Ashtray Navigations, Gael Segalen, Annea Lockwood, Mouchoir Etanche, Evapori
Μουσικές που δεν μπαίνουν εύκολα σε καλούπια ειδών και κατατάξεων διαβάζουμε (και ακούμε) στη νέα έκδοση της στήλης του Νικόλα Μαλεβίτση
Το Broadways Annual Holiday Sales #2 είναι μια πρόσφατη διαδικτυακή (μέσω bandcamp) κυκλοφορία των Ashtray Navigations. Εικάζω ότι για ένα μεγάλο μέρος ακροατών δεν χρειάζονται συστάσεις, καθώς είναι γνωστοί είτε μέσω κυκλοφοριών και σε ελληνικές εταιρείες ή ακόμα και συναυλίες που έδωσαν στο παρελθόν. Εδώ έχουμε υλικό το οποίο βρισκόταν αποθηκευμένο σε διάφορους σκληρούς δίσκους, από το οποίο προέκυψε ένα καταπληκτικό ωριαίο ηχητικό κολλάζ. Είχα καιρό να ακούσω δουλειά τους που να ξεφεύγει από τα στενά όρια του 'κομματιού' και να θυμίζει πρώιμες εποχές τους που όλα μπορούσαν να συμβούν, από την αίσθηση ότι ακούς ένα νεοψυχεδελικό γκρουπ και ήχο, με πιο cosmic ή συνθ ηχοτοπία, να ξαναγυρνάει σε περισσότερο κιθαριστικά πειράματα μέχρι λίγο πιο θορυβώδεις εντάσεις. Καταπληκτικό και για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τον ήχο τους, νομίζω λειτουργεί και ως εισαγωγή στο σύμπαν τους.
Ανέκαθεν με τραβούσαν ηχητικά παιχνίδια τα οποία χρησιμοποιούν μόνο την ανθρώπινη φωνή. Ακόμα και όταν αυτή πολύ απλά μιμείται το ζωικό βασίλειο. Για παράδειγμα, μου άρεσε η μίμηση του σφυρίγματος των πουλιών (π.χ. της κουκουβάγιας, κ.ά.) από μικρό παιδί. Όταν αναφέρομαι σε μιμήσεις ήχου πουλιών τα τελευταία χρόνια το μυαλό μου πάει συνήθως στην πανέμορφη συλλογή ‘Ecstatic and wingless bird imitation on four continents 1910-44’ που βγήκε στις εταιρείες Tanuki και Canary (μπορεί να βρεθεί εδώ) και πραγματεύεται ακριβώς αυτό, ηχογραφήσεις ανθρώπων που μιμούνται ήχους πουλιών. Σε τέτοιο ύφος το 2021 ο Luciano Maggiore επηρεασμένος από τις ηχογραφήσεις του ορνιθολόγου Jean-Claude Roche, ηχογραφεί στη σοφίτα του σπιτιού του μιμήσεις διάφορων ζώων και πτηνών χρησιμοποιώντας μόνο ένα φτηνό κασετόφωνο και τη φωνή του. Το αποτέλεσμα είναι μια lo-fi λιτή ηχογράφηση όπου ο Maggiore μιμείται διάφορα ζώα ενώ ακούς το 'φύσημα' του κασετοφώνου στο βάθος, όπως το δηλώνει και ο τίτλος της δηλαδή, "Very cheap non-animal human imitations". Μπορεί να μην είναι για όλες τις ώρες ή για όλο τον κόσμο, αλλά αυτή η ρετρό και sound art αισθητική του μ' άρεσε πολύ, γιατί μου έφερε στον νου διάφορες ανάλογες outsider κυκλοφορίες του παρελθόντος,όπου με τον τρόπο τους και τη απλότητα τους σου θυμίζουν γιατί σου αρέσει αυτό που αποκαλείται 'πειραματική' μουσική τόσο πολύ!
Η Gael Segalen που δραστηριοποείται στον πειραματικό ήχο εδώ και μια εικοσαετία μας έχει δώσει λίγα καταγεγραμμένα δείγματα της δουλειάς της ως σήμερα. Ένα από τα τελευταία ήταν το καταπληκτικό ‘Sofia Says’, LP συμπαραγωγή της γαλλικής Erratum Musical και της δικής μας Coherent States. Πρόσφατα η γαλλική tanzprocesz κυκλοφόρησε το Aire Du Maquis D'Em σε κασέτα περιλαμβάνοντας δύο κομμάτια από συναυλίες του 2019 και ειλικρινά τη θεωρώ μια από τις καλύτερες της εταιρείας ως σήμερα. Η Gael έχει το χάρισμα από τον πρώτο ακόμα δίσκο της να παίζει με ατμόσφαιρες που μπορούν να συνδυάσουν διάφορες μορφές μαζί, είτε αυτό είναι ρυθμός, glitch, άμπιεντ, κ.ά. Επίσης είναι μαγευτικό ότι ιδίως σε αυτή την κασέτα έχεις στην πρώτη πλευρά ένα κομμάτι που, ενώ η βάση του θυμίζει musique concrète, εξελίσσεται με έναν τρόπο που ο ρυθμός που αναδύεται και τα διάφορα tapes που χρησιμοποιεί καταλήγει σε ήχο που φέρνει στο νου περισσότερο industrial ή κλασσικά πειραματική αισθητική (tapes με ομιλίες, κ.ά.), ενώ στη δεύτερη ο ρυθμός και διάφορα glitches δημιουργούν ένα πολύ πιο ρυθμικό κομμάτι μικρότερο σε διάρκεια αλλά που σε στέλνει. Ειλικρινά θα σκότωνα να ήμουν παρών σε αυτές τις δύο συναυλίες της, όχι μόνο γιατί δείχνουν διαφορετικές πτυχές του ήχου της αλλά και λόγω της δυναμικής τους να σε ξεσηκώνουν. Φανταστική δουλειά!
Εδώ και λίγο καιρό ακούω το Τête-à-Τête των Ruth Anderson & Annea Lockwood στη νεοϋορκέζικη Ergot Records, με αφορμή πρόσφατο άρθρο του τρομπετίστα Nate Wooley στο New York Review για τη μακρόχρονη σχέση των δυο τους (το άρθρο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ). Οφείλω να ομολογήσω ότι τη δουλειά της Annea Lockwood την προσέχω αρκετά χρόνια, από την εποχή της πρώτης επανέκδοσης σε CD του ντεμπούτου της ‘The Glass World’, και στη συνέχεια με διάφορες ηλεκτρονικές ή field recordings (ή συνδυασμό τους) σε διάφορες εταιρείες όπως Lovely, XI, κ.ά., δεν είχα ασχοληθεί όμως σε άλλες λεπτομέρειες με αυτή. Όσον αφορά τη Ruth Anderson, επειδή δεν κυκλοφορεί αρκετό υλικό της, είχα ακούσει δουλειά της μόνο στο καταπληκτικό split LP με την Annea Lockwood στην Opus One (η πλευρά της οποίας επανεκδόθηκε με άλλο υλικό πριν λίγα χρόνια στην Black Truffle) και το ‘Sinopah’, CD στην αμερικάνικη XI, και ως εκεί. Το Τête-à-Τête έρχεται ως φόρος τιμής από την Annea Lockwood στην, για περισσότερο από μισό αιώνα, σύντροφο της. Θα βρούμε ένα ηλεκτρονικό κομμάτι της Ruth Anderson απλό και γραμμικό, το οποίο 'σβήνει' όπως αρχίζει και εν συνεχεία μια σύνθεση της Annea Lockwood χρησιμοποιώντας διάφορες ηχογραφήσεις από τηλεφωνικές κλήσεις, ηχογραφήσεις τους, audioletter τους, κ.ά. όλα χτισμένα σε ένα ηλεκτρονικό αφηγηματικό κομμάτι, ενώ επιπλέον συνθέτει και ένα ακόμη κομμάτι με field recordings, ηλεκτρονικά και tapes στη μνήμη της. Βαθιά ανθρώπινο και μοναδικό, φόρος τιμής σε ένα άνθρωπο στην οποία αφιέρωσε όλη της τη ζωή.
Αυτή η κυκλοφορία με έκανε να προσέξω κάποιες επιπλέον κυκλοφορίες της Annea Lockwood που λόγω πανδημίας και άλλων προβλημάτων εκείνης της εποχής δεν πρόσεξα όπως θα έπρεπε, μία εξ αυτών το καταπληκτικό Becoming Air/Into the vanishing point στην Black Truffle. Εδώ βλέπουμε τις έντονες οικολογικές ανησυχίες και αναζητήσεις της Lockwood (οι οποίες διατρέχουν το σύνολο του έργου της). Το ‘Becoming Air’ γράφτηκε για τον τρομπετίστα Nate Wooley, από τους πιο αγαπημένους μου μουσικούς που έχει δείξει το ταλέντο του σε διάφορους τομείς είτε στον αυτοσχεδιασμό, τη τζαζ, τη free jazz, τη σύνθεση αλλά ακόμα και ως ένας από τους ιδρυτές του απίστευτου Sound American, περιοδικού για μουσική που επικεντρωνόταν περισσότερο στη τζαζ, τη free jazz, τον αυτοσχεδιασμό και τη σύγχρονη αλλά με μια ευρεία γκάμα θεμάτων. Τεύχη του μπορείτε να βρείτε online εδώ. Επιστροφή στον δίσκο έπειτα από αυτή τη μικρή παρένθεση όμως, το κομμάτι για τον Wooley έχει στηθεί με μια τρομερή μαεστρία ώστε να αναδείξει τόσο το όργανο και τις τεχνικές του αλλά και τον ίδιο τον εκτελεστή. Αν κάποιος θέλει να καταλάβει τη δουλειά του Wooley, χωρίς πλάκα, μπορεί να ακούσει αυτό το κομμάτι. Ήρεμο εκεί που πρέπει, εξελίσσεται με διάφορους ήχους και παίζοντας με τη χροιά και το τέμπο του όργανου δημιουργεί εξάρσεις τόσο στην εξέλιξη του όσο και όσο πλησιάζει η κορύφωση και το τέλος του δημιουργώντας ένα μαγευτικό ταξίδι καθώς θυμίζει ελεύθερο αυτοσχεδιασμό ο οποίος ωστόσο είναι χτισμένος ως σύνθεση. Το ‘Into the vanishing point’, από την άλλη μεριά, έχει ως βάση άρθρα για τον οικολογικό κίνδυνο σε διάφορες περιοχές αλλά πολύ περισσότερο την απειλή για τον κόσμο των εντόμων. Άρθρο που επηρέασε την Lockwood και σε συνεργασία με το κουαρτέτο πιάνου και κρουστών Yarn/Wir που ήταν γνώστες του ιδίου άρθρου χτίζουν ένα κομμάτι το οποίο διακατέχεται από ένα παιχνίδι ήχων, μικρών ή μη όπου τα όργανα έχουν ως ρόλο τη δημιουργία ενός βιοκλίματος. Μπορεί να έχεις τον πιανίστα να ξύνει τις χορδές του πιάνου ή τους κρουστούς να προσπαθούν να μιμηθούν με τα όργανα τους ήχους βατράχων ή εντόμων, και μπορεί να μην έχεις ηχογραφήσεις πεδίου αλλά το κουαρτέτο με βάση την παρτιτούρα της Lockwood καταφέρνει να σου περάσει αυτή τη μοναδική αίσθηση, παρόλο που μιλάμε για ένα κομμάτι που ο κορμός του αφορά σύνθεση για ένα κουαρτέτο χωρίς να είναι κάτι ρηξικέλευθο ή κάτι που δεν έχει ξαναγίνει, όμως έχει μα ζωντάνια που ώρες ώρες λείπει σε σημερινές εκτελέσεις, που μπορεί να έχεις καταπληκτικούς μουσικούς και εργαλεία σε σχέση με το παρελθόν αλλά που καμιά φορά εκτελούν τα έργα χωρίς αυτή τη δημιουργική μανία που χαρακτήριζε άλλες εποχές. Αξίζει να ψάξει και να ακούσει κάποιος αυτό τον δίσκο καθώς θα βρει δύο απίστευτα δείγματα σύγχρονης μουσικής.
Αναφερόμενος στην πανδημία μου έρχεται συχνά στο νου ένας καταπληκτικός δίσκος που κυκλοφόρησε το 2020 τόσο σε CD όσο και πρόσφατα σε βινύλιο. Το ανεπανάληπτο Circle Point στην κορεάτικη Dancing Butterfly Records. Εδώ θα βρούμε το ντουέτο των Kant Tae Hwan στο σαξόφωνο, που από τις λίγες πληροφορίες που έχω, είναι παλιά μορφή της κορεάτικης σκηνής της ελεύθερης μουσικής και της Haejin Kang στο βιολί (εταιρεία της οποίας είναι η Dancing Butterfly), η οποία είναι μέλος του progressive rock γκρουπ Supersting. Η ηχογράφηση έγινε το 2019 ως ένα 50λεπτο αυτοσχεδιαστικό σετ και, όπως λένε και οι ίδιοι στις πληροφορίες του δίσκου 'Circle', συμβολίζει την ενέργεια των performers και 'Point' συμβολίζει τα στοιχεία που συνθέτουν τη σκηνή, το κοινό, ο χρόνος και ο χώρος. Ομολογώ ότι το είχα ακούσει μια δυο φορές αλλά επιφανειακά, την πρώτη εν μέσω πανδημίας και στον κυκεώνα διάφορων προβλημάτων εκείνης της εποχής που δεν επέτρεπε σε κάποιες περιπτώσεις την προσοχή σε σοβαρή ακρόαση τέτοιων δίσκων. Το ανέσυρα πριν λίγους μήνες όμως για να το ακούσω ένα βράδυ και με σαγήνευσε σε τρομερό βαθμό που έκτοτε συχνά πυκνά βρήκα τον εαυτό μου να γυρνάει στην ακρόασή του. Είναι ένα ντουέτο, που οι αυτοσχεδιασμοί του ώρες ώρες φτάνουν να φλερτάρουν με την κλασσική μουσική ή άλλες φορές με μια καταπληκτική αυτοσχεδιαστική αφήγηση που η κυκλικότητα του ήχου τους και ο τρόπος που αλληλεπιδρούν οι δύο αυτοσχεδιαστές - μουσικοί και τα όργανα τους δημιουργεί ένα απαράμιλλο μουσικό σύμπαν. Μπορεί να παίζει ρόλο και ο σχεδόν συναισθηματικός ήχος που ώρες ώρες αποπνέουν τα όργανα στην ηχογράφηση, γιατί δε θα βρει κανείς εδώ ακραίους πειραματισμούς, πινγκ πονγκ, κ.λ.π., αντιθέτως σε σημεία κάλλιστα θα έλεγα ότι μέρη του θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και σαν κινηματογραφική μουσική, χάρη στο λυρισμό τους. Με καθηλώνει όμως ο τρόπος που δίνουν χώρο ο ένας στον άλλο, ή που μπορεί να αυτοσχεδιάζει το ένα όργανο και να παραμένει σε πιο 'κλασσικό' μοτίβο το άλλο, δημιουργώντας μια αληθινά μαγευτική μουσική.
Mouchoir Etanche είναι ένα από τα πολλά και πρόσφατα πρόσωπα του Marc Richter, γνωστότερου και ως Black to Comm και ιθύνοντος νου πίσω από εταιρείες όπως Dekorder, Cellule 75, κ.ά. Δεν είχα ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη δουλειά αυτής της προσωπικότητάς του, καθώς τα τελευταία χρόνια έχω πιάσει τον εαυτό μου να μην έχει δώσει αρκετή προσοχή σε διάφορα project και κυκλοφορίες του (καλώς ή κακώς) αλλά με το πρόσφατο Le Jazz Homme κόλλησα χάρη στην Αnost, όταν το στόκαρε για διανομή, και διάβασα την εβδομαδιαία λίστα της την περιγραφή και τη μαγική λέξη 'fake jazz' ακούγοντας κάποια θραύσματα. Το αγόρασα από τον Λωτό αμέσως! Μπορεί ο όρος 'fake jazz' να παραπέμπει σε κάποιους παλιότερους στα 80s και διάφορα πειραματικά αλλά ακόμα και ανεξάρτητα γκρουπ που κατά καιρούς δημιούργησαν ηχογραφήσεις ή δίσκους μιας, ας μου επιτραπεί η έκφραση, 'ψευτοτζάζ' ατμόσφαιρας ή ακόμα και project που εμφανίστηκαν ως δήθεν τζαζ ντουέτα ή γκρουπ για να αποδειχθεί μετά ότι ήταν καλοστημένες φάρσες που όμως έβγαλαν τρομερή μουσική. Αν μη τι άλλο, εδώ για κάποιον που θέλει περισσότερες ή εξαντλητικές πληροφορίες για τον δίσκο θα προτείνω τη σελίδα του bandcamp όπου αναφέρεται αναλυτικά τι έχει χρησιμοποιηθεί σε κάθε κομμάτι καθώς και η ιδέα και το κίνητρο που υπήρξε πίσω από το καθένα. Ο δίσκος είναι αφιερωμένος στη γαλλική τζαζ, σε κουλ τζαζ, γερμανική τζαζ, στον Pascal Comelade, στα λίγα περίεργα τζαζ πειράματα του Hector Zazou, κ.ά. Δημιουργεί μια φοβερή ατμόσφαιρα που ώρες ώρες μου δίνει την αίσθηση ακόμα και κινηματογραφικής μουσικής, είναι δίσκος που πιστεύω θα συντροφεύει στιγμές ανεμελιάς μου για χρόνια!
Η αναφορά στον March Richter και τα project του μου θύμισε τη Fragment Factory του Michael Muennich που είναι επίσης από το Αμβούργο και ειδικεύεται σε πιο περίεργο πειραματικό, ηλεκτροακουστικό ήχο. Μπορεί (όπως και πολλές άλλες εταιρείες) να έχει ρίξει τους ρυθμούς παραγωγής της τα τελευταία χρόνια, όμως πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε μια κασέτα του Evapori, κατά κόσμο Oliver Peters, ο οποίος για περισσότερο από μια 20ετία ειδικεύεται σε πειραματικά και ηλεκτρονικά ηχοτοπία. Από το Αμβούργο κι αυτός και οφείλω να ομολογήσω ότι οι τελευταίες του κυκλοφορίες με είχαν αφήσει πραγματικά άναυδο με το στυλ που είχε δημιουργήσει. Αν μη τι άλλο σε μια πενταετή περίοδο (2015-2020) κυκλοφόρησε 3 καταπληκτικούς δίσκους, ο τελευταίος εκ των οποίων είχε βγει πάλι στη Fragment Factory. Έκτοτε μεσολάβησε μια σιγή τεσσάρων ετών και τώρα το Der Vogel Turlipan έρχεται να μας προσφέρει δύο 10 λεπτα κομμάτια που βασίζονται σε ένα ποίημα το οποίο πραγματεύεται την αναζήτηση ενός φανταστικού πτηνού. Μπορεί το πτηνό να είναι φανταστικό αλλά το παν είναι η διαδρομή και το ταξίδι της αναζήτησης. Έτσι μας το περιγράφει με το δικό του τρόπο με ήχους, είτε αυτοί είναι επεξεργασμένες ηχογραφήσεις πεδίου, ηλεκτρονικά, άλλοι επεξεργασμένοι ήχοι κομμένοι και ραμμένοι με τέτοιο τρόπο που μπορεί να μην έχουμε αφήγηση αλλά ο ίδιος ο ήχος να σου δημιουργεί εικόνες της αφήγησης και της ουτοπικής αναζήτησης. Δύσκολο εγχείρημα αλλά ο Evapori δείχνει για μια ακόμα φορά την μαεστρία του και μας συνεπαίρνει με τους ήχους του.
Ο Leif Elggren ίσως σε κάποιους αναγνώστες να μην είναι άγνωστο όνομα. Για όσους δεν τον γνωρίζουν, είναι Σουηδός εικαστικός και ηχητικός καλλιτέχνης, ενεργός από τη δεκαετία του ‘70 με εκθέσεις, δράσεις και ηχογραφήσεις. Σε έναν τεράστιο βαθμό το έργο του είναι εννοιολογικό (ας μου επιτραπεί αυτή η περιγραφή) ενώ αρκετές από τις κυκλοφορίες του έχουν σχέση με κάποια εμμονή του ή ένα θέμα που θίγει με τη μοναδική δική του ματιά. Επίσης από τη δεκαετία του '90 μαζί με τον CM von Hausswolff τρέχουν την ουτοπική χώρα Ελγαλάνδη-Βαργαλάνδη (περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε εδώ). Τελευταία έκδοση του το CD "Shakespeare Shakespeare Shakespeare" το οποίο ηχογραφήθηκε στις αρχές της χρονιάς και έχει σχέση με ομιλία του Jorge Luis Borges με θέμα 'The Riddle of Shakespeare' στο Χίλτον της Washington στις 23 Απριλίου του 1976. Το κείμενο της ομιλίας αλλά και ηχογράφηση της μπορείτε να τα βρείτε εδώ και εδώ. Ο Elggren όμως εδώ βασίζεται σε κριτική του Πολωνού Jan Kott στους NY Times στην οποία συγκρίνει την ομιλία με το έργο 'Οι Καρέκλες' του Ευγένιου Ιονέσκο (δεν το έχω διαβάσει αλλά μπορεί να το βρεί κάποιος εδώ για ανάγνωση ή κατέβασμα). Μπορεί στους παραπάνω συνδέσμους που παραθέτω να υπάρχει το κείμενο της ομιλίας και η ηχογράφηση της, σύμφωνα με τον Kott και το άρθρο που κάλυπτε το φεστιβάλ για τον Σαίξπηρ που λάμβανε χώρα εκείνη την ημέρα στο Χίλτον (στο κλείσιμο του οποίου μίλησε ο Μπόρχες). Όταν έβαλαν τον Μπόρχες στην εξέδρα που θα μίλαγε και έβαλαν το μικρόφωνο μπροστά του, από λάθος αυτό τοποθετήθηκε ψηλότερα, με αποτέλεσμα να μην ακούγεται κάτι άλλο πέρα από ένα γρύλισμα/θρόισμα και σταδιακά και αραιά και που οι λέξεις 'Σαίξπηρ, Σαίξπηρ, Σαίξπηρ', εξ ου και ο παραλληλισμός του συγγραφέα/αρθογράφου με το έργο του Ιονέσκο που σε κάποιο σημείο του γίνεται ακριβώς το ίδιο. Δηλαδή να μιλάει ο ένας ηθοποιός αλλά να μην ακούγεται τίποτα άλλο πέρα από απροσδιόριστοι ήχοι (όπως αναφέρει το άρθρο). Πολύ περισσότερο όταν κανείς λόγω σεβασμού (ή φόβου) για τον Μπόρχες (και το μέγεθος του ανδρός;) δεν τόλμαγε να σηκωθεί να διορθώσει το ύψος του μικρόφωνου για να ακούγεται η ομιλία σε όλη την αίθουσα. Έτσι και ο Elggren, ορμώμενος από αυτό το σκηνικό, στήνει αυτή την εννοιολογική ηχογράφηση - φόρο τιμής (αν μπορεί να το πει κάποιος έτσι) τόσο στον Σαίξπηρ όσο και στον Μπόρχες (αλλά και στον Ιονέσκο). Επί μία ώρα λοιπόν έχουμε την ακρόαση διάφορων ήχων, είτε από το μικρόφωνο, φυσικούς, εξωτερικούς, κ.ά. και παράλληλα σε διάφορες άτακτες περιόδους ακούγεται η αναφορά 'Σαίξπηρ, Σαίξπηρ, Σαίξπηρ' σε διάφορους τόνους. Σε κάποιους μπορεί να φανεί υπερβολικό, τραβηγμένο, ή πολυφορεμένο αλλά, έχοντας σχεδόν το σύνολο του ηχογραφημένου του έργου, μέσα στο οποίο υπάρχουν άπειρες τέτοιες εμμονικές ή μανιώδεις στιγμές, μου άρεσε καθώς άφησα σε άλλο χώρο να παίζει το CD player και σε άλλο δωμάτιο να βρίσκομαι εγώ παίζοντας με τις χροιές του ήχου. Art record από την άλλη. Φάρσα ή εμμονή μένει να το κρίνει ο ακροατής...