Vinyl Lust

#12

Σκέψεις για το χρηματιστήριο του βινυλίου με αφορμή την επίσκεψη σε ένα ακόμα Mega Record Fair. Του Γιώργου Παπαδόπουλου

Σκέψεις Για το Χρηματιστήριο του Βινυλίου

Τόπος: Κάτω Χώρες, Ουτρέχτη
Χώρος: Record Planet: Mega Record fair

OneΈχω σχεδόν ξαπλώσει πάνω σε μια στοίβα από βινύλια και με τα ακροδάχτυλά μου την ψαχουλεύω να δω τι κρύβει μέσα της. Είναι πολλές από δαύτες και όλες τους περιέχουν δίσκους με την ονομαστική τιμή του 1 ευρώ. Οπότε όπως είναι φυσιολογικό, γίνεται το αδιαχώρητο. Παρόλα αυτά το ρολάρισμα από στοίβα σε στοίβα γίνεται με γρήγορους ρυθμούς συνοδευόμενο από τα γνωστά ελαφριά ανυπόμονα σπρωξίματα από τον διπλανό σου. Έχω ξεχωρίσει υπομάλης ήδη έναν Tom Jones, το πρώτο των Talk Talk (ή μήπως είναι το δεύτερο, δεν πολύ θυμάμαι καλά, τέτοιαν ώρα), μια Dusty Springfield, ένα ξεχασμένο EP των Grotus (που πολύ χάρηκα που το βρήκα) και το πρώτο των Naked Sun (που το έψαχνα για 3 χρόνια στο ebay σε CD από το 1998, μέχρι που το βρήκα).

Ο περίεργος διπλανός μου κοιτάει ξεδιάντροπα ποια βινύλια ξεχωρίζω για περαιτέρω εξέταση και εγώ περιμένω τον εξήντα-φεύγα κύριο εκ δεξιών μου να προχωρήσει στην επόμενη στοίβα μπας και ρολάρει λίγο η όλη κυκλοφορία, καθώς οι διπλανοί μου έχουν τελειώσει με τις στοίβες τους και αρχίζουν και με κοιτούν περίεργα. Πρέπει να δώσω το ρυθμό ξανά σε αυτή την βινυλιακή λιτανεία. Αυτός όμως δεν πολύ νοιάζεται να κάνει γρήγορα και τον κοιτάζω ελαφρώς πιεσμένος να εξετάζει την κατάσταση ενός ταλαιπωρημένου best of των Four Tops. Λες και δεν ξέρει τι να περιμένει από τον εν λόγω δίσκο που κοστίζει μόλις 1 ευρώ!

Ξαφνικά ο χρόνος παγώνει, όλοι αριστερά μου είναι ούτως ή άλλως ακινητοποιημένοι, περιμένουν και ακούω με το δεξί μου αυτί, έναν συνομήλικο μου να κάνει την τελευταία του προσφορά στο παζάρι με τον διπλανό έμπορο για ένα δίσκο. Ένα δίσκο. "500 ευρώ" του λέει, "δεν μπορώ να πάω παραπάνω".

Fair1Ο Γερμανός έμπορος του κάνει για λίγο τον δύσκολο, γιατί έτσι έχει μάθει τόσα χρόνια από το manual εμπορικής δοσοληψίας και τελικά έπειτα από μετρημένα 10 δευτερόλεπτα, δέχεται να του παραδώσει στα χέρια του ένα δίσκο των kraut-άδων Kluster (πριν ονομαστούν Cluster), σε φαινομενικά πολύ καλή κατάσταση. Κοιτάει το μωβ χαρτονόμισμα των 500ευρώ ψηλά στο φως και το αποθηκεύει στην ταμπακιέρα του μαζί με τα φιλτράκια, μακριά από το τσαντάκι-μπανάνα που φοράει στην μέση του. Τον ευχαριστεί, ανάβει τσιγάρο και αρχίζει να παραληρεί για ένα κάρο σχετικά-άσχετα πράγματα για την Γερμανική kraut σκηνή, υπό την επήρεια του μωβ χαρτονομίσματος και της επιτυχημένης πώλησης.

Στον δικό μας πάγκο, μιαν άλλη πραγματικότητα, καθώς γίνεται χαμός με τα VG- βινύλια του 1 ευρώ και στον διπλανό πάγκο ένας 30σαμθιν καλοβαλμένος κύριος μέσα σε 5 λεπτά έδωσε έναν ελληνικό βασικό μισθό για να αγοράσει ένα σπάνιο δίσκο του 1970!

Κάνω κάτι πρόχειρα μαθηματικά στο μυαλό μου και εκνευρίζομαι λίγο. Τα παρατάω πληρώνω ένα 5ευρω για 5 δίσκους και συνεχίζω για νέα σκαψίματα και νέες αναζητήσεις ελαφρώς αποδιοργανωμένος. Προσπερνάω όλες εκείνες τις στοίβες με το label της Vertigo που παίζουν στην κατηγορία "δίσκος και 300 ευρώ" και αποσύρομαι λίγο από την ενεργό δράση του digging για να ξαποστάσω για νοητό τσιγάρο (καθώς δεν καπνίζω), περισυλλογή και ανασύνταξη δυνάμεων.

Με την ξαφνική άνοδο της δισκογραφίας, είναι φυσιολογικό να αναπτυχθεί και το αντίστοιχο χρηματιστήριο του βινυλίου αναλόγως. Πάντα υπήρχε, απλώς τώρα έχει παρασύρει τα πάντα μέσα στην φούσκα του. Είναι πολύς ο κόσμος που είναι διατεθειμένος να δώσει ένα αντικειμενικά μεγάλο ποσό για έναν συλλεκτικό δίσκο, για μια ειδική έκδοση, για εκείνο το ιερό του δισκοπότηρο που χρόνια έψαχνε. Το περιορισμένο τιράζ σε συνδυασμό με την αυξημένη πλέον ζήτηση κάνει ακόμα και δίσκους καινούριους κατευθείαν συλλεκτικούς, που αν θέλει κάποιος να τους αποκτήσει πρέπει να δώσει χρήματα αρκετές φορές επάνω από την αρχική τους τιμή.

Fair2Σαφώς και το μικρόβιο του συλλέκτη πάντα ήταν συνυφασμένο με το κυνήγι βινυλίων. Πολλές φορές τύποις φιλοτελιστικά καταλήγουν πολλοί δίσκοι να δίνουν ευχαρίστηση στον κάτοχο τους όχι τόσο για το περιεχόμενο τους, όσο για το κυνήγι που χρειάστηκαν για να φτάσουν στα χέρια τους. Ακόμα και αυτή καθαυτή η απόκτηση αυτών των σπάνιων αντικειμένων που θα χωθούν σε προσεγμένα ράφια και ενδεχομένως δεν θα αναπαραχθούν σχεδόν ποτέ από τον κάτοχο τους (για να μην φθαρούν) δίνουν μεγάλη ευχαρίστηση.

Και καλά κάνουν, καθώς το παιχνίδι κάπως έτσι παίζεται. Το ταξίδι πολλές φορές έχει περισσότερη γλύκα από τον προορισμό. Τι γίνεται όμως όταν αυτή η εξάρτηση (γιατί περί τέτοιας πρόκειται) πέφτει θύμα εκμετάλλευσης; Σαφώς και όλα έχουν να κάνουν με το ισοζύγιο της προσφοράς και της ζήτησης αλλά αν δεν υπήρχαν άνθρωποι που θέλουν να δώσουν 1500 ευρώ για ένα δίσκο, τότε δεν θα υπήρχαν και αυτές οι γελοίες τιμές. Βέβαια σε κάτι τέτοια λεπτά ζητήματα δεν ξέρω ποιος έχει τον ρόλο του αυγού και ποιος της κότας, δηλαδή αν φταίνε κατά κύριο λόγο οι έμποροι ή οι αγοραστές και τούμπαλιν.

Προφανώς ο κάθε ένας από εμάς τους πετροβολημένους έχει την δική του πετριά και δεν τίθεται καν θέμα κριτικής. Όταν όμως η προσωπική αδυναμία για όλους αυτούς τους πολυπόθητους δίσκους, φουσκώνει και πέφτει θύμα εκμετάλλευσης από την βιομηχανία της δισκογραφίας τότε αυτό καταντά προβληματικό.

Δεν έχω δώσει ποτέ τόσο μεγάλα ποσά για έναν μοναδικό δίσκο. Αφενός δεν έχω τα λεφτά, αφετέρου και να τα είχα, δεν θα μου πήγαινε καθόλου να δώσω 800 ευρώ για ένα δίσκο που έτυχε να έχει την ταμπέλα του σπάνιου και δυσεύρετου. Διότι με ενοχλεί η αισχροκέρδεια ειδικά όταν αυτή επαφίεται και τροφοδοτείται από ανθρώπινα πάθη.

Fair3Το ίδιο, σαφώς όχι τόσο υπερβολικό όσον αφορά τους μεμονωμένους αριθμούς ισχύει και εφαρμόζεται στην τωρινή, συνεχώς αναπτυσσόμενη βιομηχανία της βινυλιακής δισκογραφίας. Με την μέση τιμή ενός καινούριου δίσκου να είναι γύρω στα 22 ευρώ και τους περισσότερους να φτάνουν άνετα στα 25-27 ευρώ. Ποσό που τουλάχιστον για την σήμερον ημέρα στην Ελλάδα είναι ακριβό και με το δεδομένο πάντα ότι δεν αγοράζεις 1 δίσκο στην χάση και στην φέξη.

Το πρόβλημα ήταν, είναι και θα είναι η πρόθεση της βιομηχανίας για μεγάλα κέρδη και οι όσοι/όποιοι μεσάζοντες, που βγάζουν και αυτοί ένα γενναιόδωρο ποσοστό κέρδους. Καθώς σπάνια το τελικό προϊόν θα καταλήξει κατευθείαν από τον παραγωγό στην βιτρίνα του αγαπημένου δισκάδικου. Στην διαδρομή θα υπάρξουν εμβόλιμοι 2-3 διανομείς που το μόνο που θα καταφέρουν είναι να ακριβύνουν την ονομαστική τιμή, η οποία θα ανεβεί ακόμα περισσότερο από τον τελικό έμπορο που θα πρέπει να πουλήσει τον δίσκο δυστυχώς στην ανεβασμένη αυτή τιμή για τον τελικό καταναλωτή. Και σημειωτέον ότι το κέρδος του τελικού εμπόρου που σέβεται τον πελάτη του είναι γελοιωδέστατο και δεν αφήνει περιθώρια για πολλά πράγματα. Α, και να μην ξεχάσουμε τον αναγκαστικό συνέταιρο, το κράτος που τις περισσότερες φορές απαρέγκλιτα βγάζει περισσότερα.

Που θέλω να καταλήξω; Δυστυχώς η ονομαστική τιμή του δίσκου είναι ένα πονεμένο θέμα και δεν λύνεται έτσι απλά. Κινήσεις σαν το Bandcamp σίγουρα φαίνεται να βοηθούν περισσότερο και τους καλλιτέχνες αλλά και τους ακροατές για ένα πιο άμεσο πάρε-δώσε αλλά αυτού του είδους η αγοραπωλησία παραμένει σε μικρό ποσοστό. Αν θυμάσαι το ίδιο ίσχυε και για τα CD τότε που μεσουρανούσαν και τώρα είναι 40% κάτω σε κόστος και το μεγαλύτερο μέρος τους γίνονται frisbee ή τα κρεμάνε στα μπαλκόνια γιατί κάποιος φωστήρας είπε ότι έτσι τρομάζουν τα περιστέρια. Τα περιστέρια παρόλα αυτά γελάνε καθημερινά βλέποντας μπροστά τους όλο τον συρφετό να λαμπυρίζει.

Σβήνω το φανταστικό τσιγάρο και ανασκουμπώνομαι για περισσότερο σκάψιμο καθώς μπαίνοντας στο χώρο, είδα την εταιρεία Death Waltz Records να έχει πάγκο δικό της και να δίνει τους δίσκους της, χέρι με χέρι, σε αισθητά μειωμένες τιμές.