Trance-formers
Κατ' αρχήν, γιατί αργήσατε τόσο πολύ;
Λίλα Κατερινάκη: (και αφού σταμάτησαν όλοι να γελάνε...) Μάλλον τώρα νιώσαμε ότι ήταν η σωστή στιγμή...
Δηλαδή τα τελευταία τέσσερα χρόνια ήσασταν ενεργοί ως μπάντα;
Βλάσης Καραγιάννης: Μέχρι το 2001 υπήρχαν περίοδοι που κάποιος έλειπε κάπου, οπότε και οι πρόβες ήταν αρκετά σπάνιες.
Δημήτρης Ιωάννου: Μπορεί να παίζαμε για ένα εξάμηνο και να πιστεύαμε ότι κάπου "πηγαίναμε" και μετά να συνέβαινε κάτι και για μεγάλο διάστημα να χανόμασταν ως μπάντα. Πέρισυ παίξαμε μαζί σχεδόν όλο το χρόνο...
Β.Κ.: Ήταν ίσως η πρώτη φορά που βρισκόμασταν τόσο τακτικά και το θελήσαμε πολύ να ηχογραφήσουμε, γιατί και σε άλλες φάσεις σε αυτά τα τέσσερα-πέντε χρόνια τύχαινε να γράφουμε μουσική και απλά αυτή να μένει πίσω. Υπάρχει δηλαδή αρκετό ανέκδοτο υλικό, το οποίο βέβαια δε νομίζω να κυκλοφορήσει ποτέ.
Δ.I.: Όταν πήγαμε στο studio θα μπορούσαμε να δουλέψουμε πάνω σε ήδη υπάρχουσες ιδέες και φυσικά στη θέση αυτών των κομματιών να υπήρχαν άλλα που ήταν από παλιότερα εξίσου δουλεμένα ή αδούλευτα αν προτιμάς.
Με την πρώτη ακρόαση του "Exit (Trance)" εντύπωση προκαλούν οι αρκετές ορχηστρικές συνθέσεις. Πώς προέκυψαν;
Β.Κ.: Δεν υπήρξε κάποιος στόχος για κάτι τέτοιο. Όπως το λες, προέκυψαν όπως και τα υπόλοιπα τραγούδια. Θα μπορούσε κάλλιστα ένα κομμάτι να μην έχει drums ή μπάσο ή οτιδήποτε.
Κώστας Ραγκούσης: Συνήθως στο studio απλά παίζουμε και εξαρτάται από το Δημήτρη κυρίως αν θα κολλήσει στη μουσική στίχους.
Πάντως είναι έκδηλη η αυτοσχεδιαστική σας τάση. Τι παραπάνω πιστεύετε ότι προσφέρει στην αξία της μουσικής η δημιουργία της στιγμής και ο "συλλογικός αυτοσχεδιασμός" όπως τον αποκαλείτε;
Β.Κ.: Δε νομίζω ότι προσφέρει κάτι παραπάνω. Απλά προσφέρει κάτι διαφορετικό. Υπάρχουν φορές που δουλεύουμε πάνω σ' ένα κομμάτι για αρκετό καιρό και το αποτέλεσμα είναι πολύ καλό. Υπάρχουν όμως και φορές που όσο περισσότερο παίζεις κάτι τόσο περισσότερο χάνει από την πρωτοτυπία του και από την αρχική του αξία. Απλά ως μπάντα λειτουργούμε αυθόρμητα οπότε για μας είναι προτιμότερο να αποτυπώνουμε αυτόν μας τον αυθορμητισμό παρά να τον επεξεργαζόμαστε.
Κ.Ρ.: Δεν υπάρχει περίπτωση να παίξουμε το ίδιο κομμάτι δύο φορές με τον ίδιο τρόπο (γέλια).
Δηλαδή δεν ήταν μία απολύτως συνειδητή απόφαση να ξεκινήσετε τις ηχογραφήσεις έχοντας στο μυαλό σας τίποτα παραπάνω από κάποιες αχνές ιδέες;
Β.Κ.: Απλά πιστεύω ότι δε θα μπορούσε να είχε γίνει αλλιώς...
Αν δεν απατώμαι, υπήρξε αυτοσχεδιασμός και στο στιχουργικό τομέα...
Δ.Ι.: Αυτό είναι κάτι που κάναμε και παλιότερα. Στο "Xero" αυτό βέβαια συνέβαινε σε ελάχιστο βαθμό, στο "Insect" λίγο περισσότερο, στο "Jetlag" ακόμη πιο πολύ, όσο περνούσε ο καιρός δηλαδή γινόταν συχνότερα. Είναι λογικό όμως, γιατί από τη στιγμή που τα κομμάτια αποτυπώθηκαν στιγμιαία δε νομίζω ότι θα ήταν δυνατό να μη γίνει το ίδιο και με τους στίχους.
Είναι χαρακτηριστικό το τσιτάτο που αναγράφεται στο album: "Best listened to uninterrupted and at maximum volume". Υπάρχει ίσως η έννοια του concept σε αυτόν το δίσκο;
Β.Κ.: Νοητικά όχι, ήχητικά όμως ναι, το θεωρήσαμε σημαντικό να το τονίσουμε ότι αν κάποιος θέλει πραγματικά να νιώσει το δίσκο πρέπει να τον ακούσει κατ' αυτόν τον τρόπο. Επίσης, μέσα στο αυτοκίνητο είναι ιδανική κατάσταση...
Δ.Ι.: Ήταν η πρώτη φορά που αφήσαμε έξω από ένα album τελείως ολοκληρωμένα κομμάτια, μιξαρισμένα και με mastering, γιατί την τελευταία στιγμή νιώσαμε ότι διέκοπταν τη συνέχεια, το ηχητικό concept. Από τη δική μας εμπειρία προέκυψε αυτό το τσιτάτο. Εγώ όποτε τον ακούω, δύσκολα θα σταματήσω αν δεν τον ακούσω ολόκληρο.
Από την αρχή της πορείας σας, μία δεκαετία περίπου πριν, πως πιστεύετε ότι έχουν εξελιχθεί οι Bokomolech υφολογικά, μουσικά ή και ιδεολογικά αν θέλετε;
Κ.Ρ.: Εγώ θα έλεγα φυσικά και αυθόρμητα.
Λ.Κ.: Όλοι εξελισσόμαστε ως άνθρωποι άσχετα με το ότι είμαστε και μουσικοί. Μεγαλώνεις, σκέφτεσαι διαφορετικά, οπότε αυτό βγαίνει και στη μουσική σου, εκτός και αν θέλεις ν' ακολουθήσεις μία πεπατημένη με σκοπό τις πωλήσεις.
Δ.Ι.: Σα να προσπαθούσαμε δηλαδή, ξέροντας ότι το "Crazy Water" είναι το πιο επιτυχημένο μας εμπορικά τραγούδι, ν' αναπαράγουμε αυτό το στυλ. Δε μπορούμε όμως να κάνουμε κάτι τέτοιο, να εκμεταλλευτούμε τους εαυτούς μας. Για να μιλήσω όμως για μένα, στιχουργικά η εξέλιξη που υπήρξε είναι ότι όλο και περισσότερο δυσκολεύομαι να γράψω στίχους γιατί όλο και περισσότερο μου φαίνονται χαζοί οι προηγούμενοι...
Εσείς οι ίδιοι, πως αντιμετωπίζετε τη μέχρι τώρα ιστορία σας, τις προηγούμενές σας δουλειές δηλαδή;
Λ.Κ.: Εμένα προσωπικά συνεχίζουν να μου αρέσουν. Δεν τις αναιρώ, δεν τις διαγράφω. Ίσως να έχουν κάποια πράγματα που δε θα παίξω σήμερα, αλλά πραγματικά υπάρχουν φορές που ακούω κάποιον παλιότερο δίσκο κι εντυπωσιάζομαι, περνάω καλά.
Β.Κ.: Αν μπορούσα πάντως να σχηματίσω μία ιδέα δέκα χρόνια πριν για τους Bokomolech του σήμερα, ίσως να προσπαθούσα να περιγράψω το "Exit (Trance)". Δηλαδή κάπου στο μυαλό όλων μας πιστεύω ότι υπήρχε μία δυνητική φυσική εξέλιξη.
Δ.Ι.: Ίσως αυτό να μη φαίνεται λογικό αν κάποιος συγκρίνει το "Slowburner" με το "Exit" αλλά νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει κυρίως με το θέμα της παραγωγής. Ζωντανά, τα κομμάτια του "Slowburner" είναι πολύ συγγενή με τον σημερινό μας ήχο.
Μπορείτε κατά κάποιο τρόπο να ξεχωρίσετε τρόπον τινά κάποιον από τους δίσκους σας;
Β.Κ.: Σίγουρα ο καθένας μας μπορεί να βρει αγαπημένες στιγμές σε κάθε δίσκο.
Δ.Ι.: Εξαιρώντας το "Exit (Trance)" γιατί δε μπορώ ακόμη να μιλήσω αντικειμενικά γι' αυτό λόγω του ενθουσιασμού της κυκλοφορίας, πιστεύω ότι το "Slowburner" είναι η πιο συγκροτημένη μας δουλειά.
Από τον καινούριο δίσκο, τα εν δυνάμει singles, τουλάχιστον με την πιασάρικη έννοια του όρου, λάμπουν διά της απουσίας τους. Γενικότερα μοιάζετε να χλευάζετε την έννοια της εμπορικότητας όλο και περισσότερο από δίσκο σε δίσκο...
Β.Κ.: Εγώ πιστεύω ότι υπάρχουν ένα δύο πιο catchy κομμάτια, όπως το "Slow Freedom" ή το "London" για παράδειγμα. Το ύφος όμως του κάθε κομματιού και συνεπώς και ολόκληρου του δίσκου δεν είχε προσχεδιαστεί, οπότε το αν λείπουν τα singles όπως λες, δεν οφείλεται σε κάτι συγκεκριμένο.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα dj-set που είχατε κάνει πριν αρκετό καιρό στο Decadence, στο οποίο μου είχατε δημιουργήσει έντονα την εντύπωση των fans. Γενικότερα, πόσο παρακολουθείτε τη μουσική στο χρόνο και σε τι βαθμό αυτό σας επηρεάζει;
Λ.Κ.: Όλοι ακούμε πάρα πολλή και διαφορετική μουσική.
Β.Κ.: Η γκάμα των προσωπικών ακουσμάτων του καθενός μας είναι πολυσύνθετη και τις περισσότερες φορές δεν έχει σχέση με τη μουσική που δημιουργούμε όλοι μαζί.
Δ.Ι.: Πιστεύω πως το ότι ακούμε πολλά χρόνια μουσική απλά έχει βοηθήσει την κριτική μας ικανότητα ν' αναπτυχθεί, όχι δηλαδή ως προς το αν μπορούμε να ξεχωρίσουμε μουσικά ρεύματα, αλλά ως προς το ότι μπορούμε να εμβαθύνουμε κατά τη διάρκεια της ακρόασης ενός νέου τραγουδιού μ' έναν λίγο πιο εγκεφαλικό τρόπο.
Πριν καν βγει επίσημα ο δίσκος είχε ήδη κυκλοφορήσει η φήμη ότι φέρνει στο μυαλό το "White Light/White Heat" των Velvet...
Δ.Ι.: (Γελώντας...) Φοβερό κοπλιμέντο! Παρ' όλ' αυτά, το τι παίζουμε δεν είναι τίποτα παραπάνω από αυτό που μας βγαίνει τη συγκεκριμένη στιγμή. Δεν έχουμε κάποιο πρότυπο ή πλάνο στο μυαλό μας. Στην περίπτωση αυτή, ούτε καν μας είχε περάσει από το μυαλό οι Velvets. Ή για το "Xero" είχα διαβάσει στον Ήχο ότι θυμίζει Savage Republic. Εγώ δεν έχω ακούσει ποτέ Savage Republic.
Δεύτερη συνεργασία με τον Albini λοιπόν. Στο πρόσωπό του μοιάζετε να έχετε βρει τον ιδανικό συνεργάτη, έτσι;
Δ.Ι.: Ο τρόπος που συνεννοούμαστε με τον Steve είναι απίστευτος. Χωρίς να έχει ακούσει καθόλου αυτό που είχαμε στο μυαλό μας, ήξερε ακριβώς τι θέλαμε να κάνουμε και μας συμβούλευε πάνω σ' αυτό. Του λέγαμε πράγματα στη μίξη με μεταφορές, πράγματα που δεν είχαν καμία σχέση με συχνότητες ή άλλα τέτοια, και καταλάβαινε αμέσως.
Κ.Ρ.: Αυτό που κάνει ο Steve, το ότι αφήνει τη μπάντα να παίζει, νομίζω ότι είναι υποδειγματικό.
Δ.Ι.: Εμείς δεν καταλαβαίνουμε τη διαφορά μέχρι ν' ακούσουμε μετά την ηχογράφηση. Έχουμε γράψει κι εδώ σε studio demos, αλλά η διαφορά είναι απίστευτη. Και με τον Coti ζωντανά ηχογραφήσαμε. Και πρέπει να το πω, η συνεργασία με τον Coti ήταν άψογη. Έχει βέβαια τελείως διαφορετικό στυλ από τον Steve. To ότι είχαμε αισθανθεί άνετα στο Σικάγο ηχογραφώντας live το "Jetlag", ο Coti το σεβάστηκε και γι' αυτό γράψαμε live και μαζί του. Η διαφορετική τους φιλοσοφία έγκειται στο στάδιο της μίξης. Αλλά ο Coti λόγω studio, καλωδίων, μικροφώνων και άλλων τεχνικών, δε μπορούσε να βγάλει το αποτέλεσμα του Steve, που όταν το ακούς είναι σχεδόν ολοκληρωμένη δουλειά.
Β.Κ.: Ο Steve δουλεύει πιο πολύ πριν και κατά τη διάρκεια που παίζει η μπάντα, έχοντας στήσει δηλαδή κατάλληλα τα μικρόφωνα, ή μέσω των χώρων που μας βάζει να παίζουμε, οπότε μετά στην ουσία δεν έχεις τίποτα να κάνεις. Ο Coti δουλεύει λίγο περισσότερο μετά την ηχογράφηση, το οποίο βέβαια είναι εξίσου παραδεκτό.
Δ.Ι.: Ο Coti έχοντας την εμπειρία της ηλεκτρονικής μουσικής του αρέσει κατά κάποιο τρόπο περισσότερο το "μέτρο". O Steve είναι τελείως υπέρ της live δυναμικής, ακόμη κι αν αυτό που παίζεις είναι λάθος. Και κατά ένα περίεργο τρόπο κάνει αυτό σου το λάθος ν' ακούγεται μαγικό. Τόσο μαγικό που θα θέλαμε αυτά τα λάθη να τα επαναλαμβάνουμε και στις συναυλίες.
Φαντάζομαι θα ξέρετε ότι το όνομα του Albini είναι από μόνο του ένα ατού για ένα δίσκο και από την εμπορική σκοπιά του ζητήματος. Για να το γενικεύσω, έχετε νιώσει κάποια στιγμή παραμελημένοι από τα media, υπό την έννοια δηλαδή ότι θα θέλατε μία καλή δουλειά να προωθηθεί σε περισσότερο κόσμο;
Β.Κ.: Δε νομίζω ότι αδικηθήκαμε από τα media. Από τον πρώτο δίσκο υπάρχει κόσμος που μας στηρίζει και πιστεύει σ' εμάς.
Λ.Κ.: Ίσως να έχουμε βοηθηθεί κιόλας από την τύχη όλ' αυτά τα χρόνια. Απλά έτυχε να γεννηθούμε στην Ελλάδα κι εδώ τα πράγματα έτσι είναι για όλους.
Δ.Ι.: Αν ζούσαμε στο εξωτερικό, θα μπορούσαμε κάλλιστα να είμαστε τελείως άγνωστοι ακριβώς γιατί εκεί λειτουργεί και πιο στυγνά ο νόμος της μουσικής βιομηχανίας. Μπορεί κάποιο "κύμα" να μας έκανε γνωστούς στην Ελλάδα από την αρχή, μπορεί όμως να περιμέναμε χρόνια, όπως π.χ. οι White Stripes που ήταν μπάντα τόσα χρόνια και δεν τους ήξερε κανείς. Απλά έξω υπάρχει αυτή η πιθανότητα.
Β.Κ.: Αυτό είναι και το μεγαλύτερο μας όνειρο, να κυκλοφορήσει ο δίσκος στο εξωτερικό και ει δυνατό να κάνουμε και κάποιες συναυλίες.
Δ.Ι.: Δε μας ενδιαφέρει ν' απευθυνθούμε σε μαζικά ακροατήρια, όπως έκαναν οι Τρύπες ας πούμε, που καθ' όλα άξιοι, αλλά έκαναν το breakthrough σ' έναν κόσμο που ίσως ν' άκουγε Παπακωνσταντίνου... Βασίλη εννοώ (γέλια). Αλλά αν σε οποιαδήποτε χώρα υπάρχει έστω και λίγος κόσμος που θα του άρεσε ο δίσκος, έχει σημασία γιατί ανοίγεσαι σε περισσότερο κόσμο.
Υπάρχει η αίσθηση για τους Bokomolech ότι όλ' αυτά τα χρόνια σας διακρίνει μία "we don't' give a fuck"-attitude, από την άποψη ότι δεν ασχοληθήκατε ποτέ με την προώθηση του εαυτού σας...
Λ.Κ.: Γι' αυτό σου είπα πριν ότι μάλλον είμαστε ευνοημένοι από την τύχη, γιατί ποτέ δεν ασχοληθήκαμε ούτε καν να ψάξουμε τις εταιρίες, να παίξουμε πολύ live, ούτε καν να γίνουμε "συγκρότημα". Πάντα κάποιοι άλλοι ασχολούνταν μ' εμάς, γιατί τους έλεγε κάτι η μουσική μας. Από κει και πέρα, απ' το να καταναλώσουμε τη μισή μας ενέργεια, γιατί προφανώς κάνουμε κι άλλα πράγματα για να ζήσουμε, στην προώθηση, προτιμούμε να τη δώσουμε όλη στη μουσική.
Β.Κ.: Σε καμία περίπτωση δεν είναι θέμα "άποψης" ή τακτικής. Απλά είμαστε πολύ αυθόρμητοι. Έχει τύχει να κάνουμε μόνο μία συναυλία έναν ολόκληρο χρόνο, όπως έχει τύχει να παίζουμε συνέχεια για κάποια περίοδο.
Δ.Ι.: Υπάρχει όμως και μία άποψη από μέρους μας του στυλ "δε θα παραχωρήσω τίποτα", ότι δε θα πουληθούμε ούτε στον παραμικρό βαθμό. Μία πολυεθνική για να σε αφήσει να κάνεις αυτό που θες 100% θα πρέπει να είσαι ήδη πολύ σημαντικός, όπως συνέβη χαρακτηριστικά και με τους Sonic Youth. Δεν έχουμε καμία hardcore στάση όσον αφορά το θέμα, αλλά δε νομίζω ότι θα ήμασταν οι ίδιοι αν τύχαινε να έχουμε ένα τεράστιο back-up team να μας στηρίζει. Είναι πολύ σημαντικό να διατηρήσεις τον "χαρακτήρα" σου. Κλασσικό παράδειγμα είναι οι Fugazi, που ποτέ δεν έκαναν καμία παραχώρηση, και όπως είπε και ο ίδιος ο Ian McKaye, μπορείς να διαπραγματευτείς με μία πολυεθνικη ούτως ώστε να μην αλλάξει ο ήχος σου. Θα έχεις προδώσει όμως τις αρχές. Αυτό το βρίσκω αξιοθαύμαστο και αν έχουμε μία τέτοια φήμη έστω και σε υπο-πολλαπλάσιο επίπεδο είναι μεγάλη μας τιμή.
Όταν ξεκίνησαν οι Bokomolech παρόλες τις ηχητικές διαφορές με άλλες μπάντες της εποχής, υπήρχε πολύ έντονη η αίσθηση της "σκηνής". Έπειτα ακολούθησε η σούπα του ελληνόφωνου "rock". Σήμερα, είναι φανερή μία έντονη διεργασία από τα κάτω, μία αναγέννηση. Πως βλέπετε εσείς την κατάσταση;
Δ.Ι.: Σίγουρα υπάρχουν πολλά αξιόλογα πράγματα τώρα, που είναι ίσως και πιο πολυσυλλεκτικά. Δεν ξέρω όμως αν έχει κάποια δυναμική όλο αυτό. Δίνεται βέβαια προσοχή από έντυπα που δε θα περίμενε κανείς ν' ασχοληθούν με το "underground", αλλά δεν νομίζω ότι αυτό θα επηρεάσει τη γενικότερη πορεία των πωλήσεων.
Μπάντες όμως της δικής σας γενιάς, ακόμη και ανενεργές πλέον ή με ελάχιστη δισκογραφία, έχουν μείνει στη συνείδηση του κόσμου. Κατά πόσο πιστεύετε ότι αυτό είναι δυνατό για ένα νέο group στην εποχή μας;
Κ.Ρ.: Οι κοινωνικές συνθήκες διαφέρουν. Τότε μπορεί να μην ασχολούνταν μαζί μας τα μαγαζιά, ή να μην έγραφε το Αθηνόραμα για μία συναυλία, αλλά αυτό μας ανάγκαζε να πάρουμε την τύχη μας στα χέρια μας. Οι ίδιες οι μπάντες διοργάνωναν events κι ερχόμασταν σε άμεση επαφή με τον κόσμο. Νομίζω ότι αυτό δε συμβαίνει σήμερα.
Δ.Ι.: Το πιο απαραίτητο για μία μπάντα είναι τα live. Εκεί χτίζεται και η σχέση με τον κόσμο. Η ανταλλαγή ενέργειας με το κοινό είναι αυτή που σε ωριμάζει.
Ως γνωστόν, "το έργο μετά τη δημιουργία του δεν ανήκει πλέον στο δημιουργό του". Εσείς πως θα θέλατε να οικειοποιηθεί το κοινό το "Exit (Trance)";
Δ.Ι.: Ο ίδιος ο τίτλος του δίσκου, ο οποίος αρχικά ήταν "Exitrance", λογοπαίγνιο δηλαδή του Exit και του Entrance, θέλει να δείξει η μουσική είναι η είσοδος αλλά μπορεί να προσφέρει και την έξοδο σε κάποιο άλλο νοητικό ή συναισθηματικό επίπεδο. Στη μουσική μας, ακόμη και μέσω του τρόπου που ηχογραφήσαμε, είναι αποτυπωμένο ένα ανεξάρτητο πνεύμα. Επομένως ο καθένας μπορεί να το εκτιμήσει όπως πιστεύει.