Τρίτη Τανίνη

Ensemble Redux, Jack Wright, Coherent States, Ilios, Diktat, Julie Tippets

Νέοι δίσκοι (και κασέτες) που ψηλαφούν νέουν δρόμους, επανεκδόσεις που οδηγούν σε εκ νέου αποτιμήσεις, κι ένα βιβλίο για μια ζωή στον αυτοσχεδιασμό. Του Νικόλα Μαλεβίτση

Θα χρειαζόμουν ένα ολόκληρο βιβλίο για να γράψω για τον Ken Vandermark, την προσωπική δουλειά του, τις συνεργασίες του, τον επιδραστικό και καταλυτικό του ρόλο στην αυτοσχεδιαστική/τζαζ σκηνή του Σικάγο, και πολλά άλλα. Εν μέρει τουλάχιστον, εικάζω, είναι γνωστές σε αρκετούς από τους αναγνώστες κάποιες από τις συνεργασίες του. Μερικοί ίσως να είχαν παραβρεθεί και στη συναυλία του με τον Pall Nilsen Love στο υπόγειο του Underflow πριν μερικά χρόνια στην Αθήνα. Θα σταθώ (τουλάχιστον σε αυτή τη φάση) σε ένα πρόσφατο σχετικά project του, τους καταπληκτικούς Ensemble Redux. Μια ιδέα για ένα ensemble η οποία του έσκασε πριν λίγα χρόνια, αλλά που δυστυχώς λόγω covid και των προβλημάτων που δημιούργησε (ακυρώσεις συναυλιών, lockdown, κ.ά.) πήγε λίγο πίσω. Η αρχική ιδέα όπως έχει πει ήταν η δημιουργία ενός ensemble για περιοδείες περισσότερο με το όνομα Ensemble 55, όταν όμως το ένα μέλος της αρχικής σύνθεσης, λόγω άλλων υποχρεώσεων, αναγκάστηκε να διακόψει τη συνεργασία του με τους υπόλοιπους, το όνομα απλά άλλαξε σε Ensemble Redux δουλεύοντας ως κουαρτέτο. Αξίζει να διαβάσει κάποιος μια πολύ ωραία συνέντευξη γύρω από το σύνολο αυτό η οποία δόθηκε το 2023 στο All About Jazz.

Αν μιλήσω προσωπικά είναι ένα από τα γκρουπ που θα σκότωνα κυριολεκτικά για να δω live (ας μην πω να κυκλοφορήσω δουλειά τους, είτε στο noise below ή στη rekem). Όταν κυκλοφόρησε το CD τους ‘Better A Rouk Than A Pawn’, έβαλα από περιέργεια να ακούσω στο bandcamp ένα κομμάτι. Θυμάμαι να απογειώνομαι τελείως και να φεύγω με τον πραγματικά γκρουβάτο ήχο του. Το τρομερά δεμένο κουαρτέτο, που αποτελείται από τους Erez Dessel (πιάνο και συνθεσάιζερ), Lily Finnegan (ντραμς), Beth McDonald (τούμπα και ηλεκτρονικά) και στα πνευστά τον Ken Vandermark, ξέρει να δημιουργεί τρομερές μουσικές οι οποίες ηχητικά φέρνουν συνεχώς διάφορα στυλ στο νου, ξέρουν πότε να αυτοσχεδιάσουν, να γυρίσουν στη τζαζ, με τα ηλεκτρονικά και το συνθ να πάνε σε ένα πιο γκρουβάτο όπως προανέφερα ήχο (δεν θα ήθελα εδώ να μπω σε αναφορές και συγκρίσεις, όπως ήδη έχουν φανεί σε αρκετά άρθρα στο ίντερνετ, και κριτικές ιδίως που κάνουν αναφορά στον ήχο του (ανεπανάληπτου) ‘Cellar Doors Sessions’ του Miles Davis (όποιος επιθυμεί μπορεί να το ακούσει εδώ). Αυτό που με έχει κάνει να ακούω όλο και πιο συχνά αυτό τον δίσκο τον τελευταίο καιρό είναι η φρεσκάδα και η δυναμική του. Είχα καιρό να ακούσω ηχογράφηση η οποία να ξέρει πως να δημιουργήσει ατμόσφαιρες στον ακροατή και να τον κάνει να κοπανιέται μόνος του στο δωμάτιο του σαν τρελός. Είναι κυκλοφορία που συστήνω ανεπιφύλακτα σε κόσμο που θέλει να ακούσει δημιουργική μουσική ή, ας το πω λίγο πιο ελεύθερα, σημερινή σύνθεση και τζαζ που ξεφεύγει αρκετά βήματα πιο μπροστά και που ελπίζω να έχουμε την τύχη να μας χαρίσει και άλλες τέτοιες τρομερές καταστάσεις και στο μέλλον!

Η αναφορά στον Ken Vandermark με πάει συνειρμικά σε ένα καταπληκτικό αυτοβιογραφικό βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα σε ελληνική μετάφραση (εκεί γίνεται αναφορά στην καταλυτική μορφή του Vandermark επίσης στη σκηνή του Σικάγο), σε πολύ ωραία επιμέλεια από τις εκδόσεις Ηδύφωνο. Αναφέρομαι στο ‘The Free Musicsτου αμερικάνου αυτοσχεδιαστή Jack Wright. Παρόλο που το όνομα του το ήξερα για χρόνια, ότι το πρόσεξα το οφείλω στον Φώτη Νικολακόπουλο και την εμμονή με τη δουλειά του. Αξίζει να σημειωθεί και μια αξέχαστη συναυλία του σχεδόν πριν από μια δωδεκαετία στην Knot Gallery στην Αθήνα (χώρος που δυστυχώς έκλεισε το 2013 μαζί με άλλους τριανταπέντε χώρους της πόλης). Ο Φώτης μου είχε κάνει λόγο για το βιβλίο πριν από λίγα χρόνια όταν είχε κυκλοφορήσει, και το πήρα γεμάτος περιέργεια αλλά και αγάπη για την αμερικάνικη αυτοσχεδιαστική, πειραματική και γενικότερα D.I.Y. σκηνή. Το ‘The Free Musics΄’ καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της αμερικάνικης σκηνής από τη γέννηση της τζαζ ως σήμερα. Δεν γίνεται μόνο αναφορά στη τζαζ, στη free jazz, τη γέννησή της, την εξέλιξη και τα παρακλάδια της, αλλά και τη μετεξέλιξη όλης αυτής της σκηνής, και πώς ήρθε η εμπορευματοποίηση στα 80s. Μέσα σε όλο αυτό το ιστορικό πλαίσιο, ξετυλίγεται παράλληλα και η αυτοβιογραφία του ίδιου του Jack Wright και οι προσωπικές του εμπειρίες. Όχι μόνο από την εποχή της αντικουλτούρας των 60s αλλά φτάνοντας στα τέλη των 70s και των 80s, στην εποχή που χάρη στην καταλυτική εμφάνιση του punk, του post punk, του no/new wave, αρχίζουν μουσικοί κόσμοι να ενώνονται και να συναντιούνται, με την έκρηξη της κασέτας και των κασετοεταιρειών, πώς αρχίζουν μικρές εκδόσεις ηχογραφήσεων να κινούνται σε συναυλίες, χέρι με χέρι ή να παίζονται από ραδιοσταθμούς και να ανθίζει ένα κύκλωμα που, με στόχο την επικοινωνία και την ανάγκη έκφρασης, στήνει τις δικές του καταστάσεις (συναυλίες, φεστιβάλ, κ.ά.) φτάνοντας ως το σήμερα.

Είναι βιβλίο που προτείνεται ανεπιφύλακτα όχι μόνο για το εύρος των αναφορών του, ιδίως σε όσους ενδιαφέρονται για την αμερικάνικη αυτοσχεδιαστική και free jazz σκηνή, αλλά επίσης επειδή είναι γραμμένο από κάποιον που έζησε με το δικό του αντισυμβατικό τρόπο την εξέλιξη των ειδών αυτών, την άνοδο και την παρακμή και την αναγέννηση τους, αλλά επίσης και τον τρόπο αλληλεπίδρασης διαφόρων κυκλωμάτων και πώς βρήκαν γόνιμο έδαφος κινήματα και αντιδράσεις των 60s στις επόμενες δεκαετίες. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ο τεράστιος πλούτος που βρίσκεται στις υποσημειώσεις του βιβλίου. Είναι σχεδόν ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο και αξίζει συγχαρητηρίων η απόφαση στην ελληνική έκδοση να συμπεριληφθούν οι υποσημειώσεις στο τέλος κάθε κεφαλαίου και όχι στο τέλος του βιβλίου όπως στην αρχική αγγλική έκδοση. Ειλικρινά, όταν το πρωτοδιάβασα αυτό το βιβλίο, είχα πιάσει τον εαυτό μου να έχει ήδη σημειώσει ή παραγγείλει αρκετά άλλα. Θα κλείσω με τα λόγια του Jack Wright για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την ελεύθερη μουσική: «αυτό που θέλω είναι αυτό, μια μουσική που είναι η εμφάνιση στον κόσμο, η πραγματικότητα του συναισθήματος, της επιθυμίας, της ανάγκης αντίφασης, θέλω μια μουσική βαθιά μέσα στο παρόν πώς υπάρχουμε πραγματικά τώρα, μουσική που μας ορίζει και μας δίνει το μέλλον που μας αξίζει. Θέλω μια μουσική που γίνεται από αγάπη για το παίξιμο, η οποία γι' αυτό το λόγο πρέπει να υπάρχει, περιβάλλεται από την ύπαρξη. Μια μουσική έντονης απόλαυσης, πολυμορφική, αφελής, που ρισκάρει για τον εαυτό της. Αυτή η μουσική είναι εδώ για εμάς και δεν θα εξαπατήσει τις ελπίδες μας αν της δώσουμε τα πάντα».

Η προηγούμενη αναφορά σε άνοδο και πτώση ειδών, στυλ, ονομάτων, κ.τ.λ. πάντα φέρνει στο νου του καθενός διάφορα γκρουπ, σχολές, κινήματα, κοκ. Καθώς ακούω τις πρόσφατες εκδόσεις της Coherent States θυμάμαι μια ανάλογη κουβέντα πριν από μια δεκαετία με τον Μανώλη Παππά (έναν από τους δύο ιδρυτές της) όταν μου είπε ότι ετοιμάζονται να βγάλουν κασέτα των The New Blockaders. Είχα σκάσει στα γέλια. Ίσως γιατί στα μάτια μου (και στα μάτια αρκετών άλλων φίλων που είμαστε τρελοί με συγκεκριμένα γκρουπ και στυλ εδώ και πολλά χρόνια) φάνταζαν ως η επιτομή αυτής της πτώσης στο χώρο της πειραματικής μουσικής. Ξεπεταγμένοι στις αρχές των 80s με το ανεπανάληπτο ‘Changez les blockeurs’ LP και το καταπληκτικό νεοντανταϊστικό μανιφέστο τους (όποιος επιθυμεί μπορεί να διαβάσει ελληνική μετάφραση του εδώ) έφτιαξαν μια ολόκληρη σχολή μηδενιστικού θορύβου, σχεδόν μαζί με το ξεπέταγμα μιας πιο μηδενιστικής θορυβοσχολής που αναδύθηκε από τις στάχτες του πανκ και του πρώιμου industrial αλλά και των παρακλαδιών της mail art που θα δημιουργούσαν το ρεύμα που (σήμερα πλέον), θα πω επιγραμματικά, κινήθηκε στη λογική της διάλυσης της όποιας σοβαρής κουλτούρας (demolish serious culture). Κυκλοφορώντας λίγους δίσκους και ελάχιστες συνεργασίες με τους Organum του David Jackman ήταν ως τα τέλη των 90s ένα από τα πιο ξεχωριστά γκρουπ του είδους, όχι μόνο για τη στάση τους αλλά και για τον ήχο τους. Μέχρι που ανακοίνωσαν τη διάλυση τους στις αρχές των 00s. Από εκεί και μετά άρχισε το πανηγύρι, όταν λίγα χρόνια αργότερα θ' ανακοινωθεί μια μικρή επανεμφάνιση σε ένα θορυβοφεστιβάλ. Στην πραγματικότητα αποδείχτηκε ότι άλλοι καλλιτέχνες έπαιζαν με το όνομα τους. Θα εγκαινίαζε μια σειρά αντίστοιχων συναυλιών σε φεστιβάλ όπου άλλοι θορυβοκαλλιτέχνες έπαιζαν με το όνομα τους, έπειτα από οδηγίες του ιδρυτή τους Richard Rupenus. Ως ένα βαθμό είχε το ενδιαφέρον του αυτό, γιατί αν μη τι άλλο σε μια ζόρικη εποχή ή σε μια εποχή παγκόσμιας οικονομικής φούσκας, αυτή η τακτική επέτρεπε σε αρκετό κόσμο να ψωμίζεται με επιπλέον αμοιβές ως μέλος του γκρουπ από τα διάφορα φεστιβάλ, όμως άρχισε να δημιουργεί και κυκλοφορίες που, από ένα σημείο και μετά, δημιουργούσαν ερωτήματα αν άξιζε ή όχι τον κόπο να γίνεται πλέον αυτό. Πόσο μάλλον στην πρώτη δεκαετία των 00s που η εξέλιξη του ίντερνετ και των εταιρειών του είδους αυξανόταν όπως και η ανάγκη (μπορεί να το πει κανείς και απωθημένο και δεν βγάζω εαυτό εκτός) για συνεργασίες καλλιτεχνών που αρκετοί λίγο ως πολύ είχαμε ονειρευτεί από τα τέλη των 80s ή στα 90s, όμως, όπως γίνεται σε αρκετές περιπτώσεις, αρκετοί από αυτούς είχαν γίνει περισσότερο σκιές των παλιών καλών εαυτών τους παρά δημιουργούσαν κάτι νέο και δημιουργικό. Και το χειρότερο, από εκεί που κάποτε οι κυκλοφορίες τους ήταν λίγες και μετρημένες, πλέον χανόταν η μπάλα από τον ορυμαγδό κυκλοφοριών σε διάφορες εταιρείες με αποτέλεσμα οι λίγες καλές ιδέες που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια τρομερή δουλειά εάν δουλευόντουσαν, να χάνονται σε ένα χάος κυκλοφοριών. Αρκετές τέτοιες συνεργασίες θύμιζαν ξαναζεσταμένο φαγητό και άλλες φορές παιχνίδια με ψηφιακά εφέ παρά κάτι το ουσιαστικό. Αποτέλεσμα αρκετούς καλλιτέχνες να τους αφήνουμε πίσω (ή να ξανασυναντιόντουσαν οι δρόμοι μας τυχαία ή μέσω τεθλασμένων οδών), καθώς αρκετοί έμοιαζαν να έχουν παγιδευτεί στην εικόνα που οι ίδιοι δημιούργησαν και έβγαλαν προς τα έξω σε μια άλλη εποχή και ηλικία και από την οποία δεν μπορούσαν να ξεφύγουν πλέον.

Αλλά όσον αφορά τους The New Blockaders το 2015 η Coherent States έβγαλε το ‘Εtudes de Rien’ αρχικά ως κασέτα. Το αγόρασα τότε, αν και έκανα καιρό να το ακούσω, αφού, ειλικρινά, το είχα πάρει περισσότερο για την τιμή των όπλων και λόγω συλλογής των κυκλοφοριών της εταιρείας, παρά απο δίψα για ήχο των TNB (εν συντομία το όνομα τους). Ώσπου κάποια στιγμή με ρώτησε ο Μανώλης αν άκουσα την κασέτα. Περισσότερο από ντροπή έβαλα να την ακούσω και ομολογώ ότι με εξέπληξε το πόσο καλό υλικό ήταν. Έχοντας βαρεθεί έναν καταιγισμό κυκλοφοριών, συλλογών, συνεργασιών, επεξεργασμένου ή μη υλικού, για πρώτη φορά μετά από χρόνια άκουγα υλικό τους φρέσκο και ουσιαστικό σαν γροθιά στο στομάχι, υλικό που θύμιζε την παλιά καλή εποχή και όχι μια νερόβραστη σούπα. Ευτυχώς (καθώς η κασέτα εξαντλήθηκε αμέσως) λίγα χρόνια αργότερα προνόησαν να το επανεκδώσουν και σε δίσκο. Αν με ρωτήσει κανείς ειλικρινά δύο δίσκους τους που να εκφράζουν τις τελευταίες δύο δεκαετίες του γκρουπ τότε σίγουρα για την πρώτη των 00s θα πρότεινα το «Das Zerstoren, Zum Gebaren», την ηχογράφηση στο ATP του 2006 που επιμελήθηκαν οι Sonic Youth. Η παράσταση τα έσπασε κυριολεκτικά, τόσο ως σκηνική παρουσία όσο και ηχητικά, καθώς έπαιξε ως The New Blockaders κόσμος από την αφρόκρεμα της ευρωπαϊκής και αμερικανικής σκηνής. Για μένα είναι από τις καλύτερες κυκλοφορίες εκείνης της φάρσας, να παίζουν άλλοι ως TNB στη σκηνή. Για την επόμενη δεκαετία προτείνω το «Etudes de Rien». Δεν ξέρω πόσες νέες εκδόσεις θα κυκλοφορήσουν στο μέλλον, αλλά κάλλιστα η κυκλοφορία αυτή μπορεί να ακουστεί ως το κύκνειο άσμα όχι μόνο ενός γκρουπ, αλλά και μιας ολόκληρης εποχής.

Η αγάπη για τον ήχο των ολλανδών Diktat και των σόλο ηχογραφήσεων των μελών του (Rinus van Alebeek, Harold Shoellinx, Emanuel Rebus, Jean Borde) είναι εμφανής σε όλη την ιστορία της Coherent States. Θα το επιβεβαιώσει μια ματιά στον κατάλογο της. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το 'Art of K7 #2' project των X°=1 οι οποίοι αποτελούνται απο τους Har$ (Harold Schellinx), Emmanuel Rébus, Blenno Die Wurstbrücke και Anton Mobin, και οι οποίοι παίζουν με κασέτες. Για την ακρίβεια είναι ένα σύνολο που παίζει με κασέτες συνήθως στη μνήμη του Lou Ottens (1928-2021), του ανθρώπου ο οποίος εφηύρε την κασέτα. Είχε μεσολαβήσει λίγα χρόνια νωρίτερα το #1 ηχογραφημένο το 2015 στην αγγλική Steep Gloss (μπορείτε να το ακούσετε ή κατεβάσετε εδώ) και τώρα έρχεται αυτή η ηχογράφηση που έγινε το 2021, κυριολεκτικά εις μνήμη του Lou Ottens που είχε αποδημήσει λίγο νωρίτερα. Και στα δύο ακούμε ένα ηχητικό παιχνίδι από κολλάζ, cut up, ήχων από κασέτες που στήνουν μια ατμόσφαιρα που θυμίζει άλλοτε musique concrète, πειράματα με κασέτες και παραμόρφωση ή διαμόρφωση του ήχου τους με εφέ (αυξομείωση ταχύτητας παιξίματος, παρεμβολή στα κασετόφωνα όταν παίζουν, αποδόμηση των ήχων με εφέ, κ.τ.λ.) που πιστεύω ότι θα αρέσει σε όποιον λατρεύει τέτοιους είδους αποδομήσεις και ηχητικά παιχνίδια!

The tale of the Rüetschi foundry’ είναι ο τίτλος της νέας δουλειάς του ilios, που μπορεί τα τελευταία χρόνια να παίζει και να ηχογραφεί περισσότερο με το Νίκο Βελιώτη ως ΜΜΜΔ, αλλά ευτυχώς βρήκε χρόνο να δουλέψει σε παλιότερες ηχογραφήσεις που είχε κάνει στο εργοστάσιο Ruetschi, το οποίο, σύμφωνα με τις πληροφορίες του δίσκου, εδώ και αιώνες ειδικεύεται στην κατασκευή καμπάνων στο Aarau της Ελβετίας. Επιπροσθέτως βρίσκουμε ήχους που ηχογραφήθηκαν σε διάφορες περιοχές το 2023. Το αποτέλεσμα είναι πέντε δυνατά κομμάτια όπου συναντά κανείς, από τη μία, τον γνώριμο ήχο του αλλά, από την άλλη, δείχνει μια νέα δυναμική στις συνθέσεις και στον τρόπο που αφηγείται τους ήχους του. Ειλικρινά είναι μια από τις καλύτερες και πιο ώριμες δουλειές του εδώ και μια δεκαετία (δεν θα υπολογίσω εδώ μουσική για χορό καθώς αφορά μια συγκεκριμένη κατηγορία στην οποία μεσολαβεί και η κίνηση και η δράση) η οποία μπορεί να έχει αναφορές στο Kearimono (στην Pan), στο Ησυχαστήριον (συνεργασία με τον Francisco Lopez στην Antifrost) αλλά θεωρώ ότι ηχητικά είναι αρκετά βήματα πιο μπροστά δείχνοντας έτσι και την εξέλιξη των ιδεών γύρω από τη δόμηση των κομματιών του.

H φωνή είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου όργανα. Είναι απίστευτη η τρέλα μου για διάφορες εκφάνσεις της. Δεν θα πλατιάσω, απλά θα σταθώ σε μια πρόσφατη επανέκδοση δίσκου που, στο χαμό της εποχής που βγήκε, μου πέρασε απαρατήρητη. Η πρόσφατη όμως επανέκδοσή της από την ιταλική Eargong Records, θεωρώ δείχνει την ομορφιά της και πόσο ο χρόνος που πέρασε από πάνω της δεν την αλλοίωσε. Αναφέρομαι στο ‘Shadow Puppeteer’ της Julie TippetsJulie Driscoll εάν επιθυμείτε). Αγαπημένη και μεγάλη μορφή από τα 60s τόσο με τους Trinity και τον Brian Auger, όσο και σόλο αλλά και με διάφορες άλλες συνεργασίες. Εδώ βρίσκουμε 18 κομμάτια φτιαγμένα με φωνή, είτε σόλο, είτε με συνοδεία κάποιου ή κάποιων μουσικών οργάνων (όπως καλίμπα, μαντολίνο, κ.ά.) αλλά και με overdubbing (μίξη ή φωνή πάνω στη φωνή) τόσο μαγικά που με ανάγκασε να παίξω τον δίσκο ξανά και ξανά επειδή με είχε γοητεύσει σε απίστευτο βαθμό. Οι φωνητικές πιρουέτες της δεν ξεφεύγουν, δεν θα βρει κάποιος εδώ ακραίους φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς, είναι περισσότερο τραγούδια παιγμένα ωστόσο με τέτοια χάρη και ομορφιά που λες ότι ευτυχώς βρέθηκε ο Eargong και επανέκδωσε αυτόν τον δίσκο για να μας θυμίσει την ομορφιά της δουλειάς της. Και μάλιστα πρόκειται για ηχογράφηση που κυκλοφόρησε όταν έσβησε η μανία των επανεκδόσεων των 60s που είχε προηγηθεί στις αρχές των 90s συνοδευόμενη από τη μυθοποίηση της δεκαετίας των 60s, που είχε ως αποτέλεσμα να μην προσέχει ο κόσμος πώς εξελίχθηκαν διάφοροι μουσικοί εκείνης της εποχής. Εδώ έχουμε αυτό το μικρό διαμάντι, όχι ως απόηχο εκείνων των επανεκδόσεων, αλλά μια ηχογράφηση η οποία έγινε σε μεταγενέστερη εποχή, ηχογράφηση που δείχνει την εξέλιξη στην πάροδο του χρόνου χωρίς να υστερεί καθόλου σε δημιουργικότητα και μαγεία. Δίσκος που προτείνεται με κλειστά μάτια!

Θα κλείσω αυτή την Τανίνη με αναφορά ξανά στην Coherent States και στην προαναφερθείσα αγάπη για τους Diktat και τις σόλο δουλειές του. Ο Harold Schoellinx για πολλά χρόνια με το soundblog του παίζει με κασέτες, γράφει για κασέτες, αποδομεί κασέτες και πολλά άλλα. Δεν κάνει κάτι άλλο πέρα από το ό,τι κάνει αρκετός κόσμος που ασχολείται «ερασιτεχνικά» (λόγω απόλαυσης και επικοινωνίας) με τα ηλεκτρονικά και τις κασέτες, εξάλλου σε μεγάλο βαθμό αυτό που λέμε κασετοκουλτούρα γι’ αυτόν τον λόγο ξεκίνησε. Από την άλλη η αναφορά στον μηδενιστικό ήχο των The New Blockaders και όλων εκείνων των ρευμάτων που εμφανίστηκαν, ιδίως στα 80s και στα 90s, στις πειραματικές μουσικές που ανακάτεψαν άπειρες επιρροές και τάσεις ξεπέταξαν και κυκλοφορίες η ομορφιά των οποίων βρίσκεται ακριβώς στην απραξία του ήχου τους και στο ότι δεν γίνεται τίποτα από την αρχή ως το τέλος τους. Ίσως εκτός από μικροήχους ή ήχους που αν δεν ξέρεις από την αρχή τι ακούς, μπορείς να εικάσεις διάφορα σενάρια από ήχους εντόμων, βροχής, κ.ά., κάπως έτσι λοιπόν στο ‘Histoire de l' Art’ CD-r που κυκλοφόρησε πριν από 1-2 χρόνια έχει πάρει ηχογραφήσεις με δικτάφωνο που έκανε μια φίλη του από τις σημειώσεις ενός σεμιναρίου για την τέχνη που παρακολούθησε ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανατρέξει σε αυτές. Εκτός όμως από τα μαθήματα το δικτάφωνο έπιανε και όλο τον ήχο που έκαναν αντίστοιχα λάπτοπ, notebook, καταγραφικά ή ακόμα και στυλό από συμμαθητές της που κράταγαν σημειώσεις. Το αποτέλεσμα ήταν τελείως απλό, παίρνοντας τις ηχογραφήσεις o Schoellinx και με ένα πρόγραμμα επεξεργασίας ήχου αφαίρεσε από το προσκήνιο τη διάλεξη κρατώντας μόνο τον ήχο του «παρασκηνίου», τον ήχο των πλήκτρων, της αίθουσας, κτλ, φτιάχνει μια δική του «άυλη ορχήστρα» ήχων που σου δίνουν άλλες φορές την αίσθηση ότι ακούς βροχή ή έντομα ή κάτι άλλο απροσδιόριστο. Έτσι μας παρουσιάζει μια νέα δική του διάλεξη σε οκτώ μέρη, στην οποία κρατάει τους τίτλους των οκτώ κύκλων που παρακολούθησε η φίλη του. Με τον τρόπο αυτόν μια διάλεξη για τον Degas μπορεί να σου δίνει μόνο ήχους δακτυλισμών, αλλά μπορείς να δημιουργήσεις στο μυαλό σου το δικό σου μάθημα. Γιατί αν δε μπορεί ένα τέτοιο εγχείρημα να σε κάνει να φανταστείς μέσω της (υποθετικής) απραξίας του μια ιδεατή διάλεξη για την ιστορία της τέχνης, τότε τι μπορεί να εξάψει τη φαντασία σου και να την οδηγήσει σε πιο δημιουργικά μονοπάτια;