Μια ατμοσφαιρική ματιά στα άδυτα της ψυχής του συγγραφέα της ελληνικής χημικής βίβλου
Ο Χρήστος Αναγνώστου διάβασε (και αυτός) την 'Ντοπαμίνη' του Κωνσταντίνου Τσάβαλου, κατέγραψε σκέψεις και 00s αναμνήσεις που ξύπνησαν... Μετά αναζήτησε και τον συγγραφέα για κουβέντα.
Ο Κωνσταντίνος Τσάβαλος έγραψε μέσα σε 3 μήνες το βιβλίο που εμείς προσπαθούμε εδώ και 30 χρόνια, γι’ αυτό πήγαμε και τον βρήκαμε και του παραθέσαμε τις απόψεις μας πάνω στο έργο του και φυσικά τις απορίες που μας προξένησε η ανάγνωσή του.
Βλέπετε, πλειοψηφικά ο ανδρικός πληθυσμός δεν διαβάζει και τόσο. Οπότε όταν γράφεις ένα βιβλίο με αυτόν τον τίτλο μάλλον απευθύνεσαι σε φαρμακοποιούς, ξεχασμένους ravers ή πρώην χρήστες ουσιών και adrenaline junkies παντός είδους. Άρα αποκλείεις τις πιθανότητες να κλέψεις έστω και λίγο από το κοινό της Αμάντας Μιχαλοπούλου. Αποποίηση λοιπόν της όποιας εμπορικότητας από το εξώφυλλο, ας ελπίσουμε τουλάχιστον για χάρη της «ουσίας».
Ακριβώς γι’ αυτό μιλάει στα κείμενα του ο συγγραφέας, ουσίες μουσική και ένα ονειρικό / εφιαλτικό lifestyle που δεν θα ξανάρθει. Όπως το δει/ ζήσει κανείς. Γιατί πριν φτάσουμε εκεί έχουμε την αυτοβιογραφική αναφορά που όλοι θα θέλαμε να είχαμε γράψει. Κυνικός, στεγνός αλλά συνάμα συναισθηματικά προσιτός, μας κάνει να ξαναζήσουμε τα σκληρά χρόνια της ζωής μας. Χωρίς όμως πασαλείμματα και βαθμολογικές αηδίες. Αυτή είναι και η δύναμη του έργου του.
Δεν σε κοροϊδεύει και δεν σου υπόσχεται τίποτα. Ξεκινάς από τον πάτο με προορισμό το μηδέν και μοναδική συντροφιά χημικά υποκατάστατα. Δεν είναι ότι το βιβλίο δεν έχει ευχάριστες στιγμές, ότι δεν θα γελάσεις ή έστω απολαύσεις κάποια κεφάλαιά του, απλά παράλληλα σε χτυπάει και ένας ρεαλιστικός τσιμεντόλιθος από κει που δεν το περιμένεις.
Κάποιοι αναγνώστες θα βρουν δικαιολογίες πολλές και κρυμμένες πίσω από συνηθισμένους χαρακτηρισμούς του τύπου ‘απλοϊκό γράψιμο, βωμολοχίες και περιττή ωμότητα’. Ποιοι είμαστε εμείς όμως για να πούμε στον συγγραφέα πως να περιγράψει το ταξίδι του στον μαύρο κόσμο της κατάθλιψης; Αυτός το βίωσε και μόνο η ψυχή του ξέρει πως να το περιγράψει.
Πως σου έκατσε να γράψεις βιβλίο; Πως το σκέφτηκες;
Το ‘χα στο μυαλό μου πάρα πολλά χρόνια και βασικά φτιαχνόταν μέσα στο κεφάλι μου ενώ εγώ κοιμόμουν. Ένα πρωινό ξυπνάω 5:15 και αρχίζω και γράφω και συνειδητοποιώ ότι μετά από 3 ώρες έχω γράψει 40 σελίδες. Ουσιαστικά η διαδικασία συγγραφής ενός βιβλίου είναι κυρίως αόρατη, έχεις φτιάξει το βιβλίο στο κεφάλι σου προτού να το ‘χεις συνειδητοποιήσει.
Επίσης έγραψα πρώτα το πρώτο κεφάλαιο και μισή ώρα μετά το τελευταίο. Τα έγραψα μαζί εκείνη την ημέρα. Δηλαδή ήξερα πως τελειώνει το βιβλίο και μετά απλά ένωσα τις τελίτσες ανάμεσα. Τρεις μήνες και αρκετά reviews μετά, το πρώτο κεφάλαιο το άλλαξα, το τελευταίο κεφάλαιο δεν το άλλαξα ποτέ. Ήθελα απλά να είναι έτσι. Στην πορεία ενσωμάτωσα πράγματα τα οποία απλά δεν θα μπορούσα να θεωρήσω ότι θα μείνουν απέξω.
Πες μας λίγα λόγια για τον ήρωα του βιβλίου, πώς τον βλέπεις;
Γράφεις για αυτά που ξέρεις. Και δεν είχα καμία διάθεση να ωραιοποιήσω τον ήρωα. Ερχόντουσαν άνθρωποι που έβλεπαν το βιβλίο εν τη γενέσει του και μου έλεγαν ότι είναι αντιπαθής. Τους εξηγούσα τότε ότι θέλω να είναι αντιπαθητικός, όλα τα βιβλία που διαβάζω στην ζωή μου είναι επειδή ο πρωταγωνιστής ήταν ένα κωλόπαιδο του ελέους. Π.χ. το ‘Less than Zero’ (Bret Easton Ellis) το οποίο είναι ένα βιβλίο που ο πρωταγωνιστής δεν κινείται στα όρια της ψυχοπάθειας όπως στο ‘American Psycho’ του ίδιου συγγραφέα που ο πρωταγωνιστής είναι για τα σίδερα. Μιλάμε για έναν τύπο ο οποίος είναι στα 25 και προσπαθεί να βρει τα πατήματά του μέσα στο Λος Άντζελες του 1988. Ο Clay είναι ένας αντιπαθής ήρωας, και στο βιβλίο όπως και ο φίλος του ο Julian στην ταινία που τον αναπαριστά ο Robert Downey Jr. Ουσιαστικά είναι ένας τύπος που θέλεις να τον πλακώσεις στα μπουκέτα και αυτό ήθελα να είναι και ο δικός μου ήρωας. Ο τύπος είναι η επίφαση του ‘καταφέρνω’. Δεν καταφέρνει τίποτα απολύτως. Περιφέρεται σ’ ένα haze από ναρκωτικά χωρίς να ξέρει τι του ξημερώνει. Βασικά την άλλη μέρα δεν θα πάει καν στην δουλειά του ή θα πάει και θα είναι δυσλειτουργικός ή στην καλύτερη των περιπτώσεων μη λειτουργικός.
Πήρες έναν Έλληνα ήρωα όμως και τον έχεις κάνει λίγο international.
Ποια είναι τα ελληνικά στοιχεία;
Ότι έχει επαφές με την οικογένεια του και έχει ουσιαστικά ελληνικές ρίζες.
Ναι, γιατί γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια οικογένεια η οποία ακολουθεί το πολύπτυχο ‘πατρίς – θρησκεία – οικογένεια – πασοκισμός – 80s – ευμάρεια’. Στην ουσία μιλάμε για έναν τύπο που δεν του έλειψε ποτέ τίποτα και το μόνο που έκανε ήταν να ζητάει. Δώσε δώσε δώσε, χωρίς ποτέ να δίνει ο ίδιος. Ότι ήθελε το βρήκε μπροστά του, δεν προσπάθησε για τίποτα, τα βρήκε όλα έτοιμα. Ε, αυτό τον έκανε αυτομάτως οκνηρό τεμπέλη, slacker και απολύτως αντιπροσωπευτικό δείγμα της generation X. Μηδενιστή που πίστευε ότι ακόμη και αν βρεθεί στην άκρη του γκρεμού κάποιος θα βρεθεί να τον ξελασπώσει (ο μπαμπάκας του, τα ναρκωτικά, το αλκοόλ). Ένας τύπος που θα την βρει την άκρη γιατί δεν ζει για την μεθεπόμενη μέρα. Ζει για την επόμενη. Στην μεθεπόμενη δεν ξέρει καν τι παίζει με την ζωή του, δεν ξέρει καν αν θα έχει την δουλειά που έχει, αν θα έχει την γκόμενα που έχει, δεν ξέρει αν θα ζει. Δεν ξέρει γενικά πάρα πολλά πράγματα, ζει σαν ισορροπιστής σ’ ένα φαύλο κύκλο (χρήματα-ναρκωτικά-φιγούρα-εθισμοί) ο οποίος δεν κλείνει ποτέ.
Γιατί τα περιεχόμενα είναι στο τέλος του βιβλίου; Είναι θέμα του εκδότη;
Είναι θέμα του εκδότη, το Βακχικόν χρησιμοποιεί ένα συγκεκριμένο modus operandi το οποίο και ακολούθησαν. Εγώ δεν τους έδωσα καν περιεχόμενα. Δεν ξέρω βέβαια κατά πόσο αυτό βολεύει τον αναγνώστη ή όχι, αλλά εγώ έχω διαβάσει άπειρα βιβλία που δεν έχουν περιεχόμενα. Οπότε για μένα ο Έλληνας εκδότης κάνει το effort παραπάνω για να φτιάξει και περιεχόμενα.
Τα forwards σε κάθε κεφάλαιο όμως είναι δικά σου σωστά;
Ναι, αυτά τα έχω δώσει εγώ.
Αν έγραφες στα αγγλικά θα ήσουν, διάσημος, πλούσιος ή απλά ένας ακόμη;
Πιστεύεις ότι κάποιος έχει γίνει πλούσιος από την συγγραφή;
Ελάχιστοι ειδικά στην Ελλάδα.
Ακριβώς, οι μεγάλοι συγγραφείς πέρα από τα βιβλία τους έχουν και κάποια τακτική αρθρογραφία που τους φέρνει ένα εισόδημα.
Πουλάνε δηλαδή την αναγνωρισιμότητα τους
Ακριβώς αυτό.
Απλά εγώ θεωρώ ότι στ’ αγγλικά υπάρχει μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα αλλά χάνεσαι και μέσα στην μάζα.
Ισχύει. Με ρωτάς αν θα κάνω το βιβλίο μου στ’ αγγλικά;
Γενικά σε ρωτάω, αλλά τώρα που το λες σκέφτεσαι να το κάνεις εσύ μετάφραση ή κάποιος άλλος;
Εγώ ο ίδιος όχι. Θα προτιμούσα να το αναλάβει κάποιος άλλος και να φύγει έξω. Γιατί είναι αρκετά κινηματογραφικό, σπηντάτο και ταιριάζει περισσότερο σε αγγλοσαξονικό κοινό παρά σε ελληνικό.
Για μένα το στυλ του βιβλίου είναι Irvine Welsh του τώρα.
Είναι Irvine Welsh που γράφει τώρα για τα προηγούμενα 10 χρόνια. Όπως ο Welsh έγραφε στα 90s για αυτά που είχε βιώσει στα 80s αλλά τα μετέφερε στα 90s για να είναι ναι relevant.
θα έγραφες ένα Άρλεκιν αν σου ερχόταν ένα ντηλ με καλά χρήματα; Δηλαδή να γράψεις κάτι που δεν βγαίνει από μέσα σου αλλά θα ήταν πιο επιτηδευμένο επί πληρωμή;
Όχι αυτό δεν παίζει ξεκάθαρα. Όχι επειδή δεν έχω ανάγκη τα χρήματα, αλλά να πιέσω τον εαυτό μου για να βγάλει κάτι που δεν είμαι νομίζω… αυτό δεν μπορεί να το κάνει κανείς. Να μου το περιχαρακώσει κάπως και να μου ζητήσει κάποια συγκεκριμένα στοιχεία αυτό μπορώ να το συζητήσω, π.χ. να μου πει θέλω σπλατεριά ή θέλω να ‘χει βία ή θέλω να ‘χει ένα θέμα για δεινόσαυρους ή για μια ψυχική νόσο, έτσι κάτι γίνεται, μπορώ να συζητήσω. Αλλά τώρα τι να κάτσω να γίνω Λένα Μαντά;
Ναι ακριβώς αυτό, κάτι σαν Χρυσηίδα Δημουλίδου.
Όχι, έχω λεφτά ευχαριστώ (ξεσπώντας σε γέλια).
Στο βιβλίο σε κάποια φάση ο κεντρικός χαρακτήρας κλέβει λεφτά για ν’ αγοράσει δίσκους. Εσύ έχεις κλέψει ποτέ ή έστω δανειστεί δίσκο και να μην τον επέστρεψες ποτέ; Που «ξέχασες» δηλαδή να τον επιστρέψεις.
Κάπου το ‘98-‘99 πήρα το CD του ‘In the Aeroplane Over the sea» των Neutral Μilk hotel από έναν φίλο μου αρχικά για να το αντιγράψω γιατί είχα πάθει πλάκα. Αλλά δεν το κατάλαβε ποτέ ότι του λείπει γιατί δεν πήρα την συσκευασία, του ‘χα αφήσει το κουτί. Δεν το κατάλαβε ποτέ, δεν επικοινώνησε ποτέ ξανά για αυτό, και μετά από 5-6 χρόνια σπάσαμε ως φίλοι. Οπότε έχω ένα CD από το 1999 μόνο του κι ορφανό χωρίς μαμά μπαμπά και κουτάκι. Το οποίο μετά πήγα και το αγόρασα φυσικά. Άρα τώρα έχω δύο CD στην ίδια θήκη μέσα που το ένα είναι «δανεικό». Απλά πραγματικά ελπίζω να μην του λείπει.
Φεύγοντας από την συνέντευξη μέσα στο μυαλό μου τριγύριζαν διάφορες σκέψεις, τις οποίες αποφάσισα να παραθέσω από κάτω για να μην κλείσουμε έτσι ξερά όπως τα περιοδικά lifestyle που στύβουν το θέμα τους και το πετάνε σαν λεμονόκουπα μόλις πει την τελευταία του λέξη.
Διάφοροι έχουν προσπαθήσει να γράψουν το ελληνικό ‘High fidelity’ κανείς όμως το δικό μας ‘Trainspotting’. Τοποθετημένο χρονικά σε μια αδιάφορη δεκαετία κοινωνικής παρακμής (1999-2009) στην ‘Ντοπαμίνη’ ζούμε (ή επαναβιώνουμε) παράλληλα με τον πρωταγωνιστή μια φαινομενικά αδιάφορη περίοδο όπου όλα έβαιναν ‘καλώς’ ενώ στην πραγματικότητα το καζάνι έβραζε. Ακόμη και ιστορικά να το δεις, είναι μια αποτύπωση της τότε πραγματικότητας μέσα από το προσωπικό του φίλτρο. Κάτι σαν κι αυτό που προσπάθησε να κάνει ο Αλεξανδράκης με την «Μικρή μας πόλη» και του το κατέστρεψε η λογοκρισία. Είναι σημαντικό να υπάρχει αυτό το βιβλίο στο ράφι σας, όποιος και αν το διαβάσει θα αποκομίσει κάτι. Από όνειρα για το μέλλον μέχρι χημικές αναμνήσεις για το παρελθόν.
Όταν η Σώτη Τριαντάφυλλου μας ταξίδευε σε κάποια άλλη μακρινή Αμερική δεν μπορούσαμε να ταυτιστούμε, όποτε απλά ακούγαμε. Εδώ το ζεις. Είναι τόσο mainstream που αγγίζει τα όρια του underground. Και ναι, έχει σημεία που δεν θες να διαβάσεις, ίσως και να σου σηκωθεί η τρίχα, να περάσεις δυο σελίδες, αλλά όλοι μας ξεχνάμε ότι η αλήθεια τον βιβλίων δεν αποτυπώνεται ποτέ στην οποία οθονική διασκευή τους.
Και κάπου εδώ επανέρχομαι στην μόνιμη απορία μου. Πόσα χρόνια πρέπει να περάσουν για να διδαχτεί ένας συγγραφέας σε σχολείο/πανεπιστήμιο έστω ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής; Γιατί ενώ παγκοσμίως αναζητούν το καινούργιο και χρονικά σχετικό, εμείς το θάβουμε για να το επαναφέρουμε όταν θα είναι σίγουρα απρόσιτο και ξένο; Όταν έχεις μπροστά σου ένα παράδειγμα «ζωντανής» λογοτεχνίας όπως η ‘Ντοπαμίνη’ από κάθε άποψη, γιατί να μην το μοιραστείς και να το σερβίρεις μόνο όταν θα είναι εγγυημένα μπαγιάτικο;
Το εισιτήριο / τίμημα της αγοράς του βιβλίου θα σε πάει ως το τέλος αυξομειώνοντας ταχύτητα και με τις απαραίτητες ουλές που αποκτάμε όλοι μας σ’ αυτή την ζωή. Όταν όμως πλέον το κλείσεις, πιστεύω ότι μένεις ικανοποιημένος, όχι πιο έξυπνος ή πιο γεμάτος αλλά ικανοποιημένος που σε μια άλλη γωνία βίωνες και εσύ τα νιάτα του πρωταγωνιστή με τον δικό σου τρόπο. Θα μπορούσε άνετα να ήταν και τηλεοπτική σειρά αν αυτές είχαν ουσία και σενάριο και δεν περιοριζόντουσαν στην χαζοχαρούμενη απεικόνιση.
Δεν ξαναδιαβάζω ποτέ βιβλία και αυτό παραλίγο να με κάνει να σπάσω τον κανόνα. Αλλά τον κράτησα για δυο λόγους. Η δεύτερη ανάγνωση θα κατέστρεφε την πρώτη εντύπωση μιας και τα σπόιλερς θα ήταν αναπόφευκτα. Ο δεύτερος είναι ότι θέλω να το πιάσω ξανά σε 20 χρόνια και κλείνοντας το ν’ αναφωνήσω : «Τι ζήσαμε ρε μαλάκα;!»