(Συμ)Πυκνωτής #5

Όταν ο Chick Corea ενέπλεξε τους θεατές στη σύνθεση

Μια συναυλία αποτελεί εκ φύσεως μια αλληλεπίδραση με το κοινό, ωστόσο στην εν λόγω περίπτωση αυτή έφτασε σε άλλο επίπεδο. Του Στυλιανού Τζιρίτα

Πάντοτε έχει ενδιαφέρον το πως και γιατί οι συνθέτες οργανικής μουσικής ονομάζουν και τιτλοφορούν τις συνθέσεις τους. Στην περίπτωση του τραγουδιού είναι συνήθως ένα θραύσμα από τους στίχους, η κορύφωση του ρεφραίν ή ακόμα και μια γενικότερη θεώρηση της κατάσταση του εκάστοτε ήρωα (αν μιλάμε για πιο σοφιστικέ προσεγγίσεις). Όταν όμως απουσιάζει ο λόγος και οι όποιες προφανείς αναφορές και συσχετίσεις με τον τίτλο (για παράδειγμα το έργο ‘Helicopter String Quartet And Writers’ του Stockhausen, όπου και ακούγονται οι έλικες που αναφέρονται στον τίτλο και μάλιστα ως ζωτικό στοιχείο της ηχογράφησης) και πηγαίνουμε σε περιπτώσεις όπως το ‘The Shoes Of The Fisherman’s Wife Are Some Jive Ass Slippers’ του Mingus, αναρωτιέσαι αν η πρόθεση προηγείται της νότας ή αν ο τίτλος απλά ακολούθησε ως μία εύστροφη λογική της πρόθεσης του δημιουργού να δηλώσει κάτι που αποτελεί το επίκεντρο είτε του θυμικού του την ώρα της σύνθεσης (και γιατί όχι, της ηχογράφησης) ή ακόμα και ενός αστείου εντός της μπάντας που ηχογράφησε τη σύνθεση (πολλές φορές έχουμε διαβάσει σε σχετικές βιογραφίες ότι οι τίτλοι συνθέσεων, ειδικότερα καλλιτεχνών της δημιουργικής μουσικής και ειδικότερα του αυτοσχεδιασμού, έπαιρναν την τελική τους μορφή μετά την ηχογράφηση).

Στην περίπτωση του Chick Corea ως συνήθως, είχαμε μια διαφοροποίηση. Ο Corea ως άνθρωπος που τραβούσε πάντα έναν δικό του προσωπικό δρόμο στο πως καθόριζε εαυτόν απέναντι στο κοινό, δεν θα μπορούσε να μην έχει και αυτή την πρωτότυπη ιδέα της ανάμειξης του κοινού στη διαδικασία της τιτλοδότησης των συνθέσεων του. Και το έκανε υιοθετώντας τη συντεταγμένη που θέλει την αρχική ιδέα να δίνει κατευθυντήριες για το πώς θα αρμολογηθεί η ίδια η σύνθεση.

Το σωστό βέβαια είναι να τοποθετήσουμε το χρονικό και γενικότερο πλαίσιο όπου συνέβη κάτι τέτοιο, διότι πάντα έχει σημασία σε ποιο σημείο της πορείας του ο κάθε καλλιτέχνης τολμά να κάνει τομές ή διαφοροποιήσεις. Και ο Corea σε αυτή τη φάση είχε ήδη κάνει τα πάντα. Μπάντες και solo δίσκους, ηλεκτρικές και μη ουρανομήκεις βέδες γύρω από τον fusion άξονα, πειραματισμούς αλλά και επιστροφή στις ρίζες, πλέξη με νεωτεριστικό βελονάκι παραδοσιακών παρακαταθηκών αλλά και διάνοιξη διωρύγων και χάραξη μονοπατιών σε απάτητα σημεία Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με την περιοδεία του Chick Corea το 1999 σε Ευρώπη και Ιαπωνία, περιοδεία μάλιστα η οποία έδωσε στην κυκλοφορία δύο διαφορετικούς δίσκους: ‘Solo Piano: Originals (Part One)’ και ‘Solo Piano: Standards (Part Two)’.

Οι εμφανίσεις του Corea ήταν αποκλειστικά solo performances και μόνο με πιάνο, χωρίς κανενός άλλους είδους κλαβιέ, ηλεκτρονικό ή φυσικό. Το πρόγραμμα κάθε βραδιάς στην περιοδεία ήταν χωρισμένο στα δύο, με ένα μικρό διάλειμμα 10 λεπτών ανάμεσα. Στο πρώτο μέρος ο Corea έπαιζε κλασσικές jazz συνθέσεις που ο ίδιος είχε αγαπήσει πολύ, όπως χαρακτηριστικά είχε πει σε σχετικές συνεντεύξεις, συνθέσεις μορφών όπως ο Thelonious Monk και ο Bud Powell, αλλά και παλαιότερων όπως ο Jimmy Van Heusen και ο Cole Porter. Στο δεύτερο σκέλος της συναυλίας ο Corea ανακάτευε για τα καλά την τράπουλα. Έπαιζε δικές του συνθέσεις όπως το κλασσικό ‘Armando’s Rhumba’ (που από τις πρώτες νότες γίνεται δεκτό με δυνατά χειροκροτήματα από το κοινό, σημάδι της δημοφιλίας της σύνθεσης) από τον δίσκο ‘My Spanish Heart’ ή από συνεργασίες του, όπως το ‘Brasilia’ (αποτέλεσμα της διαχρονικής του σχέσης με τον Gary Burton), ή το ‘Spain’ από τις ηχογραφήσεις του με τον Airto Moreira, ωστόσο δεν έμεινε μόνο σε τέτοιου τύπου επιλογές. Ακούμε τις δικές του εκδοχές πάνω στα πρελούδια του δύσβατου, ακόμα και τώρα για πολλούς ακροατές, Alexander Scriabin και (εδώ έρχεται το καλό) άφηνε και πάντα χώρο (κοντά στα 10 λεπτά) για μία ιδιότυπη συνομιλία με το κοινό. Όπως σημειώνει ο ίδιος στα liner notes του ‘Solo Piano –Originals’ «ρώτησα το κοινό για ιδέες και σχέδια τίτλων και τους είπα ότι θα προσπαθήσω να φτιάξω ηχητικά πορτραίτα αυτών που θα μου έλεγαν». Και οι τέσσερεις συνθέσεις που περιέχονται μέσα σε αυτό πείραμα του Corea έγιναν κατά τη διάρκεια της συναυλίας του στο Plectrum της πόλης Lund στη Σουηδία στις 14 Νοεμβρίου του 1999. Οι συνθέσεις και τα σχόλια του (επίσης από τα liner notes του δίσκου και τον ίδιο τον Corea) έχουν ως εξής:

*’April Snow’ [Κάποιος από το κοινό φώναξε «Snowing in April»]

*’The Chase’ [Κάποιος είπε «A small dog chasing an elephant»]

*’The Falcon’ [Κάποιος είπε «A Falcon»]

*’Swedish Landscape’ [Σ.τ.Σ.: εδώ όπως ομολογεί κι ο ίδιος προτίμησε να δώσει μία δική του εκδοχή της Σουηδίας, όπως αυτός την είχε σχηματίσει στο μυαλό του, μπορεί να άκουσε μία φράση από κάτω ή να μην έμεινε ικανοποιημένος από τις προτάσεις, οπότε προχώρησε σε μια δική του οδό, τούτη όμως είναι η εξήγηση του γράφοντα και όχι καταγεγραμμένη από τον Corea.]

Και πως είναι αυτές οι συνθέσεις/αυτοσχεδιασμοί, θα ρωτήσει κάποιος εύλογα. Καταρχάς μιλάμε για συνθέσεις οι οποίες δεν εκτείνονται σε διάρκεια μεγαλύτερη αυτής των τριών λεπτών (‘Swedish Landscape’) με την μικρότερη (‘The Falcon’) να φτάνει στο μόλις ένα λεπτό και σαράντα πέντε δευτερόλεπτα. Τα παραπάνω χρονικά πλαίσια δεν αφήνουν κάποια αίσθηση ανολοκλήρωτης λογικής και δεν φαντάζουν σε καμία περίπτωση ως απλά σκετσαρίσματα του Corea για να εκπληρώσει αυτό που προανήγγειλε στο κοινό. Το αλεγκρέτο του ‘Chase’ πράγματι μοιάζει σαν νευρικό γρήγορο βάδισμα, ενώ η σκιαγράφηση του σουηδικού τοπίου είναι μία θαυμάσια mid tempo σύνθεση με τα γκρίζα χρώματα της Σκανδιναβίας να σχηματίζονται μπροστά σου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τις ηχογραφήσεις τις έκανε ο Bernie Kirsh, συνεργάτης του Corea σε δεκάδες ηχογραφήσεις, γνωστός επίσης και από τις δουλειές που έχει κάνει ως μηχανικός ήχου με τον Kenny Burrell και τον Brad Mehldau μεταξύ άλλων από τον χώρο της jazz, αλλά και με τον Roy Buchanan και οπωσδήποτε από την ηχοληψία του στο ‘Horses’ της Patti Smith. Ο Kirsh ηχογράφησε συνολικά δέκα συναυλίες του Corea από την περιοδεία εκείνη και οι επιλογές έγιναν από τον ίδιο τον δημιουργό για τις ανάγκες και των δύο δίσκων.

Ο Corea χρησιμοποίησε σε όλες τις συναυλίες της περιοδείας του το Yamaha CFIII-S 9ft Concert Grand Piano, ουσιαστικά το πρώτο μοντέλο που έβγαλε ποτέ η ιαπωνική εταιρεία προσπαθώντας να καλύψει ανάγκες ηχογραφήσεων ιδιαίτερα σε χώρους συναυλιών και το οποίο λανσαρίστηκε το 1967 και με ελάχιστες διαφοροποιήσεις επιβιώνει με αξιώσεις ακόμα και σήμερα, αποτελώντας σταθερή επιλογή πολλών χειριστών του κλαβιέ.

Αμφότεροι οι προαναφερθέντες δίσκοι κυκλοφόρησαν από την Stretch Records, την ετικέτα που ίδρυσε το 1992 ο ίδιος ο Corea μαζί με τον βετεράνο της δισκογραφίας Ron Moss, με έναν αξιολογότατο jazz κατάλογο και ονόματα όπως ο τενορίστας Bob Berg που πέθανε μόλις το 2002 με πολλούς δίσκους πίσω του, ο μπατερίστας και διάσημος session man Vinnie Colaiuta, ο πολύ καλός και άγνωστος στην Ελλάδα jazz και blues κιθαρίστας Robben Ford, ενώ φυσικά και ο ίδιος ο Corea έχει πλήθος δίσκων του εκεί. Ο κατάλογος πωλήθηκε το 2001 στην Concorde (η οποία έτσι κι αλλιώς εξαρχής είχε αναλάβει τη διανομή των δίσκων σε Αμερική και Ευρώπη).

Υ.Γ. Πέραν του αυτονόητου εξώφυλλου που ανήκει στη έκδοση του ‘Solo Piano: Originals (Part One)’, και η φωτογραφία του Corea (προφανώς να προχωρά σε λογικές «προετοιμασμένου πιάνου», και που όντως χρησιμοποίησε στη σύνθεση ‘Children's Songs: No. 12’ που κλείνει το δίσκο) υπήρχε στην εν λόγω κυκλοφορία, και για την ακρίβεια κοσμούσε το εσώφυλλο της CD έκδοσης (ο δίσκος σημειωτέον δεν έχει μέχρι σήμερα εμφανιστεί σε βινύλιο).