Νίκος Πορτοκάλογλου

Τριάντα χρόνια διαδρομή και μοιάζουν μόνο μια στιγμή

Στίχοι στα ελληνικά και αγγλικά, λογοτεχνία και συγγραφείς, σημαντικοί παλιοί και πρόσφατοι δίσκοι, live, Σμύρνη (παλιά), Cohen, Φαληρέας, Monika, The Boy, Θεσσαλονίκη... Της Χίλντας Παπαδημητρίου


Νίκος Πορτοκάλογλου Mic: Πριν 30 χρόνια, την εποχή που ξεκινούσες με τους Φατμέ, στους μουσικούς κύκλους κυριαρχούσε το δίλημμα: ελληνικός ή αγγλικός στίχος. Εν έτει 2012, το ίδιο δίλημμα διχάζει μουσικούς και συγκροτήματα. Αν ξεκινούσες τώρα, πάλι τον ελληνικό στίχο θα διάλεγες;

Π: Ναι, εκτός κι αν μετακόμιζα στο Λονδίνο ή στο Βερολίνο. Όταν ξεκίνησα να παίζω κιθάρα, τα πρώτα τραγούδια που έγραφα μαζί με τον Γιώργο Φιλιππάκη (σημ. ιδρυτικό μέλος των Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω) - τότε που ονειρευόμασταν να γίνουμε οι καινούργιοι Lennon/McCartney - ήταν στα αγγλικά. Ήταν τα χρόνια της χούντας, και τα ελληνικά μάς θυμίζανε μόνο άσχημα πράγματα, το λαϊκό τραγούδι ειδικά, οπότε το πιο φυσιολογικό για μένα ήταν να γράφω τραγούδια παρόμοια μ' αυτά που μου άρεσαν: άλλο ήταν Dylan, άλλο Neil Young, άλλο Lennon... Νομίζω ότι αυτό που μ' έκανε να γράψω τα πρώτα ελληνικά τραγούδια, ήταν η έξοδος από το προστατευτικό κουκούλι της εφηβείας και της οικογένειας. Τελειώνοντας το σχολείο, έδωσα Αρχιτεκτονική και απέτυχα αφού δεν το είχα πάρει στα σοβαρά, και τότε ήρθα αντιμέτωπος με τα μεγάλα θέματα: τι κάνω στη ζωή μου, ποιος είμαι, πώς θα ζήσω, θα κάνω αυτό που μου λέει η μαμά μου, θα πιάσω δουλειά σε τράπεζα ή θα πάρω τα ρίσκα μου. Όταν άρχισαν να με καίνε τα πραγματικά ερωτήματα, δεν μου πέρασε καν από το μυαλό να γράψω γι' αυτά στα αγγλικά. Ήταν εντελώς ενστικτώδες και αυθόρμητο. Τότε έγραψα τον "Άσωτο Υιό" και το "Πίσω από τις Γρίλιες" (σημ. τραγούδια από τον πρώτο δίσκο των Φατμέ). Ήταν πολύ επιτακτική η ανάγκη να μοιραστώ τους προβληματισμούς μου με τους φίλους μου πρώτα-πρώτα, και κατ' επέκταση με τους άλλους φίλους που θα ακολουθούσαν, ενδεχομένως - το κοινό ... Διαφορετικά, θα ήταν σαν να προσπαθούσα να μιλήσω με τους φίλους μου στα αγγλικά.

Mic: Δηλαδή, δεν είναι νέο το φαινόμενο της επιλογής αγγλικού στίχου;

Π: Όταν με ρωτούν σε διάφορες συνεντεύξεις για το νέο φαινόμενο, απαντώ; Ποιο νέο φαινόμενο; Δεν είναι καθόλου νέο, αυτό είναι το κακό. Θυμάμαι όταν παίζαμε στα πρώτα φεστιβάλ με τους Φατμέ, μαζί με πολλά άλλα συγκροτήματα, ήμασταν οι μόνοι μαζί με τον Πανούση (που είχε τότε τις Μουσικές Ταξιαρχίες) οι οποίοι είχαμε ελληνικό στίχο. Και επί χρόνια, στις συνεντεύξεις, η πρώτη ερώτηση ήταν: αφού είστε rock συγκρότημα, γιατί ελληνικά; Κι εγώ απαντούσα, Μα είναι λάθος η ερώτηση.


Άσωτος υιόςMic: Έγραφες ως τότε κάτι άλλο; Ποιήματα, διηγήματα... κάτι; Διότι ο στίχος σου είχε μια ποιότητα από την αρχή, από τον "Άσωτο Υιό".

Π: Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι να γράφω, το έγραψα όταν ήμουν 15 χρόνων - τότε περίπου που έγραφα και αγγλικούς στίχους. Είχα πάει διακοπές με τους γονείς μου στην Πάρο και κάτι με είχε πιάσει, μια αναποδιά εφηβική, και είχα απομονωθεί με την κιθάρα μου, την πρώτη καλή κιθάρα που απέκτησα, σ' ένα δωμάτιο στην άλλη άκρη του χωριού, μακριά από το ξενοδοχείο όπου έμεναν οι γονείς μου. Εκεί έγραψα για πρώτη φορά κάτι στίχους, όχι για τραγούδι, στους οποίους έθετα το μεγάλο ερώτημα: είναι καλύτερα να ζήσεις μια ζωή σίγουρη κα ασφαλή, ή να ζήσεις μέσα στις αμφιβολίες και τις αγωνίες σου; Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα, κάποια στιγμή που μελετούσα στο δωμάτιό μου, άκουσα τον αδελφό μου, ο οποίος είχε βρει το χαρτί με τους στίχους, να τους διαβάζει στη μητέρα μου και να αναρωτιούνται μαζί: λες να είναι του Νίκου; Μπα, θα είναι τίποτα στίχοι του Σεφέρη ή κάποιου ποιητή, που τους αντέγραψε ο Νίκος... Και θυμάμαι ότι ένιωσα από τη μια υποτιμημένος, κι από την άλλη πολύ κολακευμένος, διότι αφενός δεν πίστευαν ότι μπορεί να τους είχε γράψει ο Νίκος, αλλά από την άλλη πίστευαν ότι ήταν κάποιου ποιητή... Κάτι άλλο, πιο μεγάλο, δεν έγραφα. Είχα περάσει μια φάση όπου αγόραζα μανιωδώς όλα τα βιβλιαράκια των εκδόσεων Τραμ και προσπαθούσα να βρω έναν ποιητή που να μου ταιριάζει για να μελοποιήσω στίχους του. Πίστευα ότι ήμουν πιο πολύ μουσικός παρά στιχουργός. Έκανα κάποιες απόπειρες αλλά δεν μου βγήκε τίποτα, κι έτσι κάπως από ανάγκη, ξεκίνησα να γράφω στίχους.

Mic: Να επιμείνω στην ερώτησή μου, κι αυτό επειδή συχνά ακούμε τραγούδια που δεν λένε κάτι συγκεκριμένο, είναι λέξεις στη σειρά που περιγράφουν εικόνες, χρώματα ίσως... Εσένα οι στίχοι σου διηγούνται μικρές ιστορίες. Γι' αυτό αναρωτιέμαι αν έχεις σκεφτεί ποτέ να γράψεις διηγήματα, ή κάτι πιο μεγάλο.

Π: Με γοητεύει η σκέψη πώς θα ήταν αν έγραφα ένα μυθιστόρημα, γιατί είμαι μανιώδης αναγνώστης. Κατά 99% διαβάζω λογοτεχνία, δεν έχω διάθεση για φιλοσοφικά ή ιστορικά βιβλία, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Αλλά μου φαίνεται... πολύ δύσκολο; πολύ μακρινό; Δεν μου έχει δημιουργηθεί η ανάγκη, μου αρκεί το τραγούδι. Πάντα με γοήτευε η απλότητα του τραγουδιού και η μικρή του φόρμα. Βρίσκω περιττή μεγαλομανία αυτό που κάνουν μερικοί συνθέτες, οι οποίοι θεωρούν το τραγούδι λίγο και θέλουν να γράψουν κάτι μεγαλύτερο, μια όπερα... λες κι αυτό θα τους προβιβάσει. Γι' αυτό αγαπάω πολύ τους λαϊκούς συνθέτες που ήταν και στιχουργοί, τον Τσιτσάνη, τον Άκη Πάνου, γιατί έμειναν πάντα πιστοί σ' αυτή τη μικρή φόρμα κι έγραψαν μίνιμαλ αριστουργήματα.


ΝΠορτοκάλογλουMic: Μια κι αναφέραμε βιβλία, ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς;

Π: Δεν ήμουν ποτέ δογματικός, δεν διάλεγα σχολές αλλά εκ των υστέρων, βλέπω ότι οι πιο αγαπημένοι μου είναι Ρώσοι, εβραίοι και Αγγλοσάξονες. Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Τσέχοφ - αναφέρω τον Τσέχοφ και λόγω των διηγημάτων που είναι αριστουργήματα. Όταν λέω εβραίους εννοώ τον Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, τον Άρθουρ Σνίτσλερ, μερικά βιβλία του Φίλιπ Ροθ μ' αρέσουν πολύ, άλλα με κουράζουν. Στους Αγγλοσάξονες αγαπώ την αμεσότητα, την ακρίβεια και το χιούμορ που έχουν: ο Ίαν ΜακΓιούαν, ο Νικ Χόρνμπι. Μετά είναι οι παλιοί Αμερικάνοι: ο Σκοτ Φιτζέραλντ μ' αρέσει πολύ, ο Στάινμπεκ, ο Χέμινγουεϊ λιγότερο. Από Έλληνες, αγαπώ τους κλασικούς, Τσίρκα, Ιωάννου, Χατζή, πέρασα μια εφηβική φάση με κάποια βιβλία του Καραγάτση και του Καζαντζάκη - τα πρώτα βιβλία που βρήκα στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου, και ήταν ό,τι έπρεπε για κείνη την εποχή και εκείνη την ηλικία. Δεν υπήρξα ποτέ λάτρης της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, ή της γαλλικής.

Mic: Θα ήθελα τώρα να σε ρωτήσω για την κατάσταση της δισκογραφίας σήμερα. Όπως θα'λεγε κι ο Μπάμπης, φαντάζεσαι το 2050, να ρωτάει κάποιος δημοσιογράφος τον τότε Νίκο Πορτοκάλογλου, Ποιος είναι ο πρώτος δίσκος που κατέβασες;

Π: Δεν βγάζω άκρη, ακούω κι αντικρουόμενες πληροφορίες. Άλλοι λένε ότι οι Αμερικάνοι σκέφτονται να καταργήσουν τα cd στα τέλη του 2012 και να κρατήσουν τα βινύλια και το downloading, κάποιοι άλλοι μου είπαν ότι αντιθέτως, το cd είχε άνοδο 25% στη Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ, το 2011. Η ιδέα να μην υπάρχει άλμπουμ πια μου φαίνεται τρομακτική.

Mic: Κι εγώ όταν δεν έχω μπροστά μου το δίσκο, όταν δεν πιάσω το εξώφυλλο στα χέρια μου, νιώθω σαν να μην τον "έχω".

Π: Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η μουσική για πολλούς αιώνες ήταν εντελώς άυλη, την άκουγε ο κόσμος σε πανηγύρια και γιορτές, σαν παραδοσιακό τραγούδι, ήταν κάτι στιγμιαίο και φευγαλέο. Ίσως ο 20ος αιώνας να είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου που η μουσική γίνεται κάτι χειροπιαστό, όταν αρχίζουν οι ηχογραφήσεις. Η μουσική από τη φύση της είναι άυλη, η μόνη τέχνη που είναι άυλη - αλλά ίσως αυτό ακριβώς κάνει πιο μεγάλη την ανάγκη να την έχουμε σε κάτι χειροπιαστό.

Όσο για τη μουσική βιομηχανία... δεν ξέρω πραγματικά. Αλλά έχω την πίστη ότι η μουσική και το τραγούδι ειδικότερα θα βρουν τον τρόπο να επιβιώσουν. Ακούω από πολλούς νέους συναδέλφους ότι φτιάχνουν τα cd μόνοι τους, δεν πληρώνονται οι μουσικοί, πολλές φορές δεν πληρώνεται ούτε το στούντιο, και κάνουν ένα cd για να το πουλήσουν φτηνά στα λάιβ τους, για να είναι ελκυστικό - δεν ξέρω αν μπορεί να στηριχτεί έτσι όμως το πράγμα.

Mic: Υπάρχει ο αντίλογος ότι έτσι δεν εξαρτάσαι από καμιά εταιρεία, ότι μπορείς να κάνεις αυτό που σ' αρέσει και να έχεις άμεση επαφή με το κοινό σου. Και ότι οι μουσικοί θα βγάζουν πλέον τα προς το ζην από τα λάιβ.

Π: Το βλέπω αυτό στους νέους τραγουδοποιούς, ότι είναι προσανατολισμένοι στα λάιβ. Μου είπε κάποιος νέος μουσικός ότι βγάζει ένα cd με 18 τραγούδια, το οποίο θα πουλάει 5 ευρώ. Κι αυτό μου φαίνεται... κάπως. Τόσο αξίζουν 18 τραγούδια, σχεδόν δύο χρόνια δουλειάς; Κι άλλωστε το λάιβ και το cd είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Και μετά είναι οι στιχουργοί, οι οποίοι δεν κάνουν λάιβ, αυτοί πώς θα πληρωθούν για τη δουλειά τους;

Mic: Γι' αυτό βλέπουμε διάφορες μπάντες που είχαμε ξεχάσει την ύπαρξή τους, ονόματα της δεκαετίας του '70 ή και παλιότερα, να επανενώνονται και να ξαναπαίρνουν τους δρόμους. Μια φίλη μου είπε ότι στη Νέα Υόρκη έχουν σειρά συναυλιών οι Allman Brothers.

Π: Μάλλον ο Allman Brother θα πρέπει να λέμε. Τρελαίνομαι όταν διαβάζω στο Uncut τις συναυλίες που γίνονται στο Λονδίνο. Ονόματα απίθανα, που είχες ξεχάσει την ύπαρξή τους από τη δεκαετία του '70 ή του '80.

Mic: Να σε ρωτήσω μερικά πράγματα για τον καινούργιο δίσκο; Κατ' αρχήν, θέλω να σχολιάσω ότι μου άρεσε πάρα πολύ το εξώφυλλο, το όλο στήσιμο του cd.

Π: Το layout το έχει κάνει ο Γιάννης Κουρούδης, ενώ τα σχέδια στο εσωτερικό είναι του γιου του, του Μενέλαου. Έτσι, στο εξώφυλλο βλέπουμε να συνεχίζεται το concept των συνεργασιών με νέους, νεότερους μουσικούς, που αποτελεί την κεντρική ιδέα του άλμπουμ.


ΊσωςMic: Το cd με τίτλο Ίσως είναι διπλό, και περιέχει καινούργια τραγούδια αλλά και επανεκτελέσεις γνωστών κομματιών σου με πολύ καινούργιους καλλιτέχνες (Μπαλάφα, Μαραβέγια, Χαρούλη, Μουζουράκη, Μποφίλιου, Δρογώση κλπ). Ενορχηστρωτικά, βλέπουμε ότι συνεχίζεις κάτι που είχες αρχίσει από πέρυσι, στις παραστάσεις στον Ιανό. Έχεις χρησιμοποιήσει πολλά ακουστικά όργανα: βιολί, ακορντεόν, κοντραμπάσο, ούτι, ακορντεόν. Βαρέθηκες τον πιο ηλεκτρικό ήχο; Ποια ανάγκη σε οδήγησε σ' αυτή την επιλογή;

Π: Πάντοτε φλέρταρα μ' αυτά τα όργανα. Πέρυσι ήταν η πρώτη φορά που έκανα παράσταση αποκλειστικά με ακουστικά όργανα. Ήταν μια ανάγκη, πράγματι, σαν ένα ξέπλυμα. Σαν να αναβαπτίζομαι σ' ένα καθαρό ποτάμι, ένα στοίχημα: αν μαζευτούμε τέσσερις άνθρωποι με ακουστικά όργανα, αυτά τα τραγούδια θα διατηρήσουν τη δύναμή τους; Και αυτό που έκανα πέρυσι, μου έδωσε πολλή χαρά, είδα κι εγώ τα τραγούδια αλλιώς. Κάτι άλλο σημαντικό είναι ο τρόπος που παίζει το βιολί ο Μιχάλης Βρεττός, ή το ούτι ο Νίκος Πασσαλίδης` ξεφεύγουν εντελώς από τα κλισέ. Για παράδειγμα, το μπουζούκι έχει φορτωθεί από απίστευτα κλισέ, ο τρόπος που χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες είναι τόσο στερεότυπος, λες και δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να παιχτεί αυτό το όργανο. Ή το χρησιμοποιούν με τελείως ακαδημαϊκό τρόπο, αυτοί που παίζουν την παραδοσιακή μουσική όπως παιζόταν πριν 100 χρόνια. Εμένα μ' ενδιέφερε να ψάξω τις δυνατότητες αυτών των οργάνων σήμερα. Και αυτό το πράγμα μου έδωσε πολλή φόρα, πολλές ιδέες, κι άρχισα να γράφω τραγούδια με τα συγκεκριμένα όργανα. Τελικά, όταν ήρθε η στιγμή να τα ηχογραφήσω, έκανα τη μίξη, χρησιμοποίησα την περσινή μπάντα προσθέτοντας ντραμς και πλήκτρα.

Mic: Είναι πολύ εντυπωσιακό πόσο ωραία ακούγονται τα πιο rock κομμάτια της πρώτης περιόδου μ' αυτή την ενορχήστρωση.

Π: Πριν κάνουμε τους Φατμέ, παίζαμε κυρίως με ακουστικά όργανα, και για πρακτικούς λόγους επειδή παίζαμε μέσα σε δωμάτια, στα σπίτια μας. Δεν ξεκίνησα παίζοντας ηλεκτρική κιθάρα. Απλώς, όταν φτιάξαμε τους Φατμέ, είχα ανακαλύψει τότε το νέο ρεύμα, το punk, το new wave, και ήμουν συνεπαρμένος απ' όλο αυτό το κίνημα, και βγήκε πιο έντονα αυτή η πλευρά. Αλλά είχαμε περάσει άπειρες ώρες παίζοντας Σαββόπουλο και Χατζιδάκι.

Mic: Θα έλεγες δηλαδή ότι οι Φατμέ ήταν η rock περίοδός σου, την οποία αργότερα την άφησες πίσω σου;

Π: Δεν θα το έλεγα. Τη δεκαετία του '90, μετά τους Φατμέ έβγαλα τις Φωνές, ένα δίσκο όπου έβγαλα το άχτι μου, χρησιμοποιώντας όλα τα παραδοσιακά όργανα που δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω στη μπάντα. Στη συνέχεια, έκανα τον Άσωτο Υιό, ένα δίσκο με ακουστικό ήχο κυρίως, και μετά μου ξανάρθε η όρεξη για ηλεκτρισμό κι έκανα τα Παιχνίδια με τον Διάβολο. Ήταν ένα δίσκος που αισθανόμουν ότι τον χρωστούσα από τη δεκαετία των Φατμέ. Μπορεί και τώρα να μου ξανάρθει.

Mic: Δηλαδή, βλέπουμε ότι παίζεις συνέχεια με τα πράγματα. Το λέω αυτό διότι οι πιο νέοι ίσως σ' έχουν κατατάξει στο έντεχνο - που δεν νομίζω ότι σου ταιριάζει, μου φαίνεται πολύ λίγο και κάπως μίζερο το έντεχνο.

Π: Βασικά, το έντεχνο είναι κάτι που δεν καταλαβαίνεις τα λόγια.

Mic: Αν κατάλαβα καλά, εσύ δεν θα όριζες τον εαυτό σου ότι ανήκεις στο "τάδε είδος", μπαίνεις και βγαίνεις μέσα στις μουσικές, κι ανάλογα με τις ανάγκες σου κάθε φορά, χρησιμοποιείς αυτό που σου ταιριάζει. Κάποιοι νεότεροι ακροατές που σ' έμαθαν από τις συναυλίες στο Λυκαβηττό, σ' έχουν ταυτίσει ίσως με τον Μάλαμα.


ΝΠΠ: Όλοι οι τραγουδοποιοί έχουμε σχέσεις, είμαστε σαν συγκοινωνούντα δοχεία.

Mic: Αυτό όμως που βλέπω σ' εσένα είναι ότι φεύγεις κι επανέρχεσαι στα είδη, κάνεις κύκλους. Η δική μου διαπίστωση είναι ότι αυτό οφείλεται στο ότι ποτέ δεν έπαψες να ακούς πολλή μουσική και να ενημερώνεσαι.

Π: Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν τώρα. Ότι το υλικό που γράφεις σαν μουσικός, έχει σχέση και με το πώς είσαι σαν ακροατής. Γιατί εγώ δεν σταμάτησα ποτέ να είμαι ακροατής. Όπως σαν ακροατής δεν κατάλαβα ποτέ μα ποτέ τους ανθρώπους που ακούν μουσική για να αποκτήσουν μια ταυτότητα - π.χ. ακούω μόνο heavy metal και ντύνομαι έτσι, ή ακούω μόνο jazz ή μόνο κλασική. Σαν ακροατής, ήμουν πάντα λαίμαργος, δεν ήθελα να στερήσω από τον εαυτό μου τη χαρά να ακούσω τον Βραζιλιάνο Caetano Veloso, έναν από τους μεγαλύτερους τραγουδοποιούς στον κόσμο, επειδή είμαι ροκάς και δεν ακούω λάτιν. Μου φαίνεται τρομερά βλακώδες. Οπότε, κατά τον ίδιο τρόπο λειτουργώ και σαν μουσικός. Εξάλλου, ο πρώτος δίσκος που με βάρεσε κατακέφαλα ήταν το White Album των Beatles. Δεν ήταν ο πρώτος δίσκος που αγόρασα, είχα την τύχη να έχω μεγαλύτερο αδελφό που έφερνε στο σπίτι πολλούς καλούς δίσκους, το White Album, το Band of Gypsies του Hendrix, το Nashville Skyline του Dylan, το Περιβόλι του Τρελού του Σαββόπουλου, το Hot Rats του Zappa, το οποίο μάλιστα το είχε δανειστεί από ένα φίλο του χωρίς εξώφυλλο και πέρασαν χρόνια μέχρι να μάθω πώς ήταν τ0 εξώφυλλο. Ακούγοντας όμως το White Album άρχισα να τρελαίνομαι με τη μουσική και να θέλω να πάρω κιθάρα. Ειδικά το White Album, που είναι το αγαπημένο μου των Beatles αλλά και γενικότερα - όταν το άκουσα με τα παρθένα αυτιά ενός 12χρονου, με τρέλανε. Τώρα που το σκέφτομαι, είναι ο απόλυτα πολυσυλλεκτικός δίσκος. Περιέχει όλα τα είδη μουσικής που υπάρχουν στον πλανήτη: από παλιομοδίτικο ragtime μέχρι heavy metal, από punk μέχρι baroque, από country μέχρι blues - δεν λείπει τίποτα από μέσα. Ίσως εκεί να οφείλονται όλα. Αλλά είναι και κάτι άλλο που το σκεφτόμουν τις προάλλες, ακούγοντας μια εκπομπή για τα σμυρναίικα, και επισημαίνοντας την παιχνιδιάρικη διάθεση και τον απίστευτο κοσμοπολιτισμό που είχαν αυτά τα τραγούδια. Οι άνθρωποι που ζούσαν στη Σμύρνη επικοινωνούσαν με όλο τον πλανήτη, ήταν μια πόλη με πολλές εθνότητες, ένα χωνευτήρι πολιτισμών. Άκουγα λοιπόν αυτά τα τραγούδια στα οποία συνυπήρχαν ένα σωρό καταβολές με πολύ ελεύθερο τρόπο, πολύ ανοιχτό` ένα είχε ιταλικές, ναπολιτάνικες επιρροές, άλλο ήταν καθαρά ανατολίτικο, από την Περσία, οι ενορχηστρώσεις όμως ήταν ευρωπαϊκές, τα όργανα που χρησιμοποιούσαν ένα συνονθύλευμα από Άπω Ανατολή μέχρι Βόρεια Ευρώπη.

Mic: Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι πόλεις που δημιουργούν σημαντικά μουσικά ρεύματα είναι χωνευτήρια πολιτισμών και ανθρώπων, η Νέα Υόρκη...

Π: Η Νέα Ορλεάνη, το Λονδίνο, το Παρίσι. - Ακούγοντας λοιπόν αυτά τα τραγούδια στο ραδιόφωνο, σκέφτηκα ότι ίσως η ρίζα μου η σμυρναίικη μ' έκανε να αγαπήσω τόσο το White Album.

Mic: Και ποιο ήταν το πρώτο άλμπουμ που αγόρασες εσύ, με δικά σου χρήματα;

Π: Ήμουν πολύ μικρός, είχαμε πάει διακοπές στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, και κάποιος οικογενειακός φίλος με πήγε σ' ένα δισκάδικο και μου είπε, Διάλεξε ποιο δίσκο θέλεις. Είχε όλο ελληνικούς δίσκους που δεν μ' ενδιέφεραν καθόλου, και μόνο δύο ξένους, μοντέρνους. Ο ένας ήταν το Yellow Submarine και ο άλλος ήταν εκείνος του Al Bano που κάθεται σ' ένα θρανίο, αυτός που είχε το "La donna di un amico mio". Και διάλεξα τον Al Bano.

Mic: Ποιοι δίσκοι σ' άρεσαν τα τελευταία χρόνια;

Π: Το γκρουπ που μ' εντυπωσίασε το τελευταίο διάστημα είναι οι Arcade Fire, θα ήθελα να τους δω λάιβ, έβλεπα τα λάιβ τους στο YouTube και τρελάθηκα. Των Red Hot Chili Peppers δεν μ' άρεσε το τελευταίο, ενώ το προηγούμενο μ' είχε ενθουσιάσει. Μ' άρεσε επίσης ένας μαύρος μουσικός, ο Michael Kiwanaka που έχει κάνει το Home Again. Ένα γκρουπ που με γοήτευσε τα τελευταία χρόνια ήταν οι Σουηδοί Esbjorn Svenson Trio, αυτό το λάιβ που είδα στο Παλλάς ήταν καταπληκτικό.

Mic: Για πες μου άλλο λάιβ που σ' εντυπωσίασε πολύ τα τελευταία χρόνια;

Π: Το πιο μαγικό λάιβ που είδα ήταν του Leonard Cohen στο Terra Vibe. Ήμουν με σηκωμένη την τρίχα επί τρεις ώρες, όσο κράτησε η συναυλία, βλέποντας αυτό τον τύπο που ήταν 75 χρονών, με την απίστευτα ευγενική και γενναιόδωρη φυσιογνωμία. Μια γενναιοδωρία που γινόταν φανερή από το πώς παρουσίαζε τους συνεργάτες του. Παρότι παλιά είχαμε μια εικόνα γι' αυτόν ότι είναι κλειστός και μελαγχολικός τύπος. Και το εντυπωσιακό στην περίπτωσή του είναι ότι άκουγες τραγούδια γραμμένα πριν 40 χρόνια και παραπάνω, και υπήρχαν αριστουργήματα απ' όλες τις περιόδους του. Ενώ ο McCartney στις συναυλίες του επενδύει περισσότερο στο παρελθόν, Beatles κυρίως και λίγα από την πρώτη μετά-Beatles περίοδο. Ο Cohen έχει γράψει μερικά από τα σπουδαιότερα τραγούδια του μετά τα 50 ή τα 60 χρόνια του.


Τάσος ΦαληρέαςMic: Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου για τον Τάσο Φαληρέα, σκεφτόμουν πώς θα ήταν να κάνατε ένα δίσκο μαζί, τώρα - 30 χρόνια μετά. Να τον έχεις παραγωγό, να γίνει κάτι σαν τον Rick Rubin σου, να μη χρειαστεί να φορτωθείς εσύ την παραγωγή, να την αφήσεις σε κάποιον που να ξέρει - εσένα και τη δουλειά σου. Θα σου άρεσε κάτι τέτοιο;

Π: Αν ζούσε, σ' αυτόν θα πήγαινα φυσικά. Όπως σ' αυτόν πήγα, όταν θέλησα να κάνω τις διασκευές των τραγουδιών μου το 1996, τον Άσωτο Υιό. Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν τα πράγματα αν δεν είχα βρει τον Φαληρέα στην αρχή. Θα ήμουν όπως σ' εκείνο το βιβλίο, το Liverpool Fantasy (σημ. το βιβλίο μιλάει για την υποθετική περίπτωση που οι Beatles δεν έκαναν ποτέ την πρώτη τους ηχογράφηση, και 20 χρόνια μετά ζουν όλοι πικραμένοι και απογοητευμένοι - του Larry Kirwan, εκδ. Μεταίχμιο), θα ζούσα πικραμένος. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που πίστεψε σε μένα και στα τραγούδια μου, από την πρώτη στιγμή, ανενδοίαστα και με πολύ ενθουσιασμό. Ενώ οι υπόλοιπες εταιρείες τα είχαν απορρίψει. Αν δεν ήταν ο Τάσος, πού θα ήμουν εγώ; Μπορεί να έκανα τον πρώτο μου δίσκο δέκα χρόνια μετά, στα 35 μου. Όπως συνέβη σε άλλους. Εγώ είχα την τύχη να ξεκινήσω στα 23-24 μου.

Mic: Βλέπουμε στο εξωτερικό, όπου ακόμα και στις σημερινές δύσκολες εποχές, η μουσική βιομηχανία είναι πιο οργανωμένη, πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος ενός παραγωγού. Στην Ελλάδα νομίζω ότι δεν υπάρχουν τέτοιοι παραγωγοί. Για σένα, μετά από 30 χρόνια εμπειρίας, είναι πιο εύκολο κάθε φορά να φτιάξεις ένα καινούργιο δίσκο, να οργανώσεις τα πράγματα στο μυαλό σου; Σ' έχει βοηθήσει η προηγούμενη εμπειρία, ή είναι κάθε φορά εξίσου δύσκολο να ηχογραφήσεις ένα δίσκο;

Π: Σίγουρα είναι πιο εύκολο αλλά μου λείπει ο παραγωγός, ένας άνθρωπος που να δει τη δουλειά σου από απόσταση, να σε παροτρύνει να βελτιωθείς, να κάνεις αυτό το τραγούδι καλύτερο, να αφήσεις το άλλο στην άκρη, να σου δώσει ερεθίσματα. Με τον Τάσο υπήρχε αυτό: ενώ δεν ήταν ο κατεξοχήν μουσικός παραγωγός σαν τον Rick Rubin - που είναι μουσικός, που μπορεί να σου παίξει κι ένα riff στην κιθάρα για να σου δώσει μια ιδέα - ήταν τόσο παθιασμένος ακροατής, με τόσο διεισδυτική ματιά στο τραγούδι... Αγαπούσε το τραγούδι με πολύ ανοιχτό πνεύμα - αγαπούσε τη μουσική, πήγαινες σπίτι του και τη μια άκουγε James Brown, την άλλη Άκη Πάνου, και μετά Miles Davis. Είχε αυτό το χάρισμα, καθόσουν μια ώρα μαζί του στο Dolce και μετά έτρεχες στο σπίτι να γράψεις τραγούδι, σ' έβαζε στην πρίζα. Κι επίσης, είχε ιδέες, όταν κάναμε τον Άσωτο Υιό, πετούσε συνέχεια ιδέα, "Γιατί δεν λες σ' αυτόν να πει αυτό το τραγούδι;" Ή "αυτό θα ταίριαζε στον άλλο". Και μετά σου έλεγε, "Καλά, κάνε ό,τι νομίζεις εσύ", αλλά εντωμεταξύ σε είχε βάλει στη διαδικασία.

Mic: Ο Φαληρέας νομίζω ότι ήταν κατά του "ασυνάρτητου στίχου", της συρραφής λέξεων χωρίς νόημα η οποία ξεκίνησε σαν ποιητική έκφραση στο έντεχνο και κατέληξε να διαποτίσει ακόμα και το σκυλάδικο.

Π: Αυτό μου έλεγε ο Τάσος, με ενθάρρυνε από την αρχή λέγοντάς μου ότι είμαι συγκριμένος στο στίχο μου, κι αυτό του άρεσε. Από την άλλη πάλι, δεν μ' αρέσει η πεζότητα που διακρίνει τους στίχους των εμπορικών λεγόμενων τραγουδιών. Μ' αρέσει η αφήγηση, οι κινηματογραφικές εικόνες γιατί είμαι λάτρης του σινεμά, αλλά μ' αρέσει ο στίχος να αφήνει και κάποια κενά, ν' ανασαίνει, να έχει και δεύτερη ανάγνωση, ένα δεύτερο επίπεδο. Το ιδανικό μου είναι η μυθολογία, στην οποία η αφήγηση είναι πολύ συγκεκριμένη, απόλυτα κατανοητή ακόμα και σ' ένα παιδί 5 χρόνων. Πέρασα αμέτρητες ώρες διαβάζοντας μυθολογία στα παιδιά μου. Το μεγαλειώδες της μυθολογίας είναι ότι διαβάζοντας ένα μύθο στα παιδιά μου, ενώ μας συνέπαιρνε εξίσου, ο καθένας του έδινε άλλες προεκτάσεις. Η δύναμή της είναι ότι λειτουργεί σ' ένα πρώτο επίπεδο αφήγησης` για παράδειγμα βλέπεις τις περιπέτειες των Αχαιών στην Τροία, τη μάχη του Έκτορα με τον Αχιλλέα - μπορείς να μείνεις μόνο στην περιπέτεια, ή να πας και πιο μέσα ανάλογα με την ηλικία σου, τις αναζητήσεις σου. Αυτό το βρίσκω και στα καλά λαϊκά τραγούδια, τα οποία σε πρώτο επίπεδο μπορεί να λένε κάτι απλό, Κλαίω στα σκαλοπάτια σου, και σε δεύτερο επίπεδο να βλέπεις όλο το υπαρξιακό σου.


ΒασιλικήMic: Εσύ θα ήθελες κάποια στιγμή να ασχοληθείς με την παραγωγή, να κάνεις δίσκο σ' ένα νέο καλλιτέχνη; Να τον βάλεις κάτω και να του πεις, "Εγώ θα γίνω Φαληρέας για σένα";

Π: Δεν είναι το ίδιο, επειδή ο Τάσος δεν ήταν μουσικός κι αυτό του έδινε μια ελαφράδα. Εγώ το κάνω πιο αποσπασματικά, όπως τώρα με τις συνεργασίες του τελευταίου δίσκου μου. Διάλεξα ανθρώπους που τους παρακολουθούσα, σ' άλλον μ' άρεσε η τραγουδοποιία του, σ' άλλον η φωνή του, στον καθένα έβρισκα πράγματα ενδιαφέροντα και συναντηθήκαμε δουλεύοντας πάνω σ' ένα τραγούδι. Για μένα αυτό είναι αρκετό.

Mic: Μήπως όμως θα ήθελες να το κάνεις σε κάποιο πιο παλιό, ξεχασμένο ή παραγνωρισμένο τραγουδιστή; Όπως είναι ο Μιχάλης Μενιδιάτης, για παράδειγμα;

Π: Δεν με τραβάει τόσο να ασχοληθώ με άλλον, ίσως επειδή έχω τα δικά μου, σκέφτομαι τα καινούργια τραγούδια που θέλω να γράψω, αυτά που θέλω να πω, τα καινούργια πράγματα που θέλω να δοκιμάσω με τη μπάντα. Δεν θα μπορούσα να αφοσιωθώ σ' έναν άλλο μουσικό για μια ολόκληρη δουλειά. Ένας δίσκος είναι μεγάλη ιστορία, είναι ένας ολόκληρος χρόνος δουλειάς, το λιγότερο.

Mic: Από τους πολύ καινούργιους Έλληνες, τους αγγλόφωνους ή όχι, έχεις ακούσει κάποιον, τη Monika, τον Boy;

Π: Τον Boy τον έχω ακούσει αποσπασματικά αλλά δεν μ' ενθουσιάζει. Η Monica νομίζω ότι έχει ταλέντο. Απ' αυτούς που γράφουν τραγούδια με ελληνικούς στίχους, μου αρέσουν μερικά πράγματα του Μαραβέγια, που μ' εντυπωσίασε πολύ και το λάιβ του. Γενικά, πάντως, αυτό που μου άρεσε σ' αυτή την καινούργια σκηνή, τώρα που τους γνώρισα κι από κοντά, είναι ότι βλέπω μια πρόοδο σε μερικά πράγματα. Οι περισσότεροι έχουν κάνει ακόμα ένα-δύο δίσκους, δεν έχουν μια διαδρομή πίσω τους, αλλά πέρα από τα τραγούδια τους, έχουν δύο πράγματα που μου αρέσουν. Πρώτα-πρώτα, βλέπω ένα ξεκόλλημα από κάποια στερεότυπα της rock μυθολογίας, ότι πρέπει να είναι καταραμένοι, κατεστραμμένοι, να αργοπεθαίνουν σε μια γωνιά, να μιλάνε μόνο για τη μαύρη πλευρά της ζωής, πόσο χάλια είναι αυτή η πόλη, και πρέπει να φύγουμε από δω, - όλα αυτά που ήταν παραδοσιακά η μυθολογία του ελληνικού rock. Ή αυτή τη μανία της καταγγελίας. Βλέπω ανθρώπους ακομπλεξάριστους, που βγάζουν στα τραγούδια τους και χιούμορ και τη χαρά της ζωής, πιο φωτεινά πράγματα, παρότι πολλοί απ' αυτούς είναι μέσα στον ηλεκτρικό ήχο, μέσα στο rock. Επίσης, βλέπω μια αφοσίωση στη μπάντα και στην ομάδα. Παλιότερα η άποψη ήταν να πάρουμε πέντε μουσικούς να γίνει δουλειά. Οι νεότεροι επενδύουν στην ομάδα, στη δική τους μπάντα, κάνουν πρόβες, κι αυτό το θεωρώ προχώρημα. Εγώ το είχα πάντα αυτό, επειδή ξεκίνησα με γκρουπ και μετά, όταν έμεινα μόνος μου, ένιωθα την ανάγκη να έχω μια δεμένη ομάδα, να ταιριάζουν οι άνθρωποι, να υπάρχει χημεία, να κάνουμε πρόβες όπου ο καθένας να βάζει κάτι από την προσωπικότητά του στο αποτέλεσμα. Και βλέπω ότι όλοι, ο Μαραβέγιας, ο Μπαλάφας, η Μποφίλιου, έχουν τη μπάντα τους, στιχουργό, συνθέτη και μπάντα σταθερή. Και όλοι έχουν ενδιαφέρουσες φωνές. Γενικά ήταν πολύ καλή εμπειρία του τελευταίου δίσκου, και πολύ ωραία η διαδικασία. Με τον καθένα βρεθήκαμε εδώ στο σπίτι, ψάξαμε τα τραγούδια, μετά σε κάθε τραγούδι που διαλέξαμε, κάναμε 5-6 διαφορετικές βερσιόν. Στο τέλος, σε κάθε κομμάτι συνυπήρχε η προσωπικότητα του καλεσμένου, αλλά και η δικιά μου και του τραγουδιού. Και στην τελική φάση, αυτό που ήταν πολύ ωραίο ήταν ότι οι ηχογραφήσεις έγιναν λάιβ στο στούντιο, γράψαμε στο Sierra που έχει μεγάλο χώρο, και ήμασταν 6 άτομα, η μπάντα, συν τον καλεσμένο. Τα τραγούδια γράφτηκαν επί τόπου, ζωντανά στο στούντιο, όπως στα '60s.

Mic: Βλέποντας μια φωτογραφία σου μ' ένα μικρό ακορντεόν, ήθελα να σε ρωτήσω: υπάρχει κάποιο όργανο που θα ήθελες να παίζεις αλλά δεν ασχολήθηκες, γιατί έχει πολλή δουλειά ή γιατί δεν έτυχε; Πόσα όργανα παίζεις;


ΑγροτικόνΠ: Παίζω κιθάρα, λίγο μπάσο, πιάνο. Ακορντεόν δεν ξέρω, παρότι έχω αυτό το μικρό ακορντεόν της φωτογραφίας, και όποτε συνεργάζομαι με κάποιον πιανίστα, τον βάζω να παίζει λίγο... συνήθως δεν έχουν ακορντεόν, αλλά το γουστάρουν. Με πνευστά δεν έχω ασχοληθεί ποτέ, αλλά αν διάλεγα δύο όργανα, θα διάλεγα τσέλο και τρομπέτα, από τα όργανα που δεν έχω αγγίξει ποτέ μου. Τα τελευταία χρόνια, ασχολήθηκα με το μπουζούκι και τον τζουρά, κι έχω γράψει μερικά τραγούδια σ' αυτά.

Mic: Το καλοκαίρι έχεις συναυλίες;

Π: Ναι θα έχουμε συναυλίες σε όλες τις μεγάλες πόλεις, στην Τεχνόπολη στην Αθήνα, στη Λάρισα, στην Κρήτη, στη Θεσσαλονίκη, λιγότερες από άλλες χρονιές διότι οι δήμοι έχουν στερέψει οικονομικά, αλλά θα έχουμε αρκετές.

Mic: Με τη Θεσσαλονίκη, ποια είναι η σχέση σου - μια και το mic έχει την έδρα του στη Θεσσαλονίκη.

Π: Με τη Θεσσαλονίκη έχω μια σχέση αγάπης/μίσους. Άλλοτε, πάμε εκεί και μας αποθεώνουν κι άλλοτε αντιμετωπίζουμε αδιαφορία. Πέρυσι, στο Μύλο, ήταν καταπληκτικά. Ίσως να μου έχει μείνει η κακή ανάμνηση από την εποχή που γράφαμε το Ρίσκο στο στούντιο του Παπάζογλου, με την αγωνία να τελειώσουμε γιατί μέναμε σε ξενοδοχείο και τα έξοδα ήταν πολλά.

Mic: Σ' ευχαριστούμε και σου ευχόμαστε ό,τι καλύτερο για τον καινούργιο δίσκο σου, και τις συναυλίες.