Βγάζουμε οτιδήποτε μας αρέσει ως ακροατές!
Η Μαριάννα Βασιλείου συνεχίζει την συνεντευξιακή της σκυταλοδρομία με ελληνικές δισκογραφικές εταιρίες με την ίσως πιο μερακλίδικη όλων. Ο δε Δημήτρης Βασιλειάδης ανταποκρίνεται, λαλίστατα ουσιαστικός και εύστοχος
Αργήσαμε, αλλά επανερχόμαστε: τρίτο αφιέρωμα στις σύγχρονες ελληνικές δισκογραφικές εταιρίες! Θέμα του, μια εταιρία τριαδική και τρισυπόστατη: η B-otherSide/Lost Archives/B-otherSide Digital. Ακολουθεί κουβέντα-ποταμός με τον ιδρυτή της Δημήτρη Βασιλειάδη.
Όταν ξεκίνησε η εταιρία το 2008, ακόμα έκοβαν και έραβαν οι πολυεθνικές εταιρίες - ταυτόχρονα όμως είχε ξεκινήσει και η δισκογραφική κρίση. Σε αυτό το μεταίχμιο, πώς αποφασίστηκε η ίδρυση της εταιρίας;
Όντως το 2008 οι πολυεθνικές επεδείκνυαν ακόμα μια επίπλαστη ευρωστία, ξοδεύοντας αφειδώς χρήματα για παραγωγές που δεν μας άγγιζαν ούτε αισθητικά ούτε μουσικά. Η μόνιμη επωδός στις συναντήσεις με φίλους ήταν ποιος μπορεί και ακούει την πλειοψηφία των τότε παραγωγών, όπως και η απορία μας γιατί κανείς δεν είχε ασχοληθεί σοβαρά μέχρι τότε με την ανερχόμενη σκηνή της Πάτρας (με την φωτεινή εξαίρεση των Raining Pleasure πάντα). Το κερασάκι στην τούρτα ήταν η σχεδόν δεκαετής πια αποπομπή του αγαπημένου μας format, του βινυλίου, από την μαζική παραγωγή των πολυεθνικών, αφού η προφανής διόγκωση του κέρδους από τις πωλήσεις του –κατασκευαστικά– φτηνού cd δεν άφηναν μεγάλα περιθώρια για συναισθηματισμούς. Αυτό αφορά στην μίζερη ελληνική πραγματικότητα, αφού στο εξωτερικό, έστω και σε μικρό τιράζ, σχεδόν πάντα έβρισκες τα βινύλια από τα αγαπημένα μας γκρουπ. Και κάπου εκεί, την άνοιξη του 2008, μετά από μια μαραθώνια συζήτηση με τον φίλο μας Θοδωρή Κρίθαρη (Wipe Out Records) και τον λογιστή μας Αντρέα Ράλλη (μέγιστος συλλέκτης βινυλίων), στις σοφές συμβουλές των οποίων οφείλουμε με πολλή ευγνωμοσύνη το ξεκίνημά μας, αποφασίσαμε μαζί με την σύζυγό μου Κατερίνα Διγαλέτου να ...επενδύσουμε 1000 ευρώ που είχαμε αποταμιεύσει στην παραγωγή ενός single βινυλίου και κατόπιν όλα τα κέρδη να επανεπενδύονται σε νέες δισκογραφικές παραγωγές, πάντα σε βινύλιο. Θεωρήσαμε με αυτόν τον τρόπο πως θα καταγραφόταν η τρέχουσα μουσική πραγματικότητα –στον βαθμό φυσικά που μπορούσαμε– και δεν θα βρισκόμασταν μετά από 15-20 χρόνια να αναπολούμε τις υπέροχες μπάντες που έμειναν άδοξα χωρίς δισκογραφία την στιγμή που έπρεπε αυτή να καταγραφεί.
Το 2008 επίσης δεν είχε ξεκινήσει ακόμα η παντοκρατορία των social media. Έχοντας βιώσει την μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη, σε τι θεωρείτε ότι ωφέλησαν και σε τι έβλαψαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την ανεξάρτητη δισκογραφία;
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι απλά ένα εργαλείο που από μόνο του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί καλό ή κακό, η χρήση του όμως είναι αυτή που το καθορίζει. Σίγουρα μια πλατφόρμα παγκόσμιας επικοινωνίας προσφέρει δυνητικά την πιθανότητα να φτάσει η μουσική σε ευρύτερα ακροατήρια, χωρίς τα βαρίδια της φυσικής παρουσίας, πρακτικά όμως η υπερπροσφορά πληροφορίας το καθιστά σχεδόν ανέφικτο. Μετά από δέκα χρόνια λειτουργίας, το αφήγημα της παγκόσμιας αναγνώρισης κάποιας κυκλοφορίας μέσω της τυχαίας γνωριμίας μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, φαντάζει εξωπραγματικό, σαν τα παραμύθια που διάβαζα στην μικρή μου κόρη για να κοιμηθεί. Παρ΄όλα αυτά, επιδιώξαμε από την αρχή εκτός από το site, να τρέχουμε λογαριασμούς στο Facebook, Myspace και Jumpin’ Fish (τι να απέγινε ετούτο;) αλλά στην πορεία του χρόνου αντιληφθήκαμε πως ο συσχετισμός μηδενικής αλληλεπίδρασης από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι ατελείωτες ώρες που χρειάζονταν για την τροφοδότησή τους δεν άξιζε τον κόπο, οπότε πλέον περιοριστήκαμε στο Facebook.
Από πού εμπνευστήκατε το λογότυπο και την ονομασία της εταιρίας;
H αρχική ονομασία που ήρθε στον νου μας ήταν B-Side Records και ήμασταν απόλυτα ενθουσιασμένοι με την ...πρωτοτυπία της, όμως ένα googlάρισμα μας απέδειξε πως υπήρχε ήδη μια μπάντα από την Πάτρα με το ίδιο όνομα. Oπότε ήρθαμε σε επαφή μαζί τους για να διαπραγματευτούμε την δυνατότητα χρήσης του ονόματος. Μετά από αρκετά e-mail, μερικά τηλεφωνήματα και έναν ζεστό καφέ που ήπιαμε με την μπάντα, αποφασίσαμε αρχικά για να αποφύγουμε μελλοντικά την ταύτιση να αλλάξουμε το όνομα σε B-otherSide (ώστε να μεταφέρεται ελληνιστί είτε ως "(Μουσική) από την άλλη πλευρά" είτε ως "Ενοχλητική πλευρά", για να δείξουμε την αντίθεση μας στο κυρίαρχο εμπορικό ρεύμα, κλείνοντας και το μάτι στο αγαπημένο μας κομμάτι από RHCP). Το αρχικό σήμα σχεδιάστηκε από την παιδική μου φίλη (από το νηπιαγωγείο!) και σχεδιάστρια κόμιξ Gary, ενώ στα 5 χρόνια λειτουργίας μας, το 2013 αποφασίσαμε να προσθέσουμε και ένα νεώτερο σήμα, το οποίο σχεδίασε υπέροχα ο Νίκος Δερβίσης. Και στις δύο περιπτώσεις η δουλειά είναι εξ' ολοκλήρου αποτέλεσμα έμπνευσης των σχεδιαστών, δεν ανακατευτήκαμε με τα εικαστικά λόγω άγνοιας και θεωρώ πως μάλλον ορθά πράξαμε.
Δραστηριοποιείστε σε πολύ μεγάλο βαθμό στις επανεκδόσεις-καταγραφές της ελληνικής ροκ με τα Lost Archives: ενδεικτικά αναφέρω τα λάιβ του Παύλου Σιδηρόπουλου στο An λίγους μήνες πριν το θάνατό του, τη θρυλική «Διατάραξη Κοινής Ησυχίας», το shake-jazz του Μίμη Πλέσσα και των Orbiters με το "Greece goes modern". Πώς αποφασίζετε ποια άλμπουμ θα επανεκδώσετε; Ποια είναι η διαδικασία και ποιες δυσκολίες έχει;
Η Lost Archives έχει ένα διττό ρόλο. Αρχικά να επανεκδώσει σε προσεγμένες κυκλοφορίες υλικό σπάνιο ή δυσεύρετο που είχε κυκλοφορήσει παλαιότερα, χωρίς να έχουμε ως όριο κάποιο σαφή ηχητικό προσανατολισμό, αρκεί να μας γοητεύει ως ακροατές. Η ακόμα πιο δημιουργική πλευρά της είναι να φέρει στο φως ανέκδοτες ηχογραφήσεις από τα 60’s έως τα 80’s περίπου. Ως σκέψη υπήρχε πολύ πριν μας περάσει από τον νου να φτιάξουμε μια ανεξάρτητη δισκογραφική. Αρχικά, ξεκινώντας την συλλογή δίσκων το 1994, συνηθίζαμε να πηγαίνουμε στα live και κατόπιν να συναντάμε τους μουσικούς, ρωτώντας συνέχεια λεπτομέρειες για το ένδοξο μουσικό παρελθόν τους. Μέσα από αυτήν την τριβή γεννήθηκαν κάποιες δυνατές φιλίες που παραμένουν μέχρι σήμερα αλλά παράλληλα ερχόταν στο φως υλικό από ακυκλοφόρητες ηχογραφήσεις, το οποίο θέλαμε να το κοινοποιήσουμε αρχικά μέσα από μια διαδικτυακή πλατφόρμα, ενώ με την έναρξη της εταιρείας, βρήκε αμέσως τον δρόμο του στις κυκλοφορίες μας. Οι δυσκολίες είναι πολλές και ...απίθανες, π.χ. για να εντοπίσω τους Sun of Greece γνωρίζοντας μόνο ένα κοινό επώνυμο (Ψωμάς) και την γενική τοποθεσία τους στην ...Βόρεια Ελλάδα, τηλεφώνησα σε περίπου 1200 Ψωμάδες από την Λάρισα και πάνω μέχρι να καταφέρω να βρω τους φοβερούς αυτούς μουσικούς. Αντίστοιχα, έχω ταξιδέψει αυθημερόν στην επαρχία για να πάρω στα χέρια μου μια πομπίνα την οποία δίσταζε να ταχυδρομήσει ο μουσικός. Συνεπώς χρειάζεται σίγουρα πολύ διαθέσιμο χρόνο, υπομονή γιατί πολλές φορές δεν υπάρχει διάθεση συνεργασίας, έξοδα και μεράκι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να αφήνει μια αίσθηση αυθεντικότητας από αισθητικής πλευράς. Μεγάλη βοήθεια σε αυτό μας έχει προσφέρει ο Θανάσης Ξανθάκος και όλη η ομάδα του Plan 59, ο οποίος με τις πετυχημένες εικαστικές του δημιουργίες, μας βγάζει πάντα ασπροπρόσωπους.
Με την οικονομική κρίση –ειδικά όπως τη βιώνουμε στην Ελλάδα, με capital controls, πτωχεύσεις επιχειρήσεων κλπ– ποιοί είναι οι σημαντικότεροι σκόπελοι που πρέπει να ξεπερνά (ή και να προβλέπει) μία δισκογραφική κατά τη λειτουργία της;
Tα capital controls απλά ήρθαν ως επιστέγασμα μιας ήδη ξεχαρβαλωμένης δισκογραφίας. Εκ των πραγμάτων το κοινό που αγαπάει την μουσική και διαθέτει χρήματα για αυτήν περιορίστηκε δραματικά τα τελευταία 10 χρόνια, αφήνοντας ουσιαστικά σε αυτήν την διαδικασία ένα ελάχιστο κύκλο συλλεκτών, οι οποίοι υπολογίζονται σε 300-500 άτομα. Συνεπώς για να μην πνιγεί μια μικρή εταιρεία, αρχικά θα έπρεπε να κατεβάσει στο ελάχιστο δυνατό το τιράζ, στα 150-200 τεμάχια, να ψάχνει συνεχώς νέα εργοστάσια με χαμηλότερη τιμή (με όλα τα ρίσκα που εμπεριέχει η αλλαγή ενός καλού συνεργάτη), να βρει νόμιμους εναλλακτικούς τρόπους για να μπορεί να πληρώσει σε σύντομο χρόνο στο εξωτερικό, να μην αφήνει τους δίσκους παρακαταθήκη κ.ά. Τέλος, επιλέξαμε για πολλούς λόγους να μην συνεργαζόμαστε με μεγάλες σειρές πολυκαταστημάτων, αφού οι όροι πληρωμής είναι συχνά καταχρηστικοί, τόσο στον χρόνο όσο και στον τρόπο εξόφλησης. Από εκεί και μετά, είναι σαφές πως υπάρχει τεράστιο έλλειμμα ρευστότητας στην αγορά, το οποίο δημιουργεί μια παραπάνω ανασφάλεια. Οπότε μάθαμε να ζούμε με αυτήν πλέον, ελπίζοντας πως δεν θα γίνει το μοιραίο λάθος, αφού π.χ. δύο συνεχόμενες κυκλοφορίες που πιθανόν δεν κάνουν απόσβεση, οδηγούν νομοτελειακά στην πτώχευση.
Πώς μπορεί να συνδυαστεί η καθημερινή εργασία που κάνουμε προς βιοπορισμό με τις απαιτήσεις ενός δισκογραφικού label;
Η απάντηση είναι πως ... δεν μπορεί να συνδυαστεί! Η ανάγκη βιοπορισμού και των δύο μας καθώς και ο ερχομός δύο χαρούμενων μπόμπιρων, εκμηδένισε τον ήδη ελάχιστο χρόνο που μπορούσαμε να αφιερώσουμε σε μια κυκλοφορία. Για να φτιάξεις ένα εξώφυλλο με τον γραφίστα σου είτε για να ακούσεις ένα μάστερ προσεχτικά από τα ακουστικά θα περιμένεις αναγκαστικά να κοιμηθούν τα μικρά, οπότε ουσιαστικά μπορείς να δουλέψεις μεταμεσονύχτιες ώρες. Ευτυχώς λόγω της πολύχρονης συνεργασίας με τον γραφίστα μας και τον υπερταλαντούχο μουσικό, φωτογράφο και κυρίως ηχολήπτη μας Γιάννη Κύρη έχει αναπτυχθεί μια οικογενειακή σχέση εμπιστοσύνης, γνωρίζοντας πως θα κάνουν το καλύτερο δυνατόν, οπότε εξοικονομούμε λίγο χρόνο. Όσο για την διανομή των δίσκων, αυτή είναι κυριολεκτικά ένας άθλος, αφού πλέον προσπαθούμε να την τελειώσουμε μέσα σε μια μόνο ημέρα, ξεκινώντας από τα χαράματα και τελειώνοντας αργά το βράδυ, με τα πιτσιρίκια να "διακτινίζονται" σε συγγενικά σπίτια μέχρι να τελειώσει. Κάπως έτσι κυλάει η κατά τα άλλα όμορφη καθημερινότητά μας!
Πώς αποφασίστηκε το είδος στο οποίο θα εστίαζε η εταιρία και υπό ποιες προϋποθέσεις δέχεται ένα διαφορετικό είδος; Ή αλλιώς, τι θα πρέπει να έχει ένας/μία μουσικός για να τον/την εντάξετε στο ρόστερ σας, ανεξαρτήτως του ήχου που υπηρετεί;
Αυτό ήταν το πιο εύκολο: Είχαμε αποφασίσει από την αρχή να βγάζουμε οτιδήποτε μας αρέσει ως ακροατές. Δεδομένου του μουσικού υπόβαθρου που είχαμε και οι δύο μας, λίγα μουσικά είδη θα μας ξένιζαν ή θα τα αποστρεφόμασταν, συνεπώς αρκούσε να μας κερδίσει η ακρόαση για να προχωρήσουμε περαιτέρω.
Τρέχετε παράλληλα με την B-other Side και το Lost Archives και την B-otherSide Digital. Δυσκολεύει αυτό την δράση σας ως προς τις απαιτήσεις της κάθε δραστηριότητας – και αν ναι, πώς ξεπερνιούνται οι σκόπελοι αυτοί;
Τα δύο sublabels δημιουργήθηκαν για λόγους χρηστικότητας, κοινώς για να αποφεύγεται η ...σύγχυση, αν αναλογιστείς ότι ο πρώτος μας δίσκος είναι κιθαριστική pop του 2008 και το αμέσως επόμενο μία ακυκλοφόρητη ηχογράφηση του 1974. Κοιτώντας μόνο το label καταλαβαίνεις αυτομάτως το format (cd/lp), καθώς και εάν αφορά αρχειακό υλικό ή σύγχρονο. Από κει και μετά, κάθε κυκλοφορία έχει τις ιδιαίτερες δυσκολίες της, μάλλον όμως τα Lost Archives απαιτούν τον περισσότερο όγκο δουλειάς και χρημάτων για να γίνει εφικτή μια αξιοπρεπής κυκλοφορία.
Πώς (πρέπει να) κινείται μια δισκογραφική για κυκλοφορίες στο εξωτερικό;
Αυτό το εξωτερικό είναι ένας μύθος σαν τον ...Γέτι, μην σου πω πως ο Γέτι είναι πιο υπαρκτός. Μετά από 10 χρόνια ζωής, καταφέραμε μόλις τα τελευταία 3-4 να επιτύχουμε κάποιες πρώτες εξαγωγές δίσκων μέσω των 2-3 χοντρεμπόρων βινυλίου που ελέγχουν την ευρωπαϊκή αγορά. Το αρνητικό είναι πως το ενδιαφέρον τους περιορίζεται μόνο στις κυκλοφορίες αρχειακού υλικού από τα ελληνικά '60’s, '70’s και 80’s και υπάρχει πλήρης απαξία για τις σύγχρονες κυκλοφορίες. Εν μέρει έχει μια λογική εξήγηση, αφού ο Ολλανδός π.χ. χονδρέμπορος βινυλίων δεν θέλει να μπει στην διαδικασία να προμοτάρει τις κυκλοφορίες των νέων καλλιτεχνών με αμφίβολα για αυτόν οικονομικά αποτελέσματα. Θα προτιμήσει την ασφαλή οδό, οπότε ή θα πρέπει να βρούμε έναν μάνατζερ που θα μπορέσει να διαχειριστεί τις εξαγωγές, με τις αντίστοιχες απολαβές φυσικά, είτε θα πρέπει οι μπάντες με έναν δύσκολο τρόπο να καταφέρουν να κλείσουν κάποιες ευρωπαϊκές περιοδείες όπου θα μπορέσουν να προμοτάρουν το υλικό τους και να τοποθετήσουν τους δίσκους τους στις αντίστοιχες αγορές. Και τα δύο σενάρια είναι απαγορευτικά από οικονομικής πλευράς, οπότε επανερχόμαστε στο αρχικό ερώτημα εάν ο Γέτι υπάρχει.
Ακούγονται πολλά για την επιστροφή του βινυλίου, το θάνατο του cd και την κυριαρχία του ψηφιακού. Τι τελικά από τα τρία ισχύει;
Στην μικρή μας χώρα, όλα γίνονται καθυστερημένα και συχνά με τον λάθος τρόπο. Οι εταιρείες απαξίωσαν αρχικά το βινύλιο μέσα από την κατάργησή του – προφανώς για αύξηση του κέρδους, ενώ το ίδιο συνέβη τα επόμενα χρόνια συστηματικά με το cd μέσα από τις προσφορές, μαθαίνοντας τον μέσο Έλληνα πως η αξία του είναι για να διώχνει τα περιστέρια στο μπαλκόνι, αφού δεν μπορεί να το εκτιμήσει από την στιγμή που του χαρίζεται. Στο εξωτερικό η κουλτούρα που υπάρχει και αποσκοπεί στην στήριξη του καλλιτέχνη θα γίνει εμπόδιο στον μικρόψυχο που τυχόν θα προσπαθήσει να κατεβάσει από κάπου παράνομα ένα άλμπουμ. Εδώ, απλά συνεχίστηκε ο ίδιος τρόπος σκέψης και ειδικά με την έλλειψη φυσικού μέσου, θεωρήθηκε αδιανόητο να πληρώσεις για να κατεβάσεις νόμιμα κάποιο τραγούδι, σε βαθμό π.χ. να ψάχνουν για πειρατικό κατέβασμα ακόμα και κάποια άλμπουμ που διατίθονταν δωρεάν. Συνεπώς η όποια σύγκριση με αντίστοιχα μεγέθη του εξωτερικού είναι τουλάχιστον ατυχής, το cd εξακολουθεί να βγαίνει και να πουλάει ελάχιστα – αλλά αποτελεί πάντα μια σχετικά φτηνή διέξοδο για έναν καλλιτέχνη που θέλει να δει την δουλειά του τυπωμένη. Τα βινύλια, είτε λόγω αυτής της χαζής μόδας που τα επανέφερε σε απαίδευτα ακροατήρια είτε γιατί τελικά οι εταιρείας αποφάσισαν πως βλακωδώς το σταμάτησαν, όντως έχει μια άνοδο, όλο και περισσότεροι τίτλοι και σε μεγαλύτερη ποσότητα τυπώνονται, πλέον όμως δεν κρίνω πως αυτός είναι ένας λόγος για πανηγυρισμούς. Θα ήταν απείρως πιο ευοίωνα τα πράγματα εάν αυτή η άνοδος των πωλήσεων συνοδευόταν από συνειδητοποίηση της διαδικασίας ακρόασης των νεοαφιχθέντων αγοραστών, κάτι στο οποίο την δική μας γενιά βοήθησε πολύ ο μουσικός τύπος. Το να μένει η κόπια σφραγισμένη στην ζελατίνα της γιατί ο hipster αγοραστής δεν έχει πικάπ και θα προτιμήσει να την ακούσει από το youtube, δεν με κάνει καθόλου αισιόδοξο.
Έχετε κάνει επίσης μια καταγραφή της ιστορίας του ελληνικού ροκ από το 1964 έως και τα τέλη της δεκαετίας του '70 στην ενότητα My Little Heroes. Πώς το αποφασίσατε; Υπάρχουν σχέδια για συνέχισή της και μετά από αυτό το χρονικό διάστημα;
Ο μεγάλος μου καημός από πιτσιρικάς ήταν να γράψω ένα βιβλίο με τους άγνωστους μουσικούς μου ήρωες, για τους οποίους μάθαινα νέα μέσα από φίλους που ξέρανε την ελληνική δισκογραφία και αντιλήφθηκα ότι τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία μιας καριέρας δεν καταγράφηκαν τελικά ποτέ. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα για τους "Μικρούς ήρωες", παραφράζοντας και το υπέροχο κόμικ. Ο αρχικός σκοπός ήταν να καταγραφούν όλοι οι "ελάσσονες", σε όγκο παραγωγής, μουσικοί και συγκροτήματα των δεκαετιών που με ενδιέφεραν. Μέσα από ατελείωτες ώρες συναντήσεων, καφέδων και ρετσίνας, καταγράφηκαν υπέροχες αναμνήσεις, με όποια ιστορική αξία μπορούν να κουβαλούν κάποιες από αυτές. Με την έναρξη της δισκογραφικής ελαττώθηκε δραματικά ο απαιτούμενος ελεύθερος χρόνος, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει εκμηδενιστεί, ουσιαστικά αφήνοντας το project στο "ψυγείο" μέχρι νεωτέρας. Εάν είμαστε καλά, σκοπεύουμε να το συνεχίσουμε, αρκεί να μεγαλώσουν λίγο τα πιτσιρίκια ώστε να μπορώ να τα ...σέρνω μαζί μου στις συναντήσεις.
Μπορείς να αναφέρεις κάποιες κυκλοφορίες της B-otherSide για τις οποίες είσαι ιδιαίτερα περήφανος και τους λόγους για αυτό;
Θα ακουστεί κλισέ αλλά δεν υπάρχει κυκλοφορία που να βγάλαμε με βαριά καρδιά ή αμφιβολίες. Όλες απαίτησαν λίγο ή πολύ χρόνο, τρέξιμο, αγωνία, συνεπώς θα ήταν άδικο να αναφέρουμε κάποιες σε βάρος άλλων, όλες έχουν το ειδικό τους βάρος μέσα σε αυτά τα χρόνια.
Τι μπορούμε να περιμένουμε από τη B-otherSide το επόμενο διάστημα;
Σχέδια υπάρχουν πάμπολλα για το άμεσο, αλλά και για το μακρύτερο μέλλον. Αρχικά γιορτάζοντας τα 10 χρόνια μας θα κυκλοφορήσουμε μια συλλογή με ακυκλοφόρητο υλικό από τα συγκροτήματα που αγαπάμε και μας έχουν σημαδέψει μέσα στα χρόνια. Το εξώφυλλο της συλλογής, μέσα από μια απίστευτη συγκυρία (σαν τον νόμο του Μέρφι αντεστραμμένο), θα μας το φτιάξει ο Ken Landgraf, ο δημιουργός του Wolverine και ένας από τους πιο ιστορικούς κομιξάδες της Marvel/D.C. Κατά τα άλλα θέλουμε να κλείσουμε την όμορφη περιπέτεια που ξεκίνησε πέρσι με την βινυλιακή κυκλοφορία της κασετογραφίας του Νικόλα Άσιμου, ώστε μέσα στην επόμενη χρονιά να βγούνε και οι τελευταίες τέσσερις. Ακόμα υπάρχει αρκετό υλικό για κυκλοφορίες περασμένων δεκαετιών αλλά και από νέες μπάντες που δεν παύουν ποτέ να μας εκπλήσσουν ευχάριστα, ελπίζοντας πως θα γίνει εφικτή η κυκλοφορία τους το προσεχές διάστημα.
Υπάρχουν άνθρωποι τους οποίους θα ήθελες να ευχαριστήσεις δημόσια για την (όποιου είδους) στήριξη έχουν παράσχει στην B-otherSide;
Η χείρα βοηθείας των φίλων μας ήταν και είναι πολύτιμη για την μέχρι τώρα ύπαρξή μας. Χωρίς αυτούς είτε δεν θα είχε γίνει τίποτα είτε θα είχε τελειώσει πολύ νωρίς όλο το εγχείρημα. Κάποιους από αυτούς τους αναφέραμε ήδη, όπως τον Θοδωρή Κρίθαρη (Wipe Out Records), τον Αντρέα Ράλλη (Efarmogi), τον Θανάση Ξανθάκο (Plan 59), τον Γιάννη Κύρη αλλά και τους συνοδοιπόρους Δημήτρη Ψυχογιό και Μάκη Μπεκιάρη, των οποίων οι πολύτιμες εφεδρείες από το ξεκίνημα έως σήμερα μας έχουν κρατήσει όρθιους. Ένα μεγάλο ευχαριστώ ανήκει επίσης στους μουσικούς που μας εμπιστεύτηκαν μέχρι σήμερα και μας τίμησαν με την φιλία τους, καθώς και τα 17 labels με τα οποία είχαμε την χαρά να συνεργαστούμε έως τώρα. Τέλος, τον κόσμο που εξακολουθεί μέσα σε αντίξοες συνθήκες να στηρίζει την τοπική σκηνή και να μας κρατάει ζωντανούς.
10 χρόνια μετά, ποιους στόχους της έχει πετύχει η B-otherSide και ποιούς βάζει για τα επόμενα 10 χρόνια;
Πριν δέκα χρόνια ούτε καν θα μας πέρναγε από τον νου πως θα είχαμε πετύχει τον μεγαλύτερο στόχο μας, το να υπάρχουμε ακόμα. Έχουμε βγάλει κυκλοφορίες που μας έκαναν πολύ περήφανους, που μας συγκίνησαν, ενίοτε δε μας πίκραναν. Θα ήταν τουλάχιστον ουτοπικό να οραματιστούμε κάτι παραπάνω για τα επόμενα 10 χρόνια, αφού πλέον η καθημερινή επιβίωση είναι η απόλυτη προτεραιότητα και οι εύθραυστες ισορροπίες αλλάζουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς τους συσχετισμούς. Ενδόμυχα όμως θέλω να ελπίζω πως σε δέκα χρόνια από τώρα θα επαναλάβουμε αυτήν την συνέντευξη και θα συζητάμε για τα προβλήματα της δισκογραφίας του 2028!