Να συνειδητοποιούμε την αξία των όμορφων στιγμών τη στιγμή που τις ζούμε…
Από τους δημιουργούς που υπάρχουν με έναν πολύ δικό τους προσωπικό τρόπο εγχώριο μουσικό βιότοπο, σε μια μεστή και ουσιαστική συνομιλία με την Μαριάννα Βασιλείου
Το «Άγρια» του Λόλεκ είναι επίσης από τις πιο ουσιαστικές δουλειές που άκουσα πρόσφατα. Κανείς δεν μπορούσε ωστόσο να με προειδοποιήσει ότι με αφορμή τη νέα του δουλειά, ο Γιάννης Αναγνωστάτος θα μου έλεγε την πλέον ουσιαστική κουβέντα που άκουσα τον τελευταίο καιρό – την ως άνω.
Από τον «Ουρανό Μολύβι» ως τα «Άγρια» πέρασαν επτά χρόνια. Με τι ασχολήθηκες δημιουργικά-καλλιτεχνικά όλα αυτόν τον καιρό;
Έκανα μουσική για θεατρικές παραστάσεις, σινεμά και παραγωγές σε άλλες μπάντες.
Μετά την εμφάνισή σου ως μουσικού επί σκηνής στην «Κατερίνα», έκανες το ίδιο και στην «Κυρία Ντάλογουεη», στην «Ολονυχτία Σαίξπηρ». Θα σε ενδιέφερε η ηθοποιία στο μέλλον ή προτιμάς να ασχολείσαι με το θέατρο μόνο ως μουσικός;
Δεν με ενδιαφέρει η υποκριτική στον βαθμό που εννοείς. Τώρα, αν κάποιος μου πρότεινε να συμμετέχω σε κάτι το οποίο τύχαινε να με ενδιαφέρει ή αν συνδυαζόταν με μουσική, τότε θα το σκεφτόμουν.
Το «Άγρια» γράφηκε από το 2019 μέχρι το 2021 - με ποιο πλάνο ξεκίνησε η δημιουργία του και πώς επέδρασε σε αυτήν η πανδημία, τα λοκντάουν και όλα όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια;
Ξεκίνησε με μια διάθεση να ηχογραφήσω δύο-τρία τραγούδια που ήταν σε ένα βαθμό ολοκληρωμένα από άποψη δομής και στίχων. Ξεκίνησε να με ενδιαφέρει το να ασχοληθώ με την παραγωγή τους και μετά προέκυψαν και τα υπόλοιπα. Τα περισσότερα τραγούδια με την μορφή που είναι στον δίσκο τότε ήταν σκόρπιες ιδέες ή μελωδικές γραμμές, αλλά δεν ήταν ολοκληρωμένα. Σε κάποια έλειπαν στίχοι, σε άλλα δεν είχα καταλήξει πού ήθελα να τα πάω, αλλά όταν ξεκίνησα με τα πρώτα, μετά προχώρησαν και τα υπόλοιπα, πολύ πιο γρήγορα και με μεγάλη όρεξη. Η καραντίνα με βοήθησε να παραμείνω συγκεντρωμένος. Χρειάστηκε πολύς χρόνος, καθώς είχα πολλούς ρόλους, εκτός από αυτόν του δημιουργού. Είχα αναλάβει, εκτός από το καλλιτεχνικό, όλο το τεχνικό μέρος της παραγωγής που είναι η ηχογράφηση και η μίξη.
Κάποτε είχες δηλώσει ότι βαριέσαι να κάνεις δίσκους που μοιάζουν μεταξύ τους. Κι αυτό όντως διαπιστώνεται ακούγοντας το «Άγρια», που έχει μέχρι και industrial στοιχεία. Πώς λοιπόν διαλέγεις τον ήχο του κάθε δίσκου σου; Λες ότι «θα ασχοληθείς με αυτό το είδος»; Εμπνέεσαι από τη μουσική που ακούς εκείνο το διάστημα; Ή σε εμπνέει κάτι τελείως διαφορετικό;
Μέχρι στιγμής ισχύει αυτό που είχα πει και παλαιότερα. Μου αρέσει να πειραματίζομαι με νέα πράγματα, νέα όργανα ή με μια διαφορετική προσέγγιση ηχογράφησης γενικότερα. Χρησιμοποιώ ό, τι έχω διαθέσιμο την εκάστοτε στιγμή. Σε αυτόν τον δίσκο που δεν είχα εύκολη πρόσβαση σε τύμπανα επί παραδείγματι, χρησιμοποιήθηκε ένα μεταλλικό τραπέζι αντί για ταμπούρο ή το πόδι στο πάτωμα αντί για κάσα. Οτιδήποτε λειτουργούσε. Μετά επεξεργαζόμουν τον ήχο που είχα ηχογραφήσει και τον πήγαινα εκεί που φανταζόμουν. Αυτό μου έδωσε την δυνατότητα να πειράζω τα πράγματα χωρίς αναστολές και κυρίως να τα «χαλάω» χωρίς να με νοιάζει.
Είναι βλέπεις πολύ πιο δύσκολο να χαλάσεις κάτι που έχεις προσπαθήσει πολύ να ηχογραφήσεις σωστά. Σε κάποιες περιπτώσεις αυτό γίνεται δεσμευτικό. Με βοήθησε πολύ λοιπόν το ότι χρησιμοποίησα μια τέτοια λογική sound design σε προσωπικό άλμπουμ, όταν μέχρι πρότινος την χρησιμοποιούσα κυρίως για διαφορετικά πρότζεκτ.
Το πως διαλέγω τον ήχο του κάθε δίσκου δεν μπορώ να το απαντήσω και δεν ξέρω αν όντως υπάρχει μια τέτοια απάντηση. Σίγουρα παίζουν ρόλο όσα αναφέρεις σε κάποιο βαθμό, αλλά και κάτι πιο διαισθητικό που δεν μπορώ να προσδιορίσω.
Ο δίσκος ξεκινάει με δυο ορχηστρικά κομμάτια: το «Intro» και το «Παμ Παμ Παμ». Πώς αποφάσισες να μη βάλεις στίχους σε αυτά τα κομμάτια; Ή γράφτηκαν ευθύς εξαρχής ως ορχηστρικά;
Γράφτηκαν από την αρχή ως ορχηστρικά κομμάτια - και γενικά γράφω αποκλειστικά ορχηστρική μουσική σε οτιδήποτε άλλο κάνω (θέατρο, σινεμά) πέρα από τα άλμπουμ μου.
Ίσως να το πηγαίνω πολύ μακριά, αλλά έχω την αίσθηση ότι το «Άγρια», «Το Κυνήγι» και η «Απουσία» είναι μια άτυπη (;) τριλογία εντός του δίσκου - και αυτό μου το επιρρώνει το γεγονός ότι έχουν γραφεί από κοινού με τον ή την Α.Μ και το ότι απευθύνονται σε ένα "εσύ". Θέλεις να μου πεις λίγα λόγια για το πώς γράφτηκαν αυτά τα τρία τραγούδια;
Ναι, θα μπορούσες να το πεις. Δεν νομίζω ότι μπορώ να εξηγήσω με λέξεις την διαδικασία που γράφω κάτι, αλλά μπορώ να σου πω ότι η «Απουσία» είναι το τραγούδι που όταν το τραγουδούσα σκεφτόμουν τον φίλο μου Χρήστο Καψαλάκη που ήταν σημαντικός φίλος, αλλά και συνοδοιπόρος μου στην μουσική. Δυστυχώς έφυγε το 2018…
Κάτι που με εντυπωσίασε στην «Απουσία» είναι το ότι οι «κηλίδες αγωνίας» κυλάνε από τα πόδια προς τα χέρια - όχι το αντίστροφο. Γιατί αυτή η παράδοξη επιλογή;
Γιατί όχι;
Πώς επέλεξες να μελοποιήσεις στα ελληνικά το "This Be The Verse" του Φίλιπ Λάρκιν; Γενικά, διαβάζεις ποίηση;
Είχε γίνει για τις ανάγκες της παράστασης «Κατερίνα» όπου έπαιζα μουσική ζωντανά επί σκηνής. Στο δίσκο ενορχηστρώθηκε εκ νέου πολύ διαφορετικά. Με αφορούν όλες οι μορφές τέχνης, και η ποίηση και η λογοτεχνία είναι πολύ σημαντικές για εμένα.
Μου αρέσουν πολύ οι διασκευές που κάνεις σε λαϊκά κομμάτια - ιδίως το ότι βγάζεις το σκοτάδι τους στο προσκήνιο. Το πέτυχες και στον «Ψεύτικο Ντουνιά» και στο «Αυτός ο άνθρωπος». Πώς αποφάσισες να διασκευάσεις αυτό το κομμάτι; Θα σε ενδιέφερε να ξανασχοληθείς με τη λαϊκή μουσική στο μέλλον;
Προφανώς μου άρεσε πολύ και το διασκεύασα. Δεν υπάρχει κάτι άλλο. Σίγουρα είχα δει και μια άλλη διάσταση στους στίχους και αυτό με κινητοποίησε αρχικά. Έπειτα η διαδικασία της παραγωγής, ενορχήστρωσης και ηχογράφησης, που όλα αυτά μαζί συνεισφέρουν στο τελικό ηχογράφημα, προχώρησε βάσει της αισθητικής και του ψυχισμού μου την συγκεκριμένη περίοδο που έγινε.
Η «Παράδοση» συγγενεύει με τις δουλειές του The Boy - με τη διαφορά ότι είναι πολύ πιο μελωδική. Ποιες δουλειές μουσικών από τη χώρα μας άκουσες τελευταία και σε επηρέασαν - αν υπάρχουν φυσικά;
Υπάρχουν μουσικοί στην χώρα που θαυμάζω, όχι μόνο για την μουσική που κάνουν αλλά και για τον τρόπο που υπάρχουν. Μου είναι δύσκολο να διαχωρίσω αυτά τα δύο. Ο Γιάννης Αγγελάκας, ο Νίκος Βελιώτης, ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, ο Μανώλης Αγγελάκης, ο The Boy, ο Κτίρια τη Νύχτα, ο Δημήτρης Πουλικάκος είναι κάποιοι από αυτούς. Σίγουρα λοιπόν με κάποιον τρόπο με έχουν επηρεάσει και χαίρομαι αν θεωρείς ότι συγγενεύει η «Παράδοση» ή οποιοδήποτε τραγούδι μου με δουλειές του The Boy ή οποιουδήποτε προανέφερα, ή ακόμα και άλλων μουσικών που θαυμάζω και μπορεί να έχουν ήδη φύγει. Κάπως έτσι προχωράει η μουσική και η τέχνη γενικότερα. Το θέμα είναι να φέρεις μαζί και κάτι δικό σου και με την σειρά σου να επηρεάσεις κάποιους άλλους και ούτω καθεξής. Γενικότερα πάντως δεν θεωρώ ότι προσφέρουν κάτι οι συγκρίσεις τέτοιου τύπου. Άλλωστε είναι πολύ περίεργο να ακούς ή να μην ακούς κάτι γιατί συγγενεύει με κάτι που σου αρέσει ή δεν σου αρέσει. Μου φαίνεται σχεδόν οπαδικό όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Προσωπικά επιλέγω να ακούω οποιονδήποτε καλλιτέχνη ή μπάντα με κάνει να συνδέομαι μαζί του, ανεξαρτήτως είδους μουσικής ή χρονολογίας.
Αν και τα όνειρα και τα σπουδαία συμπεράσματα της λογικής μας δυσκολεύουν, όπως τραγουδάς στην «Γλυκιά σου ματιά», τι μας έχει μείνει ως εργαλείο καθημερινής επιβίωσης άραγε;
Να καταφέρνουμε να συνειδητοποιούμε την αξία των όμορφων στιγμών τη στιγμή που τις ζούμε. Όχι αργότερα ως ανάμνηση.
Ποιά είναι τα σχέδιά σου για το μέλλον - μακροπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα;
Έχω σκοπό να παρουσιάσω τον νέο δίσκο ζωντανά - πιο συγκεκριμένα, θα τον παρουσιάσω στις 2 Δεκεμβρίου στην Πάτρα στο Frida και στις 15 Δεκεμβρίου στην Αθήνα στο six d.o.g.s.).
(Οι φωτογραφίες είναι της Ευτυχίας Βλάχου)