Δίνω στις ηχογραφήσεις αυτό που θέλει ενστικτωδώς η καρδιά μου να ακούσει
Η Μαριάννα Βασιλείου δεν άκουγε ποτέ μέταλ, ο Kristoffer Rygg το έχει αφήσει πίσω ανεπιστρεπτί.
Οι Ulver (και το “Shadows of the sun”) είναι συνδεδεμένοι ανεξίτηλα με κάποιες πολύ ιδιαίτερες στιγμές της ζωής μου. Και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ο τύπος με τη βαθιά, ζεστή φωνή που τραγουδούσε “Love… the only thing that makes us human” ούρλιαζε σε αρχαΐζοντα δανο-νορβηγικά μερικούς δίσκους πριν. Και σίγουρα δεν μπορούσα να φανταστώ ότι χρόνια μετά θα έκανα μια συνέντευξη με τον τύπο εκείνο, τον Kristoffer Rygg, η οποία θα ξέφευγε πολύ χρονικά (σχεδόν μια ώρα, εξ ου και το μέγεθος της συνέντευξης) και θα ένιωθα τόσο άνετα, σε σημείο που να φτάσω να του πω ότι ουσιαστικά μισώ το metal παρελθόν του. Δεν είμαι πια εκείνη που άκουσε τότε το “All the love”, αλλά και ο Rygg δεν είναι ο metalhead του παρελθόντος. Ίσως για αυτό η κουβέντα μας να ήταν τόσο εκτεταμένη και ουσιώδης.
- Έχεις χαρακτηρίσει το “The Assassination of Julius Caesar” ως «μάλλον “poppy”». Και πάλι, καταφέρνεις να συνδυάσεις σε αυτό την pop κουλτούρα, την ιστορία και τον μύθο. Για παράδειγμα, στο “Nemoralia”, συνδέεις την Πριγκίπισσα Νταϊάνα και τη θεά Άρτεμη (Diana). Εν γένει, η pop κουλτούρα θεωρείται υποδεέστερη σε σχέση με το μύθο και ο μύθος, με τη σειρά του, γίνεται αποδεκτός ως παραμύθι αντί ως ένας διαφορετικός τρόπος εξήγησης της πραγματικότητας σε σχέση με την ιστορία. Για σένα, τι σχέση έχουν αυτά μεταξύ τους και για ποιο λόγο διάλεξες να τα συνδυάσεις στο άλμπουμ;
Ο τρόπος με τον οποίον προσεγγίσαμε τους στίχους μας στον δίσκο αυτό δεν είναι πολύ διαφορετικός από ό, τι έχουμε κάνει πριν. Είναι μια όψη που προφανώς βαρύνει εξίσου με τη μουσική για μας – αλλά δυστυχώς, σε έναν κόσμο γεμάτο mp3 και streaming, πολύς κόσμος την παραβλέπει. Αυτό το άλμπουμ έχει γίνει με στόχο να προσληφθεί από τις λέξεις και τις εικόνες που συνοδεύουν τους ήχους, θα έλεγα. Και συμφωνώ ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της pop μουσικής δεν είναι υποχρεωτικά πολύ ουσιώδες και συνήθως λειτουργεί σε ένα πλαίσιο άμεσης ικανοποίησης, από το οποίο πολύ γρήγορα φεύγεις και πας στην επόμενη δόση. Αυτό φυσικά είναι πολύ διαφορετικό από τον τρόπο με τον οποίο εμμένουμε στα κείμενα, στις εικόνες και στις πηγές μας, ανεξάρτητα από τη φόρμα που θα έχει η μουσική στον κάθε δίσκο. Στην πραγματικότητα, το άλμπουμ αυτό ξεκίνησε με το γράψιμο των στίχων πριν παίξουμε έστω και μια νότα! Και όσον αφορά στη ερώτησή σου, αγγίζουμε πράγματα και γεγονότα στους στίχους που θα μπορούσαν ίσως να θεωρούνταν η pop κουλτούρα των αρχαίων χρόνων, ας πούμε. Και η pop κουλτούρα ίσως να θεωρείται υποδεέστερη γιατί συμβαίνει τώρα, δεν ξέρω. Το πέρασμα του χρόνου είναι σίγουρα κάτι ενδιαφέρον, αν το σκεφτείς υπό αυτήν την έννοια. Σε χίλια χρόνια, ποιος ξέρει, ίσως ο θάνατος της Νταϊάνα ή ο Ντόναλντ Τραμπ να είναι γεγονότα πελώριας κοινωνικής σημασίας. Σε κάθε περίπτωση, μουσικά μας είλκυσε η ιδέα του να κάνουμε κάτι που να είναι «σχεδόν όχι εμείς», αλλά κάτω από έναν τίτλο που φέρει περισσότερους βαρείς συνειρμούς – ένα μεγάλο μετασχηματιστικό γεγονός στην ιστορία. Και το να παρατάξουμε αυτά τα πράγματα απέναντι στα πιο σύγχρονα και μοντέρνα από αυτά ήταν επίσης ενδιαφέρον για μας, για πολλούς λόγους.
- Ο Ando Woltmann γράφει στο δελτίο τύπου ότι θέλατε να κάνετε ένα τέτοιο άλμπουμ για πολλά χρόνια, «ώστε να βουτήξετε στη μουσική της παιδικής [σας] ηλικίας». Ποια ήταν η μουσική της δικής σου παιδικής ηλικίας;
Όπως οι περισσότεροι που ξέρω, ξεκίνησα να ακούω metal ως έφηβος. Αλλά πριν από αυτό, η πρώτη μου μουσική ανάμνηση είναι από όταν ήμουν μικρούλης και ζούσα στην Πορτογαλία και αργότερα στη Μαδέρα, κι αυτή αποτελείται από funk, soul και disco ήχους των τελών της δεκαετίας του ‘70 (γέλια). Αλλά μετά, στη στροφή της δεκαετίας του ’80 – ήμουν πέντε χρονών το 1981 – οι Men at Work έβγαλαν τη μεγάλη τους επιτυχία “Down under”… Όλα αυτά που ήταν μεγάλες ραδιοφωνικές επιτυχίες του καιρού βασικά σάρωσαν τα πάντα και μπήκαν στα ευεπηρέαστα αυτιά μου. Κάνα δυο χρόνια μετά γύρισα στη Νορβηγία, και εκεί ακούγονταν οι Tears for Fears, οι Talk Talk, η Madonna and η Kate Bush, τέτοια πράγματα. Μετά φυσικά έγινα έφηβος και το γύρισα στο punk, στο hardcore και στο skate και στο metal και στο thrash και στο death metal και κυριεύτηκα από αυτά για πολλά χρόνια. Αλλά οι αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία φυσικά και δεν έφυγαν ποτέ. Το ότι αγαπώ την pop μουσική δεν είναι μυστικό για αυτούς που με ξέρουν, δεν είναι κάτι που το κρύβω! Απλά μου βγαίνει στο φουλ από μέσα μου τώρα που είμαι 40, είναι η κρίση της μέσης ηλικίας (γελάει)!
- Όταν μιλάμε για pop μουσική, εννοούμε την «δημοφιλή» (“popular”), χωρίς απαραίτητα αυτή να είναι ελαφριά ή υποδεέστερης σημασίας. Πώς μπορεί κανείς να ορίσει την pop μουσική σήμερα;
Ακριβώς – αν το δεις με τη στενή του όρου έννοια, η pop μουσική είναι φυσικά απλά αυτό που είναι δημοφιλές, αυτό που αρέσει στον περισσότερο κόσμο. Αλλά “pop” music το 2017 σημαίνει κάτι άλλο από αυτό που εννοώ χαρακτηρίζοντας το “The Assassination of Julius Caesar” ως pop! Με αυτό εννοώ ότι απλά είναι ένα είδος φλερτ με την κλασική σύλληψη της έννοιας της pop μουσικής της δεκαετίας του ’80 και εν μέρει του ’90. Προφανώς και απολαμβάνω και πολλή μουσική που δεν είναι πολύ δημοφιλής, και αυτή έχει επηρεάσει τον δίσκο σε ίδιο βαθμό. Όταν λέμε ότι αυτό είναι ένα pop album, το λέμε χαριτολογώντας σε μεγάλο βαθμό (γέλια)!
- Ωστόσο, ο περισσότερος κόσμος θεωρεί το black metal ως την pop της Σκανδιναβίας…
Αλήθεια είναι αυτό, όσον αφορά τη διεθνή του επιρροή ως φαινομένου, αναμφίβολα. Θέλω να πω, η πιο γνωστή μουσική από την Νορβηγία τώρα, εκτός από τους A-Ha, είναι πιθανότατα το νορβηγικό black metal! Αλλά στη Νορβηγία ακόμα παραμένει περιθωριακό, δεν επικρατεί στα τσαρτ ή στα ραδιόφωνα εδώ. Από την άλλη, προφανώς και είναι πολύ περισσότερο αποδεκτό ως φόρμα τώρα, και οι περισσότεροι Νορβηγοί φαίνεται να είναι περήφανοι για το γεγονός ότι το νορβηγικό black metal αποτελεί αυτή τη μεγάλη, αυτοδημιούργητη διεθνή εξαγωγή. Και πάλι όμως, είναι πολύ μεγαλύτερο – και θα τολμούσα να πω πιο εξωτικό – στον κόσμο, παρά στον μέσο 20χρονο Νορβηγό.
- Διόρθωσέ με αν κάνω λάθος, αλλά έχω την αίσθηση ότι το “The Assassination of Julius Caesar” δεν βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό ή στο τζαμάρισμα στο στούντιο ή απλά στο παίξιμο της μουσικής. Νομίζω ότι ήταν ένα πολύ καλοσχεδιασμένο άλμπουμ πριν καν ηχογραφηθεί. Είναι όντως έτσι;
Είσαι απολύτως ακριβής – είναι ένα άλμπουμ που το δουλέψαμε υπό αυστηρότερους κανόνες και οδηγίες σε σχέση με κάποια από τα προηγούμενα εγχειρήματά μας, αναμφίβολα, αλλά κάποια από αυτά τα τραγούδια στην πραγματικότητα ξεκίνησαν ως τζαμαρίσματα. Για παράδειγμα, το “Rolling stone” γεννήθηκε από μια πολύ χαλαρή φάση rock τζαμαρίσματος. Απλά παίζαμε… Αν ακούσεις το τραγούδι αυτό, αντιλαμβάνεσαι ότι το πρώτο μισό είναι σφιγμένο και με πολλά layers φωνητικών και τέτοια, ενώ στο δεύτερο μισό του απλά κρατάμε όλη την αρχική τρέλα που συνέβαινε σε αυτό. Φαντάζομαι ότι αυτό καταδεικνύει επίσης αυτό που εννοούμε ότι η αναφορά μας στην pop, έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το στυλιζάρισμα της παραγωγής και με το post-production, το editing και το μιξάρισμα του άλμπουμ – με έναν διαφορετικό τρόπο από το “ATGCLVLSSCAP”, για παράδειγμα, όπου η ιδέα ήταν κυρίως το να κρατήσουμε το αρχικό live συναίσθημα άθικτο.
- Ήταν συνειδητή απόφαση αυτό ή απλά προέκυψε κατά τη δημιουργία του άλμπουμ;
Ως ένα βαθμό ήμασταν φυσικά συνειδητοποιημένοι για το πώς θα έπρεπε το άλμπουμ να ακούγεται και για το ότι πιθανότατα θα ήταν καλή ιδέα να είμαστε σταθεροί σε συγκεκριμένες στυλιστικές παρεμβάσεις και να κρατήσουμε κάποιες από τις άλλες κλίσεις μας έξω από την συνολική εικόνα. Αρχικά τρεις από εμάς δουλεύαμε σε αυτό, ο Jørn H. Sværen, ο Tore Ylwizaker κι εγώ. Ο Ole Alexander Halstensgård ενεπλάκη μερικούς μήνες αργότερα, αλλά φυσικά και προσέθεσε το μοναδικό άγγιγμά του στη διαδικασία. Οπότε ήμασταν μια πολύ σφιχτή μικρή μονάδα και στην πραγματικότητα δουλεύαμε περισσότερο με τον τρόπο που δουλεύαμε 15 χρόνια πριν – κάτι τύποι στο στούντιο με συνθεσάιζερ και plugins, υπολογιστές και editing tools, που προσπαθούσαν να επικεντρωθούν στη δημιουργία φωνητικών μελωδιών και στη σύνδεση αυτών με μπάσο και τέμπο και στη δημιουργία μουσικής με αυτό τον τρόπο. Ήταν σημαντικό για μας η μουσική να έχει χώρο για να αναδειχθούν αυτά τα στοιχεία τούτη τη φορά, κάτι που είναι ένας πολύ ‘pop’ τρόπος σκέψης. Η όλη προσέγγιση ήταν διαφορετική, αν συγκριθεί με τον τρόπο που γράφαμε μουσική ως «συγκροτημένο rock συγκρότημα» τα τελευταία συναπτά 5-7 χρόνια. Οπότε ναι, από πολλές απόψεις ήταν σαν να μπαίναμε λίγο στη μηχανή του χρόνου, να πηγαίναμε 10 χρόνια πίσω και να κάναμε πράγματα με παρεμφερή τρόπο με αυτόν τότε, αλλά με διαφορετικό φινάλε και σκοπό.
- Ο Πασχάλης Ζέρβας (wolframgrafik) είναι υπεύθυνος για το artwork του “The Assassination of Julius Caesar”, όπως και του “ATGCLVLSSCAP”. Πώς ξεκίνησε αυτή η συνεργασία;
Πολύ απλά, χρόνια πριν μου έστειλε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα όπου μου συστηνόταν, αφού είχε ερωτευτεί το εξώφυλλο του “Shadows of the Sun”. Έψαξα λίγο τη δουλειά του και αμέσως παρατήρησα μια σχεδόν υπερφυσική ηχώ σε πολλά από τα προσωπικά μας ενδιαφέροντα και λατρείες, βιβλία και καλλιτέχνες και τέτοια. Οπότε το αρχικό δέσιμο δεν ήταν καθόλου δύσκολο (γελάει). Το πρώτο project που έκανε ο Πασχάλης για μας ήταν βασικά ένα box set με κάρτες, που ήταν λίγο ασυνήθιστο να το έχουμε στα τραπέζια του merchandise στην Ευρώπη. Κρατήσαμε επικοινωνία ως φίλοι. Μετά ξεκίνησα την δισκογραφική House of Mythology με τον συνεργάτη μου Mark Lewis στο Λονδίνο, σκέφτηκα τον Πασχάλη πάλι, και του ζήτησα να βρει μερικές ιδέες για το ‘brand design’ του label, και … βασικά τώρα είναι ο κύριος σχεδιαστής μας και σε πολύ μεγάλο βαθμό μέλος της οικογένειας! Είναι εξαιρετικά ταλαντούχος, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος όσον αφορά τις προτιμήσεις μας στην τέχνη και στην αισθητική. Είναι γελοίο το πόσες πολλές φορές έχουμε σκεφτεί το ίδιο ακριβώς πράγμα την ίδια στιγμή, οπότε κάτι πρέπει να σημαίνει αυτό!
- Δεν είσαι μόνο μουσικός, αλλά και παραγωγός. Με ποιόν τρόπο αποστασιοποιείσαι από τη μουσική που έχεις ήδη δημιουργήσει για να κάνεις όλες τις αναγκαίες ενέργειες της παραγωγής;
Δεν μπορώ να το κάνω (γελάει)! Και για αυτό δεν είναι πάντα έξυπνο το να τα κάνεις όλα μόνος σου, ειδικά εγώ που είμαι και ερμηνευτής επίσης. Απλά εμπλέκεσαι πολύ με αυτό και γρήγορα μπορεί να χάσεις την προοπτική σου. Για αυτό και προσλάβαμε τον Youth (Martin Glover) για να μιξάρει το δίσκο. Σε κάποιο σημείο καταλάβαμε ότι δεν μπορούσαμε και δεν έπρεπε να τον μιξάρουμε εμείς, ότι έπρεπε να βάλουμε κάποιον άλλο να ρίξει μια ματιά σε αυτό το υλικό και να το ακούσει με καθαρά αυτιά, και κατά προτίμηση κάποιον που να ξέρει από αυτό το συγκεκριμένο είδος μουσικής επίσης. Μιξάρει πολύ δημιουργικά ο Youth, όπως και ο Michael Rendall, ο κύριος μηχανικός ήχου της εταιρίας του, και αμφότεροι συμμετείχαν δημιουργικά στη διαδικασία του μιξαρίσματος. Αλλά θα έλεγα ότι εμείς κάναμε την παραγωγή του άλμπουμ, ήταν ήδη τελειωμένο όταν εκείνοι προσέθεσαν τις τελικές τους πινελιές στο post-production. Αλλά σίγουρα το πώς εν τέλει ακούγεται και νιώθεται το άλμπουμ με αυτές τις πινελιές είναι τεράστιο, ακούγεται ακριβό με έναν τρόπο που εμείς δεν θα μπορούσαμε να το είχαμε κάνει και αυτό σίγουρα οφείλεται στην γενική ικανότητα του Youth να παράγει μεγάλες επιτυχίες (γελάει). Έχει κάνει τόσες πολλές από αυτές, που είναι μεγάλη τιμή να είναι μέρος του άλμπουμ σου κάποιος με τόσο εκτεταμένο βιογραφικό.
- Πώς δουλεύεις ως παραγωγός; Έχει αλλάξει η διαδικασία όλα αυτά τα χρόνια;
Μοιάζει με εύκολη ερώτηση, αλλά δεν είναι και τόσο απλό να την απαντήσω. Σίγουρα έχω αλλάξει, όπως και η τεχνολογία και τα διαθέσιμα μέσα για τη δημιουργία της μουσικής, αλλά η προσέγγισή μου είναι πάνω-κάτω η ίδια. Απλά δίνω στις ηχογραφήσεις αυτό που θέλει ενστικτωδώς η καρδιά μου να ακούσει.
- Γιατί δεν κάνατε συναυλίες όλα αυτά τα 15 χρόνια μέχρι το 2009 που τις ξαναξεκινήσατε;
Ποτέ δεν μας ενδιέφεραν τόσο οι ζωντανές εμφανίσεις, για να είμαι ειλικρινής. Προτιμούσαμε να κάνουμε δίσκους πρωταρχικά. Για πολύ καιρό ήμασταν κυρίως ο Tore Ylwizaker κι εγώ που απλά δουλεύαμε στο στούντιο. Δεν μας ένοιαζε και ιδιαίτερα να προμοτάρουμε τους εαυτούς μας, μας απασχολούσε περισσότερο η προσωπική άνεση από την εμπορική επιτυχία και ούτε και ποτέ μας πέρασε από το μυαλό να ανεβούμε στη σκηνή με όλα να παίζονται από υπολογιστές. Πολλοί το κάνουν αυτό τώρα, και το θεωρώ αρκετά φτηνιάρικο. Καλύτερα να κάτσω σπίτι μου και να ακούσω το άλμπουμ (γελάει). Πιστεύαμε ότι το συγκρότημά μας ήταν εγγενώς ένα studio project και πολλά από τα άλμπουμ που έχουμε κάνει το αντανακλούν αυτό, όπως το “Blood Inside”. Το τελευταίο είναι ένα πολύ τρελό άλμπουμ και έχει τόσα στοιχεία που κυριολεκτικά δεν μπορεί να παιχτεί ζωντανά. Ήταν μια συνειδητή επιλογή, δεν είναι μυστικό το ότι κανείς μας στο συγκρότημα δεν αρέσκεται ιδιαίτερα να βρίσκεται στο προσκήνιο. Είμαστε πολύ ιδιωτικά άτομα, δεν λαχταράμε την προσοχή, τουλάχιστον όχι σε προσωπικό επίπεδο. Δεν είμαστε πολεμιστές του δρόμου (γελάει)! Οπότε ήταν μια μεγάλη απόφαση για μας το να δεχτούμε αυτή την πρόσκληση να παίξουμε ζωντανά, μετά από πολλή πίεση, και απλά… να πάμε να το κάνουμε! Σίγουρα αυτό απαιτούσε πολλή δουλειά και προετοιμασία επίσης, γιατί θέλαμε να παίξουμε ζωντανά όσο περισσότερο μπορούσαμε, οπότε …. μέχρι και σήμερα μας γίνεται όλο και πιο άνετο. Και πάλι όμως δεν είναι κάτι που το παρακάνουμε. Το κάνουμε ευκαιριακά: όταν μας φαίνεται να εντάσσεται σε ένα καλό πλαίσιο ή να είναι κάτι που θα μπορούσε να μας ενδιαφέρει, όπως μια εμπειρία καθεαυτή ή ένα ωραίο ταξίδι σε κάποια άλλη χώρα ή απλά να τσεκάρουμε ποιος μας ακούει εκεί έξω, όταν έχουμε κάτι καινούριο να παίξουμε ή να δείξουμε.
- Νιώθεις άνετα πάνω στη σκηνή;
Άλλοτε ναι, άλλοτε όχι. Δεν είναι μια κατάσταση άνευ προϋποθέσεων για μένα. Ενίοτε είναι απόλυτη ευφορία, καθώς όλα κουμπώνουν και λειτουργούν και άλλοτε είναι πιο δύσκολο, ίσως το μόνιτορ να είναι λίγο εκτός, και αυτά είναι πράγματα που σε κάνουν να νιώθεις ευάλωτος ή εκτεθειμένος. Θα έλεγα λοιπόν ότι εξαρτάται κατά πολύ από τη συναυλία και το γενικό πλαίσιο και το συνεπακόλουθο επίπεδο ασφάλειας που νιώθεις. Το να παίζεις ζωντανά και το να βρίσκεσαι στη σκηνή μπροστά σε κόσμο είναι ένα ευάλωτο περιβάλλον. Αλλά την ίδια στιγμή, η ανθρώπινη ευαλωτότητα είναι μια σημαντική έκφανση αυτού του συγκροτήματος, όσον αφορά τον τρόπο που παίζουμε και δημιουργούμε ή που γράφουμε και παρουσιάζουμε τη δουλειά μας στον κόσμο. Φυσικά είναι πολύ καθησυχαστικό το γεγονός ότι παίζουμε μπροστά σε κόσμο που ξέρει και αγαπά τη μουσική μας. Το 2017, το διαδίκτυο είναι λίγο κόλαση – αν είσαι συγκρότημα ενός συγκεκριμένου μεγέθους δεν μπορείς να ξεφύγεις από τα γαμωτρόλ, είναι παντού, αλλά το επίπεδο της αγάπης που λαμβάνουμε ξεπερνά κατά πολύ τις αρνητικές μαλακίες. Ξέρουμε ότι ο κόσμος έχει πληρώσει και ταξιδέψει ακόμα από μακριά για να έρθει στις συναυλίες μας και έτσι προσπαθούμε να τον τιμήσουμε με τον καλύτερο τρόπο που μπορούμε.
- Σε τι κατάσταση βρίσκεται η Jester Records;
Η Jester Records έχει πεθάνει. Εδώ και πολύν καιρό μάλιστα. Για μερικά χρόνια κρατήσαμε το logo προκειμένου να έχουμε το copyright και να κυκλοφορούμε τη δουλειά μας πριν τη Home of Mythology, που είναι το νέο μας σπίτι. Αλλά εκτός από τις κυκλοφορίες των Ulver, η τελευταία κυκλοφορία που έκανα με την Jester Records ήταν για τον φίλο μου τον Teloch από τους Mayhem, για τον οποίο κυκλοφόρησα το ep “Wolf-father” των Nidingr το 2010. Νομίζω ότι αυτή ήταν και η τελευταία κυκλοφορία κάποιου τρίτου καλλιτέχνη στην Jester.
- Ποια είναι τα υπέρ και τα κατά του να έχεις τη δική σου δισκογραφική εταιρία;
Το κύριο πλεονέκτημα πάντα είναι ότι έχεις έλεγχο πάνω σε όλα: πόσα θα ξοδέψεις, σε τι, τη διαφάνεια στα χρήματα κλπ. Και στο τέλος της ημέρας, προφανώς, ότι είσαι κάτοχος της δικής σου τέχνης! Είναι πολλή δουλειά ωστόσο, κυριολεκτικά χιλιάδες ώρες πίσω από τη σκηνή σε μικρά διοικητικά πράγματα που κόσμος σπάνια τα βλέπει – ή τα εκτιμά - στην πραγματικότητα. Έχουμε πειραματιστεί με το να μην προσπαθούμε να το κάνουμε αυτό για ορισμένους δίσκους και να παραχωρούμε τον έλεγχο σε άλλους ανθρώπους – προφανώς και καλά είναι να έχεις κάποιον άλλο να κάνει όλη τη δουλειά που κάνουν οι άνθρωποι της εταιρίας – αλλά αυτό εμάς σπάνια μας έκατσε καλά. Θα έλεγα λοιπόν ότι το μειονέκτημα είναι επίσης το ότι πρέπει όλα να τα χειριστείς ο ίδιος. Ταυτόχρονα όμως αυτό είναι και το μεγάλο πλεονέκτημα, το ότι έχεις τον απόλυτο έλεγχο επί των πάντων. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα! (γελάει).
- Ακολουθείς διαφορετική προσέγγιση στη μουσική όταν γράφεις soundtrack;
Ναι, θα έλεγα ότι είναι μια πολύ διαφορετική προσέγγιση. To “Riverhead”, το τελευταίο μας soundtrack για παράδειγμα, ήταν σε μεγάλο βαθμό ένα μινιμαλιστικό project. Ο σκηνοθέτης Justin Oakey ξεκίνησε στέλνοντάς μου κάποια αποσπάσματα της ταινίας με προσωρινή μουσική από άλλες ταινίες και αμέσως κατάλαβα πώς ήθελε να μοιάζει η μουσική: σαν αυτά τα αυστηρά γκρίζα μουσικά σύννεφα, ένα είδος αρκτικού ambient, αφηρημένου ήχου. Έτσι κι εμείς φωνάξαμε δυο φίλους μας να παίξουν κάθε είδος έγχορδου και βιολιού: βιολιά, βιόλες, τσέλα. Δουλέψαμε με synth pads, electronics, reverbs. Ήταν πολύ ξεκάθαρο εξ αρχής το είδος του συναισθήματος που θα έπρεπε να μεταφέρει το “Riverhead”. Πολύ μικρό κομμάτι αυτής της μουσικής ακολουθεί πολύ αυστηρά τις σκηνές της ταινίας, κάτι που ίσως θα μπορούσε να είχε γίνει για ένα διαφορετικό είδος ταινίας. Στην πραγματικότητα ήταν κάτι που το κάναμε σχετικά γρήγορα, μας πήρε ίσως τρεις βδομάδες να το ολοκληρώσουμε, και ήταν ένα ωραίο δημιουργικό διάλειμμα από τις άλλες δουλειές μας. Αυτή ήταν η φύση αυτού του project, και προφανώς είναι πολύ διαφορετικό από τα big beats και τους πιασάρικους ρυθμούς του “The Assassination of Julius Caesar”.
- Το “Themes from William Blake's The Marriage of Heaven and Hell” μοιάζει να επεκτείνει στη μουσική την ιδέα ότι υπάρχει μια μάχη ανάμεσα στη θεϊκή και την ανθρώπινη πλευρά του καθενός μας…
Φαντάζομαι πώς ναι. Αν και αυτή είναι συζήτηση που μπορεί να συνεχιστεί για ώρες…. Ο Μπλέικ κατάλαβε ότι όλα τα είδη των θεών και των θεοτήτων προέρχονται από την ανθρώπινη φαντασία ή από την ποιητική αίσθηση του Ανθρώπου. Και ότι η δουλειά του ανθρώπου στην τέχνη και σε όλα αυτά μπορεί να αγγίξει ή και να επικοινωνήσει με το θείο. Νομίζω ότι ακριβώς αυτό ίσχυσε για εκείνον, καθώς έγραψε ότι «όλοι οι θεοί και οι θεότητες κατοικούν στο ανθρώπινο στήθος», εννοώντας ότι και ο παράδεισος και η κόλαση βρίσκονται στην ανθρώπινη καρδιά. Αυτό το βιβλίο το είχα πολύ κοντά μου για πολλά χρόνια και ακόμα θυμάμαι ολόκληρα αποσπάσματά του. Η Βίβλος, γενικά, είναι φυσικά μια ατέλειωτη πηγή έμπνευσης για μας. Αλλά σχετικά με τον Μπλέικ, νομίζω ότι μπορώ να πω ότι ο Θεός κινείται ή γεννιέται ή χάνεται μέσα από την καλλιτεχνική ενασχόληση, και ότι η θρησκεία βρίσκεται στο γραπτό λόγο, στη ζωγραφική, στη μουσική και στην αρχιτεκτονική. Είναι κάτι που το βρίσκεις ή το βλέπεις σε όλα αυτά τα μέρη, υπό μια μεταφορική έννοια. Πιστεύω ότι κατά μία έννοια, δημιουργούσε μια προσωπική θεολογία μέσα από τη δουλειά του.
- Πώς βρίσκετε τους τίτλους για τα instrumental κομμάτια;
Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πώς φτιάχνεται η μουσική, θα έλεγα, από το πώς ακούγεται, το πώς γεννήθηκε, αν είχε έναν πρόχειρο τίτλο ή αν προσπαθούσαμε να περιγράψουμε ένα κυριολεκτικό συναίσθημα ή σκηνικό με τη μουσική… Αυτό συνέβη με το πρώτο κομμάτι του “Messe I.X-VI.X” (“As Syrians Pour In, Lebanon Grapples with Ghosts of a Bloody Past”), που ήταν ένας τίτλος που τον κλέψαμε από το Reuters. Ο δημοσιογράφος αυτής της είδησης μάλιστα μου έγραψε αργότερα για να μου πει ότι ήταν φαν, που ήταν περίεργο. Ένας άλλος τίτλος που μου έρχεται στο μυαλό είναι το “Darling didn’t we kill you?”, που τον χρησιμοποιήσαμε κάπου δεκαπέντε χρόνια πριν για ένα από τα κομμάτια στο “Silencing the Singing”. Θυμάμαι ότι ήταν μια φράση που την χρησιμοποιούσαμε πολύ κατά την διαδικασία όπου κυριολεκτικά «σκοτώναμε τους αγαπημένους μας», υπό την έννοια ότι ξεφεύγαμε από τις λέξεις και από τους συμβατικούς ήχους και δομές. Οι τίτλοι στο “ATGCLVLSSCAP” συχνά ήταν απλά επαναγραφές παλαιότερων τίτλων, αναγραμματισμοί και τέτοια. Για παράδειγμα, μπορώ να σου αποκαλύψω τώρα – αν και αυτό είναι κάτι που κανένας καλλιτέχνης δεν πρέπει να κάνει ποτέ! (γέλια) – το κομμάτι “Ecclesiastes” με τον περίεργο παράτιτλό του (“A Vernal Catnap”). Αυτό είναι ένας αναγραμματισμός του “Planet Caravan”. Και αυτό δένει άμεσα με την ερώτησή σου, γιατί αυτό το κομμάτι θυμίζει επίσης μουσικά το “Planet Caravan” των Black Sabbath. Έχουν μια μυστηριώδη παρεμφερή τονικότητα, ειδικά στα φωνητικά και στα κρουστά που παίζονται με το χέρι. Υπάρχουν πολλοί λόγοι και εξηγήσεις γιατί διαλέγουμε κάποιον τίτλο ή γιατί κάποια πράγματα μένουν και κάποια φεύγουν. Θέλω να πω, το “The Assassination of Julius Caesar” ήταν ο τίτλος του πρώτου στίχου που γράψαμε για αυτό το συγκεκριμένο άλμπουμ και ενώ ο στίχος καθαυτός κατέληξε κάπου αλλού και έγινε κάτι άλλο, κολλήσαμε στον τίτλο αυτό γιατί αγαπήσαμε αυτόν και τη μεγαλοπρέπειά του. Οπότε κατά μία έννοια, το άλμπουμ αυτό σχηματίστηκε από αυτόν τον τίτλο ευθύς εξαρχής. Οι τίτλοι μπορούν να είναι πολύ σημαντικοί και δυνατοί, υπό αυτήν την έννοια.
- Μιας και μιλάμε για τους Black Sabbath, τους έχετε διασκευάσει, όπως και τους Pink Floyd, τους Dead Can Dance, τον Prince κλπ. Αν μπορούσες να διαλέξεις, ποιος θα ήθελες να διασκευάσει ένα τραγούδι σου;
Πάντα φυσικά αποτελεί τιμή το να διασκευάσει κάποιος τραγούδι σου. Κυρίως πρόκειται για metal συγκροτήματα που διασκευάζουν τα παλιά μας κομμάτια, οπότε θα ήταν ωραία να δω περισσότερους καλλιτέχνες της electronica να το κάνουν. Ωστόσο, στην σκηνή αυτή ο κόσμος μιλάει παραπάνω για ρεμιξαρίσματα και τέτοια παρά για διασκευές, φαντάζομαι επειδή στον κόσμο του rock και του metal έχει να κάνει με το να μάθεις τους ρυθμούς και να παίξεις κιαθριστικά ριφ, μπάσο, ντραμς. Και πάλι όμως, θα ήταν ενδιαφέρον να δω μια indie μπάντα να διασκευάζει κάτι από το “Shadows of the Sun” ή το “Blood Inside” (γέλια)!
- Έχεις επίσης συνεργαστεί με πολλούς καλλιτέχνες. Τι παίρνεις από αυτούς; Υπάρχει κάποια συνεργασία-όνειρο για σένα;
Μια προοπτική εκ των έξω – τόσο απλά. Οι συνεργασίες δημιουργούν μουσική που δεν θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί αλλιώς. Νομίζω ότι μπορούν να βοηθήσουν και να εμπνεύσουν πολύ καριέρες και συχνά δημιουργούν μια ενδιαφέρουσα, καινούρια δυναμική καθαυτή. Οι συνεργασίες-όνειρο είναι μάλλον εκατοντάδες, αλλά υπήρξα και πολύ τυχερός που έχω ήδη συνεργαστεί με πολλούς ενδιαφέροντες μουσικούς και ανθρώπους. Οι Sunn O))) είναι φυσικά ένα καλό παράδειγμα, που υλοποιήθηκε σε ένα ολόκληρο άλμπουμ, κυρίως επειδή είμαστε παλιοί καλοί φίλοι και βλεπόμαστε τόσα χρόνια, που αυτό το πρότζεκτ έπρεπε κάποια στιγμή να γίνει. Οι Æthenor είναι ένα άλλο συγκρότημα, με πολύ διαφορετική προσέγγιση και αισθητική – αντιμουσική, σχεδόν (γελάει)! Πρέπει να το πω, συχνά υπάρχουν πράγματα που θα ήθελα να τα κάνω, αλλά η μέρα έχει μόνο 24 ώρες! Καταλαβαίνεις ότι θα σου πάρει πάρα πολύ χρόνο (τουλάχιστον μια συνεργασία για ένα ολόκληρο άλμπουμ) ή θα σου κλέψει τη συγκέντρωση στη δική σου δουλειά, σε σχέση με τη συμμετοχή σε ένα τραγούδι εδώ και σε ένα άλλο εκεί ή με guest φωνητικά, ας πούμε. Για να απαντήσω όμως στην ερώτηση σου, με μια πρώτη σκέψη, η συμπατριώτισσά σου, η Diamanda Galás; Ή ίσως ο Vangelis. Αυτό θα ήταν όντως κάτι!
- Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν ήμουν metalhead και πιστεύω ακράδαντα ότι τις καλύτερες δουλειές σου τις έκανες μετά τη metal εποχή σου. Σου λείπει εκείνος ο καιρός;
Μη στεναχωριέσαι. Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω μαζί σου περισσότερο. Εκπλήσσομαι βέβαια που ο περισσότερος κόσμος καταλήγει για πρώτη φορά στο συμπέρασμα αυτό τώρα, καθώς έχουμε δημιουργήσει, αντικειμενικά τολμώ να πω, πιο ιδιοσυγκρασιακά και πιο διεξοδικά εκτελεσμένα καλλιτεχνήματα επί 20 χρόνια τώρα, σε αντίθεση με τα 4-5 αρχικά μας χρόνια ως metal συγκρότημα. Την ίδια στιγμή βέβαια πρέπει να νιώσεις τους metal φαν και να καταλάβεις ότι για τους ανθρώπους που αγαπούν αυτό το συγκεκριμένο είδος μουσικής, οι Ulver είναι συχνά συνδεδεμένοι με τις αναμνήσεις από τη νιότη τους, αναμνήσεις από διαφορετικούς, ίσως πιο μαγικούς καιρούς. Και η metal σκηνή είναι πολύ νοσταλγική φυσικά. Το ίδιο μου συμβαίνει κι εμένα άλλωστε. Άγαπώ τα παλιά μας άλμπουμ και μου αρέσει να τα βάζω μια στο τόσο, απλά και μόνο για να θυμίσω στον εαυτό μου ποιος ήμουν πριν από 25 χρόνια. Στην τελική, μια από τις λειτουργίες της μουσικής είναι να μας θυμίζει ποιοι είμαστε, ποιοι ήμασταν ή ποιοι μπορούμε να γίνουμε, ιδεαλιστικά μιλώντας. Και πάλι, δεν μπορώ να πω ότι προσωπικά μου λείπει το να παίζω metal. Αν μου έλειπε, δεν θα είχα χάσει το χρόνο μου για να κάνω αυτόν τον δίσκο, ξέρεις (γέλια). Ή και τις δυο τελευταίες δεκαετίες. Μου άρεσε πολύ που έκανα αυτό το άλμπουμ και νιώθω ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό βγήκε όπως το οραματιζόμασταν. Το ακούω αρκετά αυτές τις μέρες, κάτι που δεν το συνηθίζω, και πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται «ουάου, πραγματικά κάναμε κάτι – χωρίς καμία επιτήδευση – γαμάτο εδώ». Οπότε όχι, δεν θα με δείτε να το ξαναγυρνάω στο black metal, υπάρχει κάποιος λόγος που άφησα αυτόν τον ήχο πίσω μου τη δεκαετία του ’90 και δεν έχω γυρίσει σε αυτόν από τότε. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι έχω κάτι με το metal ή ότι δεν έχω καλές αναμνήσεις από εκείνες τις μέρες, απλά σημαίνει ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα πράγματα για να ασχοληθώ μαζί τους μουσικά (γέλια)!
- Με τις συνεχείς ηχητικές μεταμορφώσεις σας, έχετε αποδείξει το ενιαίο της μουσικής και αποτελείτε παράδειγμα συγκροτήματος που άλλαξε τον ήχο του διατηρώντας παράλληλα τον πυρήνα του. Πώς το καταφέρατε αυτό;
Αυτό είναι σπουδαίο κοπλιμέντο, σ’ ευχαριστώ πολύ που το λες. Νομίζω ότι έχει να κάνει με την ευαισθησία στο πώς παίζεις μουσική, για να είμαι ειλικρινής. Όχι αναγκαστικά στο τι, αλλά στο πώς παίζεις. Πως κινείσαι αρμονικά, ας πούμε. Υπήρξε μια μεγάλη και σημαντική αλλαγή που έλαβε χώρα στην πορεία των Ulver κι αυτή συνέβη όσον αφορά τις αλλαγές στο προσωπικό και στον συνολικό εννοιολογικό πλαίσιο το 1997. Είμαι ο μοναδικός που έχει μείνει από το χρονικό διάστημα πριν από τη χρονιά εκείνη, οπότε είναι λίγο παράξενο το να ακούω τον κόσμο να λέει «παίξτε μέταλ ρε παιδιά», όταν αυτοί που τους οποίους δουλεύω και έχω δουλέψει εδώ και τόσο πολύ καιρό δεν έχουν κανένα metal υπόβαθρο ή κανέναν τρόπο να πιάνουν την κιθάρα και να παίζουν ιλιγγιώδη τρέμολα ή ντραμς με διπλές μπότες και τέτοια. Οπότε δεν είναι κάτι φυσικό για μας, θα έλεγα. Απλά είναι κομμάτι ενός διαφορετικού συγκροτήματος και κάποιου που ήμουν πριν από πολύ καιρό. Και νομίζω ότι για μένα προσωπικά, αν προσπαθούσα να παίξω metal τώρα, θα ήμουν σαν την παροιμιώδη γριά στον ανήφορο. Αντιλαμβάνομαι και τη μουσική με έναν διαφορετικό τρόπο τώρα, τόσα χρόνια που έχουν περάσει. Από την πρώτη στιγμή δηλαδή που γνώρισα τον Tore το 1997, με τον οποίο θα έχω δουλέψει για 20 χρόνια φέτος, και ξεκινήσαμε να δουλεύουμε το “Themes from William Blake's The Marriage of Heaven and Hell”, έχουμε σταδιακά αναπτύξει μια ενστικτώδη διαδικασία για το πώς δουλεύουμε και πώς προσεγγίζουμε τεχνικά τα πράγματα, το πώς δηλαδή θα τραγουδήσω εγώ πάνω σε κάτι που θα παίξει εκείνος στο πιάνο ή σε κάτι άλλο. Οπότε υπάρχει μια ευαισθησία και μια εσωτερική δυναμική σε αυτό, η οποία μας καθορίζει, ανεξαρτήτως από τη φόρμα της μουσικής και χωρίς να έχει σημασία αν είναι το “Messe I.X-VI.X” ή το “Blood Inside” ή το “The Assassination of Julius Caesar”. Είναι πολύ διαφορετικά άλμπουμ φυσικά, αλλά προφανώς και υπάρχει αυτή η ζωώδης διαίσθηση που υπάρχει σε κάθε μια από τις διαδικασίες που ακολουθούμε στα άλμπουμ. Ένα είδος συνείδησης του αίματος, ή μουσικής ηχοτοποθεσίας από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε.
Οι Ulver εμφανίζονται την Τρίτη 6 Ιουνίου στο Gagarin. Λεπτομέρειες εδώ.