Δημήτρης Κολιοδήμος

Δεν έχω κανέναν λόγο να μισώ μία ταινία

«101 ελληνικές ταινίες που πρέπει να πεθάνεις πριν τις δεις». Ο τίτλος σίγουρα προβοκατόρικος αλλά και ιντριγκαδόρικος. Ο Κώστας Καρδερίνης ‘τσίμπησε’ τόσο ώστε να ζητήσει περαιτέρω εξηγήσεις από τον συγγραφέα

Ασχολείται με το (όλον φάσμα του) σινεμά από το 1975. Έχει περάσει από διάφορα πόστα, κινηματογραφικά και τηλεοπτικά, ταπεινά και επιτελικά. Είναι εμπνευστής, αρχισυντάκτης και επιμελητής του ετήσιου αλμανάκ "Κινηματογράφος" της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της οποίας τυγχάνει τακτικό μέλος από το 1978. Είναι άνθρωπος θετικός, πτυχιούχος μαθηματικός, ορθολογιστής «φυσικός» και σεναριογράφος ενεργός.

Κυρίως όμως είναι συγγραφέας κινηματογραφικών βιβλίων, όπως το Λεξικό ελληνικών ταινιών: από το 1914 μέχρι το 2000 (2001-2011), Ο κόμης Δράκουλας στην οθόνη (2004), 80 χρόνια ξένος κινηματογράφος στην Ελλάδα (2005), Η λατρεία του αίματος (2006), Η Ελλάδα μετά τα μεσάνυχτα (2007), Cineλόγιο (2008) και αρκετά άλλα που αναφέρονται παρακάτω.

Αφορμή για αυτήν εδώ την “ανταλλαγή ιδεών” στάθηκε το νέο του κινηματογραφο-φιλικό πόνημα, 101 ελληνικές ταινίες που πρέπει να πεθάνεις πριν τις δεις, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις οξύ.

 

Ο τίτλος του βιβλίου υποδηλώνει άνθρωπο με αίσθηση του μαύρου χιούμορ. Είναι με το ίδιο πνεύμα γραμμένα τα κείμενα σου;

Μερικά, όχι όλα. Δεν μου είναι καθόλου εύκολο να γράψω μ’ έναν τέτοιο τρόπο. Προσπάθησα, αλλά είμαι σχεδόν βέβαιος ότι δεν τα κατάφερα! Είμαι, εκ φύσεως, ορθολογιστής και νομίζω ότι αυτό βγαίνει, θέλω δεν θέλω. Με χιούμορ, ναι – με μαύρο χιούμορ, όχι.

Γιατί 101; Ποια είναι αυτή 101η ταινία που δεν μπορούσε να μείνει απέξω;

Έχω ήδη γράψει τρία βιβλία που πραγματεύονται 365 (+1) ταινίες – μία για κάθε ημέρα ενός χρόνου (ακόμη κι όταν αυτός είναι δίσεκτος). Κι ένα που εξετάζει 200 ταινίες (Η λατρεία του αίματος) – μία για κάθε... σελίδα ενός βιβλίου σαν αυτό! Αυτό μου είχε, τότε, υπαγορευτεί από τον εκδότη μου, που ήθελε η τιμή κάθε βιβλίου της σειράς αυτής να είναι προσιτή στον αναγνώστη. Γιατί ξεκινήσαμε να φτιάξουμε μία σειρά κινηματογραφικών βιβλίων, ασχέτως του αν δεν έγινε ποτέ... σειρά. Τα δύο επόμενα δικά μου βιβλία έμειναν ημιτελή (Η φύση εκδικείται και Εχθρικοί εξωγήινοι), ενώ ένα τρίτο, άλλου συγγραφέα, εκδόθηκε από άλλον εκδοτικό οίκο, επειδή ο αρχικός εκδότης δεν θέλησε να συνεχίσει τη σειρά.

Το 100 θα ήταν αποτέλεσμα μιας ανάλογης λογικής: 100 σαλόνια, σ’ ένα κινηματογραφικό βιβλίο με προσιτή τιμή. Δηλαδή 100 ταινίες. Που έγιναν 101, επειδή ήθελα ο αριθμός να είναι καρκινικός. Η 101η ταινία αρχικά είχα σκεφτεί να ανήκει στις γυρισμένες αποκλειστικά για το βίντεο, αλλά, τελικά, επέλεξα δύο ταινίες αυτής της κατηγορίας: μία επειδή είχε σαρώσει τα βραβεία ενός φεστιβάλ εκείνης της εποχής (Ο Σαλονικιός} και μία επειδή πίσω από την κάμερα βρισκόταν ο σκηνοθέτης της πιο εμπορικής σύγχρονης ταινίας του κινηματογράφου μας (ΠΟΛΙΤΙΚΗ κουζίνα).

Το εξώφυλλο θυμίζει ρετρό βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες. Επίτηδες;

Ναι. Θέλαμε το εξώφυλλο να έχει μία αίσθηση ρετρό. Όπως και το στήσιμο των εσωτερικών σελίδων του βιβλίου. Για τον ίδιο λόγο η εκτύπωση δεν είναι σε μαύρο χρώμα, αλλά σε βαθύ μπλε.

Πόση έρευνα χρειάζεται μια τέτοια κυκλοφορία; Τι το ιδιαίτερο απαιτεί; Ποιες δυσκολίες είχε σε σύγκριση με τα άλλα σου βιβλία;

Δεν έχει να κάνει με... έρευνα. Γνωρίζω πολύ καλά τον ελληνικό κινηματογράφο. Μην ξεχνάς ότι ένα από τα βιβλία μου έχει τίτλο Λεξικό ελληνικών ταινιών: Από το 1914 μέχρι το 2000 (2001). Τις ταινίες, όλες τις ταινίες, τις έχω δει και τις ξέρω. Κάποιες τις είδα στην εποχή τους, κάποιες άλλες αργότερα. Σχεδόν όλες περιλαμβάνονται στην προσωπική μου συλλογή, που περιέχει περισσότερους από δυόμιση χιλιάδες τίτλους. Για ελληνικές ταινίες ομιλώ, γιατί αν μιλούσαμε για... ταινίες εν γένει, τότε θα σου έλεγα ότι ξεπερνούν τις σαράντα χιλιάδες! Συνεπώς, δεν ήταν θέμα έρευνας – ήταν θέμα επιλογής. Ποιες να περιλάβω και ποιες να αφήσω απ’ έξω. Γιατί υπάρχουν κι άλλες... κακές ελληνικές ταινίες. Ορισμένες από αυτές τις ξαναείδα, κάποιες άλλες όχι. Έρευνα, αν θες, υπάρχει μόνο στο μέρος που αφορά το απόσπασμα της δημοσιευμένης κριτικής ενός συναδέλφου μου.

Με ποια κριτήρια κατέταξες τις ταινίες αυτές ως τις χειρότερες;

Δεν είναι οι «χειρότερες» ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Αυτό δεν το λέω πουθενά. Είναι κάποιες από τις χειρότερες – αυτό, ναι, ισχύει. Σίγουρα, είναι ταινίες κακές. Είναι ταινίες που σε κάνουν να βαριέσαι. Είναι ταινίες που σε εξοργίζουν. Είναι ταινίες που θέλεις να βγάλεις το δισκάκι από το DVD player και να το κάνεις... ιπτάμενο δίσκο. Είναι ταινίες που θέλεις να σηκωθείς από το κάθισμά σου και να βγεις από την αίθουσα, αδιαφορώντας για το τι θα πουν οι άλλοι θεατές. Όχι για τον ίδιο λόγο πάντα. Ακριβέστερα, για διαφορετικούς τις περισσότερες φορές λόγους. Και, οπωσδήποτε, δεν ανήκουν σ’ εκείνη την ιδιαίτερη κατηγορία ταινιών που... είναι τόσο κακές, ώστε γίνονται υπέροχες!

Ως προς τα κριτήρια, τώρα. Επέλεξα να έχουν γυριστεί τα τελευταία 55 χρόνια. Από το 1966, χρονιά που έκαναν στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης την εμφάνισή τους τα πρώτα δείγματα αυτού που μερικά χρόνια αργότερα ονομάσθηκε Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος, και μετά. Επέλεξα, επίσης, να μην υπάρχει δεύτερη ταινία του ίδιου σκηνοθέτη. Και επέλεξα και ταινίες που ορισμένοι συνάδελφοί μου θεωρούν πολύ καλές ή αριστουργηματικές, αλλά κατά την προσωπική μου γνώμη δεν βλέπονται ή δεν αντέχονται. Σήμερα, όχι αναγκαστικά και στην εποχή τους. Διότι είτε ξεπεράστηκαν από τον χρόνο είτε τότε είχαν υπερτιμηθεί. Όσο για τις σύγχρονες παραγωγές, αυτές του αποκαλούμενου Weird Greek Cinema, τις θεωρώ τόσο ψεύτικες και δήθεν όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Σε αλλοτινούς καιρούς, η θεματολογία ορισμένων ενδεχομένως να έδινε κάποια καλά δείγματα ενός κερδοσκοπικού κινηματογράφου. Σήμερα δεν είναι απολύτως τίποτα και γι’ αυτό το κοινό τούς έχει γυρισμένη την πλάτη. Ενδιαφέρουν μόνο κάποιους από το σινάφι μας. Και τους προγραμματιστές των Φεστιβάλ κινηματογράφου…

Δώσε μας σε τίτλους τις 11 πιο μισητές σου ταινίες.

Δεν έχω κανένα λόγο να μισώ μία ταινία. Ούτε τον σεναριογράφο, τον σκηνοθέτη ή τον παραγωγό της. Δεν μου αρέσει, σύμφωνοι, αλλά σίγουρα αρέσει (ή άρεσε) σ’ εκείνους. Σ’ έναν εξ αυτών, σίγουρα! Από την άλλη, είμαι πολύ πιο διαλλακτικός απέναντι σε μία «εμπορική» ταινία, διότι αυτός που την έφτιαξε ασκεί το επάγγελμά του, ζει από αυτό και ρισκάρει δικά του χρήματα, τα οποία θέλει να πάρει πίσω, και πολύ πιο αυστηρός απέναντι σε μία «καλλιτεχνική» ταινία, επειδή εκείνος που την γύρισε κάνει το χόμπι του και, συχνά, ζει σε βάρος όλων των Ελλήνων, επειδή την έφτιαξε με χρήματα του ελληνικού λαού, για την τύχη των οποίων αδιαφορεί επιδεικτικά.

Τώρα αν θέλεις 11 ελληνικές ταινίες που αν δεν είχαν γυριστεί δεν θα  έλλειπαν από κανέναν, να σου πω: Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού – Αλληγορία – Attenberg – Δοξόμπους – Μάης – Μέσα στο δάσος – Νορβηγία – Περιπλάνηση – Πριν το τέλος του κόσμου – Ροζ – Ρομαντικό σημείωμα.

Το βιογραφικό σου στην Ένωση Σεναριογράφων λέει ότι σπούδασες σκηνοθεσία κι έκανες δυο μικρού μήκους. Ποιες; Τι ανέκοψε αυτήν την ιδιότητά σου;

Ήταν πολύ παλιά, την εποχή που σπούδαζα. Σάρκα και πάγος (1977, 4 λεπτά) και Καφές και δημοκρατία (1978, 10 λεπτά). Η πρώτη ήταν ένα «παιχνίδι», αν και χρειάστηκε να γυριστεί τρεις φορές, ώστε να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: να λειώσει ένα παγάκι από την τριβή του πάνω σ’ ένα γυμνό γυναικείο σώμα. Η δεύτερη γυρίστηκε για τις ανάγκες του ομότιτλου έργου, που είχε ανέβει από την ομάδα του Θεατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όμως, δεν ήθελα να ασχοληθώ επαγγελματικά με την παραγωγική διαδικασία. Με ενδιέφερε η συγγραφή κειμένων με θέμα το σινεμά ή για ταινίες. Στη συνέχεια, παρότι συνέχιζα να γράφω, με τράβηξε η τηλεόραση, στην οποία εργάστηκα για μια 20ετία, σε επιτελικές θέσεις αρκετών ιδιωτικών καναλιών. Με την παραγωγή ασχολήθηκα και πάλι για ένα μικρό διάστημα (2010-2011) πολλά χρόνια αργότερα και, τότε, μεταξύ άλλων, είχα και τη σκηνοθετική επιμέλεια του «making of» δύο ταινιών (Ο θάνατος που ονειρεύτηκα, Dos: Μία ιστορία αγάπης, απ’ την ανάποδη...)

Ετοιμάζεις κάποιο επόμενο θέμα / βιβλίο;

Μόλις ολοκλήρωσα τη συγγραφή του δεύτερου βιβλίου της διλογίας που ξεκίνησε με το 101 ελληνικές ταινίες που πρέπει να πεθάνεις πριν τις δεις. Θα έχει τον (αντίθετο) τίτλο 101 ελληνικές ταινίες που πρέπει να τις δεις πριν πεθάνεις. Θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο του 2022 και σ’ αυτό δεν θα υπάρχουν... κριτήρια. Θα περιλαμβάνει ελληνικές ταινίες γυρισμένες από το 1930 (Δάφνις και Χλόη) μέχρι το 2020 (Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς) και ορισμένοι σκηνοθέτες θα εκπροσωπούνται με περισσότερες της μιας ταινίες τους. Θα περιέχει 100 ταινίες απ’ όλο το φάσμα του ελληνικού κινηματογράφου (εμπορικές, καλλιτεχνικές, πειραματικές) συν 1 από εκείνες που γυρίστηκαν αποκλειστικά για το βίντεο, ταινίες που θεωρώ «εξαιρετικές» στον τομέα τους.

Πάρτε μια γεύση... εδώ!