(Συμ)Πυκνωτής #7

Όταν ο Ant1 κυκλοφόρησε έναν επιβιώσαντα του krautrock

Στη νέα έκδοση της στήλης του, ο Στυλιανός Τζιρίτας εστιάζει σε μια αλήστου μνήμης συλλογή από τις πρώτες αθώες(;) ημέρες της digital συνθετικής ηχοκατασκευής

Η δεκαετία του ‘90 έφερε σε πρωτεύουσα θέση την ιδιωτική τηλεόραση στην Ελλάδα με τους ανθρώπους πίσω από αυτή να βλέπουν ένα αχανές πεδίο κέρδους αλλά και κοινωνικής επέκτασης της περσόνας τους, μιας και είναι παγκοσμίως παραδεκτό ότι η ιδιοκτησία μέσων μαζικής ενημέρωσης προσθέτει κύρος και αδιανόητα ανοικτές πόρτες στους κατέχοντες τα χαλινάρια αυτών. Επίσης παρατηρημένο είναι το γεγονός ότι σε εποχές κερδοφορίας οι επενδυτικές τάσεις των διευθυνόντων τους αγωγούς αυτούς, ακριβώς λόγω της υπερεκτίμησης η οποία μοιραία πηγάζει από τα νούμερα που παίρνουν την ανιούσα, πολλές φορές μπαίνουν σε μάλλον περίεργους δρόμους. Αυτό μπορεί να κάνει εντύπωση και να δημιουργεί μύθους περί κάποιων μερακλήδων σε εταιρείες που σε κάποια κρίσιμη στιγμή πετάνε την ατάκα τους και περνάει σε ένα συμβούλιο, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Πάγια τακτική των μεγάλων εταιρειών που ασχολούνται με την εικόνα και τον ήχο είναι η πολλαπλή επένδυση, κάτι που είναι εμφανές και σήμερα με τα δεκάδες singles πρωτοεμφανιζόμενων καλλιτεχνών ή τα συμβόλαια για έναν μόνο δίσκο, για να πάρουμε κι ως παράδειγμα τον χώρο αποκλειστικά της δισκογραφικής παραγωγής, όπου πολλαπλά βέλη πέφτουν προς τον στόχο από τη μεριά των μεγάλων εταιρειών και μετά ελέγχεται αρχικά η ποσόστωση επιτυχίας στο κέντρο και μετά ξεχωριστά το κάθε βελάκι ως προς την πορεία του.

Στο πλαίσιο λοιπόν του ανοίγματος των συχνοτήτων από κρατική σε ιδιωτική διαχείριση και της μεγάλης αγοράς που εμφανίστηκε από ένα κοινό που έψαχνε για νέα ερεθίσματα και προϊόντα, ο κολοσσός του Αμαρουσίου δοκίμασε και την έκδοση δίσκων. Δεν ίδρυσε φυσικά μία αυτόνομη δισκογραφική, ασχέτως αν χρόνια μετά δημιούργησε την για πολλά χρόνια κραταιά Heaven Music, στην περίπτωση όμως αυτή πήγε πιο συντηρητικά και έκανε τη διανομή των δίσκων μέσω της FM Records, ενώ το λογότυπο ‘Graffiti’ που εμφανιζόταν στα μετόπισθεν του δίσκου και στις ετικέτες των βινυλίων και των CD ήταν μία θυγατρική της προαναφερθείσας FM Records.

Ο δίσκος έχει δύο απόλυτα γελοία logo πάνω του, το ένα τηρουμένων των αναλογιών κρίνεται επιεικώς (το "digital recording stereo", το οποίο έσκαγε σε κάποιους δίσκους για να ψαρώσει ένα πλατύ ακροατήριο από τη νέα τεχνολογία), ενώ το άλλο "2 ώρες θεαματικής μουσικής" θα μπορούσε να είναι και ένα τυπογραφικό λάθος κάποιου επιμελητή ή γραφίστα και απλά να γράφει "θεματικής", αλλά ο φίλος και σκηνοθέτης Δημήτρης Κοτσέλης θεώρησε, σε σχετική δημόσια συζήτηση όταν έκανα μία ανάρτηση σχετικά με τον δίσκο στο facebook μερικούς μήνες πριν, ότι παραείμαι αισιόδοξος περί του ισχυρισμού για τυπογραφικό λάθος).

Ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από όλο αυτό το εγχείρημα δεν είναι άλλος από τον Stephan Kaske. Αν δε σας λέει τίποτα το όνομα, πηγαίνετε λίγο όσοι από εσάς έχετε επαφή με αυτό που πολύ λαθεμένα λέγεται krautrock και θα βρείτε τους Mythos, σχήμα που ο βερολινέζος μουσικός έκανε το 1969 αλλά με το όνομα Kraftwerk μέχρι που συνειδητοποίησε ότι υπάρχει στο Ντύσσελντορφ ένα άλλο σχήμα που φέρει το όνομα αυτό (ένα χρόνο αργότερα). Τα πρώτα album των Mythos έχουν σαφή όλα τα στοιχεία που βάζουμε στο kraut, δηλαδή ψυχεδέλεια, folk, προοδευτικό ήχο (ως προάγγελο του prog) και αρκετό αυτοσχεδιασμό. Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 ο ήχος των Mythos θα γίνει πιο ηλεκτρονικός και τελικά από το 1980 οι Mythos θα μετατραπούν από συγκρότημα σε όχημα ιδεών αποκλειστικά του Stephan Kaske, οποίος είναι (πλέον) το μοναδικό μέλος πίσω από το όνομα. Ο Kaske στη δύσκολη δεκαετία για τους ανθρώπους των 60s και 70s, αυτή του ‘80 δηλαδή, θα αναγκαστεί να συμπλεύσει με την εποχή και ως λύση θα βρει μια μέση οδό, να κατασκευάζει τόνους ηλεκτρονικής muzak στο δικό του στούντιο με σκοπό να εξυπηρετεί χρήσεις της αγοράς ολούθε, κάτι που έγινε έτσι κι αλλιώς σε μεγάλο βαθμό από πολλούς συνθέτες ηλεκτρονικής μουσικής οι οποίοι δεν είχαν την ευκαιρία να αναδειχθούν όπως ο Jarre ή ο Vangelis. Αν αναρωτιέται κανείς πως έφτασε ο Kaske στα αυτιά του όποιου ιθύνοντα του Αμαρουσίου, καλό θα είναι να αναλογιστεί ότι στη δεκαετία του ‘70 αλλά και ειδικότερα του ‘80 οι σχέσεις των εδώ δισκογραφικών με τα θυγατρικά τμήματα των πολυεθνικών στην Ευρώπη και ειδικότερα σε Γερμανία και Ολλανδία ήταν άριστες. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι σε πολλές εκδόσεις (ειδικότερα best of) οι μήτρες κοπής μας έρχονταν από αυτές τις δύο χώρες (και όχι πάντα με καλά αποτελέσματα). Ο ANT1 λοιπόν κάνει το άνοιγμα και φτιάχνει έναν δίσκο τον οποίο διαφημίζει από τον τηλεοπτικό πομπό του (αλλά και από το ραδιόφωνο) και καταφέρνει και με τα τρία format έκδοσης να μπει σε πάμπολλες δισκοθήκες ανά την επικράτεια, με ένα track list που είναι εκεί για να καλύψει πολλά γούστα.

Ναι, αλλά έχουμε εδώ να κάνουμε με κλασσικές λογικές ανελκυστήρα μουσικές; Αυτές που απλά γεμίζουν το κενό μεταξύ καλαθιού ευκαιριών σε μπλουζάκια και ταμείου; Δύσκολο να απαντηθεί η ερώτηση, όχι για λόγους που προκρίνονται ένεκα σεβασμού στην ιστορία του Kaske, αλλά επειδή αντικειμενικά υπάρχουν και κάποιες δυνατές/δυναμικές στιγμές, δίπλα βέβαια σε άλλες οι οποίες φυλλορροούν προς το αδιάφορο. Στην πρώτη πλευρά κυριαρχεί ο Vangelis (και από δίπλα ο J. M. Jarre και ο John Williams σε εντελώς αχρείαστες διασκευές, ειδικότερα ο δεύτερος) ο οποίος γίνεται πιο φανφαρονικός στις εδώ διασκευές του Γερμανού, κάτι αρκούντως επικίνδυνο όπως γίνεται αντιληπτό ακριβώς επειδή ο μακαρίτης συμπατριώτης μας είχε το ηρωικό (αλλά τιθασευμένο και σε υποταγή των αναγκών της εκάστοτε σύνθεσης) στοιχείο - στο ‘Antarctica’ π.χ. o Γερμανός παραδίδει το πακέτο επιτυχώς. Βέβαια η πλευρά ξεκινά με μια ευπρόσδεκτη διασκευή σε ένα από τα ελάχιστα instrumental tracks που έκαναν ποτέ οι Depeche Mode, ο λόγος για το kraftwerk-ικό ‘Nothing to fear’ και δυστυχώς τελειώνει με τη χειρότερη διασκευή (αν και ο κύριος αρχισυντάκτης μπορεί να τη γουστάρει, αλλά ο κύριος αρχισυντάκτης δεν είναι μέρος της Ομοσπονδίας Τελειωμένων Σταρτρεκάκηδων) που μπορείτε να ακούσετε σε όλο το σύμπαν στο βασικό θέμα του ‘Star Trek’ (α ρε έρμε Alexander Courage, ζούσες ακόμα τότε, τι θα άκουσαν τα αυτιά σου!). Μεταξύ των προαναφερθέντων σκάει και μια σκαμπρόζικη διασκευή στο ‘Ghostbusters’.

Ο δεύτερος δίσκος ξεκινάει με το έτσι κι αλλιώς μελό ‘Against all Odds’ (του Phil Collins) για να ακολουθήσουν εξίσου αδιάφορες διασκευές στο βασικό θέμα του ‘Ιπτάμενος και Τζέντλεμαν’ ή στο ‘Ebony and Ivory’ (γιατί;), για να έρθει άξαφνα μια ωραία και εντελώς acid εισαγωγή στο ‘Final Countdown’ (χωρίς ανάλογη συνέχεια όμως), και μετά να ακολουθήσουν μερικές πολύ ωραίες στιγμές όπως η διασκευή στο ‘Autobahn’ των συμπατριωτών του (τι εννοείτε ‘ποιων συμπατριωτών του;’) και μία new age παρουσίαση ενός ανθρώπου που έκανε την ίδια δουλειά με τον Klaske, ο λόγος για τον Ολλανδό Roel Zaadnoordijk του οποίου εδώ ακούμε τη σύνθεση ‘Synthaxis’. Στο τέλος έρχεται η μάλλον καλύτερη στιγμή του δίσκου με τη διασκευή του ‘I Robot΄’ από τον ομότιτλο δίσκο του/των Alan Parsons Project. Πρόσκαιρη η καλή εντύπωση καθώς διαλύεται από το ανομολόγητης ηχητικής αισθητικής ‘Popcorn’ το οποίο καθίσταται κατάλληλο για εισαγωγή γκοσιπάδικου μαγκαζίνου στα 80s (δεν υπήρχαν, αλλά ας κάνουμε την προσομοίωση) και ένα αχρείαστο ‘Magnetic Fields’ (του J.M.Jarre) μαζί με το ‘Light Status’ των Les Ombres (γιατί ‘#2’;) ολοκληρώνουν τον δεύτερο δίσκο του ‘Synthesizer Album’.

Να σημειωθεί ότι στις εκδόσεις βινυλίου (διπλός δίσκος) και κασέτας (επίσης διπλή) έχουμε τέσσερεις θεματικές ενότητες. Electronic Side, Film Side, Romantic Side και ANT1 Side (…), ενώ στο CD δεν υπάρχει φυσικά, λόγω του φορμάτ, τέτοια λογική. Η ΑΝΤ1 Side δε, είναι ολίγον τι αδιευκρίνιστη, ως προς την πρόθεση αλλά και ως ιδέα. Τα υπόλοιπα κυτία/ταμπέλες όντως έχουν ανάλογα tracks, αλλά του ANT1 ακόμα και με τη λογική προώθησης κάποιων ταινιών που πιθανόν να είχε ως πακέτο ο μαρουσιώτικος πομπός δεν στέκει, μιας και μέσα φιγουράρουν οι συνθέσεις των Europe (ναι, έχουμε και ένα ‘Final Countdown’ το οποίο ενώ ξεκινά με διαφορετικό και ωραία «στραβό» τρόπο μετά εξελίσσεται σε αυτό που εύστοχα οι μεταλλάδες ονομάζουν «τυρίλα») και των Kraftwerk στο προαναφερθέντα Αυτοκινητόδρομο.

Μπουρλέσκ ε; Σωστά! Το επέβαλε και ο κώδικας μίας τέτοιας κυκλοφορίας, διάσπαρτο το discogs από ανάλογες, αλλά και το ίδιο το target group της ημεδαπής. Τουτέστιν από κάπου έπρεπε να πιαστεί το μάτι του καταναλωτή, να αναγνωρίσει τραγούδια και συνθέσεις που γνωρίζει ενώ έχει ενδιαφέρον ότι πρέπει να βάλουμε στο λογισμικό μας και το γεγονός ότι ακόμα οι αγορές ήταν στοχευμένες σε φύλο, και εδώ βρίσκουμε πασιφανώς μια προσπάθεια να γουστάρουν και άντρες και γυναίκες, είτε με ταινίες ρομάντζο είτε με θέματα που έχουν γίνει αρεστά σε όλους, όπως και σε θέματα που βαράνε βλαμμένους που βλέπουν sci fi. Ο δίσκος πούλησε πολύ καλά, κάτι που γίνεται φανερό όταν ψάξεις τις βαθύτερες πτυχές των δισκοθηκών φίλων (και των γονέων αυτών), όπως και από το γεγονός ότι ακολούθησε ένα σήκουελ αυτού, εντελώς ανέμπνευστο και με κάκιστες επιλογές (το έχει ο κύριος αρχισυντάκτης και θέλει να γράψει, μου λέει). Ο Klaske ήταν και πάλι πίσω από αυτό…