Δομήνικος Ιγνατιάδης

Κινητήριος δύναμή μου ήταν ο θυμός

Η αμεσότητα και η ευθύτητα της ντοκυμαντερίστικης κινηματογραφικής γραφής του δημιουργού περνάνε και στην συνέντευξη αυτή με τον Κώστα Καρδερίνη

Βρίσκεται στο μοντάζ του τρίτου του επιτελεστικού ντοκιμαντέρ [Prison Blues] που θα είναι έτοιμο το 2022, επενδυμένο με την πρωτότυπη μουσική των Lost Bodies. Εντάχθηκε στο διδακτικό προσωπικό του FilmSchool.gr, ομάδας επίλεκτων ανθρώπων της 6ης και της 7ης των Τεχνών, με σκοπό να μεταλαμπαδεύσει γνώσεις και εμπειρίες σε νεότερους κινηματογραφιστές [οι εισηγήσεις του ξεκινούν στις 6 Νοέμβρη 2021]. Δεν ξεχνά το μέρος που μεγάλωσε και τους ανθρώπους που τον επηρέασαν, τον βοήθησαν, τον ενέπνευσαν κι εξακολουθούν να το κάνουν.

Η ευθύτητα, η αμεσότητα και η ειλικρίνειά του σε κερδίζουν αμέσως. Μας έχει ήδη κατακτήσει από πριν με τις εξαίρετες "σκληροπυρηνικές" ταινίες του, δείγματα καθαρού ατόφιου κινηματογράφου κι ενός «μυαλού πολύπλοκου» που έχει ακόμη πολλά να δώσει στο σινεμά τεκμηρίωσης.

Πως ξεκίνησες με το σινεμά;
Οι Γερμανοί έχουν μια έκφραση για τους ανθρώπους που σκέφτονται συνέχεια με εικόνες και βασανίζονται απ’ αυτό. Λένε kinokopf, δηλαδή «κινηματογραφικό μυαλό». Αυτό το είχα από μικρό παιδί αλλά δεν το μετουσίωσα ποτέ μέχρι πρόσφατα.

Αρχικά αποφάσισα να σπουδάσω Γεωπονία. Δίσταζα να ασχοληθώ με τα καλλιτεχνικά αν και η μητέρα μου μου έλεγε πάντα ότι είμαι καλλιτεχνική φύση. Είχε δίκιο: είχα πολύ καλή φωνή, ήμουν στην χορωδία, ήμουν και στη φιλαρμονική, έπαιζα αλτικόρνο. Ποτέ δεν τα είδα στα σοβαρά κι αυτό οφείλεται βασικά στη χαμηλή μου αυτοεκτίμηση. Δεν πίστευα στις δυνατότητές μου.

Η μαμά σου ήταν επίσης καλλιτεχνική φύση.
Ήταν κι αυτή στη χορωδία και μου εμφύσησε την αγάπη της στη μουσική. Και ο πατέρας μου ήταν μουσικόφιλος, από τότε που ήταν φοιτητής στη Γερμανία. Στο σπίτι ακούγαμε Μπιτλς, Ντέμη Ρούσσο και πολύ κλασική μουσική. Τέτοια ακούσματα δεν ήταν συνηθισμένα στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας.

Κι η μητέρα μου βασανιζόταν διότι δεν μετουσίωσε τον καλλιτεχνικό δαίμονα που είχε μέσα της. Πιστεύω ότι όσοι έχουν φλέβα καλλιτέχνη και δεν το κάνουν αυτό τέχνη είτε γίνονται λαμόγια κι απατεώνες (π.χ. παραχαράκτες) είτε είναι πολύ δυστυχισμένοι. Βραχυκυκλώνουν κάποια στιγμή αυτοί που δεν εκφράζονται με την τέχνη.

Η τέχνη λειτουργεί ως αυτοθεραπεία;
Δεν θεωρώ ότι θεραπεύεσαι μέσω της τέχνης. Ελέγχεις, σίγουρα ναι, τα εσωτερικά σου προβλήματα μέσω αυτής και -πάντως- βρήκα μια διέξοδο. Είναι διέξοδος, μια βαλβίδα αποσυμπίεσης!

Το Βίλατζ Ποτέμκιν [2016] ήταν μια τέτοια περίπτωση.
Ναι και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας. Απελευθερώθηκα μεν αλλά ξανά-υποτροπίασα προσωρινά, γιατί, ξέρεις, όσο δεν αντέχω την απόρριψη άλλο τόσο δεν αντέχω και την επιτυχία!!! Όμως σηκώθηκα πάλι [κι ανασκουμπώθηκα] γιατί ήθελα όσο τίποτε άλλο να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για την μητέρα μου.

Στην αρχή το ξεκίνησα για να αυτο-θεραπευθώ αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι δεν παίζει τέτοια πιθανότητα. Έτσι προσπάθησα αρχικά και θυμάμαι ότι με άφησε το μισό μου συνεργείο. Αν κάποιος έχει σκοπό να ασχοληθεί σοβαρά με τον κινηματογράφο, να μην το κάνει όταν βρίσκεται σε κατάσταση φρενίτιδας, πένθους, απογοήτευσης ή ανάγκης για προσοχή. Αυτό μου λέει η προσωπική εμπειρία. Δεν είσαι ο εαυτός σου εκείνη τη στιγμή. Δεν έχει κρυστάλλινο πραγματικό συναίσθημα.

Κάποια στιγμή όμως συνήρθες. Βγήκες από το λούκι.
Ξέρεις πότε βγήκα; Όταν διάβασα τον φάκελο που είχαν στο αναμορφωτήριο όπου ήταν έγκλειστη η μητέρα μου. Την αλληλογραφία μεταξύ της μαμάς της και του προσωπικού του αναμορφωτηρίου. Θύμωσα τόσο πολύ μαζί τους και συμπόνεσα τόσο την μητέρα μου. Ξαφνικά είδα πόσες ομοιότητες είχα μαζί της, τις οποίες δεν ήξερα. Για πρώτη φορά κατάλαβα ότι κρατώ στα χέρια μου κάτι πολύ σημαντικό για μένα και για την ψυχή μου.

Έτσι βγήκα από την παγίδα και κατάλαβα ότι έπρεπε να τα δω όλα αποστασιοποιημένος και καθαρός.

Το σινεμά το σπούδασες;
Έχω παρακολουθήσει σεμινάρια στο Film School με δάσκαλο τον σκηνοθέτη Χρήστο Πυθαρά. Και κάποια ακόμη στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο [ΕΚΠΑ]: κινηματογραφική αφήγηση, ντοκιμαντέρ, σενάριο. Αποκόμισα πολλές γνώσεις αν και δεν το περίμενα. Ήταν συμπυκνωμένες. Μας βάζαν να κάνουμε μικρά ταινιάκια και θυμάμαι το σχόλιο μια καθηγήτριας του ΕΚΠΑ που μου είπε «ξεκίνα να φτιάχνεις ντοκιμαντέρ» –δεν ήξερε ότι είχα ήδη φτιάξει το Βίλατζ Ποτέμκιν. Ήταν μια επιβράβευση εσωτερική.

Ποιοι σκηνοθέτες σ’ αρέσουν;
Ο Πέκινπα, o Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ο Παπατάκης –οι Βοσκοί του. Ο Κασσαβέτης. Ο Κούνδουρος του Δράκου. Ο Αγγελόπουλος με την Αναπαράσταση και τον Θίασο, το Ταξίδι στα Κύθηρα. Η δύναμη της περιφέρειας μακριά από την Αθήνα.

Το υλικό του Ποτέμκιν πώς μαζεύτηκε;
Ξεκίνησα πολύ ρομαντικά και δεν το πίστευα ότι θα έχει τέτοια εξέλιξη. Εμείς ήμασταν απλά οι εαυτοί μας. Οι απεξαρτημένοι, ξέρεις, βοηθάμε ο ένας τον άλλον κι όταν κάποιος πάει να υλοποιήσει ένα όνειρό του υπάρχει αλληλεγγύη. Δεν πίστευαν όλοι ότι θα το τελειώσω. Υπήρξαν πολλές παλινδρομήσεις αλλά κάποια στιγμή βρήκα τους κατάλληλους ανθρώπους και το τελείωσα. Όπως η Ευγενία Παπαγεωργίου στο μοντάζ.

Τότε κατάλαβα ότι «έχω μάτι» καλλιτεχνικό κι όχι μόνο! Όταν κάποιος μένει «καθαρός» χρειάζεται να στοιχειοθετήσει εκ νέου την ταυτότητά του. Να είναι πολιτικό ον και ενεργό μέλος στην κοινωνία. Να έχει άποψη και να σκέφτεται κριτικά. Αλλιώς δεν θα αντέξει.

Κινητήριος δύναμή μου ήταν ο θυμός. Τι διαδραματιζόταν τότε (2012-13) στην ελληνική κοινωνία, ειδικά με τη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών. Θύμωσα πάρα πολύ με την υποκρισία του Λοβέρδου και της κυβέρνησης. Ψάχνανε αποδιοπομπαίο τράγο κι ήξερα καλά σαν πρώην χρήστης τι σημαίνει αυτό. Θα μπορούσα κι εγώ να είχα βρεθεί σε τέτοια δεινή θέση, δεν με βγάζω απέξω. Απλά είχα άλλους τρόπους κι αυτό δεν με κάνει καλύτερο από έναν άντρα ή μια γυναίκα που πουλάει το σώμα του/της σε οικογενειάρχες.

Ήθελα να το κάνω πιο πολιτικό αλλά δεν γινότανε με τα πρωτόγονα μέσα που διέθετα. Άρχισα να προσεγγίζω μητροπολιτικούς ήρωες, που ήξερα το ποιόν τους, τη χροιά της φωνής τους, αν είναι συγκροτημένοι κι αν είναι ειλικρινείς με τον εαυτό τους. Πέτυχα διάνα. Ήμουν πολύ τυχερός διότι τους ήξερα όλους καλά. Κάποιος άλλος σκηνοθέτης εκτός χώρου δεν θα μπορούσε να το κάνει.

Αυτά τα παιδιά είναι μαθημένα να λεν αλήθειες για να μένουν καθαροί. Οπότε τους ήταν εύκολο να το κάνουν και μπροστά στην κάμερα λόγω εμπιστοσύνης, όπως τα λέγανε ανώνυμα στο δωμάτιο των ανώνυμων ναρκομανών.

Εγκιβώτισα όμως και το πολιτικό κομμάτι. Έπρεπε να το κάνω. Τα κωμικοτραγικά της διαπόμπευσης, την άνοδο της Χρυσής Αυγής, το παραμύθι ότι οι χρήστες αυτομολύνονται με έιτζ. Παραμύθια για να βγάλουν απ’ έξω την ουρά τους και να στρέψουν τον κόσμο ενάντια σε ευπαθείς ομάδες οι οποίες είναι παράγωγο σύμπτωμα της νοσηρής κοινωνίας.

Το επόμενο θέμα; Η Γερμανίδα με το ποδήλατο [2021];
Σε αυτή την ταινία εξερευνώ την κινηματογραφική αναπαράσταση της μνήμης, του τραύματος και της ταυτότητας. Διαδραματίζεται στην Ελλάδα και την Γερμανία και εξερευνά τις αναμνήσεις μου μαζί με τις αναμνήσεις της μητέρας μου μέσα από τα ημερολόγια της. Τον ρεαλισμό τον αναπτύσσει σε συνεντεύξεις που εξερευνούν μνήμες, με εκτενείς εικόνες σημαινόμενων.

Η ταινία συνδυάζει τη ρεαλιστική στρατηγική με επιτελεστικότητα στην ερμηνεία του νεότερου εαυτού της μητέρας μου και στα voice-overs. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει γενική επίγνωση της ανάπτυξης αυτοβιογραφικών ντοκιμαντέρ, ταινίες που τοποθετούν έναν κινηματογραφιστή στην καρδιά της δουλειάς του. Οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες ασχολούνται κεντρικά με τη δύσκολη ζωή του σκηνοθέτη, συχνά μέσα στη ζωή του, στις οικογενειακές και άλλες στενές προσωπικές σχέσεις, σε μια προσπάθεια ανακάλυψης και αναπαράστασης.

Ανέκαθεν με βασάνιζε το θέμα της μητέρας μου. Πέσανε κάποια γράμματα στα χέρια μου. Δεν ήξερα τίποτε απ’ αυτά. Έτσι έμαθα ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά στα νιάτα της, ότι μπήκε σε δυο ιδρύματα... Κι ενώ την είχα συναισθηματικά απέναντί μου κι είχα θυμό για την απόρριψη κι αυτό καθόριζε αρνητικά τις σχέσεις μου με το άλλο φύλο – ξαφνικά βλέπω έναν άλλον άνθρωπο που έχει περάσει πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια. Αποκαλύφτηκε στα μάτια μου μια ηρωίδα που επιπλέον κατάφερε να μεγαλώσει με αξιοπρέπεια τρία παιδιά στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, να δουλεύει παράλληλα, να μας μάθει μουσική, να είναι παρούσα σε όλες μου τις εκδηλώσεις, στο σχολείο, στον στίβο, στη φιλαρμονική.

Ο άνθρωπος που είχε περάσει όλα αυτά ήταν η μητέρα μου; Εκεί ξεπετάχτηκε η σπίθα να καταγράψω όλα. Πολύ δύσκολο εγχείρημα. Θα χτυπούσα πόρτες που δε χτύπησα ποτέ. Θα έμπαινα στα ιδρύματα που την «φιλοξένησαν», θα έβρισκα τον φάκελο, που ποτέ δεν περίμενα να βρω. Εξεπλάγην από τους Γερμανούς που ήταν ανοιχτοί σε τέτοιες επισκέψεις, μας περίμεναν με ραντεβού, μας κέρασαν καφέ –έπαθα πλάκα. Στην Ελλάδα δεν νομίζω ότι θα ήταν εφικτό.

Αυτά όλα εκτίναξαν τον προϋπολογισμό στο δεκαπλάσιο του Βίλατζ Ποτέμκιν. Χρειάστηκε τρία χρόνια γεμάτα να γίνει. Άλλαξα τρεις μοντέρ. Ο τρίτος, ο Χρόνης Θεοχάρης, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος. Μεστός επαγγελματίας με ολιστική άποψη, σπουδαγμένος και διαβασμένος, με πολιτική θέση, με συναισθησία. Δεινοπάθησα όμως πριν. Έχασα αρκετά χρήματα με τις προηγούμενες προσπάθειες.

Δύσκολο εγχείρημα και πολύ προσωπικό. Ήθελα να αποστασιοποιηθώ αλλά δεν γινότανε. Η ηθοποιός Μαρίτα Τζατζαδάκη, συνεργάτης από το ξεκίνημα, με βοήθησε στο σενάριο και μαζί με τον Χρόνη βγάλαμε αυτό το αποτέλεσμα. Μπήκα σε πολλά μονοπάτια και ταλαιπωρήθηκα πολύ. Συν τοις άλλοις, δεν ήθελα να πληγώσω τον πατέρα μου, όταν θα έβλεπε την ταινία.

Τι ετοιμάζεις τώρα;
Ένα ρόουντ τριπ, ένα ελεγειακό γουέστερν. Έκπτωτοι ήρωες προσπαθούν να αναγεννηθούν μέσα από το ταξίδι.

Ήξερες τον φίλτατο Ανέστη Μπαμπατζιμόπουλο;
Τον συνάντησα μέσω της επιχείρησης του πατέρα μου. Ο πατέρας μου τον μύησε στη βιολογική καλλιέργεια. Από τους σκαπανείς στον ελλαδικό χώρο, σπουδαγμένος στη Γερμανία, ο πατέρας μου έκανε στόχο της ζωής του να επαναφέρει τη βιολογική καλλιέργεια στην Ελλάδα. Ο Μπαμπατζίμ ήταν ένας, ο πρώτος, απ’ αυτούς που τον πίστεψαν και τον ακολούθησαν. Αυτό έδειξε η πορεία του.

Τα τελευταία τρία χρόνια τον γνώρισα καλύτερα από κοντά και καταγοητεύτηκα. Κατέγραψα την τελευταία του συνέντευξη. Παρέμενε γοητευτικός παρά τα προβλήματα υγείας. Τώρα προσπαθούμε να κεντράρουμε τον γιο του να ασχοληθεί με την κληρονομιά του κτήματος.

Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου κι ο Μπαμπατζίμ είχανε ταυτόσημες ανησυχίες για τα προβλήματα που είχαν με τους γιους τους.

Πως βλέπεις τη συνέχεια;
Κάνω ταινίες στα θέματα που έχω εμπειρία. Στα μονοπάτια που έχω περπατήσει ή θέλω να περπατήσω εφεξής. Πυξίδα μου είναι η εμπειρία και οι άνθρωποι που γνωρίζω. Αυτοί μου εμπνέουν τα σενάρια και δόξα τω θεώ έχουν ανθρώπους δυνατούς με πύρινη καρδιά όπως ο Μπαμπατζίμ.

Πάσες

Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος & ΦυσιοΛογική
Δείτε τη μικρού μήκους Curriculum vitae [2015]