Όταν τα κομμάτια παύουν να είναι αποκλειστικά δικά μου, νιώθω πραγματικά μουσικός
H Μαριάννα Βασιλείου (ξανα)συνομιλεί με έναν δημιουργό που έχει πλέον διαδρομή πίσω του και αναπόφευκτα νέα οπτική
Είχα πρωτομιλήσει με τον Jef Maarawi δέκα χρόνια πριν – είναι πάντα ενδιαφέρον να βλέπεις πόσο εξελίσσεται κάποιος δημιουργός σε τόσο μεγάλα χρονικά διαστήματα. Εν προκειμένω, μιλάμε για έναν άνθρωπο που έχει εξελιχθεί μεν μουσικά, διατηρεί τον δημιουργικό πυρήνα του αναλλοίωτο δε: ευαισθησία, καλοσύνη και μια βαθιά αίσθηση οικειότητας, εμφανέστατη στην τελευταία κυκλοφορία του, το “Gospel”.
Σου ξαναπαίρνω συνέντευξη δέκα χρόνια μετά – τότε είχες βγάλει ως Egg Hell το “Once Part of A Whole Ship”, τώρα κυκλοφόρησες μόνος σου το “Gospel”. Πού βρίσκεσαι σήμερα σε σχέση με τον Τζεφ που ήσουν τότε;
Είναι συγκινητικό αν το καλοσκεφτείς. Όλος αυτός ο κόσμος της μουσικής και η παράξενη θέση που κατέχω σε αυτόν είναι κάτι που ακόμη μου φαίνεται σχεδόν εξωπραγματικό. Σε όλη μου τη ζωή ένιωθα, και νιώθω, σαν τουρίστας στη μουσική - ίσως λόγω της πεισματάρικης αμάθειάς μου. Είναι κάτι που πηγάζει από μέσα μου, μια ανάγκη σχεδόν άγρια, που όμως έρχεται και φεύγει, αφήνοντάς με συχνά να ξεχνάω τι σημαίνει για μένα. Το “Gospel”, με έναν τρόπο, το νιώθω σαν έναν αποχαιρετισμό – τουλάχιστον προς τη μουσική όπως την έβλεπα μέχρι τώρα.
Μετά από τόσα χρόνια στο κουρμπέτι, βλέπεις να έχει αλλάξει η ελληνική σκηνή σε σχέση με την αρχή της καλλιτεχνικής σου πορείας;
Μπήκα στη σκηνή σαν «ο μικρός» σε μια περίοδο που τα πράγματα έμοιαζαν μπερδεμένα και σκοτεινά – ή τουλάχιστον έτσι τα βίωνα εγώ. Η εναλλακτική σκηνή τότε ήταν συμπαγής, με το αγγλόφωνο στοιχείο να κυριαρχεί έντονα. Είναι όμορφο να βλέπω την εξέλιξη που έχει συντελεστεί, και το ότι το ελληνόφωνο έχει βρει ξανά τη θέση του στην εναλλακτική κουλτούρα. Αυτό είναι πάντα θετικό – μια σκηνή που αποδέχεται τον εαυτό της έχει χώρο να μεγαλώσει. Όσο για μένα, η αλλαγή αυτή είναι μια πρόκληση. Είμαι δεμένος με τον αγγλικό στίχο, αλλά βρίσκω κάτι απίστευτα ενδιαφέρον στο να παρατηρώ – και ίσως κάποια στιγμή να πειραματιστώ κι εγώ – με τον ελληνικό. Μέχρι τότε, το απολαμβάνω κυρίως ως ακροατής.
Τότε μου είχες πει ότι ακόμα και όταν ηχογραφούσες διασκευές σπίτι σου, ήθελες να παίξεις με μπάντα. Πώς έγινε ο κύκλος και ξανακυκλοφόρησες δουλειές μόνος σου;
Παρόλο που κυκλοφορώ μουσική ως Τζεφ, η αλήθεια είναι ότι τίποτα απ’ όσα έχω κάνει δεν θα υπήρχε χωρίς τους ανθρώπους που στάθηκαν δίπλα μου στους δίσκους μου. Από τον Βασίλη Βλαχάκο, που είναι από την αρχή ο πολυτιμότερος μουσικός μου σύντροφος, μέχρι νεότερους συνεργάτες όπως ο Aki Rei, είχα την τύχη να πλαισιώνομαι από ανθρώπους που βελτιώνουν αυτό που κάνω. Είναι αδύνατο να μην αναφέρω τον Μαμπρέ Κασαρτζιάν, που είναι μια αθόρυβη δύναμη τόσο στο στούντιο όσο και στη σκηνή, τον Ντεμιάν Γκόμεζ, που έγινε ένας από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους, και φυσικά τον Άγγελο Πολυχρόνου, που είναι σχεδόν «αδερφός» μου. Όταν τα κομμάτια παύουν να είναι κάτι αποκλειστικά δικό μου και μετατρέπονται σε κάτι που μοιράζομαι με αυτούς τους ανθρώπους, τότε είναι που νιώθω πραγματικά μουσικός.
Πώς δουλεύεις γενικά; Γράφεις κομμάτια που στη συνέχεια μαζεύονται για να γίνουν δίσκος; Ή αποφασίζεις συγκεκριμένη κατεύθυνση κάθε φορά με σκοπό μια νέα κυκλοφορία;
Αφήνω τα κομμάτια να έρθουν μόνα τους, αλλά τα τελευταία χρόνια έχω αρχίσει να αναζητώ την έμπνευση πιο ενεργά – μεγαλώνουμε, τι να κάνουμε! Στην περίπτωση του “Gospel”, τα κομμάτια ήρθαν δύσκολα, και κάθε ένα κουβαλούσε τον δικό του πόνο. Ο δίσκος ξεκίνησε μετά τον θάνατο του Χρήστου Κούση, στον οποίο αφιερώνω και τον δίσκο. Ήταν σαν μέλος της οικογένειάς μου. Αυτή η απώλεια με έκανε να αναλογιστώ πολλά – πόσο συχνά βλέπουμε τον θάνατο μέσα από έναν εγωιστικό φακό, σαν κάτι που παίρνει κάτι από εμάς. Ο Χρήστος ήταν ένας άνθρωπος που δεν σταμάτησε ποτέ να κυνηγά τη γνώση. Νομίζω πως, μέσα από αυτήν τη διαδικασία, κατάφερα να αφήσω πίσω λίγη από την αγωνία που συνοδεύει τη φιλοδοξία.
Το κερί-άνθρωπος στο εξώφυλλο είναι πραγματικό ή σύνθεση; Πώς στήθηκε γενικά το artwork;
Το εξώφυλλο είναι δημιούργημα του Γιώργου Παπαδάκη, που ανέλαβε το artwork του δίσκου. Τις δύο φορές που συνεργαστήκαμε, κάναμε μεγάλα τηλεφωνήματα και εκείνος κατάφερε να αποτυπώσει με τον δικό του μοναδικό τρόπο τις ιδέες που είχα. Στην περίπτωση του “Gospel”, είχα συγκεκριμένα στο μυαλό μου τα χρώματα και τη γραμματοσειρά, αλλά δυσκολευόμουν να βρω την κεντρική εικόνα που θα αποτύπωνε το νόημα του δίσκου. Ο Γιώργος πήρε την ιδέα της προσευχής – αυτού που συμβολίζει το Gospel ως δίσκος, όλα όσα δεν μπόρεσα να πω ή να κάνω – και το μετέτρεψε σε κάτι πολύ έντονο και προσωπικό.
Η «Δήμητρα» μοιάζει να αναφέρεται στη Δήμητρα της Λέσβου, αν κρίνω από τις πέρλες και τα φάρμακα στο πρωινό. Είναι και το μοναδικό ελληνόφωνο κομμάτι του δίσκου. Γιατί αυτή η επιλογή;
Η Δήμητρα της Λέσβου ήταν ένας άνθρωπος που, από την πρώτη στιγμή που είδα στις συνεντεύξεις της, με γέμισε με φως. Ήθελα να γράψω ένα τραγούδι για εκείνη πολύ πριν φύγει από τον τόπο της λόγω της βίας που βίωσε, πριν κλειστεί σε ίδρυμα, πριν χαθεί. Όταν έμαθα πως πέθανε – κάτι που άργησε ανεξήγητα να γίνει γνωστό – ένιωσα ότι δεν μπορούσα να το γράψω. Ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι του δίσκου, και ντρεπόμουν να βρω μέσα μου τη φωνή, πόσο μάλλον για το πρώτο μου ελληνόφωνο. Με τον καιρό, όμως, κατάλαβα τι ήταν αυτό που με έκανε να τη σκέφτομαι τόσο έντονα. Ήταν το φως της, η δύναμη και η αξιοπρέπειά της. Πιστεύω πως το συγκεκριμένο κομμάτι είναι το πιο αντιπροσωπευτικό θεματικά για τον δίσκο. Το έγραψα στα ελληνικά γιατί έτσι θα ήθελα να της πω αυτά που της λέω.
Το "Lingua" είναι στα πορτογαλικά (αν το κατάλαβα καλά). Το δελτίο τύπου λέει ότι πραγματεύεται τον αγώνα να εκφραστεί κανείς σε μια οικεία αλλά ξένη γλώσσα. Πώς προέκυψε η πορτογαλική εδώ;
Ναι, το “Lingua” πραγματεύεται ακριβώς αυτό: την αίσθηση ότι μια γλώσσα οικεία μπορεί να φαίνεται ξένη όταν έρχεται η στιγμή να εκφραστείς βαθιά. Είναι περίεργο πώς, ενώ το συγκεκριμένο κομμάτι έχει τόσο λακωνικό χαρακτήρα, κατέληξε να είναι – για μένα τουλάχιστον – και το πιο pop! Η πορτογαλική γλώσσα φάνηκε φυσική επιλογή, καθώς εκφράζει ακριβώς αυτό το δίπολο: κάτι κοντινό και, ταυτόχρονα, μακρινό.
Έχοντας χάσει τον πατέρα μου, με συγκίνησε ιδιαίτερα το "Babossa", γιατί μιλάει για εικόνες που μου θυμίζουν κι εμένα στιγμές ζωής. Μπορείς να μου πεις περισσότερα για τη δημιουργία του συγκεκριμένου κομματιού;
Αυτό που μου λες είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορώ να λάβω από τα τραγούδια μου. Με συγκινείς και σ’ ευχαριστώ που το μοιράστηκες. Το “Babossa” μιλάει για τη βαθιά, περίπλοκη σχέση μου με τον πατέρα μου – μια σχέση που, ευτυχώς, μπορώ ακόμα να εξελίσσω. Πολλοί δεν ξέρουν ότι ο πατέρας μου, ως Σύρος, μάθαινε ελληνικά παράλληλα με μένα. Υπήρχε πάντα το εμπόδιο της γλώσσας, αλλά και η έντονη αυστηρότητα που τον χαρακτήριζε. Καθώς μεγαλώνω, όμως, βλέπω τη δική του πειθαρχία μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που βρίσκεται πια στη θέση που ήταν εκείνος τότε. Στο χάος της Βραζιλίας, έβρισκα τον χρόνο να σκεφτώ όλα όσα ήθελα να του πω, αλλά συχνά ξεχνούσα όταν τον έβλεπα. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πήρα την πρωτοβουλία να τον καταλάβω καλύτερα: έγραψα δεκάδες ερωτήσεις και του έκανα ένα τηλεφώνημα που κράτησε τρεις ώρες. Από τότε, κάθε πρωί, μου στέλνει μια φωτογραφία ενός λουλουδιού – μια μικρή, σιωπηλή γέφυρα που μας ενώνει.
Με ποιους τρόπους σκοπεύεις να στηρίξεις την κυκλοφορία του άλμπουμ;
Δεν είμαι καλός σε αυτό το κομμάτι, κι αυτό φαίνεται. Πάντα λειτουργούσα λίγο σαν outsider, με έναν τρόπο που ίσως μοιάζει αλλοπρόσαλλος. Ωστόσο, μέσα από όμορφες συζητήσεις όπως αυτή που κάνουμε τώρα, αρχίζω κι εγώ να καταλαβαίνω τι σημαίνει να στηρίζεις μια δουλειά. Ίσως το σημαντικότερο είναι να παραμείνω αληθινός σε ό, τι εκπροσωπεί ο δίσκος.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα;
Δεν έχω συγκεκριμένα σχέδια. Θέλω να συνεχίσω να δημιουργώ, να μοιράζομαι ιδέες με ανθρώπους που εμπιστεύομαι και να μένω ανοιχτός σε ό, τι φέρει το μέλλον.
Το “Gospel” κυκλοφορεί από την Inner Ear. Οι φωτογραφίες είναι του Danilo Arenas Ireijo.