Φτιάχνω λίστες άρα… υπάρχω
Με τη σαιζόν της λιστοθηρίας να έχει ήδη ξεκινήσει (και προ πολλού μάλιστα), ο Αντώνης Ξαγάς εξετάζει τις ρίζες της σύγχρονης αυτής ανάγκης για αξιολόγηση, (αυτο)προβολή και εν τέλει, επικοινωνία.
Δεν διαθέτω και τις πλέον βαθιές γνώσεις της λατινικής γλώσσας για να κατασκευάσω κι εγώ μία (ακόμη) παράφραση του περίφημου καρτεσιανού ρητού, το πλέον κοντινό ωστόσο που σκέφτηκα να ταιριάζει είναι το «digero, ergo sum», με το digero να σημαίνει μεταξύ άλλων και ‘κατατάσσω’, ‘οργανώνω’ (αλλά και ‘χωνεύω’, που μεταξύ μας, ταιριάζει κι αυτό στο προκείμενο πλαίσιο). Ένα ρητό που θα συμπυκνώνει και θα εκφράζει μια ανάγκη για τα δεδομένα των καιρών μας έχει καταστεί έως και αδήριτη. Γιατί μέσα στην διαρκή μάχη με το πληροφοριακό χάος, η Λίστα φαντάζει ένα ασφαλές καταφύγιο για τα …shellshocked θύματα του εντροπιακού βομβαρδισμού, ένα πολύτιμο εργαλείο ταξινόμησης και οργάνωσης του κόσμου, εκφράζοντας και την βαθύτερη ανθρώπινη επιθυμία για μορφοποίηση και μορφή (και φυσικά ευμορφία), ούσα συνάμα και μια έμμεση διακήρυξη της πολυπλοκότητας και της ποικιλότητάς του. Ακόμη και σε παλιότερες εποχές οι οποίες με το σημερινό θολό βλέμμα μοιάζουν ‘απλές’ και ‘αθώες’.
«Ο Όμηρος κατέφευγε στη λίστα γιατί του έλειπαν οι λέξεις, η γλώσσα και το στόμα, και το θέμα του ανείπωτου κυριάρχησε για πολλούς αιώνες στην ποιητική της λίστας. Με τις λίστες όμως του Τζόις ή του Μπόρχες γίνεται φανερό ότι ο συγγραφέας δεν κάνει λίστες επειδή δεν θα ήξερε πώς αλλιώς να εκφραστεί, αλλά ακριβώς επειδή έχει πολλά να πει, επειδή τείνει στην ύβρι, στην απληστία των λέξεων». Αυτά σημειώνει στο βιβλίο του «Η ομορφιά της λίστας» («Vertigina della lista») ο Ουμπέρτο Έκο το 2009, ένα έργο το οποίο δημιουργήθηκε κατά παραγγελία του μουσείου του Λούβρου και αποτελεί μια συνοπτική περιήγηση στον κόσμο των λιστών -αχ αυτή η γενική πληθυντικού (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη). Ο Έκο ίσως να ήταν κι εκ των πλέον καταλληλότερων για το εγχείρημα αυτό, ο ίδιος γαρ λατρεύει τέτοιες παραθέσεις οι οποίες ενίοτε πιάνουν και ουκ ολίγες σελίδες ακόμη και στα δημοφιλή και μοσχοπουλημένα ‘τούβλα’ του. Το νήμα το πιάνει από τα βάθη του χρόνου από τον Ησίοδο και τον Όμηρο (με την περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα αλλά και του καταλόγου των πλοίων των Αχαιών στην Ιλιάδα, να είναι το κατεξοχήν πρότυπο της λίστας) και φτάνει μέσα από τον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση και το μπαρόκ στον μοντέρνο και… μεταμοντέρνο κόσμο.
Σε όλη αυτή την πορεία συναντάμε «λίστες και λίστες», από την πλέον πρακτική μέχρι την πιο ποιητική, λίστα μπορεί να είναι το συρτάρι του Λεοπόλδου Μπλουμ στον «Οδυσσέα», μια καταλογογράφηση ενός μουσείου, τα εκατοντάδες ορυκτά που καταγράφει και ονοματίζει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, οι πίνακες του Ιερώνυμου Μπος (γιατί όχι; υπάρχουν και αναπαραστατικές λίστες), και φυσικά οι περιβόητες Wunderkammern του Μεσαίωνα, οι αχανείς συλλογές των ηγεμόνων σε προθήκες με αξιοπερίεργα εκθέματα ή «εκατοντάδες μικροσκοπικά ράφια που περιέχουν συλλογές από πέτρες, κοχύλια, σκελετούς αξιοπερίεργων ζώων» (…) που «προσπαθούσαν να συλλέξουν ότι στ’ αυτιά τους ηχούσε ως εξαιρετικό και πρωτάκουστο, συμπεριλαμβανομένων περιέργων αντικειμένων ή εντυπωσιακών ευρημάτων όπως ένας βαλσαμωμένος κροκόδειλος» (κι εδώ είναι δύσκολο να μην ανατρέξει ο νους στους σημερινούς συλλέκτες σπάνιων-και μη- δίσκων βινυλίου).
Εξ ορισμού και καταρχήν ωστόσο η λίστα και μόνο με την ύπαρξή της per se είναι μια παραδοχή αδυναμίας. Γράφει πάλι ο Ουμπέρτος για τη συγγραφή του βιβλίου η οποία ήταν «μια ενδιαφέρουσα εμπειρία όχι μόνο για όσα κατάφερα να εντάξω σε αυτόν τον τόμο αλλά για όσα αναγκάστηκα να παραλείψω». Γιατί η Λίστα είναι και όσα αυτή παραλείπει, όσα αγνοεί και αποσιωπεί, κατά μία οπτική χωρίζει τον κόσμο σε δύο υποσύνολα, ένα εντό κι ένα εκτός. Κάπως έτσι, ακόμη και στον διόλου ταπεινό κόσμο των κοινωνικών μυδιών, κάθε επίδοξη λιστογράφισσα οφείλει να υποκλιθεί εξ αρχής σε όσα «άφησε απ’ έξω», υπόκλιση βέβαια που δεν την διασώζει από τις αντιδράσεις των καλο- ή και κακο-θελητών «μα είναι δυνατόν να λείπει ΑΥΤΟ!», σχόλια τα οποία εμφανίζονται σε χρόνο dt κάτω από οποιαδήποτε τέτοια δημοσιοποίηση.
Κλείνοντας μετά από 500+ σελίδες το βιβλίο του Έκο, ο προσεκτικός αναγνώστης ίσως παρατηρήσει κάτι λίαν αξιοπερίεργο για τα ειωθότα της σημερινής εποχής. Καμία από τις λίστες που μνημονεύεται δεν είναι αξιολογική, καμία δεν υποτάσσεται σε μια μαθηματική ιεραρχία παράθεσης ‘νουμέρων’ (sic) ή σε κάποια αντικειμενικά υποκειμενική αξιοκρατική αυταπάτη (αφήνουμε στην άκρη εδώ το σόφισμα ότι και μόνο η επιλογή συνιστά ήδη μια αξιολόγηση). Έχω την υποψία ότι τούτη δεν είναι μια τυχαία επιλογή, ειδικά όταν κάπου σημειώνεται εύστοχα ότι «η ποιητική της λίστας χαρακτηρίζει πολλές μορφές της μαζικής κουλτούρας». Πράγματι, η κρίσιμη μετάβαση προς την αξιολογική κατάταξη των προϊόντων τέχνης (γιατί, ναι, για προϊόντα μιλάμε) είναι συνυφασμένη απόλυτα με την στιγμή που αυτά μετατράπηκαν σε εμπορεύσιμα-(κατ)αναλώσιμα αντικείμενα, κι όπου σε μια αμφίδρομη πίεση προέκυψε και η ανάγκη για μια βαθμολόγηση της ‘ποιότητας’, για έναν μπούσουλα (ή «οδηγό «αγοράς» όπως το έχει θέσει με αξιοσημείωτη σεμνότητα -στα όρια της αυτο-υποτίμησης- ο κορυφαίος των Ελλήνων μουσικοκριτικών Αργύρης Ζήλος). Έναν οδηγό τον οποίο μπορεί να συνθέσει είτε μια έγκριτη αυθεντία, είτε, για όσες θέλουν να συναρτήσουν το προσωπικό τους γούστο με την ασφάλεια του κοινού (50.000 οπαδοί -ή μύγες- πως μπορούν να κάνουν λάθος;) τον ρόλο αυτό τον αναλαμβάνουν τα κάποτε διαβόητα «τσαρτς» (ανοίγοντας έτσι κι έναν φαύλο κύκλο που δύσκολα πλέον θα κλείσει, ανάμεσα στο τι ζητάει ο κόσμος και τι του δίνουν οι έμποροι). Κατά μία έννοια, τόσο το τσαρτ όσο και η λίστα του ειδικού (που μπορεί και να πήγαινε κόντρα στο τσαρτ) ήταν και μια ευπρόσδεκτη αποδέσμευση από την εγγενή υποκειμενικότητα της Τέχνης, την «εκκωφαντική αυθαιρεσία» του γούστου», που μέσα από την παράθεση αριθμών και ποσών πωλήσεων έπαιρνε και μια επίστρωση «επιστημονικοφάνειας» και αντικειμενικότητας (‘κόλπο’ άλλωστε κατά συρροή χρησιμοποιούμενο από μια σειρά ψευδοεπιστημών). Είναι αξιοσημείωτο δε ότι τα τσαρτς γεννήθηκαν στις αγγλοσαξωνικές χώρες, όχι τόσο λόγω της πολιτισμικής-εμπορευματικής τους κυριαρχίας (η οποία άλλωστε εμπεδώθηκε μόνο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) αλλά κι επειδή υπήρξαν (και είναι ακόμη) οι πλέον σκληρά καπιταλιστικές, ανταγωνιστικές, ατομοκεντρικές, με μια εμμονή στην προσωπική επιτυχία (και αποτυχία και …ευθύνη). Ένας ανταγωνισμός που μεταφέρεται ακόμη και στο ευγενές πεδίο της Τέχνης, και σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας (εξού και η έσχατη εμμονή να αναζητείται παντού ο/η GOAT, ο γρηγορότερος, ο δυνατότερος, ο καλυτερότερος «όλων των εποχών», σε λίστες και κατατάξεις που «συναρπάζουν γιατί ελκύουν τους δίδυμους ψυχαναγκασμούς μας με την ανταγωνιστική υπεροχή και τα αριθμητικά δεδομένα», όπως σημειώνει ο David Foster Wallace σε ένα από τα διάσημα δοκίμια του για το τένις (πρόσφατα κυκλοφόρησαν και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πλήθος)).
Η έλευση των καινών δαιμονίων του Διαδικτύου και του Παγκόσμιου Ιστού (η σύγχρονη Μητέρα των Καταλόγων;) έφερε ένα δραματικά καινούργιο τοπίο, οι αγορές άλλαξαν… χορευτικό σκοπό, άλλες κατέρρευσαν ή μεταλλάχθηκαν και νέες αναδύθηκαν, ωστόσο στον πυρήνα το αγοραίο πνεύμα τους παρέμεινε αμετάβλητο. Η «εκδημοκρατικοποίηση» (με πολλά εισαγωγικά) της άποψης, το σπάσιμο των εκδοτικών μονοπωλίων (ή να λέμε για την δημιουργία καινούργιων;), η μετατροπή της καθεμιάς μας από δέκτη σε πομπό σε διαρκή εναλλαγή ρόλων (μαζί προσθέστε και την εξαφάνιση του métier του μουσικοκριτικού) έφερε και την «απελευθέρωση» των λιστών.
Έτσι, ειδικά τις εποχές της κορύφωσης της εμπορικής-καταναλωτικής δραστηριότητας, της χριστουγεννιάτικης περιόδου δηλαδή, που πλέον η έναρξή της κηρύσσεται αμέσως μόλις μαζευτεί στην Αυλώνα το τελευταίο τανκ από την παρέλαση της 28ης (με το συνοδό και γραφικό φαινόμενο να συντάσσονται λίστες με ‘καλύτερα’ μιας χρονιάς, εβδομάδες ή και μήνες πριν αυτή εκπνεύσει), στήνεται το λιστογραφικό «πανηγύρι της αριστείας, του ποσοτικοποιημένου κάλλους» όπως έγραψε και ο Παντελής Μπουκαλάς σε μια επιφυλλίδα-όαση του στην έρημο της ‘Καθημερινής’, με δράστες όχι μόνο πλέον τους συνήθεις υπεύθυνους των ‘αρμόδιων μέσων’, κάθε ακροατής κι ακροάτρια αισθάνεται πλέον την ανάγκη να φτιάξει (και ασφαλώς να κοινοποιήσει την δική του λίστα, μια διαδικασία η οποία συνήθως επωάζεται έναν ολάκερο χρόνο (με τις κλασικές ατάκες τύπου «αυτό θα παίξει στα καλύτερα της χρονιάς»). Ένα πανηγύρι ανατροφοδοτούμενο κιόλας, κάθε αρχισυντάκτρια γνωρίζει ότι λίστες θέλει και ο κόσμος, ότι τα κείμενα αυτά είναι από τα πιο μοσχοδιαβασμένα… οπότε… Είπαμε. Εμείς και οι Jam: the public gets what the public wants.
Το λίαν ενδιαφέρον κι αιχμηρό ωστόσο είναι ότι τούτη η ανελέητη καταγραφή όταν πια η σαιζόν της λιστομανίας παρέλθει (αν και η… ανάγκη έχει φέρει και λίστες μεσοστρατίς των εκάστοτε χρονιών) ακολουθείται από μια ιδιότυπη και λίαν ταχεία λήθη, όπου δίσκοι αποθεωμένοι και πάντα «αγαπημένοι» εξαφανίζονται από το προσκήνιο, ακόμη κι αν αυτό συνίσταται από μια απλή ανάρτηση («Rest In Facebook» κατά τον τίτλο ενός πολύ έξυπνου βιβλίου της Μαρίας Γιαγιάννου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Στερέωμα). Λες και όλοι και όλες μας κινούμαστε αναγκαστικά στα πλαίσια ενός αδηφάγου «Αιωνίου Παρόντος» που γράφει συχνά και ο φίλος Techie Chan.
Πρόσφατα έκανα ένα …πείραμα ζητώντας από φίλους και φίλες, όλες βαριές χρήστριες μουσικής, να μου ονοματίσουν αυθορμήτως έστω και έναν (1) δίσκο ο οποίος να φιγουράριζε στην Λίστα τους με τα «Καλύτερα» για το 2017 (διάλεξα μια χρονιά αρκούντως κοντινή αλλά και αρκούντως μακρινή). Όχι προς μεγάλη μου έκπληξη, ελάχιστες υπήρξαν οι θετικές απαντήσεις, οι οποίες μάλιστα συνοδεύονταν κι από ένα άσχετο βιωματικό γεγονός που είχε συνδεθεί με τον δίσκο. Εντάξει, για πείραμα του… γλυκού νερού πρόκειται, και σίγουρα μπορούμε να επεκταθούμε εδώ σε αναλύσεις για τους μηχανισμούς της μνήμης, ή να σταθούμε στο γεγονός ότι το target group της έρευνας ήταν μάλλον… μεσόκοπο στην ηλικία, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται, ωστόσο μοιάζει εδώ να αναδεικνύεται ένα γενικότερο φαινόμενο, σαν μέσα από το ψυχαναγκαστικό κυνήγι του επίκαιρου, του νέου και του φρέσκου (έννοια που μεταξύ μας, είναι κατανοητή μόνο όταν αναφερόμαστε σε… σαρδέλες) να δημιουργείται ένα slipstream (που λένε και στην Φόρμουλα 1) το οποίο καταπίνει (και ‘χωνεύει’, τι λέγαμε στην εισαγωγή για το digero;) ‘δισκάρες’, ‘ταινιάρες’ ακόμη και σημαντικά πολιτικά γεγονότα μετατρέποντάς τα όλα σε έναν αδιαμόρφωτο πολτό. Λες και η «δισκάρα» έχει επιτελέσει πια τον ρόλο της μετά την ένταξή της στην Λίστα με τα «αγαπημένα» (και φυσικά την κοινοποίησή της, ενίοτε και φωτογραφημένη σε βινύλιο 180g δίπλα στο πικάπ, μην νομίσει καμιά ότι είμαστε και τίποτις τυχαίοι).
Κάποιες φορές πιάνω τον εαυτό μου να σκρολάρω αμήχανα κι αφηρημένα σε τέτοιες λίστες, με 10, 20, 30 ή… 128 καλύτερα, αγαπημένα, ‘πιο συναρπαστικά’, μόνο αραιά και που πέφτει το μάτι σε κάτι οικείο, σκέφτομαι ότι και οι λίστες ίσως να θέλουν κι αυτές τις δικές τους (υπερ)λίστες για να ταξινομηθούν έτσι που το εύρος τους αρχίζει να γίνεται ανοικονόμητο υπό το βάρος της επιδειξιομανικής ανάγκης και του πληθωρισμού των δημοσίων σχέσεων, το πλήθος τους διαρκώς αυξάνεται όπως και το μέγεθός τους (και κάπου εδώ ίσως κρύβεται εκείνο το μπορχεσιανό διήγημα με τον ακριβέστατο χάρτη του κόσμου ο οποίος καταλάμβανε όλο τον…κόσμο) … και… μετά λυπάμαι και τον ιστορικό του μέλλοντος που θα προσπαθήσει να βγάλει άκρη μέσα σε ατελείωτα ονόματα, καμιά φορά τα διαβάζω μηχανικά σιγομουρμουρίζοντας, χάνομαι στον «ηχητικό ίλιγγο του καταλόγου», όπως ο Έκο όταν διάβαζε μ’ αυτό τον τρόπο τον κατάλογο με τα έργα του Θεόφραστου που είχε συντάξει ο Διογένης ο Λαέρτιος, όπου οι τίτλοι των βιβλίων αυτών, που μεγάλο μέρος των οποίων έχει χαθεί, μας δίνουν πλέον την εντύπωση όχι μιας καταγραφής αλλά μιας μαγικής επίκλησης.
Ενίοτε επιστρέφω σε δικές μου παλιές λίστες. Με κάθε τέτοια επιστροφή να είναι ένα μεγάλο μάθημα αυτογνωσίας και μετριοπάθειας, για να μην πω συγκαταβατικότητας, απέναντι σε κάθε είδους απόλυτες αποφάνσεις περί διαχρονικότητας και σπουδαιότητας. Περνάνε μπροστά απ’ τα μάτια μου έργα και άνθρωποι που «ξεχάστηκαν ανηλεώς» (που έγραψε κι ο Εμπειρίκος), νιώθω σαν να παρατηρώ ένα μακρινό σύμπαν, με αστέρια που έπαψαν προ πολλού να ακτινοβολούν και τριγυρίζουν πλέον βουβά και σβησμένα ξυπνώντας πλέον μόνο ερμητικά προσωπικές αναμνήσεις. Μήπως λοιπόν η Λίστα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μεγάλο Ιδιωτικό Ημερολόγιο; Ένας πόθος για την καταγραφή (και αξιολογική κατάταξη!) της προσωπικής μας Ιστορίας (όπως σε εκείνο το επιδραστικό για μια γενιά «High Fidelity» του όχι σπουδαίου –μεταξύ μας- Νικ Χόρνμπυ); Για τη σύνθεση της δικής μας ξεχωριστής αυτομυθοπλασίας, του απόλυτα δικού μας autofiction (που είναι και μια λογοτεχνική τάση της εποχής, που δικαιώθηκε και με το Νόμπελ της Ανί Ερνώ); Μήπως το σύγχρονο πληροφοριακό χάος που τόσο μας αρέσει να οικτίρουμε και να καταγγέλουμε δεν μας δίνει την ευκαιρία και τις πρώτες ύλες (απροσμέτρητο γαρ το βάθος του bandcamp) να οικοδομήσουμε την απόλυτα δική μας ταυτότητα; Αυτή που θα μας εγείρει πάνω από την μάζα των Άλλων χαρίζοντας μας εκείνη την «περίεργη ηδονή, που μας κάνει να νιώθουμε τη μεγαλοσύνη της υποκειμενικότητάς μας». Και μια ταυτότητα η οποία δεν υφίσταται χωρίς την δημοσιοποίηση. Που φωναζει μοναξιά κι ανάγκη για επικοινωνία, ταυτόχρονα όμως με τον τρόπο της, με τα παιχνίδια ισχύος και δημοφιλίας αυτο-αναιρείται, σαν τον πνιγμένο που κάνει ακριβώς τις κινήσεις που τον οδηγούν σε ταχύτερο πνιγμό, με τα Εγώ κρυμμένα πίσω από γιγάντιες κοινωνιοπαθείς δισκοθήκες (ή συνηθέστερα GB σκληρών δίσκων) σε μια κοσμολογία μη-επικοινωνούντων Συμπάντων.
Η Λίστα Μου.... «Είναι της ζωής μου η μία», για να παραφράσω κι έναν γνωστό… υπαρξιστή τραγουδιστή.