Συνήθως, στη δεύτερη ταινία οι πιο πολλοί χαντακώνονται
Από τους ελάχιστους σύγχρονους Έλληνες σκηνοθέτες που έχει αποδοχή από κριτική και από κοινό. Ο Κώστας Καρδερίνης θέτει τις ερωτήσεις σε μια συνέντευξη εφ όλης της πορείας
Δεν χρειάστηκε ουσιαστικά να βγει εκτός συνόρων για να αναγνωριστεί εντός. Είχε ήδη κερδίσει σινεφίλ κοινό και κριτικούς πριν φτάσει στα μεγάλα θεατήρια. Έσκαψε αρχικά βαθιά μέσα του, κόπιασε, «μάτωσε», βρήκε και εξόρυξε το προσωπικό του πολύτιμο μέταλλο. Το βαρύ μέταλλο του ελληνικού κινηματογράφου. Βασικός συνοδοιπόρος και σύντροφος στη δύσκολη απαρχή αυτής της περιπέτειάς του στάθηκε κι ορθώθηκε ο Ερρίκος Λίτσης.
Είναι όμως πολύ ικανός και στην εξόρυξη άλλων, αδελφών κινηματογραφικών μεταλλευμάτων. Πρώτη χρονικά «συγγενής» φλέβα ο Βαγγέλης Μουρίκης, δεύτερη ο Στάθης Σταμουλακάτος και τρίτη ο Μπάμπης Παπαδόπουλος.
Σφυρηλατήθηκε δε δια πυρός και σιδήρου και συνεχίζει να βλέπει μόνο μπροστά.
Έρχεσαι στην Αθήνα και κάτι σε τραβά προς το σινεμά. Τι;
Με πας πολύ πίσω τώρα, ε; Ήταν συγκεχυμένη η διάθεσή μου σχετικά με τον κινηματογράφο. Έψαχνα έναν τρόπο να ξεφύγω από τη Νομική Σχολή. Όνειρό μου ήταν η Καλών Τεχνών. Εναλλακτική διέξοδος η ιδιωτική σχολή κινηματογράφου Ευγενίας Χατζίκου. Γράφτηκα και σιγά-σιγά με πήρε η μπάλα.
Αρχίζω να το αγαπώ, να το καταλαβαίνω, να το διαβάζω και να αντιλαμβάνομαι περί τίνος πρόκειται. Όλο το πεδίο του σινεμά. Τέλειωσα τη σχολή το 1989 και ξεκίνησα με ντοκιμαντέρ. Είναι καθαρό σινεμά, με βοήθησε πάρα πολύ να καταλάβω και να μάθω τον κινηματογράφο.
Πρώτο ντοκιμαντέρ το Καλημέρα νύχτα! [1990] Αρκετά πειραματικό.
Ήμουν/ήμασταν όλοι τότε επηρεασμένοι από τους κλασικούς, Αλέν Ρεναί κ.α. Εξερευνούσα το μέσο. Πειραματιζόμουν αρκετά. Ακόμη και με τη μουσική που είναι μισή-μισή: ενός φίλου πειραματιστή ονόματι Γλαύκωψ και ενός σπουδαίου βιολιστή, του Στέφανου Βαρτάνη. Το θέμα όμως είναι ρεαλιστικό: μια χώρα που καίγεται, ξανακαίγεται και ξανακαίγεται.
Είχες από τότε ένα προσωπικό χιούμορ.
Μπορεί. Μάλλον υπήρχε αυτό. Μαύρο χιούμορ. Και αυτοσαρκασμός ίσως.
Ακολουθεί ένα σενάριο του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Σταδιακή βελτίωση του καιρού [1992], εμπνευσμένο από ένα διήγημα του Ναμπόκοφ. Δοκιμάζω μυθοπλασία. Η μόνη μικρού μήκους φιξιόν που έκανα. Όλο το σενάριο βασίζεται στην τραγική ειρωνεία. Η κοπέλα περιπλανιέται, είναι ευτυχισμένη, ερωτευμένη, χαρούμενη ψωνίζει κ.τ.λ. ενώ αγνοεί ότι η μοίρα έχει πλήξει τον άντρα της. Ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης της φέρνει στο τέλος τα κακά νέα.
Βραβεύτηκε στη Δράμα. Το βασικό χρηματικό βραβείο συνοδευόταν από μια ανάθεση ντοκιμαντέρ από την ΕΡΤ. Ήταν πολύ σπουδαία κίνηση αυτή τότε. Κι έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω το Μόνο μυρίζοντας γιασεμί [1994, ντοκ 30λ]. Επίσης κέρδισε πρώτο βραβείο στη Δράμα, αλλά για μένα ήτανε μια δουλειά που την βάζω πολύ ψηλά. Μου άρεσε πολύ και νιώθω ωραία που την έκανα. [Το κείμενο του Μιχάλη Γκανά αφηγείται ο Σκιαδαρέσης.]
Η αντίστροφη φορά των επικαίρων [οι Γερμανοί ξαναφεύγουν... και δεν ξανάρχονται] στο γιασεμί δίνει επίσης αίσθηση τραγικής ειρωνείας.
Ναι-ναι. Και το κομμάτι του τέλους, Η κομαντατούρα του Ζαμπέτα, αποπνέει αυτό το αίσθημα. Έχει κάνει ολόκληρο δίσκο με τραγούδια της Κατοχής. Εδώ κάποιος προσπαθεί να αποδράσει. Θα τα καταφέρει; Τα κατάφερε; Στο γιασεμί υπάρχει αντίστοιχη αμφιβολία γι’ αυτό του ταίριαξε.
Κατόπιν «επιστρέφεις» στην Κύπρο; Η ζωή που θα ’θελες [1995];
Δεν «επιστρέφω» - απλά έκανα ένα ντοκιμαντέρ κατόπιν παραγγελίας. Μια ελληνοκύπρια παραγωγός που ζούσε στην Ιταλία μου ανέθεσε [δεν θυμάμαι πώς] αυτό το θέμα και το κάναμε. Καλό ήταν. Μου έμαθε πράματα κι αυτό. Η κόπια του υπάρχει στον «σωλήνα» είναι ένα παλιό τελεσινέ, μια κασέτα μπέτα χαλασμένη απ’ τα χρόνια. Δεν είναι πειραματικό το ντοκιμαντέρ - όπως ίσως φαίνεται στη χαλασμένη κόπια. Μπορεί να έχεις και δίκιο ότι έτσι είναι/γίνεται καλύτερο [γελάει].
Γιατί μεσολαβεί σχεδόν δεκαετία μέχρι την πρώτη μεγάλου μήκους;
Μετά ξεκίνησε η ταλαιπωρία του βιοπορισμού και ταυτόχρονα η ταλαιπωρία του πώς κάνεις την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία. Έκανα ντοκιμαντέρ και μπόλικη εκπαιδευτική τηλεόραση. Μια μεγάλη σειρά με θέμα την φωτογραφία, με τον Πλάτωνα Ριβέλλη. Ταυτόχρονα παιδευόμουν να γράψω ένα σενάριο. Είχα κάποια προβλήματα με τη συνεργάτιδα σεναριογράφο. Δεν προχώρησε διότι βρεθήκαμε σε κόντρα και αντιδικία. Τα τσουγκρίσαμε και το πρότζεκτ κατέρρευσε. Έτσι πέρασαν τα χρόνια, μέχρι που τα έκανα όλα στην άκρη και πήρα την απόφαση να προχωρήσω μόνος στο Σπιρτόκουτο [2003]. Ας είναι καλά ο αδερφός Ερρίκος Λίτσης.
Ασχολείσαι λοιπόν με την παθογένεια της μικροαστικής τάξης.
Της μικρομεσαίας τάξης, ναι. Πρόσωπα και καταστάσεις που προέκυψαν μέσα από την παρατήρηση και την εμπειρία της αθηναϊκής ζωής και από αφηγήσεις. Έχει πολλή λύσσα, πολλή οργή και πολλή αποφασιστικότητα. Ήταν μια κρίσιμη στιγμή και μια κίνηση «εφ’ όλης της ύλης». Είχα βαλτώσει πριν, δεν προχώραγε τίποτα κι είχα απογοητευτεί. Γι’ αυτό βγήκε με αυτήν την ένταση κι αυτήν τη δύναμη. Δεν πέρασε αδιάφορη η ταινία. Είναι αλήθεια ότι αναγνωρίστηκε από τους έλληνες κριτικούς [βραβείο ΠΕΚΚ] πλην ενός. Βέβαια, μόνο καλό μου ’καναν οι αρνητικές κριτικές του γιατί με πείσμωσαν πιο πολύ.
Το «ποιός είσαι» είναι τελικά αναπόδραστο από τον χαρακτήρα σου. Πολλοί υπήρξαν αποτυχημένοι σκηνοθέτες αλλά παρέμειναν θετικοί, μεγαλόψυχοι και έδειξαν αγάπη στα καλά έργα των άλλων. Είναι θέμα χαρακτήρα, τί άνθρωπος είσαι.
Το Σπιρτόκουτο ήταν οριακή στιγμή όπως σου περιέγραψα. Χρεώθηκα, πιέστηκα, αγχώθηκα – ήτανε μεγάλη μπουκιά. Έπρεπε να πείσω ανθρώπους, συνεργάτες [να δουλέψουν] χωρίς λεφτά. Πυρετός. Ενάμισης χρόνος σχεδόν, πρόβες και γύρισμα. Είχε θράσος, ήταν ένα στοίχημα. Έγινε πολύ δύσκολα. Υπήρχαν στιγμές που δεν μ’ ενδιέφερε τίποτε περισσότερο, έλεγα στον εαυτό μου, ας κάνω αυτήν την ταινία κι ας πεθάνω, μόνο να καταφέρω να την τελειώσω.
Κρασάρανε οι δίσκοι του ήχου - άλλους εφτά μήνες μοντάζ [φτου κι] απ’ την αρχή. Είχε περιπέτειες η ταινία αλλά βγήκε αυτό που βγήκε. Πήρε χρόνια να καθιερωθεί. Δεν έγινε αμέσως. Είμαστε μικρή χώρα. Δεν έγινε χαμός, αλλά σιγά-σιγά την ανακάλυψε κι ο κόσμος με τα χρόνια και άνθισε.
Από αυτήν την εμπειρία βγήκα πολύ πιο δυνατός και αποφασισμένος, γι’ αυτό και ακολούθησε «η πιο ακραία ταινία όλων των εποχών» μου, Η ψυχή στο στόμα [2006].
Πήγε στις Κάννες, δεν το ’χουν πετύχει πολλοί αυτό με τη δεύτερη ταινία.
Συνήθως, στη δεύτερη ταινία οι πιο πολλοί χαντακώνονται. Η ψυχή στο στόμα είχε πολλή παλαβομάρα. Κρατήσαμε όλα τα θετικά του Σπιρτόκουτου και... φύγαμε μπροστά. Ακόμα πιο ακραία, δηλαδή. Εδώ ξεκίνησε κι η συνεργασία με τον Μουρίκη. Τον έβλεπα τον Βαγγέλη, εδώ στη γειτονιά, στα Εξάρχεια. Τον ρόλο του Περικλή θα τον έπαιζε ένας άλλος ο οποίος όμως φρίκαρε πρώτη μέρα στις πρόβες. Έτσι προσέγγισα τον Βαγγέλη και δέχτηκε. Ξεκινήσαμε και στην πορεία γίναμε φίλοι και συνεργάτες.
Με τον Άκη Καπράνο πως βρεθήκατε;
Τον ήξερα από κοινές παρέες. Ήξερα ότι είναι και μουσικός κι όταν χρειάστηκε το κομμάτι των τίτλων τέλους του το πρότεινα.
Εδώ άρχισε το ενδιαφέρον σου για την επένδυση των ταινιών σου;
Η μουσική άρχισε να με απασχολεί σοβαρά ως σκορ στο Μικρό ψάρι [2014] για να είμαι ειλικρινής. Άσχετα αν στις προηγούμενες υπήρχε μουσική που ακουγόταν από ραδιόφωνα, τηλεοράσεις κ.τ.λ. Πάντα γούσταρα ταινίες που έχουν λιτή μουσική και ειδικά από έγχορδα και κιθάρες. Μου άρεσε αυτή η προσέγγιση, παρά τα συμφωνικά και όλα τα άλλα. Έχω μεγαλώσει με Τρύπες! Ένα-δυο χρόνια πριν τρακαριστήκαμε με τον Μπάμπη [Παπαδόπουλο] στο Ιντεάλ – αυτός έβγαινε εγώ έμπαινα. Διασταυρωθήκαμε κι ενστικτωδώς μιλήσαμε χωρίς να γνωριζόμαστε [από πριν]. Του έχω μεγάλο σεβασμό σαν μουσικό και κιθαρίστα βιρτουόζο. Κρατήσαμε την επικοινωνία κι όταν ήρθε η ώρα του πρότεινα να κάνει τη μουσική. Έκανε εξαιρετική και φοβερή δουλειά. Δένει πάρα πολύ ωραία με την ταινία.
Κι έπειτα ήρθε η ώρα για κωμωδία;
Πήγαμε στην Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς [2020]. Θέλαμε να αποφορτιστούμε λίγο. Να παίξουμε στα ίσα αυτό που λέμε μαύρο χιούμορ και βιτριολική κωμωδία με στοιχεία νουάρ. [τελείως νουάρ λέω, αφού όλοι πεθαίνουν στο τέλος. Και μάλιστα αυτή η πατρινιά μου θυμίζει την Ελλάδα που όλοι σφάζονται στα πόδια της κι αυτή δε χαμπαριάζει.]
Ας πάμε όμως στον Μαχαιροβγάλτη [2010]. Χτύπησες πάλι φλέβα με τον Σταμουλακάτο.
Τον είχα δει στο θέατρο και αμέσως μου κίνησε το ενδιαφέρον. Σπουδαίος ηθοποιός, με πολύ μεγάλο πάθος και ενέργεια και δύναμη και [τον απαραίτητο] τσαμπουκά. Και καλό παιδί. Ψυχούλα. Αμέσως τον οραματίστηκα ως Νίκο στον Μαχαιροβγάλτη. Την γούσταρα πολύ όταν τη φτιάχναμε, έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Και η αισθητική της προσέγγιση, κινηματογραφικά. Έχει αρτιότητα άλλης κλάσης, σε σχέση με τις δυο προηγούμενες που ήταν πιο κλειστές και λόγω παραγωγής. Εξωτερικά αρκετά, άλλα κάδρα, ασπρόμαυρο - πιο συγκλονιστικό.
Βλέπω εκλεκτικές συγγένειες με τον Νίκο Νικολαΐδη.
Είναι καλό να υπάρχει παράδοση κι η μια γενιά να συνομιλεί και να δίνει τη σκυτάλη στην άλλη. Το θεωρώ πολύ βασικό και ουσιώδες. Σημαντικό ως συνέχεια σε ένα πολιτισμικό γίγνεσθαι.
Οι αναφορές μου πατάνε σίγουρα στο ελληνικό σινεμά. Εξού και η αναφορά μου στον Έρωτα στη χουρμαδιά [1990] που κάνω στην Μπαλάντα. Όταν είχα δει την ταινία του Τσιώλη είπα, ώπα, και την ερωτεύτηκα. Ήξερε πολύ καλά την Ελλάδα καταρχάς. Και στο Μικρό ψάρι κάνω μνεία στον Φόβο [1966] του Κώστα Μανουσάκη, σε σχέση με το φινάλε και τον χορό. Στο μεγάλης διάρκειας γλέντι με την Βίκυ που χορεύει στην ταβέρνα, τον Φόβο είχα στο μυαλό μου.
Με το θέατρο γιατί άργησες να ασχοληθείς;
Δεν το κατείχα και δεν το τολμούσα πριν. Θεωρούσα ότι ο καθένας πρέπει να παίζει στο γήπεδό του. Δεν νιώθω καλά να τσαλαβουτάω, είναι έξω από τον χαρακτήρα μου. Δεν μ’ αρέσει όταν το βλέπω στους άλλους. Εκεί που θα είμαι, θέλω να είμαι 100%. Αυτό με κράταγε όλα αυτά τα χρόνια πίσω από το θέατρο.
Το εγχείρημα της παράστασης Στέλλα κοιμήσου [2016] ήτανε συγγραφικό και δραματουργικό. Δοκίμασα πράματα που έρχονται πολύ «ντιρέκτ» από τον κινηματογράφο, σε ευθεία γραμμή από το σινεμά στη σκηνή. Μου πήρε χρόνια όμως. Μου λέγανε πολλοί να το κάνω. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, μια γνώση, μια εμπειρία και μια αυτοπεποίθηση. Κι αν το ξανακάνω θα είναι μέσα απ’ αυτήν την οπτική. Δεν θεωρώ ότι κατέχω την τέχνη του θεάτρου.
Η Μπαλάντα τιμήθηκε από την ΠΕΚΚ ως ταινία της χρονιάς.
Όλες μου οι ταινίες, από το Σπιρτόκουτο ως την τελευταία, έχουν αξιωθεί αυτής της τιμής. Είναι ειλικρινής πιστεύω αναγνώριση. Δηλαδή, το κύριο σώμα των ελλήνων κριτικών με «διαβάζει», με αναγνωρίζει, με εκτιμά και με τιμά. Η Μπαλάντα ήταν πιο φιλική και πιο κοντά στο ευρύ κοινό, οπότε ίσως ήταν πιο αναμενόμενη η βράβευση.
Πόσο κόπο θέλει ένα σενάριο; Τι ετοιμάζεις τώρα;
Κάθε επόμενο σενάριο βγαίνει όλα και πιο δύσκολα. Πολλές αγωνίες και πολύ παίδεμα. Δεν βγαίνουν ούτε εύκολα ούτε αψήφιστα ούτε στο πόδι. Ο χρόνος περνά και ταλαιπωρούμαι από την αίσθηση του χαμένου χρόνου. Όμως ή βιάζεσαι και σκοντάφτεις ή παίρνεις τον χρόνο σου.
Γράφουμε ένα σενάριο με τον Βαγγέλη Μουρίκη και το παλεύουμε. Δεν έχει νόημα να κάνουμε πράματα που ξέρουμε εκ των προτέρων πως θα είναι. Κάθε φορά βάζουμε ένα στοίχημα για να υπάρχει μια πρόκληση.
--------
O Γιάννης Οικονομίδης βρίσκεται στην Θεσσαλονίκη ως μέλος της κριτικής επιτροπής του TiSFF15 και θα δώσει master class, ιδιαίτερο και αντισυμβατικό, παρέα με τον θεσσαλονικέα ράπερ Λεξ [2ΧΧΧ], Σάββατο στις 16 Οκτώβρη 2021, στο Λιμάνι, στην Αποθήκη Δ, στην αίθουσα “Τώνια Μαρκετάκη”.