…Your eyes couldn’t hide anything / I saw you breathing…
Χωρίς καμία απολύτως εξωτερική αφορμή, αλλά με άσβεστη την παρότρυνση της αγάπης για τη μουσική του Chris Bell, ο Παναγιώτης Αναστασόπουλος καταφέρνει, έστω και τώρα, να «συνομιλήσει» μαζί του.
Ομολογώ πως, κατά βάθος, δεν περίμενα να τα πούμε…
Να σου πω την αλήθεια, ούτε κι εγώ!
Να όμως που βρισκόμαστε! Έχω την εντύπωση πως οι συνεντεύξεις δεν ήταν μέσα στις πρώτες σου προτεραιότητες, οπότε σε ευχαριστώ που δέχτηκες την πρότασή μου.
Μα, δεν είμαι πλέον σε θέση να σου αρνηθώ, ακόμα κι αν το ήθελα. Πρόσεξε όμως: έχει περάσει από το νου σου ότι έδωσα λίγες συνεντεύξεις, επειδή δε μου ζήτησαν περισσότερες; Βέβαια, σε κάποιες περιόδους της ζωής μου ίσως και να τις αρνιόμουν, αφού δε θα ήθελα να δώσω σε κανέναν την αφορμή να σκεφτεί “You're a wasted face / You're a sad-eyed lie”. Εκτός αυτού, έβαλες ως προϋπόθεση να μιλήσουμε με απόλυτη ειλικρίνεια, οπότε με ιντρίγκαρες. Ας το κάνουμε!
Δηλαδή, μπορώ πράγματι να ρωτήσω ό,τι θέλω;
Μα, φυσικά. Και να είσαι βέβαιος ότι, όχι μόνο δε θα πω κανένα ψέμα, αλλά ούτε και μισές αλήθειες. Αυτές ανέκαθεν τις ένιωθα απειλητικές και σχεδόν τις έβλεπα να έρχονται κατά πάνω μου σαν λεπίδες.
Καταρχάς, πρέπει να σου εξομολογηθώ ότι ήρθα πολύ καθυστερημένα σε επαφή με τη μουσική σου και συγκεκριμένα το 1991, μέσω των διασκευών των τραγουδιών σου "I Am the Cosmos" και "You and Your Sister", που έκαναν οι This Mortal Coil.
Κανένα πρόβλημα. Άλλωστε, σίγουρα δεν είσαι ο μόνος! Πάντως, κρίμα που δεν είχα τη δυνατότητα να είμαι στο στούντιο για να ακούσω από κοντά τις Kim Deal και Tanya Donelly να τραγουδούν το δεύτερο. Σε κάποια στροφή οι στίχοι λένε: “But you don't know how real it feels”, αλλά αυτές μοιάζουν σαν να ήξεραν.
Πιστεύω πως οι στίχοι αυτού του τραγουδιού περιγράφουν με απόλυτη ακρίβεια τον εσωτερικό σου κόσμο.
Ίσως και να έχεις δίκιο. Για άκουσε όμως: “Your love won’t be leaving / Your eyes aren’t deceiving”. Θα έλεγα σωστότερα ότι εκφράζουν περισσότερο τον τρόπο που ήθελα να ζήσω και φανερώνουν το πώς ήθελα να είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Δυστυχώς όμως η πραγματικότητα αποδείχτηκε πολύ σκληρή για εμένα, όπως και γενικότερα για όλους τους ευαίσθητους ανθρώπους. Ξέρεις, μέσα μου γινόταν μια διαρκής μάχη. Πάντα ήθελα να ζήσω, αλλά κάποιες φορές λύγιζα όταν ερχόμουν αντιμέτωπος με τις δυσκολίες.
Γι’ αυτό τραγουδούσες στο “There Was a Light” τους στίχους “Spending all my time / Waiting to die / What’s the use”;
Ναι, αυτό ακριβώς προσπαθούσα να ξορκίσω. Τη χρήση ουσιών και την κλινική κατάθλιψη. Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν έφυγα από τους Big Star και άρχισαν οι εκρήξεις οργής και οι αυτοκτονικές τάσεις. Να σου πω όμως κάτι; Δεν ήμουν θυμωμένος, αλλά απογοητευμένος. Και, αν μου δώσεις μια ευκαιρία να απολογηθώ, θέλω να πω ότι δεν έκανα κακό σε κανέναν. Απλά, πρόσκαιρα δεν άντεξα το βάρος. Τώρα που μπορώ και βλέπω τα γεγονότα αποστασιοποιημένος, μάλλον όλα ξεκίνησαν από τον πληγωμένο εγωισμό μου.
Δηλαδή, οι στίχοι του “Better Save Yourself” αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα;
Δυστυχώς, ναι. Έκανα δύο απόπειρες αυτοκτονίας. Η πιο σοβαρή έγινε αμέσως μετά την αποχώρησή μου από τους Big Star. Αρχικά πήγα στα Ardent Studios και, αφού μάλωσα με τον ιδιοκτήτη τους John Fry, έσβησα όλα τα multi-track masters του άλμπουμ “#1 Record” και στη συνέχεια πήγα στο σπίτι μου και κατάπια μια χούφτα φάρμακα. Η απόπειρα απέτυχε, αλλά νοσηλεύτηκα σε ψυχιατρικό νοσοκομείο και έμεινα στην αφάνεια όλο το 1973, ενώ ο Alex Chilton πήρε τα ηνία των Big Star που σύντομα κυκλοφόρησαν το δεύτερο άλμπουμ τους με τίτλο “Radio City”.
Ναι, αλλά μεγάλωσες σε μια εύπορη οικογένεια, που σου έδωσε τη δυνατότητα να αναπτύξεις όλα τα ταλέντα σου.
Πράγματι, έτσι ήταν. Ο πατέρας μου ήταν αυτοδημιούργητος και σκληρά εργαζόμενος ιδιοκτήτης αλυσίδας εστιατορίων, που κέρδιζε αρκετά χρήματα από τη δουλειά του. Ζούσαμε σε μια καλή συνοικία του Memphis, είχαμε παραθαλάσσιο σπίτι στην Καραϊβική, ενώ είχα δικό μου ένα πανάκριβο σπορ αυτοκίνητο. Κι όμως, δε μπορούσα να απολαύσω όσα η ζωή μου είχε προσφέρει, διότι ήμουν μια επαναστατημένη ψυχή που βαθιά μέσα της αναζητούσε την αποδοχή του κόσμου. Μάλλον όμως αποδείχτηκα αφελής, παρά το ότι σαφώς ήμουν ένας σκεπτόμενος άνθρωπος.
Νομίζω πως αδικείς τον εαυτό σου. Υπήρξες ένας εξαιρετικός και επιδραστικός τραγουδοποιός και μουσικός, τελειομανής του στούντιο και ικανότατος φωτογράφος. Μάλιστα, ως ευαίσθητος χαρακτήρας, διακρινόσουν για το πνευματώδες χιούμορ σου.
Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Αν τα είχα ακούσει τότε, πραγματικά θα ένιωθα υπέροχα. Αλλά ακόμα και τώρα μπορούν να σημαίνουν κάτι για μένα.
Μα, δεν είναι δικές μου εκτιμήσεις. Έχεις μάθει πόσοι έχουν δημόσια σε έχουν αναφέρει ως κύρια επιρροή τους;
Γνωρίζω ότι ο Peter Buck των R.E.M. και ο Paul Stanley των Kiss έχουν μιλήσει με πολύ κολακευτικά λόγια για μένα.
Δεν είναι μόνο αυτοί. Ψάχνοντας, βρήκα να σε αναφέρουν ως σημαντικό τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και ως μέλος των Big Star, οι Afghan Whigs, Pixies, The Replacements, Elliott Smith, Beck, The Posies, Wilco, Teenage Fanclub, Primal Scream και Pete Yorn. Αλλά δε μιλάω μόνο γι’ αυτό. Παρά το ότι είχες μόνο ένα προσωπικό άλμπουμ, το “I Am the Cosmos” που δεν κυκλοφόρησε καν στην ώρα του, άφησες έντονο το στίγμα σου, όπως διαπιστώνει κάποιος αν δει τα ντοκιμαντέρ Big Star: Nothing Can Hurt Me (2013, Magnolia Pictures) και τα βιβλία Big Star: The Story of Rock's Forgotten Band του Rob Jovanovic (2004) και There Was a Light: A Cosmic History of Chris Bell and the Rise of Big Star του Rich Tupica, ο οποίος κατά καιρούς έγραψε για τα Uncut, Record Collector και American Songwriter. Στο δε AllMusic Guide έχεις χαρακτηριστεί ως «ένας από τους αφανείς ήρωες της αμερικανικής pop μουσικής».
Πράγματι, έτσι είναι. Ένιωσα πολύ όμορφα παρακολουθώντας και διαβάζοντας όλα αυτά. Δε σου κρύβω όμως, ότι για μια μονάχα στιγμή πικράθηκα που σχεδόν κανείς τα χρόνια εκείνα δεν είχε υποστηρίξει κάτι ανάλογο. Δεν ασχολήθηκα όμως περισσότερο με αυτή τη σκέψη, επειδή δε μου αρέσουν καθόλου οι υποθέσεις του τύπου «τι θα γινόταν αν…». Είναι λάθος να υποκύψεις σε αυτές και να προσπαθήσεις να φανταστείς τη ζωή σου με μια διαφορετική πορεία. Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να βυθιστείς στη θλίψη.
Μιλώντας για τη θλίψη, έκανες κάποια προσπάθεια να την αφήσεις πίσω σου μαζί με την εξάρτηση από τις ουσίες;
Ουσιαστικά, δε μπορούμε να μιλάμε για εξάρτηση, αλλά για ελεγχόμενη χρήση, που θεωρητικά είχε πιθανότητες να εξελιχθεί σε τέτοια, αν υπήρχε το αναγκαίο βάθος χρόνου. Λοιπόν, όντως δεν έμεινα με σταυρωμένα χέρια, αφού αφενός δεν αρνήθηκα την ιατρική παρακολούθηση και αφετέρου ήρθα πιο κοντά στο Χριστό. Χωρίς να μπορώ να υποστηρίξω ότι μέχρι τότε ήμουν θρησκευόμενος με την τυπική έννοια του όρου, οφείλω να ομολογήσω ότι ανέκαθεν είχα μια θετική προδιάθεση. Ξεκίνησα λοιπόν να παίρνω ενεργό μέρος στη ζωή της εκκλησίας -κάτι που θεωρήθηκε αδυναμία από μερικούς φίλους μουσικούς- και αυτό με βοήθησε σταδιακά να ξαναβρώ τη γαλήνη στη ζωή μου, να ασχοληθώ με διαφορετικά πράγματα και, τέλος, να επιστρέψω στη μουσική.
Μπορείς να μου πεις τι έκανες;
Από το 1976 μέχρι και το 1977 ανέλαβα μάνατζερ στη αλυσίδα fast food του πατέρα μου, γεγονός που δε μου άφηνε παρά ελάχιστο ελεύθερο χρόνο. Εύρισκα όμως την ευκαιρία να περνάω λίγη ώρα στο στούντιο, με αποτέλεσμα να γεννηθεί το τραγούδι “Though I Know She Lies” (1976). Τότε ξεκίνησα να παίζω ζωντανά σε μικρά μπαρ ως δεύτερος κιθαρίστας με μουσικούς του Memphis, όπως τον Keith Sykes και τους Baker Street Regulars του γνωστού από τους Big Star Van Duren. Τον Ιούλιο του 1978 ήρθε επιτέλους η στιγμή που περίμενα. Ο Chris Stamey (The dB’s) ως ιδιοκτήτης της μικρής δισκογραφικής εταιρείας Car Records ανέλαβε το single “I Am the Cosmos / You and Your Sister”, που ήταν η πρώτη και -δυστυχώς- η τελευταία μου κυκλοφορία.
Φαντάζομαι πως θα ήσουν πολύ περήφανος, όχι μόνο επειδή ένα όνειρό σου πήρε σάρκα και οστά, αλλά και για την ποιότητα των συγκεκριμένων τραγουδιών.
Ήμουν χαρούμενος, επειδή ένιωθα απελευθερωμένος από όσα είχα βιώσει ως αρνητικά μέχρι τότε στη μουσική και έτοιμος για ένα νέο ξεκίνημα. Την ίδια χρονιά είχαν επανεκδοθεί από τη Stax/EMI Records τα δύο πρώτα άλμπουμ των ήδη επί τρία χρόνια ανενεργών Big Star, κάτι που μου έβαλε στο μυαλό την ιδέα να τους προτείνω να επανενωθούμε, ακόμα και σε περίπτωση που ο Chilton δε συμφωνούσε. Παράλληλα, συζητούσαμε σοβαρά με τον Tommy Hoehn το ενδεχόμενο να φτιάξουμε μια νέα μπάντα. Γνώριζα καλά τον Tommy από την εποχή που παίζαμε στους The Scruffs, αλλά και επειδή είχα κάνει συμπαραγωγή στις ηχογραφήσεις των Prix, όπου εκείνος έπαιζε. Δυστυχώς όμως, όλες αυτές οι προοπτικές, μαζί με τα όνειρα που είχα ξεθάψει από το παρελθόν, έσβησαν απότομα.
Δεν είμαι σίγουρος αν πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτό.
Εγώ πάντως δεν έχω κανένα πρόβλημα να αναφερθώ σε αυτό και χωρίς να με ρωτήσεις σχετικά. Λοιπόν, αυτό το single ήταν το… σύνολο της προσωπικής μου δισκογραφίας, αφού το υλικό που είχα ήδη έτοιμο για να αποτελέσει το πρώτο μου άλμπουμ κυκλοφόρησε μεν, αλλά χωρίς εμένα. Γύρω στη 01.30’ η ώρα της 27ης Δεκεμβρίου του 1978 τελείωσα την πρόβα και μπήκα στη λευκή κάμπριο Triumph TR7, ακολουθώντας τη συνηθισμένη εικοσάλεπτη διαδρομή μέχρι το σπίτι μου. Όταν έφτασα σε μια στροφή της Poplar Avenue χωρίς να το καταλάβω έχασα τον έλεγχο του οχήματός μου και έπεσα πάνω σε μία κολόνα φωτισμού. Η πρόσκρουση ήταν τόσο σφοδρή, που το αυτοκίνητο κινήθηκε λίγα μέτρα προς τα πίσω, ενώ η κολόνα κόπηκε και έπεσε στην οροφή του. Εγώ, όπως και εσύ, έμαθα για το ατύχημα από όσα έχουν γραφτεί. Δε μπόρεσα να αντιληφθώ τίποτα από όλα αυτά, αφού έχασα τη ζωή μου ακαριαία. Σε παρακαλώ, μην ασχοληθείς με την εικασία που υποστηρίζει ότι αυτοκτόνησα. Εκτός από πολύ άδικη για μένα, που μετά από καιρό ήμουν τόσο αισιόδοξος, ανατρέπεται πλήρως από τα ευρήματα, όπως και τα στοιχεία που διεξοδικά αναφέρει ο Rich Tupica. Η αναγγελία του θανάτου μου έγινε μέσω της τοπικής εφημερίδας The Commercial Appeal και είχε τίτλο “Man Killed In One-Car Accident. Ήμουν εικοσιεπτά ετών.
Νομίζω πως δεν πρέπει να πω τίποτα επ’ αυτού.
Μα, τώρα πια δε θα είχε καν νόημα για λόγους ευγενείας να πεις πόσο λυπάσαι ή να αρχίσεις να με επαινείς. Μόνο που με αναζήτησες ύστερα από τόσα χρόνια, λέει για μένα πολλά.
Στο “Feel” μαζί με τους Big Star τραγουδούσες τους στίχους “I feel like I’m dying / I’m never gonna live again / You just ain’t been trying / It’s getting very near the end”. Θα μπορούσε κάποιος να τους πει προφητικούς, μόνο που δεν επαληθεύτηκε το ότι δε θα ξαναζήσεις. Διότι για μένα και για μερικούς άλλους, ζεις μέσα από τη μουσική σου. Μπορούμε λοιπόν να πιάσουμε κάποιες πτυχές της ιστορίας από τότε που ξεκίνησες;
Φυσικά. Ύστερα από τόσα χρόνια, δε νομίζω πως θα ήταν κακό να γυρίσω στο παρελθόν. Ίσως είναι μια ευκαιρία να δω κάποια λάθη μου ή να δώσω μερικές εξηγήσεις που δεν πρόλαβα.
Λοιπόν, γεννήθηκες το 1951 σε μια από τις πόλεις που χτυπούσε η καρδιά του rock’n’roll, στο Memphis. Αυτό σημαίνει αναπόφευκτα ότι η κυριότερη επιρροή σου ήταν ο Elvis Presley;
Ε, δε θα το έλεγα, αν και σωστότερο θα ήταν να πω ότι έχασα το ενδιαφέρον που έδειξα για το Βασιλιά το 1964, όταν με συνεπήρε το κύμα της British Invasion και έγινα μανιακός με τους The Beatles, που με άφησαν άφωνο όταν τους είδα το Φεβρουάριο στο The Ed Sullivan Show. Πρώιμες ουσιαστικές επιρροές μου υπήρξαν επίσης οι The Who, The Yardbirds, Roy Wood και Led Zeppelin. Επίσης, θυμάμαι πως είχα πει σε μια συνέντευξή μου ότι ποτέ οι Big Star δεν προσπάθησαν να γίνουν σαν τους The Raspberries και το επαναλαμβάνω και τώρα. Έχοντας ακούσει τραγούδια όπως τα “I Want to Hold Your Hand”, “I Can’t Explain” και “Night of Fear”, η δική μου επιλογή δε θα μπορούσε να ήταν άλλη από το Βρετανικό ήχο της εποχής. Πώς αλλιώς, αφού είχα ψύχωση με το “Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band” και το “Revolver”;
Οπότε, πώς ξεκίνησαν όλα;
Μπορώ να πω ότι η αρχή ουσιαστικά έγινε στις αρχές των ‘70s, όταν δόθηκε η ευκαιρία σε εμένα και τον συμμαθητή μου από το γυμνάσιο Steve Rhea να δουλέψουμε μαζί με μουσικούς όπως τους Tom Eubanks, Alan Palmore (The Wallabys), Terry Manning, αλλά και τους Jody Stephens, Andy Hummel και Alex Chilton, με τους οποίους σχεδόν αμέσως σχηματίσαμε τους Big Star. Ήδη όμως το 1965 και ενώ ακόμα ήμασταν έφηβοι, είχαμε φτιάξει τους The Jynx, μια μπάντα που είχε μεγάλη αδυναμία στον ήχο των The Kinks, The Zombies, Them και The Moody Blues, όπως και στην… ορθογραφία των The Byrds! Σε αυτούς έπαιζε μπάσο ο Bill Cunningham, ο οποίος το 1967 εντάχθηκε στους The Box Tops, όπου συνεργάστηκε με τον Alex Chilton. Επίσης, εγώ και ο Rhea φτιάξαμε τους Christmas Future, μια μπάντα που έπαιζε διασκευές ψυχεδελικών τραγουδιών. Ύστερα συμμετείχα στα συγκροτήματα Ice Water και Rock City, μέσα από τα οποία κράτησα ζωντανή τη σχέση μου με τους Stephens και Hummel. Γνώριζα τον Alex Chilton από την εποχή που πηγαίναμε στο σχολείο, αλλά εκείνος τότε δεν είχε τη μουσική ως πρώτη προτεραιότητα στη ζωή του, σε αντίθεση με εμένα που το είχα πάρει πιο ζεστά, παίζοντας σε σχολικούς χορούς, αν και το έκανα με βαριά καρδιά, επειδή σε αυτούς όλοι ήθελαν να παίζουμε μόνο soul του στυλ Sam and Dave.
Πώς ένιωθες τότε;
Κατά έναν περίεργο τρόπο, είχα τεράστια αυτοπεποίθηση. Ένιωθα ότι κάτι υπέροχο επρόκειτο να συμβεί στο άμεσο μέλλον. Να φανταστείς, τόλμησα και έκλεισα ραντεβού με τον John Fry στα περίφημα Ardent Studios, που είχαν εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας, χωρίς να νιώθω καθόλου το «βάρος» των κολοσσιαίων ονομάτων που είχαν ηχογραφήσει εκεί. Μάλιστα, ενώ εκείνος απουσίαζε, πήγα στον προσωπικό του χώρο μαζί με το θρύλο Terry Manning και κάθισα στην καρέκλα του καπνίζοντας και έχοντας τα πόδια μου πάνω στο γραφείο! Οφείλω όμως να συμπληρώσω ότι πριν από αυτό εγώ και ο Rhea κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας για να βρισκόμαστε καθημερινά στα Ardent και κυρίως στο πλευρό του παραγωγού Steve Cropper (Stax Records house band, Booker T. & the M.G.'s) έτοιμοι να βοηθήσουμε σε ο,τιδήποτε εκείνος μας ζητούσε. Αυτές οι μέρες ήταν μαγικές…
Στα Ardent Studios δε βρέθηκαν και οι Big Star;
Ναι, εκεί πήραν και το όνομά τους. Για την ακρίβεια, η ονοματοδοσία έγινε στο πάρκινγκ των στούντιος, όπου ένα βράδυ μετά από μια πρόβα κάπνιζα μαζί με τους Chilton, Stephens και Hummel. Αναζητώντας από καιρό το όνομα της μπάντας που θα φτιάχναμε είχαμε φτάσει σε αδιέξοδο, όταν είδαμε τι έγραφε η ταμπέλα στο σούπερ μάρκετ που βρισκόταν απέναντί μας. Αυτό ήταν! Μάλιστα, η ίδια «εφευρετικότητα» κρύβεται και πίσω από τον τίτλο του ντεμπούτου άλμπουμ μας “#1 Record”. Δε νομίζω ότι χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις… Ο Chilton χαριτολογώντας έλεγε ότι οι ονομασίες αυτές ήταν προσαρμοσμένες πλήρως στην επικρατούσα “glam and glitter” rock αισθητική, ενώ ο Hummel θεωρούσε πολύ θρασύ το όνομα της μπάντας. Τελικά, κρατήσαμε και τις δύο, επειδή δε μπορούσαμε να σκεφτούμε κάτι καλύτερο.
Πότε σας αντιμετώπισαν στα Ardent ως μια ενδιαφέρουσα νέα μπάντα;
Αμέσως! Οφείλω να ομολογήσω ότι ο Fry ήταν ένας πολύ οξυδερκής τύπος, με τρομερό μουσικό αισθητήριο. Είχα ξανασυναντηθεί με τον Chilton το Φεβρουάριο του 1971, όταν είχε έρθει στο Memphis για επίσκεψη από τη Νέα Υόρκη όπου κατοικούσε προσωρινά. Κανόνισα να κάνουμε την ηχογράφηση του “Watch the Sunrise” με τον Fry παρόντα κι εκείνος εντυπωσιάστηκε! Ο Alex έπαιξε με τη δωδεκάχορδη Martin του σε ένα εντελώς διαφορετικό στυλ από εκείνο των The Box Tops, έχοντας και τα διαπιστευτήρια της συμμετοχής του σε αυτούς. Οι άλλοι τρεις μας, μπορεί να μην είχαμε μέχρι τότε κάποια #1 hit σαν το “The Letter” ή τραγούδια όπως τα “Cry Like a Baby” και “Soul Deep”, αλλά είχαμε ταλέντο. Αυτό προφανώς διέκρινε ο Fry και μας πρότεινε να υπογράψουμε συμβόλαιο μαζί του. Ήμασταν ενθουσιασμένοι και ξεκινήσαμε αμέσως πρόβες στο πατρικό σπίτι του Alex, που κράτησαν τρεις μήνες. Επειδή γράφαμε και οι δύο τραγούδια, συμφωνήσαμε να αναγραφούμε στα credits του δίσκου ως “Bell/Chilton”, κατά το πρότυπο του “Lennon/McCartney”.
Τελικά, τι σε οδήγησε να εγκαταλείψεις τους Big Star μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους;
Κοίταξε, δε μπορώ να αρνηθώ ότι είχαμε όλοι μας μεγάλες προσδοκίες, έχοντας κυκλοφορήσει έναν τέτοιο δίσκο. Κι εγώ, ως πιο ευαίσθητος ή ευάλωτος -τώρα δε θα διαφωνούσα καθόλου με αυτόν το χαρακτηρισμό- πήρα πολύ βαριά το ότι δεν πέτυχε. Πίστευα πολύ σε αυτά τα τραγούδια, όπως και στο ότι είχα πολλά ακόμα να δώσω. Κι έτσι, η εμπορική αποτυχία του άλμπουμ με έκανε να νιώσω ότι είχε έρθει ένα πρόωρο τέλος στα μουσικά μου όνειρα. Αυτή ήταν η αλήθεια που βίωνα τότε. Τώρα όμως, δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος. Ευτυχώς, είχα τον αδελφό μου, ο οποίος προσπαθούσε να με βοηθήσει με κάθε τρόπο. Με είχε πάρει μαζί του σε ένα ταξίδι στην Ελβετία, όπου περνούσα αρκετές ώρες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου πίνοντας μπέρμπον, και στη χώρα αυτή εκεί βγήκε η φωτογραφία με φόντο τις χιονισμένες Άλπεις, που αργότερα έγινε εξώφυλλο στο άλμπουμ μου. Μόλις επιστρέψαμε στο Memphis, είπα στα παιδιά ότι φεύγω από το συγκρότημα.
Υποθέτω ότι ο άλλος λόγος που υπαινίχθηκες έχει να κάνει με τη συνύπαρξή σου με τον Alex. Ο Terry Manning έχει δηλώσει ότι κάποιες φορές ο Chilton σε προκαλούσε, δημιουργώντας αρχικά ένα κλίμα φιλικού ανταγωνισμού που στη συνέχεια εξελίχθηκε σε κρυμμένη αντιζηλία, το οποίο οδήγησε σε μια σχέση αγάπης - μίσους μεταξύ σας. Είναι αλήθεια αυτό;
Ο Alex κι εγώ μέχρι τότε είχαμε ζήσει διαφορετικές ζωές. Εκείνος προερχόταν από μια αρτίστικη γειτονιά, ενώ εγώ από μια κοινωνικά ανερχόμενη μεσοαστική. Να φανταστείς, στην αναγγελία του θανάτου μου, που σου ανέφερα παραπάνω, περιγραφόμουν ως ο γιος ενός ντόπιου εστιάτορα και όχι ως μουσικός. Εκείνος, σε αντίθεση με εμένα, είχε βιώσει μεγάλη επιτυχία με τους The Box Tops, είχε κερδίσει τα δικά του χρήματα, έβλεπε το πρόσωπό του σε εξώφυλλα κοριτσίστικων περιοδικών, περιόδευε ανά τον κόσμο, έπαιζε σε τηλεοπτικές εκπομπές, αλλά και σε συναυλίες ανοίγοντας για τους The Doors και τους The Beach Boys. Τότε δε μπορούσα να το δω, αλλά τώρα πιστεύω πως δεν ένιωθα καλά να βρίσκομαι στην ίδια μπάντα μαζί του. Ίσως κατά βάθος να τον ζήλευα.
Μήπως αδικείς τον εαυτό σου; Ο ίδιος ο Chilton αργότερα δήλωσε ότι οι Big Star ήταν δικό σου δημιούργημα κι εκείνος απλά εντάχθηκε στο δεδομένο ύφος της μπάντας, προσπαθώντας να εναρμονιστεί όσο καλύτερα μπορούσε με το δικό σου μουσικό στυλ. Άλλωστε, είναι απολύτως συνηθισμένο και φυσιολογικό να υπάρχουν διαφωνίες σε συγκροτήματα στα οποία συνυπάρχουν δύο δημιουργικοί και ικανότατοι μουσικοί.
Εντάξει, δε διαφωνώ. Δεν ξέρω όμως πόσο πολύ μπορεί να βασιστεί κανείς σε δηλώσεις, ακόμα κι αν αυτές γίνονται από εμπλεκόμενα σε ένα γεγονός πρόσωπα, ιδιαίτερα όταν ένα από αυτά έχει φύγει και μάλιστα τόσο νωρίς. Πώς το λένε; Ο αποθανών δεδικαίωται; Αν θυμάμαι καλά, ο Richard Rosebrough, που είχε παίξει ντραμς στα δύο άλμπουμ των Big Star που ακολούθησαν, δηλαδή το “Radio City” και το “Third/Sister Lovers”, είχε δηλώσει ότι η αντιδικία μου με τον Chilton δεν ήταν μόνο σε μουσικό αλλά και σε προσωπικό επίπεδο, καθώς και ότι μετά την αποχώρησή μου ο Alex είχε πει ότι «Δε μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Ο Chris τα έχει πάρει και συμπεριφέρεται περίεργα». Από την άλλη, ο Hummel είχε πει πως οι διαφωνίες μας, αν και αρκετά συχνές, ήταν συνήθως δημιουργικές. Λάβε όμως υπόψη ότι ήταν ένας τύπος που ήθελε να έχουμε όλοι καλές σχέσεις και δε συντηρούσε την αντιπαλότητα. Μάλιστα, μια -και μοναδική- φορά, λίγες εβδομάδες πριν τους παρατήσω και επειδή βίωνα μεγάλη ένταση, μετά από μια πρόβα στο σπίτι του Alex, οι δυο μας παίξαμε μπουνιές κι εγώ του έσπασα το πανάκριβο Gibson Thunderbird μπάσο του, ενώ εκείνος το μόνο που είπε σαρκαστικά είναι ότι λυπάται που καταστρέψαμε το περσικό χαλί της μητέρας του Alex, μιας και τα αίματα δε βγαίνουν από τα περσικά χαλιά. Τελικά, αναμφισβήτητο γεγονός ήταν ότι, παρά τις θετικές κριτικές στα Rolling Stone και NME, εξακολουθούσα να παραμένω ένας παντελώς άγνωστος και, όπως αργότερα είπε ο αδελφός μου, συναισθηματικά είχα «πιάσει πάτο».
Μίλησες για τον αδελφό σου. Αληθεύει πως είχατε ταξιδέψει στην Ευρώπη, για να αναζητήσεις ένα καλύτερο μέλλον;
Πράγματι, πήγαμε με τον David στην Ευρώπη και αρχικά μείναμε κοντά στο Παρίσι στο Chateau d'Herouville, δηλαδή στο “Honky Chateau” του Elton John, όπου ο αδελφός μου προσπάθησε μάταια να μου εξασφαλίσει συμβόλαιο με την ΕΜΙ ή κάποια άλλη δισκογραφική εταιρεία. Πολλά από τα τραγούδια που συμπεριλήφθηκαν στο άλμπουμ μου, γράφτηκαν κατά το διάστημα που μείναμε εκεί. Στη συνέχεια πήγαμε στο Λονδίνο και νοικιάσαμε για τέσσερις μήνες ένα υπόγειο στο 28 Kildare Terrace. Το μόνο που κατάφερε ο αδελφός μου ήταν να μου κλείσει δύο συνεντεύξεις στο ΝΜΕ και το Dark Star. Κι έτσι επιστρέψαμε χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα στο Memphis.
Τελικά, ενώ ήσασταν μια εξαιρετική μπάντα, γιατί δε γνωρίσατε την απήχηση που αξίζατε;
Η εποχή ήταν «περίεργη». Τον Απρίλιο του 1970 διαλύθηκαν οι The Beatles, ύστερα από λίγο καιρό πέθαναν ο Jimi Hendrix, η Janis Joplin και ο Jim Morrison, ενώ στο ραδιόφωνο κέρδιζαν όλο και περισσότερο χρόνο οι Deep Purple και γενικά σκληρότεροι από το δικό μας ήχοι. Παράλληλα, τα pop hits είχαν το στυλ των Three Dog Night, οπότε ο brit-rock ήχος των Big Star με τις επιρροές από τη μουσική του Tennessee δε μπορούσε να βρει χώρο για να ανθίσει. Τι κι αν το “#1 Record” πήρε πολύ καλές κριτικές; Οι περισσότερες συναυλίες μας που θα το προωθούσαν προγραμματίστηκαν να γίνουν σε μικρές πόλεις του νότου, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αξιόλογη προσέλευση κοινού, ενώ οι πωλήσεις ήταν απογοητευτικές, λόγω των τραγικών χειρισμών της Stax στη διανομή του δίσκου, που δεν έφτασε καν στα περισσότερα δισκοπωλεία!
Ύστερα από όλα αυτά, θα ήθελα να αποτολμήσω μια τελευταία ερώτηση, βασισμένη στο επίσης αγαπημένο μου “Better Save Yourself”. Τελικά, τι έγινε; Σώθηκες;
(Στα χείλια του ζωγραφίζεται ένα μικρό μειδίαμα) Διάβασε με προσοχή τους στίχους. Ίσως εκεί να βρεις την απάντηση.



