Νίκος Τράντας

Νίκος Τράντας

Ο συγγραφέας του "Ιστορίες 33 1/3 στροφών" και η Χίλντα Παπαδημητρίου συζητούν για το βιβλίο και τη συγγραφή γενικότερα. Για τη μουσική (και το σεξ) στα βιβλία, τα φανταστικά γκρουπ, την παράθεση προσωπικών βιωμάτων κλπ


Νίκος Τράντας - Απ' ό,τι έχω μάθει από απόρρητες αλλά άκρως αξιόπιστες πηγές, γράφεις από την εποχή που πήγαινες σχολείο. Γιατί άργησες τόσο να δημοσιεύσεις το πρώτο σου βιβλίο (με δεδομένο ότι εργαζόσουν στις εκδόσεις για πολλά χρόνια);

Το αστυνομικό σου δαιμόνιο με αφήνει για μία ακόμα φορά άναυδο! Μια που το ανέφερες, έχω μετανιώσει πικρά που στην εφηβεία πέταξα ένα μυθιστόρημα περιπέτειας που είχα γράψει μικρός. Θα ήθελα να το διάβαζα τώρα. Το θέμα είναι ότι πολλοί γράφουν, αλλά από το να γράφεις κάτι μέχρι να καταφέρεις να το εκδώσεις ή, ακόμα περισσότερο, να αποκτήσεις την ιδιότητα του επαγγελματία συγγραφέα είναι, όπως ξέρεις, πολύ μεγάλη η απόσταση. Υπάρχουν εξωτερικοί παράγοντες που επηρεάζουν, κι εδώ έχω την εντύπωση ότι το δεδομένο πως εργαζόμουν στις εκδόσεις για πολλά χρόνια μάλλον συνέβαλε σε αυτή την αργοπορία. Μπορεί να βρισκόμουν στο χώρο του βιβλίου και του πολιτισμού, αλλά δεν έπαυα να δουλεύω σε μια ιδιωτική επιχείρηση (σε τρεις διαφορετικές, για την ακρίβεια), και μάλιστα σε μια εποχή έντονων ρυθμών ανάπτυξης της αγοράς του βιβλίου και πολλής δουλειάς, άγχους και ανασφάλειας για τους εργαζομένους. Έχω παρατηρήσει ότι από τότε που έφυγα, μπόρεσα να κινητοποιήσω και να αναπτύξω γνώσεις και δεξιότητες που παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητες, να οργανώσω το χρόνο μου καλύτερα και να γίνω πιο δημιουργικός. Εργάστηκα σε εγχειρήματα που με ενδιέφεραν και δημοσιεύτηκαν και κάποια ?έστω μη μυθοπλαστικά? κείμενά μου. Βέβαια, το να διαθέτεις ελεύθερο χρόνο και κάποια ικανοποίηση από τη δουλειά με την οποία βιοπορίζεσαι (εξωτερικοί παράγοντες) σίγουρα βοηθούν, αλλά αυτό που μετράει σε τελευταία ανάλυση είναι ο βαθμός έντασης της εσωτερικής ανάγκης για έκφραση. Άργησα, αλλά τι να κάνουμε, no time like the right time, and the right time is now! Tώρα φαίνεται ότι ήρθε η ώρα και αποφάσισα να εκτεθώ στο κοινό με αυτή τη συλλογή διηγημάτων.

- Γιατί επέλεξες τη φόρμα του διηγήματος κι όχι του μυθιστορήματος;

Θα έλεγα ότι, τουλάχιστον σε αυτή τη συγγραφική περίοδο, μάλλον το διήγημα επέλεξε εμένα. Προφανώς ήθελα να βγάλω κάποια πράγματα από μέσα μου, η προτεραιότητα ήταν να εκφράσω άμεσα, αυθόρμητα και περιεκτικά τη διάθεσή μου, να διηγηθώ ορισμένες ιστορίες με υπαινικτικό τρόπο και όχι να κάνω μια μεγάλη αφήγηση και να αναπτύξω την πλοκή και τους χαρακτήρες, όπως απαιτεί το μυθιστόρημα. Και ως αναγνώστης, μου αρέσει πολύ το διήγημα, ίσως για τους ίδιους λόγους που προτιμώ να ακούω ένα μπλουζ ή ρεμπέτικο μουσικό κομμάτι από ένα μεγάλο έργο συμφωνικής μουσικής. Αυτό δε σημαίνει ότι δε μου αρέσει το μυθιστόρημα ή ότι δε θα ήθελα να θέσω ως στόχο τη συγγραφή ενός μεγάλου έργου, κάτι μάλιστα που ομολογώ ότι με ιντριγκάρει σε αυτή τη φάση, κατά την οποία κάποιες πρότερες ανάγκες έκφρασής μου έχουν καλυφθεί με τη συγκεκριμένη έκδοση.

- Οι ιστορίες σου διαδραματίζονται σχεδόν όλες στo εξωτερικό (ΗΠΑ, Γαλλία, Βέλγιο). Πρόκειται για συνειδητά κοσμοπολίτικη επιλογή; Καμία από τις ιστορίες δεν θα μπορούσε να συμβαίνει στη σημερινή Αθήνα;

Δεν έχει να κάνει καθόλου με συνειδητή κοσμοπολίτικη επιλογή, αλλά με την έλξη που πάντα μου ασκούσε για κάποιο λόγο η "φυγή". Από μικρός μου άρεσε να χάνομαι στην άγρια δύση, στο ανεξερεύνητο διάστημα, στη μυστηριώδη νήσο ή στις είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω απ' τη θάλασσα. Ύστερα από μια μέρα ή βδομάδα δουλειάς στην Αθήνα, αρέσκομαι στο να "ταξιδεύω" σε μακρινούς τόπους ή τόπους και χρόνους στους οποίους κάποτε έζησα με αρκετή δόση ελευθερίας και ανεμελιάς (Αμερική) και να δημιουργώ μια φαντασιακή κατάσταση, ένα σενάριο μέσα στο οποίο να μπορώ να ζήσω, να επικοινωνήσω με "νέα πρόσωπα", να βρω θαλπωρή και να ξεφύγω από την καθημερινότητα. Φαίνεται ότι στο υποσυνείδητό μου κάποιοι τόποι ή μουσικές συνδυάζονται αυτομάτως με το στιλ γραφής και τη διάθεση που θέλω να αποτυπώσω. Αν και ορισμένα από τα διαδραματισθέντα όχι απλά θα μπορούσαν, αλλά έχουν όντως συμβεί ως πραγματικά γεγονότα στη σημερινή Αθήνα, δεν επέλεξα να τα εντάξω στο αθηναϊκό περιβάλλον γιατί ήθελα να αποδράσω από τη στενόχωρη και ωμή πραγματικότητα στην οποία τα βίωσα και να δημιουργήσω ένα άλλο κλίμα και μυθοπλαστικό αποτέλεσμα, που θα μπορούσε πρωτίστως να λειτουργήσει θεραπευτικά για μένα και ενδεχομένως να προκαλέσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Πάντως, σημειώνω ότι από τις επτά ιστορίες οι δύο εκτυλίσσονται εν πολλοίς στην Αθήνα, με Έλληνες πρωταγωνιστές.


Ιστορίες- Σε κάθε ιστορία ακούγεται ένα τραγούδι που σχολιάζει την υπόθεση. Πρώτα έγραψες την πλοκή και μετά διάλεξες το τραγούδι, ή το κάθε τραγούδι σου ενέπνεε τη δική του ιστορία;

Το πρώτο δεν το έκανα ποτέ, το δεύτερο έχει γίνει, αλλά κατά κύριο λόγο αυτά συμβαίνουν ταυτόχρονα. Συνήθως κλείνομαι στο γραφείο μου, έχω ή προσπαθώ να φτιάξω με τη βοήθεια ενός τραγουδιού μια συγκεκριμένη διάθεση, και το ένα πράγμα φέρνει το άλλο. Πάντως, η μουσική σίγουρα με εμπνέει και λειτουργεί ως καταλύτης. Για να σου δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το Thinking about Mona, που είναι και το μεγαλύτερο διήγημα της συλλογής (για την ακρίβεια, με όρους μεγέθους, δεν εντάσσεται στην κατηγορία του διηγήματος αλλά της μικρής νουβέλας [novelette]), ξεκίνησε από ένα τραγούδι. Ένιωθα την ανάγκη να γράψω, αλλά δεν είχα ιδέα τι ήθελα να πραγματευτώ. Άνοιξα ένα μέιλ από μια φίλη που είχε λινκ στο Youtube από τη συναυλία των Portishead στο Roseland Ballroom. Με το που είδα την Beth Gibbons να τραγουδάει το Roads σε αυτή τη συγκεκριμένη συγκυρία (γιατί και άλλες φορές την είχα δει κι ακούσει), εμπνεύστηκα και άρχισα να δημιουργώ την ιστορία μου, να πλάθω τους χαρακτήρες, να αναπτύσσω την πλοκή, βρίσκοντας τελικά το θέμα για το οποίο επιθυμούσα να μιλήσω.

- Στο διήγημα Thinking about Mona μιλάς για ένα εφηβικό γκρουπ με τρόπο που δείχνεις ότι ξέρεις τα πράγματα από τα μέσα. Συμμετείχες ποτέ σε τέτοιο γκρουπ;

Ε, δε θα έβαζα τους Τσόπανς οφ δε Σταν (sorry, guys) στην κατηγορία ενός σοβαρού γκρουπ. Είχα όμως φίλους που έπαιζαν σε αξιόλογα σχήματα, παρακολουθούσα συναυλίες, διάβαζα τα νέα των συγκροτημάτων στο Ποπ και Ροκ, συμβουλευόμουν σχεδόν καθημερινά το New Musical Express Book of Rock για να πάρω πληροφορίες ως προς την ιστορία και τα lineup τους, και κυρίως έβαζα δίσκους στο σπίτι "παίζοντας" κιθάρα και "τραγουδώντας" μπροστά στον καθρέφτη μαζί με τον Gerry Garcia, τον Michael Bloomfield και τον Jimi Hendrix, Θεός σχωρέσ' τους! Όσο να 'ναι, με αυτές τις εμπειρίες όλο και κάτι μαθαίνεις...

- Είναι προφανές ότι έχεις ζυμωθεί πολύ με τη μουσική. Συνεχίζεις να ακούς μουσική, και ποια μουσική σ' αρέσει σήμερα;

Και βέβαια συνεχίζω, και δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα σταματήσω ποτέ να τη βρίσκω με τα συγκεκριμένα μουσικά είδη στα οποία πάντα έδειχνα μια ιδιαίτερη προτίμηση (μπλουζ, τζαζ, ροκ) ή ότι θα αρχίσουν να μ' αρέσουν εκείνα τα οποία μια ζωή απεχθάνομαι (χέβι μέταλ) ή με ενοχλούν όταν τα ακούω να τα παίζουν συνεχώς στο ραδιόφωνο (ποπ) ή με αφήνουν αδιάφορο (κλασική, εκτός κάποιων εξαιρέσεων, και ένα μέρος της ελληνικής μουσικής). Είμαι ωστόσο πάντα ανοιχτός και επιδιώκω να ακούω νέες μουσικές, ενδιαφέροντα παντρέματα διαφορετικών μουσικών παραδόσεων, αν και νιώθω ότι έχω κενά που πρέπει να καλύψω σε σχέση με αξιόλογα νέα πράγματα που έχουν εμφανιστεί και δεν έχω ακόμα ακούσει. Ευτυχώς, πάντως, που υπάρχει το MiC, εσύ και όλοι οι συνεργάτες του, και ενημερωνόμαστε.

- Γιατί νομίζεις ότι δεν συναντάμε συχνά τη μουσική στα βιβλία των συμπατριωτών μας;

Δεν ξέρω αν όντως ισχύει σε μεγαλύτερη αναλογία απ' ό,τι στην ξένη λογοτεχνία και άρα χρήζει ερμηνείας, αλλά, ακόμα κι έτσι, μήπως αυτό αλλάζει τώρα τελευταία; Γνωρίζω τουλάχιστον τρία τέτοια βιβλία (συμπεριλαμβανομένων των δικών μας) που κυκλοφόρησαν μέσα σε περίπου ένα χρόνο, πιθανώς να υπάρχουν κι άλλα, δεν παρακολουθώ στενά τις νέες εκδόσεις. Και μήπως αυτή η καινούρια σοδειά βιβλίων έχει να κάνει με τη γενιά μας; Αν δεις και τους ξένους συγγραφείς που χρησιμοποιούν τη μουσική στα κείμενά τους, είναι γεννημένοι τις δεκαετίες του '50 και '60. Αν μπορώ να μιλήσω για εμάς τους δύο, και διόρθωσέ με αν κάνω λάθος, μας αρέσουν πράγματα που δεν ήταν τόσο αποδεκτά από τη mainstream ελληνική κουλτούρα, όπως η ροκ, τα b movies, η pulp fiction, τα γουέστερν, τα αστυνομικά, τα κόμικς, αλλά παράλληλα κουβαλάμε και ένα πιο "σοβαρό" φορτίο, που προέρχεται από την εκπαίδευση που λάβαμε, τις πολιτικές-κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες μεγαλώσαμε ή τις αριστερές καταβολές μας. Εντέλει, λόγω κοινών εμπειριών και ενδιαφερόντων, είμαστε και με τη μουσική και με τη λογοτεχνία, όπως και πολύς άλλος συνομήλικος κόσμος που ξέρω, και προσωπικά δε βρίσκω κανένα λόγο γιατί θα πρέπει να υπάρχουν στεγανά ανάμεσα σε αυτούς τους δύο χώρους.


Νίκος Τράντας- Νικ Χόρνμπι, Τζόναθαν Κόου, Ρόντι Ντόιλ: τρεις αγγλοσάξονες συγγραφείς που η μουσική εισβάλει στο κείμενό τους. Έχεις εντοπίσει άλλους; Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου;

Μου αρέσουν και οι τρεις, αλλά, παρ' ότι υποσυνείδητα έχω σίγουρα επηρεαστεί απ' αυτούς, αν έπρεπε να πω ονόματα συγγραφέων που εγώ πιστεύω ότι με έχουν επηρεάσει στο μεγαλύτερο βαθμό και εν πάση περιπτώσει θαυμάζω, θα ονομάτιζα πιο κλασικούς συγγραφείς, όπως, ας πούμε, τον John Updike. Το κριτήριο, δηλαδή, δεν είναι αν χρησιμοποιούν τη μουσική στα έργα τους, αλλά αν απολαμβάνω τα κείμενά τους και ταυτίζομαι με το στιλ γραφής τους και τον τρόπο προσέγγισης των θεμάτων τους. Να σημειώσω, ακόμα, ότι η χρήση της μουσικής που γίνεται από τους συγγραφείς διαφέρει. Ο Χόρνμπι, για παράδειγμα, βεβαίως και μου αρέσει πολύ και, εδώ που τα λέμε, το High Fidelity άνοιξε δρόμους σε αυτό το είδος, αλλά οι περίφημες top five λίστες του λειτουργούν διαφορετικά από τις δικές μου ιστορίες, όπου οι ήρωες βιώνουν με όλες τους τις αισθήσεις το μουσικό κομμάτι που παίζει. Το ιδανικό θα ήταν και ο αναγνώστης στη συγκεκριμένη στιγμή να σταματήσει την ανάγνωση και να ακούσει το ίδιο κομμάτι. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο λόγος που παραθέτω τους στίχους των τραγουδιών στο βιβλίο.

- Κάποιες ιστορίες σου, π.χ., το Dead man beat me, ένιωσα ότι στηρίζονταν σ' έξοχες ιδέες που "σπαταλήθηκαν" στη μικρή φόρμα. Έχεις σκεφτεί να γράψεις ένα μυθιστόρημα πάνω σε κάποια απ' αυτές;

Το Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος γίνεται άνετα ένα μεγάλο μυθιστόρημα, που θα μπορούσε να έχει πολύ καλή πορεία στην ελληνική βιβλιογραφία. Βρίσκονται ήδη όλα μέσα σε αυτό το δεύτερο μεγαλύτερο διήγημα της συλλογής. Η Ελλάδα και η Αθήνα από τη δεκαετία του '60 μέχρι και την πρόσφατη οικονομική κρίση, η ελληνική Gen X, οι ήρωες είναι ήδη διαμορφωμένοι, υπάρχει δράση και πλοκή, φλας μπακ, έχω σκεφτεί και εναλλακτικό τέλος. Εύκολα μπορεί να αναπτυχθεί όσο θέλει κανείς, να γίνει ακόμα και πολύτομο έργο, μια family saga, όπου θα απεικονίζεται όλη η σύγχρονη ελληνική ιστορία. Ενδείκνυται και για σενάριο κινηματογραφικής ταινίας ή τηλεοπτικής σειράς. Αν ενδιαφέρεται κάποιος εκδότης, είμαι πρόθυμος να υπογράψω συμβόλαιο με χρονοδιάγραμμα παράδοσης! Και να σκεφτεί κανείς ότι αυτό το διήγημα προέκυψε από μια μικρή ιστορία της μιας σελίδας που είχα δημοσιεύσει με ψευδώνυμο σε ένα μπλογκ, κάτι που σημαίνει ότι όλα τα διηγήματα βεβαίως και μπορούν να γίνουν μυθιστορήματα εφόσον θέλει κανείς κυρίως να διηγηθεί μια μεγάλη ιστορία παρά να καταγράψει μια διάθεση. ? propos, το Dead man beat me το έγραψα μέσα σ' ένα σαββατοκύριακο γιατί ήθελα να το παραδώσω κάπου τη Δευτέρα. Τόση ήταν η λαχτάρα μου να εξωτερικεύσω τα συναισθήματά μου.

- Στο βιβλίο είναι έντονη η παρουσία του sex & drugs & rock'n'roll. Να τολμήσω να ρωτήσω αν περιέχει προσωπικά βιώματα;

Δε θα μπορούσε να μην περιέχει, αλλά μη φανταστείς ότι διάγω κανέναν έκλυτο βίο και είμαι βουτηγμένος στην αμαρτία. Νομίζω ότι είμαι στο μέσο όρο των ανθρώπων, δεν κάνω υπερβολές και δεν έχω εξαρτήσεις, εκτός, βέβαια, από τις περιόδους που με έχει κυριεύσει ο έρωτας. Σε σχέση με την αντιμετώπιση της ζωής, πιστεύω πως είμαι αρκετά ανοιχτός, I stay hungry and foolish, έχω επιθυμίες που δεν έχουν εκπληρωθεί ακόμα, προσπαθώ να παραμένω "ζωντανός" και, αν σου λέει κάτι αυτό για μένα, θα προτιμούσα να είχα "ρίξει την γκόμενα" που ερωτεύτηκα παρά να είχα γράψει ένα ωραίο διήγημα ως αποτέλεσμα της ματαίωσης.

- Τι γράφεις τώρα;

Πρόσφατα ολοκλήρωσα και έστειλα για δημοσίευση σε ένα επιστημονικό περιοδικό τη μελέτη μου με το επίκαιρο θέμα και τίτλο "Η αδιέξοδη (;) πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: Από τη σοσιαλδημοκρατία στο νεοφιλελευθερισμό και στην κρίση νομιμοποίησης". Πρέπει να σου πω ότι η ενασχόληση με την πολιτική-κοινωνική επιστήμη κατέχει κεντρική θέση στα ενδιαφέροντά μου, οπότε γράφω τέτοιου είδους κείμενα. Παράλληλα, πάντως, και επειδή η κρίση και η κατάσταση στην Ελλάδα δε με έχουν αφήσει ανεπηρέαστο, έχω ξεκινήσει να γράφω ένα πολιτικό μυθιστόρημα με σκάνδαλα, πολιτικούς, ανθρώπους των μίντια κοκ. Έχει μπόλικη δόση ειρωνείας και χιούμορ, ωστόσο επί του παρόντος προβληματίζομαι ως προς το πού θέλω να το πάω, καθώς νιώθω ότι η επικαιρότητα τρέχει τόσο γρήγορα, που ξεπερνάει τη φαντασία.

- Πες μας δυο λόγια για τον εκδοτικό σου οίκο, το Αλλότροπο.

Τον δημιούργησε ένας παλιός καλός φίλος και συνάδελφος από τις εκδόσεις, ο Κώστας Καρατζάς, ο οποίος έχει μεράκι κι αγάπη για το βιβλίο, δραστηριοποιείται πολύ και με τις λέσχες ανάγνωσης, δίνει έμφαση στην αξιοποίηση των social media και πιστεύει, όπως κι εγώ, στην αναγκαιότητα ύπαρξης από τα κάτω αυτόνομων και ανεξάρτητων πρωτοβουλιών στο χώρο του βιβλίου και του πολιτισμού γενικότερα, προκειμένου να μπορέσει να εκφραστεί και να δημοσιοποιηθεί η δημιουργία, και η σχέση εκδότη, συγγραφέα και αναγνώστη να γίνει πιο ισότιμη και αξιόπιστη. Το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε είναι διηγήματα ενός πολύ σημαντικού Ρουμάνου συγγραφέα, του Μίρτσεα Καρταρέσκου, με τίτλο Γιατί αγαπάμε τις γυναίκες και το δεύτερο είναι το δικό μου. Αν δεν ήταν το Αλλότροπο, οι 33 1/3 στροφές θα έπαιζαν μόνο στο σπίτι μου, και αυτό δεν αφορά μια συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας πολιτικής κατάστασης. Δες τους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς των τελευταίων χρόνων που είναι υποψήφιοι στα λογοτεχνικά βραβεία. Έχουν ως επί το πλείστον εκδοθεί από μικρούς οίκους. Οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι έχουν γίνει σαν τις αντίστοιχες δισκογραφικές εταιρείες. Δεν τολμούν να αναλάβουν ρίσκα, δεν εμπιστεύονται νέους δημιουργούς, δεν είναι καινοτόμοι, ακολουθούν την πεπατημένη και τις έτοιμες συνταγές, απορρίπτουν by default συγκεκριμένα λογοτεχνικά είδη, όπως το διήγημα, και τελικά προωθούν μια μονοδιάστατη κατάσταση. Εγχειρήματα σαν αυτά του Αλλότροπου αποτελούν μια όαση ελπίδας και αντίστασης, δημιουργίας εναλλακτικών τρόπων έκφρασης και επικοινωνίας, και αξίζει να υποστηριχθούν από τα μέσα επικοινωνίας, τους βιβλιοπώλες, το αναγνωστικό κοινό, τους δημιουργούς, τους επενδυτές. Εύχομαι, παρά την οικονομική κρίση, να πάει καλά το πρότζεκτ. Προσωπικά, έχω ενθουσιαστεί με τη συνεργασία μας κάτω από τη στέγη των εκδόσεων Αλλότροπο, γιατί, εκτός των άλλων, από τη φάση της έκδοσης μέχρι την προώθηση και διάθεση του βιβλίου, ένιωσα επιτέλους τι σημαίνει "μη αλλοτριωμένη εργασία".