Η ανάσα ανασύρει περισσότερα νοήματα ή συναισθήματα από τον λόγο
Η τραγουδίστρια και ο συνθέτης μίλησαν στη Μαριάννα Βασιλείου για τη συνεργασία τους που οδήγησε στην κυκλοφορία του "Μια ανάσα δρόμος".
Με τον Χρήστο έχετε συνεργαστεί στο παρελθόν. Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για την πορεία της συνεργασίας αυτής και για τα στοιχεία που την έκαναν να αντέξει στο χρόνο και να εξελιχθεί;
Μαρία Λατσίνου: Η αφορμή της γνωριμίας μας με το Χρήστο ήταν εξαρχής η συνεργασία. Ο Χρήστος έψαχνε τότε μια γυναικεία φωνή και μας γνώρισε η νυν σύζυγός του και συγγραφέας Αγγελική Δαρλάση, με την οποία είχαμε συνεργαστεί παλιότερα (με την ιδιότητά της ως σκηνοθέτη). Έκτοτε μας συνδέει μια παράλληλη και κατά καιρούς κοινή μουσική πορεία, αλλά και ανθρώπινες, φιλικές, οικογενειακές στιγμές. Ο Χρήστος ήταν ο άνθρωπος που από την αρχή πίστεψε σε μένα, πριν από μένα, και μου άφησε χώρο να εκφραστώ και να εξελιχθώ. Θεωρώ ότι υπάρχει ανθρώπινη "χημεία", με την έννοια ότι, πέρα και πάνω από εγωισμούς, σε κάθε συζήτηση και σύμπραξη επικρατεί η λογική βάση, ο σεβασμός, η αποδοχή, η συμπλήρωση, η δημιουργική σύνθεση, κοινή φιλοσοφική θεώρηση και αμοιβαίος θαυμασμός...
Χρήστος Αλεξόπουλος: Εκτός από τα παραπάνω τα οποία προσυπογράφω έχω να προσθέσω ότι ένας επιπλέον λόγος που η συνεργασία άντεξε στο χρόνο είναι ότι δεν το ζορίσαμε ποτέ το πράγμα. Πρωτογνωριστήκαμε προς το τέλος του 2001 κατά τις ηχογραφήσεις του άλμπουμ "Παραλλαγές στο μόνο θέμα", μια πρώτη σκέψη για μια συνεργασία όπως αυτή που κάνουμε τώρα υπήρξε ήδη από το 2004, το αφήσαμε, κάναμε άλλα, για μια περίοδο δεν κάναμε τίποτα (2007 - 2009), μετά κάναμε πάλι άλλα. Όλα γίνανε στην ώρα τους, χωρίς πίεση και με κριτήριο της εκάστοτε δημιουργικές ανάγκες μας. Και βέβαια δεν ήμουν μόνο εγώ που πίστεψα από νωρίς στη Μαρία. Συνέβη και το αντίστροφο. Και εκείνη πίστεψε αντίστοιχα σε εμένα.
Έχεις πρωταγωνιστήσει και σε όπερα ("Η κοκκινοσκουφίτσα και ο καλός λύκος") και σε μουσική παράσταση ("Παραλλαγές στο μόνο θέμα"). Η θεατρικότητα στην ερμηνεία είναι έντονη σε όλο το "Μια ανάσα δρόμος". Πώς προσεγγίζεις την ερμηνεία στα πλαίσια ενός ρόλου και πώς στη δημιουργία ενός τραγουδιού/δίσκου;
Μ.Λ.: Δεν έχω κάποια συγκεκριμένη μέθοδο που ακολουθώ, αν αυτό είναι το ζητούμενο. Η πρώτη μου προσέγγιση είναι ενστικτώδης, εννοώντας ότι δεν γνωρίζω τι με "πάει" προς τα 'κει. Κάποιες φορές νιώθω αυτή την "παλίρροια" στο στομάχι και οι λέξεις μου φαίνονται λίγες, οπότε δοκιμάζω ανάσες, κραυγές, ηχοχρώματα. Άλλες φορές με οδηγεί το μουσικό περιβάλλον ή "πιάνομαι" από μια ενορχηστρωτική ή ηχοχρωματική "ιδιοτροπία". Πάντα δοκιμάζω τρόπους (υπάρχει και μια δόση ίντριγκας σ' αυτό) και μετά από ένα ακουστικό - αισθητικό (και λιγότερο εγκεφαλικό) φιλτράρισμα σταθεροποιώ αυτό που μου "κάνει". Το ίδιο λειτουργώ είτε πρόκειται για ρόλο είτε πρόκειται για τραγούδι. Η διαφορά είναι ότι στη σκηνή έχεις και ένα ακόμα εκφραστικό μέσο που είναι το σώμα.
Τη σήμερον ημέρα, η δισκογραφία περνάει μια από τις πιο δύσκολες φάσεις της. Αυτό είναι κάτι που φοβίζει ή πεισμώνει έναν δημιουργό στην πορεία μιας δισκογραφικής δουλειάς;
Μ.Λ.: Η αλήθεια είναι ότι και η δισκογραφία περνάει δύσκολη φάση και οι δημιουργοί αντίστοιχα: το δισκογραφικό εγχείρημα προϋποθέτει ένα, μικρό ή μεγαλύτερο, χρηματικό κεφάλαιο. Από την άλλη, για μένα, όπως φαντάζομαι και για πολλούς άλλους για τους οποίους η μουσική είναι τρόπος ζωής και έκφρασης, η δύσκολη αυτή συγκυρία δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα. Είναι πρόκληση μεν, αδιαπραγμάτευτη ανάγκη δε.
Χ.Α.: Η δισκογραφία ήταν πάντα "δύσκολη φάση" για όποιον δημιουργό επέλεγε να κινείται στις παρυφές των κέντρων αποφάσεων και μέλημα του ήταν να υπηρετήσει τη μουσική την ίδια και όχι να εξυπηρετήσει άλλα ζητούμενα. Η παρούσα δύσκολη φάση έχει τουλάχιστον το πλεονέκτημα ότι τα πάλαι ποτέ "κέντρα αποφάσεων" δεν έχουν πια το status και την δυναμική προηγούμενων εποχών και αυτό αφήνει οπωσδήποτε ένα περιθώριο να γεννηθούν σημαντικές καταστάσεις και εκτός των τειχών τους.
Από ό, τι διαβάζω, η ηχογράφηση έγινε μόλις μέσα σε δυο μέρες. Αυτό είναι απόρροια του γεγονότος ότι τα κομμάτια είχαν ήδη δουλευτεί στις ζωντανές εμφανίσεις; 'Η η αμεσότητα στην ηχογράφηση ήταν ένας στόχος που σας ενδιέφερε να τον πετύχετε;
Μ.Λ.: Ήταν απόρροια μιας σειράς πραγμάτων. Πάνω στην αρχική κουβέντα για τη συνεργασία καταλάβαμε πως είχαμε ανάγκη να φτιάξουμε μια σταθερή μπάντα, να "βγούμε" στην πιάτσα (είχαμε χρόνια να συμπράξουμε στη σκηνή), να επικοινωνήσουμε τα τραγούδια μας, να μοιραστούμε τον "καημό" μας! Η σκέψη του δισκογραφικού εγχειρήματος υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού, όχι όμως ως πρώτη προτεραιότητα. Έτσι ξεκίνησαν οι πρόβες, τα τραγούδια βρήκαν το δρόμο τους, και, όταν ωρίμασαν, αποφασίσαμε να τα καταγράψουμε σε ένα δίσκο. Πέραν, λοιπόν, του γεγονότος ότι τα κομμάτια ήταν δοκιμασμένα στη σκηνή, η αμεσότητα και η διάδραση, που για μας είναι αδιάσπαστο κομμάτι της μουσικής μας καθημερινότητας, ήταν το ζητούμενο. Δεν "έπαιξε" ούτε για μια στιγμή το ενδεχόμενο να αποστειρώσουμε και να κατακερματίσουμε το ηχητικό σύνολο σε μια προσπάθεια να πετύχουμε το "αλάνθαστο". Άρα το να τα ηχογραφήσουμε ζωντανά ήταν φυσικό επακόλουθο. Το απολαύσαμε ιδιαίτερα και, στα δικά μας αυτιά, αυτό "ακούγεται" και στο δίσκο...
Καλώς ή κακώς, η ροκ μουσική είναι αναπόσπαστα (;) δεμένη με την κιθάρα. Εσείς πώς αποφασίσατε να κάνετε ένα ροκ άλμπουμ χωρίς αυτήν και πώς αντιμετωπίσατε τα "κενά" στον ήχο που προκάλεσε η έλλειψή της;
Χ.Α.: Αυτό λύθηκε εξ αρχής από τη στιγμή που η ενορχήστρωση βασίζεται στο πιάνο και επιπλέον περιλαμβάνει ακορντεόν και κρητική λύρα. Με αυτή την επιλογή οργάνων δεν υπάρχει κάποιο "κενό" στον ήχο από την άποψη των συχνοτήτων. Άλλο τώρα που "ροκ μουσική = κιθάρα". Αυτό έχει να κάνει με την ιστορία του ροκ και το πώς ξεκίνησε αλλά και με την ψυχολογία του τι θεωρούμε ροκ.
Να προσθέσω βέβαια πως δεν λείπουν τα ιστορικά παραδείγματα δημιουργών που ενώ σαφέστατα είναι κομμάτι της ποπ/ ροκ κουλτούρας σε πολλά τραγούδια τους χρησιμοποιούν ελάχιστη ή και καθόλου κιθάρα. Βλέπε τα πρώτα άλμπουμ της Tori Amos (είχε φρικάρει η δισκογραφική της με το ντεμπούτο της ακριβώς για αυτό το λόγο), οι Supertramp (εν μέσω κιθαριστικού καταιγισμού των σύγχρονων τους συγκροτημάτων), οι Ben Folds Five (ιδιαίτερα στο εξαίρετο ντεμπούτο τους) και άλλα τα οποία, παρότι αποτελούν μειοψηφία, είναι κάθε άλλο παρά αμελητέα μεγέθη. Μόλις μου ήρθε στο μυαλό ότι το μακράν δημοφιλέστερο τραγούδι των Foreigner, το "I want to know what love is" (τεράστια διεθνής επιτυχία της εποχής του) δεν έχει ... κιθάρα. Και μιλάμε για ένα συγκρότημα που, είτε στο hard rock είτε στο AOR το κατατάξεις, περιμένεις ότι νομοτελειακά θα βασίζεται σε αυτό το όργανο.
Τέλος πάντων, τα παραδείγματα δεν λείπουν. Το ζήτημα είναι ότι από ένα μέρος μόνο της κριτικής υπάρχει μια αμηχανία να αποδεχθεί αυτήν την έλλειψη κιθάρας σε ένα κατά τα άλλα ποπ/ ροκ περιβάλλον. Πράγμα που (σκεπτόμενος τα παραπάνω) μου προξενεί απορία. Και η απορία μου γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν σκέφτομαι το ενδιαφέρον και τη θετική ανταπόκριση του κοινού για αυτή ακριβώς την "έλλειψη" στις συναυλίες που προηγήθηκαν- και οδήγησαν - στην ηχογράφηση του άλμπουμ. Αφήνω στην άκρη το ότι υπάρχουν και σαφείς jazz αναφορές στην όλη δουλειά, όπου εκεί η κιθάρα δεν είναι καν μέσα στα "εκ των ουκ άνευ" όργανα.
Τέλος έχει σημασία και ποιος παίζει το όποιο όργανο, η αντίληψη του και η τεχνική του. Έχουμε την χαρά με τη Μαρία να συνεργαζόμαστε με μια σταθερή ομάδα εξαίρετων και ευρηματικών μουσικών: ο Φοίβος Βαλαβάνης στα ντραμς, ο Γιώργος Λιάπης στο μπάσο, ο Γιώργος Ανδρουλάκης στην Κρητική λύρα με συμπαθητικές χορδές και ο Αντώνης Σταύρου στο ακορντεόν.
Στο άλμπουμ υπάρχουν επανεκτελέσεις τραγουδιών από τα προσωπικά άλμπουμ του Χρήστου, όπως η "Χαμένη γενιά" και το "Θα μάγευα λουλούδια". Με ποιο κριτήριο επιλέξατε τα κομμάτια αυτά για να συμπεριληφθούν στο δίσκο;
Μ.Λ.: Στο "σεντούκι" του Χρήστου υπήρχαν πάρα πολλά τραγούδια, άλλα δισκογραφημένα, άλλα αδισκογράφητα, άλλα καινούρια, άλλα παλιά. Για μένα, η "Χαμένη γενιά" και το "Θα μάγευα λουλούδια" ήταν δύο από τα λατρεμένα μου κομμάτια, στιχουργικά αλλά και μουσικά, οπότε η επανεκτέλεσή τους ήταν αδιαπραγμάτευτη. Από 'κει και πέρα ο Χρήστος με άφησε "εν λευκώ" να επιλέξω αυτά που θα ήθελα εγώ να τραγουδήσω, αυτά που εμένα μου "έκαναν". Από αυτή την πρώτη επιλογή οι πρόβες και οι ζωντανές εμφανίσεις, αλλά και η σύνθεση της μπάντας, άλλες φορές ανέδειξαν, άλλες φορές "αποθάρρυναν" συγκεκριμένες προτάσεις. Έτσι αποκρυσταλλώθηκαν 12 τραγούδια που δοκιμάστηκαν παντοιοτρόπως πριν βρούν το δρόμο τους δισκογραφικά.
Το "Τα λέμε και αύριο" έκλεινε ως ορχηστρικό το "Vouveau". Τι το ιδιαίτερο έχει αυτό το κομμάτι και σας οδήγησε στο να το ντύσετε με λίγους στίχους στη δουλειά αυτή;
Χ.Α.: Αυτό είχε τους στίχους αυτούς από τότε που το επέλεξα για να συμπεριληφθεί στο "Vouveau". Και δεν ήταν το μόνο κομμάτι σε εκείνο το άλμπουμ που είχε στίχους στην αρχική του εκδοχή. Ήταν τουλάχιστον άλλα δύο που μου ταίριαζαν στο μουσικό concept κι έτσι ... τα ηχογράφησα χωρίς τον στίχο τους! Τόσο ... βουβό ήταν εκείνο το άλμπουμ. Για μένα βέβαια οι στίχοι ήταν πάντα εκεί. Παρόντες. Ήταν ένα "κρυπτικό" και μοναχικό άλμπουμ αυτό. Καμία σχέση με την εξωστρέφεια του "Μια Ανάσα Δρόμος" που επιπλέον είναι αποτέλεσμα μιας δημιουργικής συνεργασίας.
Το "Τα λέμε και αύριο" το παίζαμε στο encore των συναυλιών που προηγήθηκαν της ηχογράφησης. Η θέση του στο άλμπουμ προέκυψε άρα εκ της διαδικασίας. Κατά τα άλλα το τραγούδι επιλέχτηκε γιατί ταίριαζε πάρα πολύ στη φωνή της Μαρίας (το θεωρώ από τις σπουδαίες ερμηνευτικές της στιγμές), άρεσε και στην ίδια πάρα πολύ και ταίριαζε ιδιαίτερα στο σχήμα μας.
Το "Μια ανάσα δρόμος" χρησιμοποιεί κατά κυριολεξία την ανάσα ως μουσικό όργανο. Ερμηνευτικά, πόσο δύσκολο είναι κάτι τέτοιο και ποια διαφορά έχει από το τραγούδι καθαυτό;
Μ.Λ.: Η ανάσα είναι τρόπος έκφρασης, χαράς, ανακούφισης, απόγνωσης, απόλαυσης, θυμού. Τις περισσότερες φορές ανασύρει πολλά περισσότερα νοήματα ή συναισθήματα από τον προφορικό λόγο. Ερμηνευτικά, λοιπόν, αλλά και τεχνικά δεν θεωρώ ότι είναι κάτι δύσκολο, τουλάχιστον εγώ δεν το βλέπω έτσι. Αντίθετα, ξεπερνάει ερμηνευτικούς "σκόπελους" και απευθύνεται άμεσα στο θυμικό, στις κοινές μας μνήμες, αφήνοντας πίσω την αποκωδικοποίηση των λέξεων και τα πολλαπλά νοήματά τους.
Η "Χαμένη γενιά" είναι μια πολύ ακριβής περιγραφή της κατάστασης που βιώνουμε. Πρόκειται για ένα τραγούδι συνειδητής διαμαρτυρίας ή για έναν υπαρξιακό προβληματισμό των δημιουργών;
Χ.Α.: Από τη μεριά μου, του συνθέτη και στιχουργού είναι ακριβώς αυτά τα δύο. Εξαιρετική διατύπωση. Το μόνο που θα άλλαζα είναι η σειρά. Πίσω στο 2006 που ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το τραγούδι (κι ακόμη πιο πίσω στο 2005 που γράφτηκε) ήταν κατ' αρχήν υπαρξιακός προβληματισμός. Σχεδόν κανείς δεν αισθάνονταν τότε την ανάγκη να ασχοληθεί με τέτοια θέματα. Το "Χαμένη Γενιά" είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του στιχουργικού περιεχομένου του άλμπουμ "Παραπούνες & Τριαφύνταλλα" στο οποίο πρωτοεμφανίστηκε. Ο υπαρξιακός προβληματισμός του δημιουργού που νιώθει πια την ανάγκη να μετουσιώσει τον προβληματισμό του αυτόν σε συνειδητή διαμαρτυρία. Αυτά από την δική μου την πλευρά. Η Μαρία ως ερμηνεύτρια μπορεί και να το αντιλαμβάνεται διαφορετικά.
Μ.Λ.: Και για μένα είναι τραγούδι υπαρξιακού προβληματισμού και, αν και δεν το έχω γράψει εγώ, βιωματικό. Όλοι έχουμε "γευτεί" την αναξιοκρατία στην αναζήτηση για δουλειά, για αποδοχή, για δημιουργία. Και πάντα υπήρχε κάποιος με "γνωριμία", με καλύτερη "γνωριμία", με συγγενή "στα πράγματα" ή με καλύτερες "δημόσιες σχέσεις". Και πέραν του αποτελέσματος, η διαδικασία μας "ροκανίζει" χρόνο, αποθέματα ενέργειας και αυτοπεποίθησης, μας γεμίζει άλλες φορές με θυμό, άλλες με απόγνωση, μας μεταλλάσσει. Και ναι, η "Χαμένη γενιά" είναι για μένα τραγούδι συνειδητής διαμαρτυρίας.
Πώς σκοπεύετε να στηρίξετε την κυκλοφορία του "Μια ανάσα δρόμος" βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα;
Μ.Λ.: Αυτή την περίοδο όλη μας η ενέργεια είναι στην πρώτη ζωντανή παρουσίαση του άλμπουμ που θα γίνει στις 28 Απριλίου στο Θέατρο Πόρτα, στον πολύ σημαντικό κύκλο συναυλιών "Τρίτες Παράλληλες". Είναι μια γιορτή για εμάς. Έτσι κι αλλιώς θα ήταν μια γιορτή, πόσο μάλλον τώρα που βλέπουμε πόσο ζεστά έχει πάρει ο κόσμος το άλμπουμ μόλις λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του. Από 'κει και μετά, περισσότερες συναυλίες, περισσότερες μουσικές αναζητήσεις, ενδεχομένως αναθεωρήσεις. Ο δρόμος για μας συνεχίζεται με ένα σημαντικό νέο "γνώμονα" που είναι το άλμπουμ, και με πολλές παλιές συνήθειες, που είναι η αγάπη γι' αυτό που επιλέξαμε να ασχοληθούμε και να αγωνιστούμε, η ανανέωση, η αναζήτηση, η ειλικρινής έκφραση και η πίστη...