Dury Dava

Δεν ξέρουμε αν η πρωτοτυπία είναι κάτι που πρέπει να εκτιμάται πλέον στη μουσική

Μια συνομιλία επ'αφορμή νέας δισκογραφικής δουλειάς μπορεί να καταλήξει μια παράθεση στερεοτύπων μπορεί όμως και να αγγίξει θέματα ουσίας (κρατήστε π.χ. την ατάκα του τίτλου). Της Μαριάννας Βασιλείου

Συνέντευξη που στήθηκε και απαντήθηκε εντός ολίγων μηνυμάτων – εν όψει και της live παρουσίασης του “Deluxe” που έγινε το Σάββατο 21 Μαΐου στο Block 33 της Θεσσαλονίκης. Σύντομη, άμεση και ουσιαστική – όπως ακριβώς είναι και η μουσική των Dury Dava.

Γιατί αγγλικό όνομα συγκροτήματος ("νταβαντούρι" από την αντίστροφη) και δίσκου, αλλά ελληνικός στίχος;

Γιατί όχι; Δεν υπήρξε κάποιο δίλημμα τη στιγμή που παίρναμε κάποια από αυτές τις αποφάσεις. Μάλλον το όνομα είναι πιο σημαντικό να γράφεται με λατινικούς χαρακτήρες, για να είναι εύκολο το search κλπ. Το “Dury Dava”, παρ’ όλο που όταν έπεσε σαν ιδέα κάναμε διάφορες δοκιμές μέχρι να καταλήξουμε στον τρόπο με τον οποίο θέλουμε να το γράφουμε, νιώθουμε ότι ηχητικά δεν παραπέμπει σε ελληνική λέξη και θα ήταν αταίριαστο να γράφεται με ελληνικούς χαρακτήρες. Το όνομα του δίσκου είναι μια ευρείας χρήσης «έννοια» που παραπέμπει στον τρόπο με τον οποίο λανσάρονται τα προϊόντα - η πρώτη, «απλή», εκδοχή ακολουθείται συνήθως από τη “Deluxe”. Ο ελληνικός στίχος είναι άλλου είδους ανάγκη. Χρησιμοποιούμε τη γλώσσα που μιλάμε κάθε μέρα, γιατί με αυτή νιώθουμε ότι μπορούμε να διαχειριστούμε καλύτερα τα συναισθήματα και τα νοήματα που μπαίνουν στα κομμάτια μας.

Έχω την αίσθηση ότι η βάση της δημιουργικής σας διαδικασίας είναι το τζαμάρισμα. Αν έχω δίκιο, ποια πορεία ακολουθείτε για να μετουσιώσετε το τζαμάρισμα σε τραγούδι;

Σε γενικές γραμμές έχεις δίκιο, τα περισσότερα κομμάτια μας βγαίνουν απευθείας από ομαδικούς αυτοσχεδιασμούς. Ακόμα και εκείνα που φέρνει κάποιος από εμάς σαν πιο δουλεμένη ιδέα, μπαίνουν τελικά σε μια διαδικασία συλλογικής επεξεργασίας, αποδόμησης, επανασυναρμολόγησης και γενικής τροποποίησης, με στόχο να γίνει προϊόν της μπάντας. Και στις δύο περιπτώσεις, τα τραγούδια δουλεύονται σχεδόν αποκλειστικά επί τόπου, στις πρόβες, από όλους μας μαζί. Ηχογραφούμε (με το κινητό) ό, τι παίζουμε στο στούντιο και μετά συζητάμε τι πήγε καλά, τι μας άρεσε και τι όχι. Πηγαίνουμε σπίτια μας και ακούμε, όταν ευκαιρήσει ο καθένας, τι έχει ηχογραφηθεί και αν μπορεί να βγει κάτι πιο συγκεκριμένο απ’ αυτό. Η διαδικασία που ακολουθείται είναι συχνά επίπονη και τραβάει σε χρόνο, γιατί πασχίζουμε να βρούμε κοινό έδαφος και μια κατεύθυνση για το κομμάτι που να μας ικανοποιεί όλους. Πολλές φορές, καλούμαστε να αποφασίσουμε μεταξύ δύο πολύ διαφορετικών λύσεων (π.χ. το «Μεγάλο Μωρό» παραλίγο να έχει τελείως άλλη μορφή και να κρατάει δέκα λεπτά, η μπασογραμμή του «Πισίνα 2» θα μπορούσε να παίζει σε μια άλλη εκδοχή του «Πισίνα 1», η «Μετάλλαξη» θα μπορούσε να είναι δύο ξεχωριστά κομμάτια, και πάει λέγοντας).

Ο ψυχεδελικός/progressive δίσκος έχει επιστρέψει με μεγάλη ένταση τα τελευταία χρόνια, ειδικά στην ελληνική σκηνή. Σε τι νομίζετε ότι οφείλεται αυτό; Και εσείς γιατί επιλέξατε να τον χρησιμοποιήσετε για να εκφραστείτε;

Δύσκολη ερώτηση… Ίσως ο συγκεκριμένος ήχος να είναι ο λιγότερο «χαλασμένος» από τη mainstream, ας πούμε, παραγωγή, να παραπέμπει δηλαδή λιγότερο σε πολύ ακουσμένα και «τυποποιημένα» μουσικά παραδείγματα. Μπορεί αυτός να είναι ο λόγος που πολλές μπάντες και άτομα τον επιλέγουν συνειδητά και μη, ως αισθητική προτίμηση και ως πρακτική. Μπορεί και όχι… Εμείς δεν αισθανόμαστε ότι κάναμε καμία τέτοια επιλογή. Για την ακρίβεια, θέλουμε να πιστεύουμε ότι κινούμαστε αρκετά ελεύθερα μεταξύ των (θολών) ορίων που χωρίζουν όλες αυτές τις εννοιολογικές επικράτειες. Η δική μας επιθυμία ήταν να παίξουμε μια μουσική που ξέρουμε ότι μας αρέσει αλλά δεν υπάρχει ακριβώς, ή τέλος πάντων να βγάλουμε κάτι που να το νιώθουμε αληθινά δικό μας, χωρίς βέβαια να νομίζουμε ότι είμαστε σπουδαίοι και πρωτοτυπούμε. Η πρωτοτυπία δεν είναι στόχος μας, δεν ξέρουμε καν αν είναι κάτι που πρέπει να εκτιμάται πλέον στη μουσική και στην τέχνη γενικότερα. Σημασία έχει να κάνεις κάτι που να σε περιέχει, ενώ προσπαθεί ταυτόχρονα να περιέχει πολλά άλλα άτομα και πράγματα.

Και ο πρώτος και ο δεύτερος δίσκος ηχογραφήθηκαν ζωντανά. Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τρόπο ηχογράφησης και τί πιστεύετε ότι προσέδωσε στους δίσκους σας εν τέλει;

Για μας, μέχρι στιγμής, είναι αυτονόητο ότι οι ηχογραφήσεις γίνονται λάιβ. Αυτό μας δίνει την ασφάλεια ότι παίζουμε όλοι μαζί και οδηγούμε ο ένας τον άλλο στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Παράλληλα, μπαίνει ένα στοιχείο ανησυχίας, γιατί αυξάνονται κατακόρυφα οι πιθανότητες λαθών και κάθε είδους κακοτεχνιών… Πάντως, μας αρέσει να ακούμε τους δίσκους μας και να ξέρουμε ότι αυτό το έχουμε παίξει εμείς έτσι, ότι μπορούμε να το ξανακάνουμε σε πρόβα ή μπροστά σε κόσμο. Επίσης, παίζουμε μια μουσική που έχει διακυμάνσεις, δυναμικές, αλλαγές ταχυτήτων, αλληλεπίδραση. Άρα βγαίνει καλύτερα όταν είμαστε όλοι μαζί. Γενικά θέλουμε τα κομμάτια μας να βγαίνουν λάιβ όπως τα παίζουμε στο στούντιο, από εμάς τους πέντε, χωρίς αυτό να είναι δόγμα, χωρίς δηλαδή να αποκλείουμε το ενδεχόμενο να γραφτεί αλλιώς κάτι στο άμεσο μέλλον.

Μετά τη σαρωτική πρώτη σας δουλειά, σας άγχωσε καθόλου η δημιουργία του "δεύτερου δύσκολου άλμπουμ"; Και αν ναι, πώς αντιμετωπίσατε αυτό το άγχος;

Άγχος δεν υπήρχε πάρα πολύ, αν και όντως είναι αρκετά δύσκολο να αφήσεις πίσω την πρώτη σου κυκλοφορία και να αφεθείς ελεύθερα να φτιάξεις καινούρια πράγματα. Υπήρχαν πολλές δυσκολίες, διαφωνίες και τα λοιπά, για το αν θα έπρεπε να επιλέξουμε συνειδητά μια κατεύθυνση για τον δεύτερο δίσκο, ποια κατεύθυνση θα μπορούσε να είναι αυτή… Τελικά, τα περισσότερα κομμάτια βγήκαν μέσα σε μερικούς μήνες, τη χρονιά 20’-21’, είχαν ένα σχετικά ενιαίο ύφος και πολύ γρήγορα συμφωνήσαμε ότι θα τα κάνουμε έναν δίσκο.

Η δεύτερη δουλειά σας έχει ουσιαστικά τη μισή διάρκεια του ντεμπούτου σας - προτιμήσατε κάτι πιο «ευθύ» σε σχέση με την πρώτη σας δουλειά ή απλά ακολουθήσατε τις ανάγκες της εκάστοτε σύνθεσής;

Ο πρώτος μας δίσκος ήταν η αποτύπωση του συνόλου του υλικού που είχαμε φτιάξει και «εγκρίναμε» ως εκείνη τη χρονική στιγμή, δεν ήταν ακριβώς μια συνειδητή επιλογή ότι θα τα βγάζαμε εκείνα τα κομμάτια έτσι. Αντίθετα, ξεκινώντας τη συνθετική διαδικασία για τα επόμενα, ξέραμε ότι στόχος μας ήταν να γίνει ένας δίσκος. Ξέραμε επίσης ότι θέλαμε να κάνουμε κάτι λίγο διαφορετικό, λίγο πιο εσκεμμένο και μαζεμένο, πιο στοχευμένο ίσως. Η διάρκεια δεν μπήκε στην εξίσωση, φάνηκε απλά πολύ νωρίς ότι πάμε για κάτι μικρότερο, αφού και τα κομμάτια είχαν μικρότερες διάρκειες κατά μέσο όρο σε σχέση με αυτά του πρώτου.

Αν και σύντομο το άλμπουμ, τα κομμάτια καθαυτά έχουν αρκετά εκτεταμένη διάρκεια, κάτι λίγο ασυνήθιστο πια, αν σκεφτούμε το πόσο εύκολα διασπάται η προσοχή όλων μας σήμερα. Ο δίσκος φτιάχτηκε με προοπτική για να ακούγεται ολόκληρος ή ως ένα σύνολο "μεμονωμένων", ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός, τραγουδιών;

Η δική μας πρόταση είναι να ακούγεται ολόκληρος ο δίσκος, γιατί αποτελεί μια ενιαία δουλεία, με εσωτερικές σχέσεις και αυτο-αναφορές. Προφανώς όμως καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι πάντα εύκολο να κάτσεις σαράντα λεπτά να ακούσεις έναν δίσκο απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Θεωρούμε ότι όλα τα κομμάτια ακούγονται μια χαρά και μεμονωμένα. Για τη διάρκεια τώρα, εμείς γράφοντας αυτή τη μουσική παίρνουμε έμμεσα ή άμεσα και μια θέση απέναντι στο ζήτημα αυτό της γρήγορης καθημερινότητας που είναι γεμάτη στόχους και διάσπαση προσοχής, deadlines, φιλοδοξίες, ξυπνητήρια, υπενθυμίσεις και τέτοια. Θέλουμε να μπορούμε να κάτσουμε εφτά ή δεκαπέντε λεπτά να ακούσουμε ένα κομμάτι, χωρίς άγχος και άλλες σκέψεις, απλά να ακούσουμε, να το αφήσουμε και να δούμε πού μπορεί να μας πάει.

Ποιους δίσκους ακούγατε κατά την ηχογράφηση του άλμπουμ και πώς νομίζετε ότι συνέβαλαν αυτοί στη δημιουργία του;

Κατά την ηχογράφηση μάλλον δεν ακούγαμε και πολλούς δίσκους, γιατί ήμασταν δεκατρείς ώρες τη μέρα στο στούντιο με τον Γιάννη (Βούλγαρη, παραγωγό) και γράφαμε ή ακούγαμε αυτά που γράφαμε ή φτιάχναμε σαντουϊτσάκια.

Αν δεν διάβαζα στα liner notes ότι το τραπέζι του εξωφύλλου μαγειρεύτηκε επί τούτου δεν θα το πίστευα. Ήμουν σίγουρη ότι ήταν φωτογραφία από βιβλίο μαγειρικής της δεκαετίας του '70! Πώς και ήρθε αυτή η ιδέα στην Πίνα Κούλογλου και πώς την υιοθετήσατε και εσείς;

Λίγο πριν την ηχογράφηση, τον Ιούνιο του 2021, είχαμε αρχίσει να αναρωτιόμαστε τι εξώφυλλο θα μπορούσε να έχει ο δίσκος. Ζητήσαμε προτάσεις από διάφορα φιλικά πρόσωπα, τα οποία ευγνωμονούμε για τον χρόνο και τις ιδέες τους, και καταλήξαμε ότι η πιο ταιριαστή ήταν αυτή της Πίνας. Κατευθείαν μας έκατσε το “Deluxe” μαζί με την εικόνα του υπερ-επιμελημένου αστικού τραπεζιού, το οποίο στα μάτια μας αποτυπώνει ακριβώς μια χιουμοριστική εκδοχή της γενικής παρακμής του πολιτισμού μας. Η Πίνα αρχικά μας πρότεινε διάφορες φωτογραφίες ήδη υπάρχουσες σε παλιούς τσελεμεντέδες και άλλα βιβλία μαγειρικής, όμως σύντομα συναποφασίσαμε ότι το καλύτερο θα ήταν να το στήσουμε απ’ την αρχή. Ήταν πολύ απαιτητική η διαδικασία, αλλά άξιζε απόλυτα, γιατί καταφέραμε στο τέλος να παίξουμε με το αποτέλεσμα, να βάλουμε κρυφές πινελιές (κοιτάξτε το ζελέ από κοντά), να φτιάξουμε κάτι δικό μας.

Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, βλέπω το φαγητό ως κάτι που διαπερνά το δίσκο: "θα σου δαγκώσω δυνατά το λαιμό όταν πεινάσω" στη «Μετάλλαξη», "έφαγα τις μπούκλες σου μ' αρρώστησα βαριά" και "ξέφυγα πριν ολόκληρο με φας" στο «Καλό Πουκάμισο», "κλιματιστικά οξυγόνο με ταΐζουν" στην «Πισίνα». Συνειδητή επιλογή ή όχι; Και γενικά, τι σας εμπνέει για τους στίχους σας;

Σε συνέχεια της προηγούμενης απάντησης, μας φαίνεται ότι το φαγητό είναι μια ωραία μεταφορά με πολύ βάθος. Συμβολίζει ταυτόχρονα τη βασική ανάγκη, που είναι αγνή και κοινή σε όλους τους ανθρώπους, ενώ σε άλλες περιπτώσεις γίνεται προκλητική ένδειξη πολυτέλειας, κοινωνικού στάτους και εξουσίας. Έχει επίσης μέσα την κατανάλωση, που μας διαπερνάει κι αυτή σε πολλά επίπεδα ατομικά και συλλογικά. Οι στίχοι γενικά γράφονται από τον Δημήτρη (Κούλογλου), τον τραγουδιστή μας, ο οποίος βάζει σίγουρα μέσα τους πολλά δικά του βιωματικά στοιχεία. Αυτά μετασχηματίζονται βέβαια και προσαρμόζονται στο κομμάτι, ενώ πάντα συζητάμε και δίνουμε όλοι μια γνώμη.

Καταπληκτική η 70's αισθητική στο βίντεο κλιπ του «Έλα πάλι να». Πώς οργανώθηκε η δημιουργία του - από το σενάριο ως την υλοποίησή του;

Τον μακρινό χειμώνα της σεζόν 19’-20’, ο σκηνοθέτης Χρήστος Αργυρός μας παρουσίασε μια πρώτη μορφή του σεναρίου για το κλιπ. Η ιδέα μας άρεσε και θέλαμε να βγάλουμε ένα βίντεο, αφού δεν είχαμε κάνει προηγουμένως κάτι τέτοιο. Βρήκαμε άκρη για διάφορα διαδικαστικά και τα γυρίσματα έγιναν τον Ιούλιο του 2020. Περάσαμε πολύ καλά γενικά και θέλουμε να ευχαριστήσουμε ξανά όλα τα παιδιά που δούλεψαν γι’ αυτό και τις φίλες και τους φίλους μας που ήρθαν στη Σαλαμίνα για το πάρτι.

Ποιά είναι τα πλάνα σας μετά την κυκλοφορία του δίσκου- βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα;

Αρχικά, θέλουμε να παίξουμε όσο περισσότερο μπορούμε τους επόμενους μήνες. Έχουμε ήδη κλείσει αρκετές ημερομηνίες μέσα στο καλοκαίρι και κάποιες το φθινόπωρο, ενώ ελπίζουμε να προκύψουν κι άλλα πράγματα. Παράλληλα, έχουμε καινούριο υλικό που δουλεύαμε όλη τη χρονιά και θα θέλαμε να του δώσουμε μια ικανοποιητική μορφή μέχρι το τέλος του χρόνου, ώστε ίσως να κυκλοφορήσουμε κάτι ακόμα σύντομα. Βασικός στόχος μας βέβαια παραμένει να έχουμε τη δυνατότητα να βρισκόμαστε και να παίζουμε όλοι μαζί, να μη χάσουμε την όρεξη και τις ιδέες μας.

(Φωτό: Αλεξάνδρα Μασμανίδη)