Η λογική μας παραμένει ίδια από το ξεκίνημα μέχρι τώρα: να κυκλοφορούμε δίσκους που μας αρέσουν
Μια επισταμένη συνεντευξιακή εξέταση του "έσω ωτός". Σε ρόλο ...ωριλά η Μαριάννα Βασιλείου
Το δεύτερο αφιέρωμα στις σύγχρονες ελληνικές δισκογραφικές εταιρίες έχει ως θέμα του την εταιρία που ταυτίστηκε όσο λίγες με την αγγλόφωνη σκηνή των οο’s και έπειτα: την Inner Ear. O λόγος στον υπεύθυνο επικοινωνίας της Δημήτρη Μπούρα.
Όταν ξεκίνησε η εταιρία το 2007, ακόμα έκοβαν και έραβαν οι πολυεθνικές εταιρίες - ταυτόχρονα όμως είχε ξεκινήσει και η δισκογραφική κρίση. Σε αυτό το μεταίχμιο, πώς αποφασίστηκε η ίδρυση της εταιρίας;
Υπήρχε ένα μεγάλο κενό εκείνη την περίοδο στις κυκλοφορίες ανεξάρτητων ελληνικών σχημάτων, μια και είχε αδρανοποιηθεί μια εταιρία ορόσημο για την χώρα μας, η Hitch-Hyke. Επίσης ο Περικλής έτρεχε εκείνα τα χρόνια την ανεξάρτητη εταιρεία Low Impedance, οπότε είχε ήδη την εμπειρία του πως είναι να έχεις ένα label. Η προσωπική ανάγκη να στραφεί σε πιο δικούς του ήχους αφήνοντας πίσω το πιο πειραματικό ύφος της Low Impedance, συν του ότι υπήρχε έτοιμο και ένα πολύ δυνατό υλικό από μια πατρινή μπάντα ( το “2'”των Abbie Gale) οδήγησαν στο ξεκίνημα του label.
Το 2006 επίσης δεν είχε ξεκινήσει ακόμα η παντοκρατορία των social media. Έχοντας βιώσει την μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη, σε τι θεωρείτε ότι ωφέλησαν και σε τι έβλαψαν τα ΜΚΔ την ανεξάρτητη δισκογραφία;
Από την πρώτη κυκλοφορία μας μέχρι την τελευταία ημερολογιακά έχουν περάσει 10 χρόνια, αλλά στην ουσία είναι σα να έχουν περάσει 10 αιώνες στο χώρο της δισκογραφίας. Άλλα μέσα προώθησης υπήρχαν τότε, τελείως διαφορετικά τώρα. Τότε ανθούσε το MySpace, δεν υπήρχαν Twitter και Instagram, το Facebook έκανε τα πρώτα του βήματα, υπήρχαν ακόμα πολλά περιοδικά και αρκετά blogs. Προφανώς και σαν label συμβαδίζουμε με την εποχή μας, έχουμε λογαριασμούς σε όλα σχεδόν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και προσπαθούμε καθημερινά να αντιληφθούμε τις συνεχείς μεταλλάξεις σε αυτό τον χώρο. Θεωρητικά και σε αρχικό επίπεδο η αυτονομία και η ελευθερία κινήσεων που σου χάρισαν τα ΜΚΔ φάνταζε ιδανική. Φτάσαμε στο σημείο όμως ένα ποσό που θα διέθετες π.χ. για να πληρώσεις μια καταχώρηση σε κάποιο περιοδικό, να το δίνεις για να κάνεις sponsored ένα post στο facebook, μια και αλλιώς δεν θα το εμφανίζει καθόλου, οπότε με διαφορετικές διόδους οδηγούμαστε στο ίδιο σημείο πάνω κάτω τελικά.
Από πού εμπνευστήκατε το λογότυπο και την ονομασία της εταιρίας;
Μακάρι να είχα να σου πω κάποια εξωφρενική ιστορία, αλλά η αλήθεια είναι ότι προέκυψε μέσω brainstorming το όνομα και αφού βρέθηκε και ταίριαξε, το λογότυπο ήταν μια καταπληκτική στιγμή του γραφίστα μας, που κόλλησε υπέροχα με το όνομα.
Δραστηριοποιείστε και στις επανεκδόσεις σε βινύλιο, οι οποίες έχουν όλες σχεδόν εξαντληθεί: ενδεικτικά αναφέρεται το box set των Villa 21, το θρυλικό Nostalgia, τα σόλο άλμπουμ του Παύλου Παυλίδη. Πώς αποφασίζετε ποια άλμπουμ θα επανεκδώσετε; Ποια είναι η διαδικασία και ποιες δυσκολίες έχει;
Βασικός μας στόχος μας είναι να κυκλοφορούμε καινούριες δουλειές και να μην μετατραπούμε σε εταιρεία επανεκδόσεων. Θέλουμε να βλέπουμε το σήμερα και το αύριο και όχι τόσο το χθες. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν δίσκοι που τους έχουμε αγαπήσει πολύ και είτε δεν έχουν βγει ποτέ σε βινύλιο, όπως τα 3 πρώτα albums του Παύλου Παυλίδη και το “Nostalgia”, είτε είναι δυσεύρετοι και πολύ ακριβοί όπως αυτοί των Villa 21. Σε αυτές τις περιπτώσεις βρίσκουμε νόημα να ασχοληθούμε και εφ’ όσον και οι άνθρωποι με τους οποίους ερχόμαστε σε επαφή είναι συνεννοήσιμοι (όπως στις παραπάνω δουλειές), με μεγάλη χαρά τις κυκλοφορούμε. Δεν σου κρύβω ότι θα είχαμε προχωρήσει και σε κάποιες άλλες επανεκδόσεις, αλλά είτε επειδή τα νούμερα και οι απαιτήσεις που ακούμε είναι εξωφρενικές (αποτέλεσμα και της ζήτησης φυσικά, αλλά και της ρετρολαγνείας), είτε επειδή έχουμε το συνήθειο να ζητάμε όλες τις απαραίτητες άδειες από εταιρείες κ.λπ. και πολλές φορές δεν βρίσκουμε καμία άκρη, σε πολλές περιπτώσεις έχουμε κάνει τελικά πίσω.
Με την οικονομική κρίση - ειδικά όπως τη βιώνουμε στην Ελλάδα, με capital controls, πτωχεύσεις επιχειρήσεων κλπ - ποιοί είναι οι σημαντικότεροι σκόπελοι που πρέπει να ξεπερνά (ή και να προβλέπει) μία δισκογραφική κατά τη λειτουργία της;
Η οικονομική κρίση είναι το κερασάκι στην τούρτα της ήδη προβληματικής και κατεστραμμένης παγκόσμιας δισκογραφίας. Τα προβλήματα υπήρχαν ήδη και ήταν μεγάλα και πριν την κρίση. Γυρίζοντας το βλέμμα λίγο πίσω και αναλογιζόμενος την έναρξη των capital controls, τα οποία, επειδή έχουμε την τάση να ξεχνάμε σε αυτή την χώρα, υπάρχουν ακόμα, πραγματικά απορώ πως έχουμε καταφέρει και είμαστε ακόμα στα πόδια μας και συνεχίζουμε να κυκλοφορούμε δίσκους.
Η Inner Ear "επικεντρώνεται κυρίως στην αγγλόφωνη εναλλακτική ροκ, ποπ και σύγχρονη φολκ μουσική αλλά έχει ανοιχτούς ορίζοντες προς κάθε άλλο είδος". Πώς αποφασίστηκε το είδος στο οποίο θα εστίαζε η εταιρία και υπό ποιες προϋποθέσεις δέχεται ένα διαφορετικό είδος; Ή αλλιώς, τι θα πρέπει να έχει ένας/μία μουσικός για να τον/την εντάξετε στο ρόστερ σας, ανεξαρτήτως του ήχου που υπηρετεί;
Θα πρέπει απλά να μας αρέσει πάρα πολύ η δουλειά του. Αυτός ήταν πάντα ο μοναδικός αδιαπραγμάτευτος όρος και τίποτα άλλο. Η Inner Ear δημιουργήθηκε γιατί πάντα υπήρχε μια ιδιαίτερη αγάπη και πίστη στις δυνατότητες της αγγλόφωνης ελληνικής σκηνής και σε αυτή την σκηνή είναι που θέλαμε να δώσουμε βήμα. Το ότι κυκλοφορήσαμε και κυκλοφορούμε δίσκους από ιδιαίτερα δημοφιλείς ελληνόφωνους καλλιτέχνες που πάντα αγαπούσαμε και ακούγαμε, όπως ο Παύλος Παυλίδης, ο Θάνος Ανεστόπουλος, ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο Κ. Βήτα κλπ, προέκυψε στην πορεία και φυσικά είναι κάτι που το κάναμε/κάνουμε με ιδιαίτερη χαρά, αλλά πάντα ο πυρήνας της Inner Ear ήταν και παραμένει η αγγλόφωνη σκηνή. Όσο για το ύφος, είναι ευρύ και συμπεριλαμβάνει όλα αυτά που ακούμε σπίτι μας ως απλοί ακροατές. Δεν θα μπορούσαμε πχ, για να σου δώσω να καταλάβεις, να υποστηρίξουμε σωστά μια stoner κυκλοφορία, γιατί απλά δεν ακούμε αυτή την μουσική και όχι για κάποιο άλλο λόγο, ακόμα κι αν ξέραμε ότι θα μπορούσε να πάει καλά εμπορικά.
Η έδρα της Inner Ear είναι στην Πάτρα και όχι στην Αθήνα ή έστω στη Θεσσαλονίκη. Δυσκολεύει αυτό την δράση της - και αν ναι, πώς ξεπερνιούνται οι σκόπελοι αυτοί;
Ας είναι καλά η τεχνολογία. Υπάρχει καθημερινή επικοινωνία μεταξύ μας μέσω διαδικτύου, οπότε καλύπτεται κατά κάποιο τρόπο η απόσταση μεταξύ Πάτρας, Αθήνας και Σερρών. Προφανώς υπάρχουν δυσκολίες σε απλά καθημερινά πράγματα που θα μπορούσαν να λυθούν πιο άμεσα με την προσωπική επαφή, αλλά παρ’ όλα αυτά ίσως η απόσταση να είναι αυτή που διατηρεί τελικά μια ηρεμία και μια φρεσκάδα σε πάρα πολλές περιπτώσεις.
Πώς (πρέπει να) κινείται μια δισκογραφική για κυκλοφορίες στο εξωτερικό;
Μεγάλη κουβέντα ανοίγεις τώρα. Αν ξέραμε το μυστικό θα το είχαμε ήδη εφαρμόσει. Είμαστε σαφέστατα της λογικής Act Local, Think Global και το βλέμμα μας είναι στραμμένο ξεκάθαρα στο εξωτερικό, παρ’ όλα αυτά δεν είναι κάτι που γίνεται εύκολα. Απαιτεί πολύ κόπο, χρόνο, χρήμα και τύχη. Μόνο με τον συνδυασμό όλων αυτών και την συνοδεία του κατάλληλου μουσικού υλικού μπορεί να πετύχεις κάτι. Έχουμε συνεργαστεί με μεγάλες distribution εταιρείες, με μικρές ανεξάρτητες δισκογραφικές και το παλεύουμε καθημερινά με τεράστιο προσωπικό αγώνα για να μπορέσουμε να κάνουμε ένα κάποιο άνοιγμα. Τα συνεχή δημοσιεύματα και τα θετικά σχόλια μας δίνουν σίγουρα κουράγιο, αλλά η αλήθεια είναι ότι μόνο μέσω των πολλών περιοδειών στο εξωτερικό και αφού φάει αρκετά τα μούτρα της, μπορεί μια μπάντα να καταφέρει ίσως να κάνει κάτι έξω. Πρέπει να αντιλαμβανόμαστε ότι και η Inner Ear είναι μια μικρή ανεξάρτητη εταιρεία, δεν μπορεί να κάνει θαύματα από μόνη της. Χρειάζεται να υπάρχουν tour agencies, publishers κλπ συνδυαστικά με την εταιρεία για να υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα. Δεν γίνεται να περνάνε όλα από τα χέρια ενός οργανισμού, γιατί σίγουρα κάτι δεν θα γίνει καλά στο τέλος. Τι νόημα έχει να υπάρχει ο δίσκος σου σε ένα μαγαζί στη Βέρνη πχ, αν δεν σε γνωρίζει κανένας και δεν είσαι ενεργός συναυλιακά; Το πιο πιθανό είναι να μείνει για πάντα στην προθήκη. Μόνο μέσω των συναυλιών μπορεί πλέον να γίνει κάτι, προσθετικά πάντα με το απαραίτητο promotion.
Ακούγονται πολλά για την επιστροφή του βινυλίου, το θάνατο του cd και την κυριαρχία του ψηφιακού. Τι τελικά από τα τρία ισχύει;
Ισχύουν και τα τρία νομίζω. Για τον θάνατο του cd είμαι πιο βέβαιος σε σχέση με την επιστροφή του βινυλίου. Ενώ σαφέστατα υπάρχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το βινύλιο και όλο και περισσότερος κόσμος θα το προτιμήσει σε σχέση με το cd, ειδικότερα για την Ελλάδα θα μιλήσω, έχουν μειωθεί σε τέτοιο βαθμό οι πωλήσεις και έχουν ανέβει ελάχιστα συγκριτικά οι πωλήσεις βινυλίου, ώστε νομίζω ότι δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος να πανηγυρίζουμε. Το κλείσιμο άπειρων δισκοπωλείων, η μηδαμινή εξοικείωση των νεαρών παιδιών με το φυσικό προϊόν μαζί με την οικονομική δυσπραγία είναι καταστάσεις που ισοσκελίζουν και υπερκαλύπτουν το αυξανόμενο ενδιαφέρον για το βινύλιο. Άσε που πάντα ήμουν της άποψης ότι το βινύλιο δεν έφυγε ποτέ, πάντα υπήρχε αγοραστικό κοινό, απλά τώρα δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου κοινό για το cd. Τουλάχιστον από μεριάς μας δίνουμε πάντα αγώνα οι τιμές μας να είναι παραπάνω από λογικές, ενώ προσπαθούμε ταυτόχρονα να είμαστε συνεπείς και με το πνεύμα της εποχής μας, μιας και οι κυκλοφορίες μας υπάρχουν σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες ακρόασης.
Είστε επίσης στην ομάδα παραγωγής του Up Festival. Πώς το αποφασίσατε και ποια είναι τα μελλοντικά πλάνα σας για το φεστιβάλ;
Στην ομάδα παραγωγής του UP Festival πήραμε μέρος τη δεύτερη χρονιά της ύπαρξής του και αποτελούσαμε μέλη της μέχρι και το πρώτο φεστιβάλ στην Αμοργό το 2016. Πλέον το συνεχίζουν μόνοι τους τα παιδιά τα οποία το ξεκίνησαν, οπότε αυτοί είναι και οι κατάλληλοι για να σου απαντήσουν στην ερώτηση.
Επιλέξατε να γιορτάσετε τα 10 χρόνια της Inner Ear με μια καθαρά μουσική δράση: τα 12 7’’ του A Distant Victory Singles Club, με 24 ανέκδοτα κομμάτια από 12 συγκροτήματά σας. Εξαιρετική ιδέα - πώς το αποφασίσατε και με ποιον τρόπο την υλοποιήσατε;
Είναι κάτι που το σκεφτόμασταν καιρό και η συμπλήρωση των 10 χρόνων ήταν η καλύτερη αφορμή για να το πραγματοποιήσουμε. Όπως αναφέρεις και εσύ, προτιμήσαμε σε σχέση με κάτι συναυλιακό ή εξωδισκογραφικό να πραγματοποιήσουμε κάτι σχετικό με την βασική μας λειτουργία ως Inner Ear. Υπήρχε φυσικά στο μυαλό μας και το Singles Club που είχε δημιουργήσει η Sub Pop στις αρχές της δεκαετίας του '90, οπότε αποφασίσαμε να το εξελίξουμε λίγο δημιουργώντας μια καθαρά συνδρομητική σειρά από δώδεκα 7'' με παρόμοιο εικαστικό εξωφύλλου και ακυκλοφόρητα κομμάτια, τα οποία ο αγοραστής θα παραλαμβάνει σπίτι του κάθε 1η του μήνα για όλο το 2017, χωρίς να γνωρίζει από πριν ποιοί καλλιτέχνες θα συμμετέχουν στη συλλογή.
Μπορείς να αναφέρεις κάποιες κυκλοφορίες της Inner Ear για τις οποίες είστε ιδιαίτερα περήφανοι και τους λόγους για αυτό;
Η λογική μας παραμένει ίδια από το ξεκίνημα της Inner Ear μέχρι τώρα: να κυκλοφορούμε δίσκους που μας αρέσουν, οπότε είμαστε πολύ χαρούμενοι για την μεγάλη πλειοψηφία των κυκλοφοριών μας. Υπάρχει πάντα και το ξεχωριστό γούστο όσων είμαστε στην εταιρεία που κάνει διαφορετικά albums να μας αρέσουν περισσότερο. Σίγουρα το “2” των Abbie Gale, το πρώτο νούμερο στον καταλογό μας δηλαδή, το “Time Machine” των Mary & The Boy, η τριλογία του The Boy, οι δουλειές των Electric Litany και Baby Guru, η «Καλλιθέα» του Φοίβου Δεληβοριά, το «Ιστορίες Που Ίσως Έχουν Συμβεί» του Παύλου Παυλίδη, ο ομώνυμος δίσκος της Σtella, το διπλό album των Chickn, είναι κάποιοι ενδεικτικοί δίσκοι που ο καθένας έχει την δική του ξεχωριστή αξία.
Τι μπορούμε να περιμένουμε από τη Inner Ear το επόμενο διάστημα;
Πολλούς δίσκους και σίγουρα τεράστιο κουράγιο τόσο στον ψυχολογικό όσο και στον οικονομικό τομέα για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε... Μέχρι το τέλος της χρονιάς θα ακολουθήσουν το καινούργιο EP των Bazooka και η πρώτη σόλο δουλειά του Jef Maarawi των Egg Hell. To 2018 θα ξεκινήσει με καινούργια albums από τους Tango With Lions, τους Noise Figures και τους Mary's Flower Superhead, καθώς και δύο ελληνόφωνες κυκλοφορίες που τις περιμένουμε με ιδιαίτερη ανυπομονησία.
Υπάρχουν άνθρωποι τους οποίους θα θέλατε να ευχαριστήσετε δημόσια για την (όποιου είδους) στήριξη έχουν παράσχει στην Inner Ear;
Έχεις παρατηρήσει πολλά credits στους δίσκους στα οποία οι μουσικοί στα ευχαριστήρια αναφέρουν “You Know Who You Are”; Κάπως έτσι είναι και στη δική μας περίπτωσή. Όλοι αυτοί που μας έχουν συμπαρασταθεί γνωρίζουν και ποιοί είναι και ότι έχουν την αγάπη μας. Δημόσια αξίζει να ευχαριστήσουμε αυτούς που μας εμπιστεύονται την μουσική τους για να την κυκλοφορήσουμε, και κυρίως και πάνω από όλους, αυτούς που πληρώνουν ακόμα για να την αγοράσουν.
11 χρόνια μετά, ποιους στόχους της έχει πετύχει η Inner Ear και ποιους βάζει για τα επόμενα 9 χρόνια;
Το γεγονός ότι υπάρχει ακόμα σαν εταιρεία η Inner Ear και μιλάμε αυτή την στιγμή, αποτελεί από μόνο του ένα μεγάλο κατόρθωμα. Είμαστε περήφανοι τόσο για την μεγάλη πλειοψηφία του καταλόγου μας από μουσικής άποψης, όσο και για την αισθητική του και αυτός είναι ένας στόχος που όντως έχει επιτευχθεί και μας κάνει πολύ χαρούμενους. Για το μέλλον, η αλήθεια είναι πως η εποχή που ζούμε είναι τόσο ρευστή ώστε δεν ξέρουμε πραγματικά τι μας ξημερώνει αύριο. Δεν κάνουμε τόσο μακρινά σχέδια, ελπίζουμε απλά να καταφέρουμε να είμαστε εδώ και σε ένα χρόνο από τώρα.