Είμαστε πια στα 20s. Ή όχι;…
Ο χρόνος είναι σχετικός (δεν) είπε ο θείος Αλβέρτος ο Αϊνστάιν. Του Αντώνη Ξαγά
Βγήκε λίγο παραπάνω, να τ’ αφήσω;
Καμιά φορά μπορεί να βγει και λιγότερο, όχι βέβαια στον… χασάπη ή στην τυρέμπορο της γειτονιάς, εκεί είναι πάντα παραπάνω… Γιατί εδώ δεν αναφερόμαστε σε… κιλότο ούτε σε βαρελίσια φέτα αλλά στον χρόνο. Και όχι τον χρόνο αυτό καθεαυτό, αυτόν προσπαθεί το ανθρώπινο γένος και οι φιλόσοφοι και οι επιστήμονες και οι καλλιτέχνες του να τον καταλάβει από τότε που σηκώθηκε στα δυο του πόδια, αλλά στις φέτες του. Θα μου πείτε πως μπορούμε να κόψουμε σε φέτες κάτι που δεν ξέρουμε τι είναι, αλλά ας μην πελαγοδρομήσουμε άλλο σε επικίνδυνα νερά…
Και αν η διαρκής κατάτμηση του χρόνου σε ολοένα και μικρότερες (και πιο προσωπικές και υποκειμενικές ενίοτε) μονάδες είναι ίδιον των σημερινών καιρών, της ταχύτητας, της βιασύνης και της υπερβολής, όπου εύκολα παίρνουμε τον μπαλτά και πετσοκόβουμε το χρόνο σε φέτες που μας βολεύουν, αξίζει ωστόσο να σημειώσουμε ότι τούτη η διάθεση τεμαχισμού είναι ίδιον της νεωτερικής εποχής (και όχι μόνο της ποπ κουλτούρας). Τα παλιά τα χρόνια, τα οικεία μας σχήματα των δεκαετιών και των αιώνων δεν υπήρχαν, η περιοδολόγηση γινόταν με βάση βασιλιάδες και δυναστείες, την Βίβλο ή τους φυσικούς κύκλους, το δε βέλος της Ιστορίας έδειχνε προς την παρακμή, την Συντέλεια και την Τελική Κρίση (σε αυτό το πνεύμα δεν αλλάξαμε, μόνο ο Θεός χάθηκε κάπου στην πορεία). Σε όλες αυτές τις προσπάθειες κρύβεται η ανάγκη του ανθρώπου να κυριαρχήσει επί του χρόνου, να οργανώσει, να ερμηνεύσει και εν τέλει να κυριαρχήσει στο παρελθόν, τα λέει αυτά αναλυτικότερα και ο σπουδαίος μεσαιωνολόγος Ζακ Λε Γκοφ στο βιβλιαράκι του με τον εύγλωττο τίτλο «Πρέπει, αλήθεια, να κόβουμε την ιστορία σε φέτες;».
Αποτολμώντας ένα…. σπόιλερ, η απάντηση που δίνει είναι χονδρικά «ναι», εφιστώντας όμως την προσοχή στους περιορισμούς και τις παγίδες αυτής της σύμβασης («κάτι τεχνητό και προσωρινό και γι’ αυτό εξελίσσεται μαζί με την ίδια την Ιστορία») που είναι εξ ορισμού προβληματική, καθώς τα ιστορικά φαινόμενα υπερβαίνουν τις χρονικές αγκύλες, σπάνια κάποια χρονολογία σημαδιακή, π.χ. μία που τελειώνει σε 0 συνιστά κάποια τομή, άλλωστε οι τομές και οι επαναστάσεις είναι μάλλον σπάνιες (κι ας διαφωνούν οι… μουσικογραφιάδες που διαρκώς επινοούν και νέες). Ενδιαφέροντες προβληματισμοί αν μη τι άλλο, ειδικά τώρα που ολοκληρώθηκε μια φέτα χρόνου, η δεκαετία του ’10…
Επππππ….
Εδώ είναι που θα πεταχτεί ο αναπόφευκτος εξυπνάκιας-ξερόλας που ενδημεί σε κάθε παρέα, του οποίου ο επιπολασμός του είδους «τω καιρώ» των κοινωνικών μυδιών μοιάζει με αυτή ενός κοροναϊού, για να αποκαλύψει την κρυμμένη αλήθεια του σύμπαντος: «μα δεν υπήρξε έτος 0, άρα η δεκαετία τελειώνει το 2020». Την ξαναζήσαμε την αντιμαχία (πήγα να γράψω σκιαμαχία) και πιο έντονη μάλιστα με το Μιλλένιουμ (o Ντάγκλας Άνταμς είχε τότε γράψει για «σχολαστικούς που χαλούσαν τη γιορτή»), βλέπετε από εκείνο το… μη-έτος 0 κύλησε πολύ νερό στο ποτάμι του χρόνου (αγαπημένα πανάρχαια παρομοίωση του χρόνου), οι άνθρωποι μπορεί να «ξέχασαν τον Χριστό» (που τραγουδούσε και ο Κοματσιούλης) αλλά και εκείνη η χρονική ανωμαλία φαίνεται να μας ταλαιπωρεί ακόμη.
Ξεπερνώντας πάντως το γεγονός ότι έτσι κι αλλιώς η δεκαετία είναι (και αυτή) ένα αυθαίρετο σχήμα κατάτμησης του χρόνου (αν μετράγαμε όπως οι υπολογιστές μας θα αλλάζαμε κύκλο κάθε… δύο χρόνια), να οδηγεί σε προκρούστειες σχηματοποιήσεις, σε νοσταλγικές μυθολογίες και παγιωμένες κοινοτυπίες, ωστόσο έχει την δική της μεταφυσική συμβολική δύναμη που μπορεί να ασκήσουν οι αριθμοί και να παράγουν πολύ «πραγματικά» συναισθήματα. Έτσι στο πρώτο «γνήσιο» μ.Χ. Μιλλένιουμ της Ιστορίας, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν περίμεναν τίποτε λιγότερο από συμφορές, πολέμους, επιδημίες και το Τέλος του Κόσμου με την έλευση του Αντίχριστου, που όλα αυτά θα συνέβαιναν βέβαια στην αλλαγή από το 999 στο 1000. Όταν πια έφτασε το 1001 (που έκλεινε ημερολογιακά η χιλιετηρίδα), ο κόσμος αφού αναστέναξε με ανακούφιση, ρίχτηκε σε έναν οργασμό… οικοδομικής δραστηριότητας, αναρίθμητες εκκλησίες και ναοί χτίστηκαν τα επόμενα χρόνια σαν ένα είδος ευχαριστήριας ανταπόδοσης προς τον Ύψιστο που έδειξε το έλεος του.
Καμία περιοδολόγηση λοιπόν δεν είναι ουδέτερη και «αντικειμενική», αντιθέτως είναι «επιφορτισμένη με την προσπάθεια παραγωγής ενός αποτελέσματος όσο το δυνατόν ευρύτερα αποδεκτού». Για να έρθουμε στα πιο οικεία μας νεότερα χρόνια… Πότε και που (αφού μιλάμε για …χωρόχρονο) αλήθεια τελείωσε η δεκαετία του ’60; Ήταν στο Άλταμοντ όταν έπεφτε νεκρός ο Μέρεντθι Χάντερ από τις μαχαιριές των Hell’s Angels; Tότε που ο «είμαι στρατηγός και τα λέω τσεκουράτα» Ντε Γκωλ ανακοίνωσε ότι «το διάλειμμα τελείωσε», έξω στους δρόμους του Παρισιού ακόμη κάπνιζαν τα καμένα αυτοκίνητα και τα οδοφράγματα, όμως ο περίφημος Μάης του ‘68 είχε τελειώσει και το καθεστώς είχε αποκατασταθεί, και μάλιστα πιο ενισχυμένο; Ή τότε που τα σοβιετικά άρματα κατέπνιγαν την Άνοιξη της Πράγας, απομυθοποιώντας έτσι οριστικά τον σοσιαλιστικό παράδεισο; Ή τότε που μια σφαίρα έκοψε στη μέση το «I have a dream» του Martin Luther King. Στην δε πάντα (;) καθυστερημένη Ελλάδα, υπάρχουν πολλοί που επιμένουν (και βάσιμα) ότι η δεκαετία του ‘60 τελείωσε το 74 μαζί με την χούντα. Στην μεγαλύτερη κλίμακα, ο Χόμπσμπάουμ… τελείωσε τον 20ο αιώνα το 1989 και τον βάφτισε σύντομο, ο Αντώνης Λιάκος στο φρεσκοεκδοθέν οδοιπορικό του πιάνει το διάστημα με αρχή τους Βαλκανικούς Πολέμους μέχρι τα προεόρτια της Κρίσης, τιτλοδοτώντας το όμως «Ο ελληνικός 20ος αιώνας».
Θα μπορούσε λοιπόν να ισχυριστεί κανείς ότι στην ιστορία, αλλά και στην ποπ κουλτούρα και στην μουσική (για να ερχόμαστε σιγά-σιγά στα νερά μας), ο αιώνας, η δεκαετία αλλά και η χρονιά ακόμη (θυμηθείτε ότι οι λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς αρχίζουν πλέον να βγαίνουν λίγο μετά την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου) είναι περισσότερο πολιτισμικές μονάδες μέτρησης, παρά μαθηματικές ή αστρονομικές. Άλλωστε, για να το δούμε και από μια άλλη …μαθηματική σκοπιά, θα θύμιζε κάπως το παράδοξο του Ράσελ με τα σύνολα που δεν περιέχουν τον εαυτό τους, η χρονιά που δίνει το όνομα της σε μια δεκαετία να… μην περιλαμβάνεται σε αυτή. Γι’ αυτό τόσα χρόνια δεν έχω πετύχει ακόμη κανέναν ξυπνητζής-σχολαστικιστής ο οποίος να τοποθετεί π.χ. το «Bitches Brew» ή το «Paranoid» (αμφότερες κυκλοφορίες της χρονιάς του 1970) στους καλύτερους δίσκους της δεκαετίας του… 60 ούτε ξέρω γω το «Boy» των U2 ή το «Closer» των Joy Division σε αυτή του ‘70.
Συμπερασματικά, μια χαρά είναι οι λίστες και οι ανασκοπήσεις της δεκαετίας που βγαίνουν αυτή την εποχή κατά ριπάς, κι ας μου φαίνονται κάπως χλιαρές και αμήχανες, ίσως είναι που ουσιαστικά δεν έχουμε την αίσθηση ότι άλλαξε κάτι, ότι συνέβη μια κάποια μετάβαση. Κι αν στην ελληνική πραγματικότητα μπορούμε να εντοπίσουμε την αρχή των 10s στο Καστελόριζο και στο μουστάκι του Γιωργάκη Παπανδρέου, το τέλος κι εδώ μάλλον μας δυσκολεύει (μα το τέλος των μνημονίων, βγήκαμε, δεν βγήκαμε;). Στον δε πολιτισμικό και μουσικό αχταρμά που ζούμε η τοποθέτηση των χρονολογικών αγκυλών είναι ακόμη πιο δύσκολη. Κατά μία έννοια ίσως να μην έχουν τελειώσει καν τα …00s.
Το MiC-ρόβιο
Υπεύθυνος για την καλλιέργεια και την επώαση: Αντώνης Ξαγάς