Νευρική, στριμμένη ποπ
Σάββατο 10 Μαρτίου 2001, λίγο πριν τη συναυλία Ονειροπαγίδα - Μέντα συνάντησα τον Νίκο Παπαδημητρίου, μπασίστα, τραγουδιστή και βασικό συνθέτη του γκρουπ. Με το τηλεσκόπιο στο χέρι, έψαξα, εξερεύνησα, παρατήρησα και προσπάθησα να καταλάβω τι επιτέλους συμβαίνει στον - τόσο μακρινό - «Πλανήτη του Εδμούνδου».
- Νίκο, δύο από τα τρία μέλη των Μέντα είστε πολλά χρόνια μαζί, απ' ότι ξέρω... Πες μου, πότε πρωτοξεκίνησε η μπάντα και πότε αρχίσατε να δουλεύετε αυτό το υλικό;
Εγώ με τον Κώστα Βλάχα -τον κιθαρίστα- είμαστε μαζί όντως αρκετά χρόνια. Παίζαμε και σε άλλα συγκροτήματα, προσπαθώντας να κάνουμε κάτι, δεν έγινε κάτι το οποίο είναι άξιο λόγου, και τελικά φτιάξαμε την Μέντα στις αρχές του 98, και κυκλοφορήσαμε λίγους μήνες πριν, τα Χριστούγεννα του 2000, το άλμπουμ από τη Studio II.
- Το υλικό σας αρχικά δείχνει ότι στηρίζεστε σε ποπ φόρμες, αλλά είναι κάτι το οποίο τουλάχιστον στην Ελλάδα δεν το έχουν επιχειρήσει πολλοί. Έχει αυτό το ακατέργαστο στοιχείο, μαζί με μια φρεσκάδα και κάποιες ηλεκτρονικές πινελιές. Πες μας λίγο γι' αυτό. Πως καταλήξατε σ' αυτόν τον ήχο;
Θέλαμε να κάνουμε κάτι το οποίο πρώτα απ' όλα να αρέσει σε μας. Κι αυτό γιατί κάναμε κάποια πράγματα στο παρελθόν τα οποία δεν μας έκαναν να νοιώθουμε πάρα πάρα πολύ καλά. Θέλαμε να είμαστε αυτό που βγαίνει στο στούντιο, όταν κάνουμε πρόβα. Με τη βοήθεια του Πάνου του Γαλάνη στα τύμπανα που ήρθε και φτιάχτηκε η Μέντα, προσπαθήσαμε όπως είπα να φτιάξουμε κάτι να αρέσει σε μας, να έχει και κάποιο ενδιαφέρον, να είναι λίγο νευρικό, λίγο στριμμένο αλλά να είναι ποπ, γιατί αγαπάμε την ποπ με την έννοια ότι μας ενδιαφέρει να γράφουμε καλά τραγούδια που να μπορεί να τα ακούσει ο οποιοσδήποτε. Μετά βρήκαμε και τον Coti K., που θέλαμε πολύ να δουλέψουμε μαζί του, και ο οποίος μας βοήθησε, μας ηχογράφησε, έπαιξε και λίγο και γενικά έκανε την παραγωγή. Έτσι προήρθαν και τα ηλεκτρονικά του δίσκου τα οποία τα θέλαμε και ο Coti βοήθησε στο να υπάρξουν μέσα στον δίσκο.
- Τον Coti, τα τελευταία χρόνια, τον βλέπουμε να ασχολείται με παραγωγές συγκροτημάτων πιο ροκ. Όταν πήρε το υλικό σας στα χέρια του, ποια ήταν η αντίδραση του. Η δικιά σας απέναντι στο πως είδε το υλικό;
Όπως σου είπα, θέλαμε να δουλέψουμε μαζί του. Πρώτα απ' όλα δεν είναι αυτό που λέμε «ροκάς», ενώ έχει ακούσει πολύ ροκ, γενικά έχει ακούσει πολύ μουσική. Και ενώ προσανατολίζεται στον ηλεκτρονικό ήχο, αγαπάει και το ροκ. Ένα από τα αγαπημένα του συγκροτήματα είναι οι Pixies. Γι αυτό και μας καταλάβαινε. Ένα από τα καλύτερα πράγματα που είπε για μας είναι ότι του θυμίζουμε τους Pixies! Αυτό φυσικά εμείς το θεωρήσαμε πολύ κολακευτικό. Τώρα πως φτάσαμε να δουλέψουμε μαζί; Βασικά θέλαμε πάρα πολύ να τον προκαλέσουμε, να του βάλουμε «δύσκολα», όπως θέλαμε να βάλουμε και σε μας δύσκολα. Θέλαμε να τον αφήσουμε τελείως ελεύθερο, να επέμβει πάνω στον ήχο του γκρουπ. Βέβαια εκείνος δεν προσπάθησε να μας αλλοιώσει απλώς θέλησε να προσθέσει κάποια νέα στοιχεία. Μάλιστα του δώσαμε και ένα κομμάτι, να το φτιάξει από την αρχή, να το κάνει όπως θέλει, να το «επανασυνθέσει» στην ουσία. Αυτό το κομμάτι είναι τα «Χριστούγεννα» που ουσιαστικά μετέχει στη σύνθεση.
- Θέλω να μου πεις λίγο για τους στίχους. Βρήκα μέσα αρκετό χιούμορ, κάτι «στριμμένο» όπως εύστοχα παρατήρησες, στοιχεία αυτοκριτικής...
Μάλλον κατάλληλος να σου απαντήσω είμαι εγώ, μιας και εγώ γράφω πιο πολύ τους στίχους. Απλώς και μόνο μιλάω για σχέσεις που έζησα, συναισθήματα που ένοιωσα και τον εαυτό μου που αντιπάθησα στις σχέσεις μου αυτές. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να γράψω για κάτι άλλο, μπορεί τελικά να είμαι και αρκετά εγωιστής!
- Ακούγοντας το cd, μου δίνεται η εντύπωση μιας μπάντας live παρά μιας μπάντας που μπήκε στο studio για να γράψει δίσκο. Μια μπάντα που βγάζει ενέργεια, δύναμη, μια μπάντα που βλέποντας την live αποκομίζεις αυτό που υπάρχει και στον δίσκο. Ίσως λίγο πιο πειραματικό. Καταλήγοντας θέλω να πω ότι ψάχνοντας να βρεις αυτές τις ισορροπίες μπαίνεις σε μια σκληρή δοκιμασία, και με τον εαυτό σου αλλά και με τα άλλα μέλη της μπάντας.
Όντως κάπως έτσι είναι. Όταν αρχίσαμε να γράφουμε αυτόν τον δίσκο και προχωρούσε αυτή η διαδικασία, συζητούσαμε στο στούντιο, και μεταξύ μας και με άλλους ανθρώπους, και αναρωτιόμασταν πως αυτό το πράγμα μπορεί να βγει live, μιας και εμείς που είμαστε ένα τυπικό ποπ-ροκ τρίο, με τα απολύτως απαραίτητα μουσικά όργανα, ίσως να μην μπορούσαμε να αναπαράγουμε αυτούς τους ηλεκτρονικούς ήχους, τα πλήκτρα κτλ. Καταλήξαμε ότι, πριν ακόμα αρχίσει η ηχογράφηση, αυτά τα τραγούδια υπήρχαν, βγήκαν από μας σε πρόβες, οπότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Μάλλον εκεί οφείλεται και η αίσθηση που λες ότι μοιάζει από τον δίσκο στο live. Μπορεί ορισμένοι ήχοι να σου λείψουν, αλλά η αίσθηση είναι η ίδια.
- Τώρα εμφανιστήκατε με την Ονειροπαγίδα. Είστε έτοιμοι να βγείτε μόνοι σας για live.
Θα εμφανιστούμε μόνοι μας στην Αθήνα σε περίπου ένα μήνα. Αυτό βέβαια είναι ένα πείραμα, γιατί χρονικά το πρόγραμμα μας είναι μικρό ακόμα, περίπου μία ώρα. Γενικά πάντως δεν προτιμάμε να παίζουμε μόνοι μας γιατί έχουμε μόλις έναν δίσκο και κάποια τραγούδια που δεν μπήκαν στον δίσκο. Για μας είναι πολύ καλό που είμαστε με την Ονειροπαγίδα, έτσι είναι και πιο «σφιχτό» το σετ μας. Για το συγκεκριμένο live στην Αθήνα πάντως κάτι διαφορετικό ετοιμάζουμε.
- Να μιλήσουμε και λίγο για την επιλογή σας να βγει ο δίσκος μέσω της Studio II. Ήταν συνειδητή; Συνήθως οι δίσκοι που βγαίνουν από τη συγκεκριμένη εταιρία, έχουν μια φρεσκάδα για τα ελληνικά δεδομένα τουλάχιστον.
Εμείς πήγαμε παντού. Και στις πολυεθνικές, και μάλιστα με κάποιες αρχίσαμε να συζητάμε για το πως μπορεί το υλικό μας να γίνει πιο εμπορικό, πιο εμπορεύσιμο, ας πούμε. Δεν τράβηξε το πράγμα, εμείς αλλιώς το φανταζόμασταν, είχαμε περιβάλλει την δουλειά με αγάπη, με υπομονή και προτιμούσαμε να το κάνουμε με μία εταιρία που θα μπορούσε να το αγαπήσει, να το σεβαστεί και να το υποστηρίξει γι' αυτό που είναι. Και έτσι βρέθηκε η Studio II την οποία την ξέρουμε, την παρακολουθούμε και οι περισσότερες κυκλοφορίες της είναι σημαντικές. Με λίγα λόγια είναι και τιμή μας που βγήκε ο δίσκος μας εδώ. Τον «φλερτάραμε» τον Βλάση Ερημάκη, τελικά μας ήθελε κι αυτός και έγινε...
Κάπου εδώ ήρθε και η ώρα του check οπότε αφού χαιρετιστήκαμε, δώσαμε ραντεβού για την επόμενη φορά που θα μας επισκεφθούν. Τελικά ο Πλανήτης του Εδμούνδου μπορεί να 'ναι και κάπου εδώ τριγύρω...