουέτα της Κούλας και του Χαράλαμπου και τρυπώνουν παντού μέσα στις συνθέσεις λόγου και ήχου που παραθέτει το album.
Η επιτυχία του δίσκου είχε να κάνει με την πληθώρα όχι μόνο αναφορών, που αποτέλεσαν σημεία επαφής με τα λαϊκά και (ειδικότερα) μικροαστικά ακροατήρια κάθε ηλικίας και φύλου, αλλά και με τη μουσική κατεύθυνση. Ο Γιώργος Κριμιζάκης κινείται εύστοχα και φτιάχνει έξυπνες παρωδίες λαϊκών ασμάτων και απαλών μπουζουκιών και την ίδια στιγμή μοχλεύει έξυπνα μουσικές και ήχους ακόμα και από την παράδοση ή την αγγλοσαξονική pop κουλτούρα η οποία ήταν (πια) οικεία στα παραπάνω αναφερθέντα δυνητικά πλήθη (όπως αποδείχθηκε) ακροατών. Πολύ γρήγορα ο δίσκος έγινε χρυσός (έφτασε στα 50.000 αντίτυπα), ενώ αξίζει να σημειωθεί το αγγλικό lettering στην έκδοση της κασέτας, σημάδι ότι ο Κλυνν προσπαθούσε να εξαργυρώσει την επιτυχία που είχε τα προηγούμενα χρόνια στην ελληνική κοινότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες, κάτι που όπως μου είχε πει ο ίδιος ο μακαρίτης σε μία σύντομη συζήτηση που είχαμε προ ετών όταν ανέφερα τον δίσκο, δεν ήταν εντελώς άσκοπο. Ο δίσκος βρέθηκε στα εκεί δισκοπωλεία και έκανε μάλιστα ικανοποιητικές πωλήσεις. Παραγωγός του δίσκου ήταν ο Γεώργιος Πετσίλας, άνθρωπος ο οποίος έχει υπογράψει σε μεγάλο (αν όχι μέγιστο βαθμό) την ελληνική και ευρωπαϊκή πορεία της Νανά(ς) Μούσχουρη μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 (σύζυγος της επίσης από το 1967 μέχρι το 1978) αλλά και δίσκους του Άκη Πάνου, του Ντέμη Ρούσσου, του Νίκου Ξυλούρη μεταξύ άλλων.
Δεν ξέρω βέβαια αν σε αυτόν πρέπει να χρεώσουμε τα σπαρταριστά field recordings πάπιας ως ambient υπόβαθρο στις (κυριολεκτικά) φαντασιακές μαρτυρίες του Τραμπάκουλα ενώ στέκεται υποτίθεται δίπλα στη λίμνη του Λοχ Νες και παραληρεί περί του τέρατος ή στην έμπειρη ομάδα των ηχοληπτών (Γιώργος Κωνσταντόπουλος, Γιάννης Παπαϊωάννου και Γιώργος Τζάνες, με τους δύο τελευταίους να είναι βοηθοί του πρώτου), το σίγουρο είναι όμως ότι όλη η ομάδα λειτούργησε με έναν θαυμαστό τρόπο, φτιάχνοντας έναν δίσκο ορόσημο για το σατιρικό τραγούδι και την στουντιακή πρόζα.