Η μουσική είναι η αγαπημένη μου τέχνη επειδή είναι τόσο ευέλικτη
Με τον Kevin Barnes των of Montreal έχει εξίσου ενδιαφέρον να μιλάς για βιβλία όσο και για μουσική. Το διαπιστώνει στην πράξη η Μαριάννα Βασιλείου.
Μόνο το έπος που λέγεται “The past is a grotesque animal” θα αρκούσε για να μείνουν στην ιστορία της indie (με την πολύ ευρεία του όρου έννοια φυσικά) οι of Montreal. Ομοίως και ο στίχος “It’s so embarrassing to need someone like I do you” από το ίδιο κομμάτι είναι εφάμιλλος στο σπαραγμό του με το “I want you to notice when I'm not around” από το “Creep” των Radiohead. Ευτυχώς οι of Montreal και ο frontman τους, ο Kevin Barnes είναι πολύ περισσότερα από ένα τραγούδι και ένα στίχο, όπως φαίνεται και στη συνέντευξη που ακολουθεί.
Δεν μπορεί παρά να μην προσέξει κανείς ότι ο αδερφός σου, ο David Barnes, είναι μόνιμος συνεργάτης σου εδώ και πολλά χρόνια στο artwork των δίσκων και στα βιντεοκλίπ (πχ στο “Gronlandic Edit”), και μάλιστα εμφανίζεται συχνά με το συγκρότημα στις ζωντανές του εμφανίσεις. Με ποιον τρόπο συνεργάζεστε; Εσύ του δίνεις τις ιδέες και αυτός τις υλοποιεί; Το αντίστροφο; Ή πρόκειται για κοινή δημιουργία;
Διαφέρουν λίγο-πολύ όλα αυτά, αλλά στο artwork των άλμπουμ, άλλοτε του λέω να ακούσει τη μουσική και να δει μέσα του τι τον εμπνέει από αυτήν και άλλοτε λέω «αυτά είναι τα σημεία αναφοράς που θα ήθελα να τα χρησιμοποιήσεις, γιατί υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που θέλω να με βοηθήσεις να δημιουργήσω». Υπάρχουν φορές που είναι τα πράγματα τελείως ελεύθερα και άλλες φορές που του δίνω περισσότερη κατεύθυνση.
Στους στίχους σου χρησιμοποιείς ασυνήθιστες λέξεις και φράσεις και ο λόγος σου μπορεί να περιγραφεί ως «σύνθετος». Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείς για να τους γράψεις;
Νομίζω ότι γενικά προσπαθώ να μην μιμούμαι το στυλ κανενός άλλου, προσπαθώ να έχω το δικό μου στυλ ως προς τους στίχους, να αποφεύγω τα κλισέ και τους συναισθηματισμούς και προσπαθώ επίσης απλά να δημιουργήσω κάτι ατομικιστικό και το κάνω… Αγαπώ πολύ τον γραπτό λόγο και είμαι μεγάλος θαυμαστής του – αποτελεί πρόκληση για μένα το να προσπαθήσω να δημιουργήσω στίχους οι οποίοι είναι καλλιτεχνικοί και sui generis.
Αυτό με οδηγεί στην επόμενη ερώτησή μου – οι λογοτεχνικές αναφορές είναι πολύ έντονες στους στίχους σου. Εγώ για παράδειγμα διάβασα την «Ιστορία του Ματιού» του Μπατάιγ όταν άκουσα το “The past is a grotesque animal”, το οποίο αποτελεί και αναφορά στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» του Άλμπι. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς/ποιητές λοιπόν;
Ναι, οπωσδήποτε, ό, τι διαβάζω με επηρεάζει αν το απολαμβάνω, οπότε προσπαθώ να μένω δραστήριος σε αυτόν τον τομέα, πάντα διαβάζω κάποιο βιβλίο και ποτέ δεν περνάει πολύς χρόνος ανάμεσα στο τέλος ενός βιβλίου και στην αρχή ενός άλλου. Κάποτε διάβαζα ένα μόνο βιβλίο τη φορά, γιατί το έβλεπα σαν να αδικούσα τον συγγραφέα αν διάβαζα δυο πράγματα το ίδιο χρονικό διάστημα, γιατί έτσι δεν θα ήμουν τόσο συγκεντρωμένος όσο θα όφειλα. Τώρα όμως έχω φτάσει στο σημείο όπου έχω πολλά βιβλία ανοιχτά ταυτόχρονα, τα διαβάζω παράλληλα και προσπαθώ να επηρεαστώ από πράγματα που γράφουν ένα σωρό διαφορετικοί συγγραφείς και καλλιτέχνες. Τώρα για παράδειγμα κοιτάω στο πάνω ράφι μου κι εκεί έχω ένα βιβλίο ποίησης της Μαίρη Ρούεφλ που λέγεται “Trances of the blast”… (σ.σ. εδώ διακόπτεται ο ήχος για 2-3 δευτερόλεπτα)… κι έχω και το “SCUM Manifesto” που το έγραψε η Βάλερι Σολάνας κι ένα σωρό άλλο πράγματα: μυθιστορήματα του Γκράχαμ Γκρην, την αυτοβιογραφία του Μάλκολμ Χ, βιβλία του Τζέιμς Μπόλντουιν κι άλλα πολλά. Διαβάζω επίσης τώρα το “I love Dick” της Κρις Κράους που είναι εξαιρετικό. Με τα βιβλία υπάρχουν συνεχώς πολλά άτομα που είναι ιδιοφυΐες γύρω μου και τα χρησιμοποιώ ως έμπνευση και ως κίνητρο για να δημιουργήσω το δικό μου έργο.
Με αφορμή τη Βάλερι Σολάνας που ανέφερες, έχεις γράψει και τραγούδια για τις γυναίκες, όπως το “it’s different for girls” και το “my fair lady”. Η φεμινιστική οπτική είναι πολύ ενδιαφέρουσα – το γεγονός ότι έχεις και μία κόρη σε βοήθησε να αποκτήσεις και μια διαφορετική προοπτική ως προς τα στερεότυπα που επικρατούν και για τα δυο φύλα;
Νομίζω πώς σίγουρα συνέβη αυτό που λες. Με τον ίδιο τρόπο που σε βοηθά σε αυτό η παρουσία άλλων ανθρώπων στη ζωή σου και η ανάγνωση βιβλίων για τις εμπειρίες στη ζωή των άλλων ανθρώπων. Νιώθω ότι πολλοί άνθρωποι αρέσκονται να ζουν στη φούσκα των δικών τους εμπειριών, δεν διαβάζουν, δεν βλέπουν ταινίες και δεν έχουν καμία διάθεση να κατανοήσουν τις εμπειρίες της ζωής άλλων ανθρώπων που είναι διαφορετικές από τις δικές τους. Η ανάγνωση γυναικών συγγραφέων με έχει βοηθήσει να κατανοήσω καλύτερα τη γυναικεία εμπειρία και η απόκτηση της κόρης μου σίγουρα με βοήθησε προς αυτή την κατεύθυνση.
Μια άλλη μόνιμη θεματική των στίχων σου είναι η έννοια της «ταυτότητας». Για παράδειγμα, ο Georgie Fruit (σ.σ. το επί σκηνής alter ego του Kevin Barnes, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στο “The past is a grotesque animal”) έχει υποβληθεί σε πολλές εγχειρήσεις αλλαγής φύλου, το δε “let’s relate” ξεκινά με το στίχο “how do you identify?”. Ποια είναι λοιπόν η ταυτότητα των of Montreal σήμερα στη μουσική;
Η αλήθεια είναι ότι πάντοτε ένιωθα κάπως εκτός του ρεύματος της σύγχρονης κουλτούρας και εκτός κάθε κινήματος. Όταν ήμουν νεότερος, δεν ήθελα να αποτελώ μέρος της «γενιάς» μου, ήθελα πάντα να είμαι εκτός αυτής και να είμαι ελεύθερος να μπαινοβγαίνω σε μεμονωμένες παρελθοντικές γενιές και να σκέφτομαι τις μελλοντικές γενιές και γενικά να είμαι ελεύθερος από κάθε είδους «γενιακών» περιορισμών. Οπότε νομίζω να το έχω μια ταυτότητα ήταν πάντα πολύ ρευστό για μένα και ήθελα πάντα να είμαι ελεύθερος να αλλάζω από μέρα σε μέρα και από ώρα σε ώρα και να μη βάζω τον εαυτό μου σε καμιά κατηγορία, προκειμένου να κάνω κατανοητό στους άλλους αυτό που είμαι. Μ’ αρέσει αυτό να μην γίνεται κατανοητό, μ’ αρέσει να μην το χρειάζομαι αυτό, να μη χρειάζεται να λέω «ποια είναι η ψυχολογική μου κατάσταση; Έχω καν ψυχολογική κατάσταση; Είμαι διπολικός; Είμαι καταθλιπτικός; Είμαι αυτοκτονικός; Είμαι το οτιδήποτε;». Είμαι όλα αυτά τα πράγματα και ταυτόχρονα είμαι και ευτυχισμένος και δυστυχισμένος και καυλωμένος κι ένα σωρό άλλα πράγματα! (γέλια)
Είναι αξιοσημείωτο επίσης το ότι δεν χρησιμοποιείς ναρκωτικά ως μέσο έμπνευσης για τη δημιουργία μουσικής, παρά την αναφορά αυτών στους στίχους σου και το trippy artwork των δίσκων σου. Τι είναι αυτό που σε εμπνέει να δημιουργήσεις μουσική τελικά, πέρα από το γραπτό λόγο, που το συζητήσαμε πριν;
Φαντάζομαι ότι με εμπνέει το ίδιο πράγμα που εμπνέει τους περισσότερους καλλιτέχνες: η επιθυμία να δημιουργήσω, να έρθω σε επαφή με τον κόσμο και να νομιμοποιήσω κατά κάποιον τρόπο την ύπαρξή μου μέσω της τέχνης. Είναι αυτό που μου δίνει μια αίσθηση αυταξίας, αυτό που με προκαλεί στο μεγαλύτερο βαθμό και αυτό το περίεργο αίνιγμα που προσπαθώ να λύσω όταν δημιουργώ ένα τραγούδι. Σκέπτομαι πώς θέλω να είναι, τι αίσθηση θέλω να έχει για τους άλλους ανθρώπους, τι αίσθηση θέλω να έχει για μένα. Είναι το μυστήριο του πώς συμβαίνει ένα τραγούδι αρχικά και πώς, ενώ το δουλεύω για μήνες, εξελίσσεται πολύ και αλλάζει πολύ. Η μουσική με ενθουσιάζει, γιατί τη μια μέρα μπορεί να ξυπνήσω με μια ιδέα που να αλλάζει τελείως το τραγούδι εντελώς σε σχέση με το πώς το είχα συλλάβει μήνες πριν. Αγαπώ την τέχνη, αγαπώ το να δημιουργώ τέχνη και η μουσική είναι η αγαπημένη μου μορφή τέχνης, ακριβώς επειδή είναι τόσο ευέλικτη. Αγαπώ το γεγονός ότι μπορεί να πάω στο κρεβάτι το βράδυ έχοντας δημιουργήσει κάτι πραγματικά όμορφο και να ξυπνήσω το πρωί και να σκεφτώ «δεν είναι καθόλου όμορφο, είναι ηλίθιο και θα το αλλάξω τελείως και θα το κάνω κάτι άλλο». Κι αυτό με τη μουσική μπορείς να το κάνεις, γιατί δεν είναι καταστροφικό και δεν έχει συγκεκριμένη φόρμα την οποία πρέπει υποχρεωτικά να ακολουθήσεις.
Συνεργάστηκες επίσης και με τους Bright Eyes στο άλμπουμ “Letting off the happiness”. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Για να λέμε την αλήθεια, αυτό ήταν πολύ καιρό πριν (σ.σ. το 1998) και δεν θα το χαρακτήριζα συνεργασία ακριβώς. Απλά έπαιξα ηλεκτρικό πιάνο σε ένα από τα τραγούδια (σ.σ. “The Difference in the shades”) και δεν τον ήξερα (σ.σ. τον Conor Oberst) και καλά. Βασικά δεν τον ήξερα καθόλου, ήταν φίλος φίλου. Είχε περάσει από την Αθήνα της Τζόρτζια όπου έμενα και με ρώτησαν αν θα έπαιζα στο τραγούδι τους – και δεν είμαι και καλός πιανίστας! Δεν νομίζω ότι είχε ακούσει τα όσα είχα κάνει ως τότε, αλλά ήταν ωραία γιατί είναι σπουδαίος καλλιτέχνης και χάρηκα που ενεπλάκην και με αυτόν τον τρόπο έστω και σε ένα τραγούδι του. Απλά συνέβη οργανικά και δεν το σκέφτηκα και πολύ.
Είχες κάνει και μια κωμική περιοδεία, την “A Pollinaire Rave”. Τι διαφορά έχει μια κωμική από μια συναυλιακή περιοδεία;
Αυτή ήταν μια πολύ ξεχωριστή περιοδεία, ποτέ δεν είχα ξανακάνει κάτι σαν αυτό και πιθανότατα ποτέ δεν θα ξανακάνω. ‘Ημουν εγώ, η τότε γυναίκα μου (σ.σ. η Nina Aimee Grøttland, πρώην μέλος των Ethnobabes) και ο αδερφός μου – και βασικά ήμασταν τελείως άφραγκοι και προσπαθούσαμε να βρούμε κάτι να βγάλουμε λεφτά. Σκεφτήκαμε αυτή την περιοδεία και πραγματικά λίγες μέρες πριν την έναρξή της δεν ξέραμε τι θα κάναμε. Οπότε κατέληξε να είναι πολύ βασισμένη στον αυτοσχεδιασμό! Τη γράφαμε και την αλλάζαμε στο δρόμο, δοκιμάζαμε πράγματα στη σκηνή και διαπιστώναμε τι δούλευε και τι όχι και οδηγώντας προς τον επόμενο προορισμό σκεφτόμασταν τι θα έπρεπε να αλλάξουμε, σταματάγαμε στο δρόμο και παίρναμε διάφορα φτηνά props και βρίσκαμε τρόπους να τα ενσωματώσουμε στην παράσταση. Και ήταν πολύ ωραία, γιατί είναι πάρα πολύ αυθόρμητο και άλλαζε τόσο πολύ από νύχτα σε νύχτα.
Συνειδητά οι of Montreal αλλάζουν ήχο σε κάθε δίσκο επί 20 περίπου χρόνια. Η κατεύθυνση που παίρνουν κάθε φορά είναι συνειδητή ή η απόφαση αυτή είναι διαισθητική;
Κάθε φορά που τελειώνω ένα δίσκο, σκέφτομαι: «καλώς, δεν θέλω να το ξανακάνω αυτό ποτέ» και μετά σκέφτομαι τι θέλω να κάνω μετά και τον τρόπο με τον οποίο θέλω να αλλάξω το συγκρότημα. Σκέφτομαι συχνά ότι θέλω να κάνω ένα άλμπουμ που να ακούγεται σαν να το έχει φτιάξει ένα τελείως διαφορετικό συγκρότημα – κι αυτή είναι η πρόκληση για μένα: να κάνω πράγματα που είναι σαν να μην τα έχει κάνει το ίδιο συγκρότημα σε σχέση με πριν και με τα προηγούμενα άλμπουμ. Κι αυτό είναι κάτι που το προσπαθώ και το σκέφτομαι σε κάθε δίσκο. Από την άλλη, υπάρχει κάτι που ενώνει όλους τους δίσκους μου – είναι δύσκολο να αμφισβητήσεις εντελώς όσα την φύση των δημιουργικών σου ενστίκτων και το δημιουργικό σου ύφος, αλλά πάντα επιχειρώ να κάνω κάτι που να ακούγεται διαφορετικό από τις αμέσως προηγούμενες δουλειές μου.
Ποια είναι τα μακροπρόθεσμα και ποια τα βραχυπρόθεσμα σχέδιά σας;
Δουλεύουμε ένα καινούριο άλμπουμ, και είμαστε χωμένοι βαθιά σ’ αυτό, έχουμε γράψει και ηχογραφήσει σχεδόν το μισό και κυρίως σε αυτό εστιάζω τελευταία. Θα συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με αυτό τον επόμενο καιρό και θα συνεχίσουμε να κάνουμε και ό, τι άλλο κάνουμε τον τελευταίο καιρό: θα περιοδεύουμε και θα δημιουργούμε τέχνη.
Τι θα μας παρουσιάσετε στη συναυλία σας στην Αθήνα στις 14 Ιουλίου; Σκοπεύετε να παίξετε κάποια από τα τραγούδια του άλμπουμ που δουλεύετε τώρα εκεί;
Η ευρωπαϊκή περιοδεία διαφέρει λίγο από αυτήν που κάνουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες – λογιστικά, είναι αδύνατο να μεταφέρουμε όλα τα σκηνικά μας και τον εξοπλισμό μας εκεί. Αναγκαστικά λοιπόν θα είναι πιο επικεντρωμένη στη μουσική, αλλά και πάλι θα υπάρχουν αλλαγές κοστουμιών και το drag και glam στοιχεία στην performance. Τα καινούρια τραγούδια που δουλεύουμε τώρα πιθανότατα δεν θα τα παίξουμε, θα εστιάσουμε περισσότερο στο “Innocence Reaches” και στα τελευταία δυο-τρία άλμπουμ μας.
Οι of Montreal θα εμφανιστούν στο Ejekt Festival την Παρασκευή 14 Ιουλίου, μετά τους Black Hat Bones και πριν τους Peter Hook & The Light, τους The Jesus And Mary Chain και τους Kasabian. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.