(Συμ)Πυκνωτής #6

Όταν ο Yanni έφερε το Los Angeles στην Αθήνα

Κάποτε ήταν ο πιο γνωστός Έλληνας 'Γιάννης' στα εξωτερικά. Και κάποτε ήρθε για μια συναυλία κάτω από την Ακρόπολη. Το τι συνέβη αφηγείται ο Στυλιανός Τζιρίτας

Το 1993 ο Yanni δεν είχε να κερδίσει κάποιο στοίχημα παρά μόνο με τον εαυτό του, όπως απεδείχθη. Με το κοινό (αλλά όχι με τους κριτικούς - εκτός μίας κυκλοφορίας) είχε κάνει τα κουμάντα του, οι δίσκοι του πήγαιναν supra et supra σε επίπεδο πωλήσεων, το ίδιο και οι πωλήσεις των εισιτηρίων στις περιοδείες του. Κι όχι τυχαία -όπως ποτέ φυσικά δεν είναι τυχαία μία μακρόχρονη επιτυχία-, από πίσω υπήρχε ένα σφιχτό πρόγραμμα εργασίας και ένας ακραιφνής σχεδιασμός.

Μετά τη θητεία του στο rock fusion σχήμα Chameleon η οποία του είχε προσφέρει πολύτιμη εμπειρία στο τι σημαίνει touring, μιας και η εκ Μινεσότας ορμώμενη μπάντα έφτανε πολλές φορές και τις 260 συναυλίες μέσα στο έτος (ειδικά την ενεργή περίοδο 1979-1984), ο Yanni ξεκίνησε την σόλο πορεία του το 1984 με το «Optimystique», έτοιμος πλέον να κυνηγήσει το όνειρό του στο Los Angeles, και αυτό είχε μέχρι το 1993 αποδώσει: δίσκους που είχαν κερδίσει ακόμα και τους κριτικούς σε κάποιο επίπεδο, περιουσία λίγο πάνω από 2 εκατομμύρια δολάρια, και μια αναγνωρισιμότητα η οποία συνεχώς και σταθερά ανέβαινε, υποβοηθούμενη μάλιστα από έναν απρόσμενο παράγοντα: τη σχέση του Καλαματιανού με την star της ‘Δυναστείας’, την Linda Evans, και εδώ σταματά κάθε αναφορά στην προσωπική του ζωή, άλλωστε είναι πλήρως αληθές το γεγονός ότι ο Yanni δεν είναι -μέχρι και σήμερα- άνθρωπος ο οποίος μιλάει ανοικτά και εύκολα για αυτή, μόλις πριν μερικά χρόνια, το 2014 μάθαμε ότι έχει και μία κόρη, την Krystal Ann, της οποίας μάλιστα τη μητέρα την κρατά ως επτασφράγιστο μυστικό. Υπήρχε λοιπόν μία καλώς στημένη πλατφόρμα για να συνεχίσει μία πορεία με σταθερά εισοδήματα και αμείωτο το χειροκρότημα του κοινού.

Και τότε ο Yanni αποφάσισε να ρισκάρει. Έγινε παραγωγός του εαυτού του βάζοντας ένα στοίχημα πολύ υψηλό. Η φιλόδοξη παραγωγή της συναυλίας του στο Ηρώδειο, όχι μόνο αυτή καθαυτή μαζί με τις μετακινήσεις και τη διαμονή των συμμετεχόντων αλλά και το στήσιμο για τη φιλμογράφησή της, του κόστισε τόσο, ώστε λίγη ώρα πριν ανοίξουν οι πύλες του Ηρωδείου είχε μείνει μόνο με 50.000 δολλάρια από τη σεβαστή προηγούμενη περιουσία του. Όμως (για τα δεδομένα του εγχειρήματος και το κοινό που είχε κατά νου) ο Yanni είχε κάνει καλά τα κουμάντα του.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο συνθέτης ξεκίνησε τη συναυλία του το Σεπτέμβρη του 1993 στο Ηρώδειο με το ‘Santorini’, σύνθεση η οποία ακόμα και τώρα συγκαταλέγεται στις αγαπημένες των οπαδών του, και όχι άδικα μιας και συμπυκνώνει όλα τα χαρακτηριστικά της γραφής του Yanni παράλληλα με δυναμικές που εμπεριέχουν τόσο φορτισμένα όσο και άκρως μελωδικά σημεία. Παράλληλα ήταν η πλέον επιτυχημένη επιλογή αναφορικά με τον τόπο, εξάλλου σημαντικό ποσοστό των εν ΗΠΑ οπαδών του Yanni έμαθαν ή επισκέφθηκαν την Σαντορίνη λόγω της σύνθεσης αυτής, η αμερικάνικη λογική κορφολόγησης και δημιουργίας ‘best of’ βρίσκει εφαρμογές παντού και οι διακοπές ενός μέσου Αμερικάνουν είναι κλασσικό πεδίο μίας τέτοιας προσεδάφισης. Διότι σαφώς και εξαρχής σε ένα τέτοιο κοινό στόχευε ο Yanni στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το new age που ευαγγελίζεται μπορεί να αποτελείται από σοφά βαλμένες μελωδίες μέσα στις συνθέσεις του αλλά είναι αυτό ακριβώς το γλυκανάλατο που πολλοί τοποθετούν ως βασικό χαρακτηριστικό της μουσικής του περσόνας που τον φέρνει στην κορυφή του αστικού new age (διότι ως γνωστόν αυτός είναι ένας δρόμος που ακολούθησε το genre από τη δεκαετία του ‘80 και μετά, με την εκ νέου ανακάλυψη από τους δυτικούς –όχι μόνο των Αμερικανών πια- της ανατολικής φιλοσοφίας περί πνεύματος και σώματος, οι εμπορικές εφαρμογές της οποίας, βλέπε yoga, συνεδρίες αυτοβελτίωσης κλπ, σε πάμπολλες περιπτώσεις συνοδεύτηκαν από new age ηχοπλοκές κάνοντας το genre τον απόλυτο στόχο στις σαρκαστικές βολές μουσικόφιλων από κάθε γωνιά του ηχητικού σύμπαντος). Με σαφείς rock’n’roll όρους φυσικά και ήταν αυτονόητο ότι ο Yanni θα γινόταν το αδιαφιλονίκητο meme (ακόμα και στους καιρούς που δεν υπήρχε το διαδίκτυο), και μόνο τυχαία δεν είναι η edit-αρισμένη (και σαφώς απόλυτα επιτυχημένη) φιγούρα του να διευθύνει και να συμμετέχει σε εμφάνιση των Slayer στην τελετή απονομής των βραβείων Grammy. Μια υποψηφιότητα με την οποία έχει τιμηθεί δύο φορές ο Καλαματιανός. Τα ‘Dare to Dream’ (1992) και ‘In My Time’ (1993) έγιναν πλατινένια, με το δεύτερο μάλιστα να φτάνει στην κορυφή του New Age chart του Billboard και στο #24 στο τελικό 200άρι της ίδιας λίστας για το έτος 1993. Όπως είναι λοιπόν φανερό, ο Yanni είχε πετύχει ήδη να κάνει γνωστό το όνομα του στις Ηνωμένες Πολιτείες (αλλά και στην Ευρώπη) και η περιουσία του εκείνη την εποχή είχε ήδη φτάσει τα 2 εκατομμύρια δολλάρια. Μπορεί το τελευταίο να ακούγεται εκτός μουσικής (ή μάλλον καλλιτεχνικής) στόχευσης για το τι μπορεί να ενδιαφέρει έναν συστηματικό ακροατή μουσικής, όπως οι αναγνώστες/τριες αυτής εδώ της ιστοσελίδας, αλλά όπως θα καταδειχθεί παρακάτω, έχει απόλυτη συνάφεια με το παρόν άρθρο.

Θα περίμενε λοιπόν κάποιος ο Καλαματιανός να συνεχίσει μία πορεία με δίσκους που θα αύξαναν όχι μόνο τη δημοφιλία αλλά και την προαναφερθείσα περιουσία. Αντ’ αυτού ο συνθέτης θα κάνει την δεύτερη ριψοκίνδυνη κίνηση στην καριέρα του (η πρώτη ήταν όταν άφησε τη σιγουριά του σταθερά αυξανόμενου εισοδήματος μέσω δίσκων και περιοδειών με τους Chameleon και μετοίκησε στο Los Angeles θέλοντας να εμπλακεί με τη μουσική επένδυση ταινιών κινηματογράφου στα μέσα της δεκαετίας του ‘80). Ο Yanni θα στοιχηματίσει (κυριολεκτικά) όλη του την περιουσία στο επόμενο δισκογραφικό του βήμα. Με μια προετοιμασία που διήρκησε πάνω από 18 μήνες (και μέσα σε αυτό πρέπει να αναφέρουμε και τις διαβουλεύσεις με την τότε ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού για την παραχώρηση του Ηρωδείου για τη συναυλία) ο Yanni θα βάλει στο στόχαστρο του το δημιούργημα του εκ Μαραθώνα ορμώμενου μαικήνα των ρωμαϊκών χρόνων και θα οραματιστεί εκεί την επόμενη του κίνηση. Το ιδιαίτερο σε αυτή την κίνηση του Καλαματιανού συνθέτη έχει να κάνει με τη διαχείριση των μουσικών μονάδων οι οποίες απάρτισαν τελικά την παραγωγή του. Η Royal Philharmonic Orchestra και ο διευθυντής ορχήστρας Stardad Rohani ήρθαν από το Λονδίνο, το δε σύνολο φωτιστών, τεχνικών ήχου και φροντιστών σκηνής πέταξαν από το Los Angeles για να στελεχώσουν το όραμα του συνθέτη. Αυτό αποτελεί το δεύτερο κομβικό σημειολογικά σημείο της κίνησης του Yanni. Έτσι είναι λίαν αξιοσημείωτο ότι δεν χρησιμοποίησε κανέναν Έλληνα μουσικό ή τεχνικό, όσο επισταμένα και να ψάξει κάποιος στο ένθετο της κυκλοφορίας δεν θα βρει ελληνικά ονόματα να φιγουράρουν παρά μόνο ευχαριστίες που αφορούν τη διαχείριση και παραχώρηση του Ηρωδείου (παρεμπιπτόντως και στον ΕΟΤ όπως και στην Ολυμπιακή η οποία πραγματοποίησε τη μεταφορά των συμμετεχόντων). Και τούτη απουσία Ελλήνων συντελεστών δεν υπήρξε μια τυχαία συγκυρία, κατά τη γνώμη του υπογράφοντα έχει να κάνει, με μία απάντηση στον μουσικό περίγυρο (εκτελεστών, δημοσιογράφων και συνθετών) της Ελλάδας που είχε ειρωνευθεί ή αγνοήσει την επιτυχία του συμπατριώτη μας στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η συναυλία που ξεκίνησε στο sold out Ηρώδειο με το προαναφερθέν ‘Santorini’ κύλησε με επιλογές φυσικά κι από τους προηγούμενους δίσκους του Yanni (όπως το ‘Keys to Imagination’ από τον δεύτερο ομότιτλο δίσκο του, το 1986) και με προεξέχουσα, αν μη τι άλλο συγκινησιακά, τη στιγμή που με έναν εκτενή πρόλογο αναφέρθηκε στα παιδικά του χρόνια εντοπίζοντας στα σφυρίγματα νανουρίσματος της μητέρας του τα πρώτα μουσικά διδάγματα. Ο Yanni ευχαρίστησε από σκηνής την Φιλίτσα ή Τριανταφυλλίτσα* αφιερώνοντας της το ομότιτλο κομμάτι, τη στιγμή που ο φακός, κατά την επιλογή του μοντάζ, ζουμάρει πάνω της, ενώ και σε πραγματικό χρόνο της συναυλίας την βλέπουμε να φωτίζεται με προβολέα την ώρα που ακούγεται η αφιερωματική σε αυτή σύνθεση, πλαισιωμένη ειρήσθω εν παρόδω εξ αριστερών της από την Linda Evans και εκ δεξιών από τον σύζυγο της και πατέρα του Yanni, Σωτήρη Χρυσομάλλη (όπως είναι και το επίθετο του συνθέτη).

Στη συναυλία ο Yanni χρησιμοποίησε μία μεγάλη παλέτα από synthesizers, και όχι μόνο Yamaha όπως πιστευόταν για πολλά χρόνια ένεκα της ευχαριστίας του συνθέτη στην ιαπωνική εταιρεία στις σημειώσεις της έκδοσης. Φυσικά και πρωταγωνιστούσε ένα Yamaha βέβαια. Για λόγους ευταξίας πρέπει να αναφερθεί πρώτο το Yamaha DX7, το θρυλικό συνθεσάιζερ που είναι από τα πιο ευπώλητα πλήκτρα στην ιστορία του είδους. Όμως από εκεί και πέρα υπήρχαν και άλλα εργαλεία. Το αμερικάνικο E-Mu Emulator III ήταν πανάκριβο ακόμα και για την εποχή του, ακριβές στα real on time samples που μπορούσε να παράξει, σε αντίθεση με το χαμηλού budget (συγκρινόμενο με το μέγεθος της παραγωγής) digital πιάνο Korg SG-1D, το οποίο όμως ήταν και παραμένει ένα άκρως αξιόπιστο εργαλείο για stage performing, απόδειξη ότι ο Yanni σε αυτό εκτελεί το solo του στο ‘Santorini’. Επίσης μπορεί κάποιος σχετικά εύκολα να εντοπίσει το Ensoniq Mirage DSK-8, ένα πολυφωνικό (επίσης με δισκέτα όπως το προαναφερθέν E-Mu) sampler το οποίο έχουν επίσης τιμήσει ονόματα όπως ο Prince, ο Rick Wakeman και ο John Carpenter, ενώ στα σίγουρα πρέπει να αναφερθεί το αναλογικό Sequential Circuits Prophet VS εργαλείο το οποίο έλαμψε στα χέρια ανθρώπων όπως ο Aphex Twin και ο Trent Reznor αλλά και πιο rock προσωπικοτήτων όπως ο Geddy Lee και ο Eddie Van Halen (ο τελευταίος μάλιστα αφηγήθηκε κάποτε σε συνέντευξή του μία γουστόζικη ιστορία, για τη χρήση ενός ανάλογου Prophet στο ‘Jump’, το φύσημα της λάμπας του ήταν όμως κάτι που δεν ήθελε στην ηχογράφηση κι έτσι τελικά αυτό που ακούμε στην κλασσική πια ηχογράφηση του τραγουδιού είναι ένα Oberheim OB-Xa, αυτό που βλέπουμε να παίζει και στο video clip του τραγουδιού).

Το στοίχημα του Yanni απέδωσε τα πλείστα κέρδη γι’ αυτόν. Ακόμα και σήμερα το ‘Live At Acropolis’ δεν είναι μόνο ο πλέον καλοπουλημένος δίσκος του αλλά και ο πιο διακριτός σε επίπεδο αναφοράς. Αποτέλεσε δε σημείο αφετηρίας για μία σειρά συναυλιών του σε άλλα γνωστά μνημεία ανά την υφήλιο όπως το Taj Mahal και οι Πυραμίδες στην Αίγυπτο, μνημεία που καθόλου τυχαία -όπως και αυτό της Ακρόπολης- η Ουνέσκο τα έχει σηματοδοτήσει ως σημεία αναφοράς για την ανθρωπότητα και που μέσω αυτών ο Yanni συνδέει άμεσα το ουμανιστικό και (ίσως αφελές για κάποιους) πασιφιστικό του μήνυμα "one world, one people".

Την ίδια στιγμή το ‘Live At Acropolis’ είναι ένα απόλυτα κοντρολαρισμένο album. Απόλυτα στοχευόμενες πινελιές δεξιοτεχνίας, μελοδραματισμού, περφεξιονισμού και όλα αυτά με έναν μετρητή που έχει να κάνει με το μέσο ακροατήριο και όχι τους κλασσικούς μουσικόφιλους. Αυτή είναι πάντα εξάλλου η κονίστρα αντιδικίας σχετικά με το έργο του Yanni. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την άψογη σκυρόδεση των πονημάτων του, αλλά την ίδια στιγμή ενυπάρχουν σοφά τοποθετημένες πινελιές οι οποίες στοχεύουν μία επιφανειακή ανάγνωση της μουσικής (από τη μεριά του ακροατή). Κάτι που όμως, για να είμαστε δίκαιοι, είναι αντίθετο με τις αρχές του. Ο Yanni όλα αυτά τα έτη μπορεί να μην έχει εξαπολύσει ποτέ μύδρους εναντίον των σοφιστικέ κατηγόρων του, με τις δηλώσεις και την πορεία του όμως κρατάει αποστάσεις από τον ελιτισμό ενώ με θέρμη υποστηρίζει στην πράξη το αυτί και την κρίση του μέσου ακροατή.

*αμφότερα στην εκφορά λόγου του Yanni, και ειδικότερα στην ονοματοδοσία της σύνθεσης, ακούγονται με “e” στη θέση του φυσιολογικά αναμενόμενου από τον ακροατή “i”, γεγονός που δεν μπορεί με ασφάλεια να αποδοθεί σε παραφθορά χρήσης από τη μεριά του συνθέτη ένεκα μακράς διάρκειας παραμονής στις Ηνωμένες Πολιτείες, διότι τις φορές που ακούγεται να μιλάει από το μικρόφωνο στα ελληνικά στην εν λόγω συναυλία –αν και υπερτερούν κατά κράτος τα αμερικάνικα, δείγμα σαφώς ότι ο συνθέτης είχε αυτή την αγορά στο μυαλό του και χρησιμοποίησε τα ελληνικά αποκλειστικά ως συναισθηματική πινελιά- η εκφορά του είναι απόλυτα σωστή.