Παντελής Δημητριάδης

Οι Κόρε. Ύδρο. θα είναι για πάντα cult και τα Παιδιά της Παλαιότητας ακόμα περισσότερο

Λένε ότι τα τραγούδια μιλάνε από μόνα τους και δεν χρειάζονται επεξηγήσεις, η άποψη/οπτική όμως του ίδιου του δημιουργού έχει πάντα τη δική της σημασία. Της Μαριάννας Βασιλείου

Όποτε (επανα)κυκλοφορεί δουλειά με την οποία σχετίζεται ο Παντελής Δημητριάδης παίρνω μεγάλη χαρά. Όχι μόνο γιατί θα (ξαν)ακούσω μουσική που θα με αγγίξει και θα με συγκινήσει, αλλά και γιατί πλέον έχει καθιερωθεί μια συνομιλία μου με τον Παντελή – εγώ κάνω μια ερώτηση για κάθε τραγούδι της εκάστοτε (επανα)κυκλοφορίας και εκείνος μου δίνει απαντήσεις που φωτίζουν τελείως διαφορετικά μουσική που (ούτως ή άλλως) αγαπώ. Με αφορμή λοιπόν την επανακυκλοφορία της «Φτηνής Ποπ Για Την Ελίτ» σε βινύλιο, δέκα χρόνια μετά την πρώτη κοπή της σε αυτό το format, ιδού η συνομιλία μας. Ευελπιστώ σε πολλές-πολλές ακόμα στο μέλλον.

"Οι Εραστές του Τίποτα": «Μας έκαναν θεούς τους τελικά/ οι εραστές του απόλυτου τίποτα» - Ακούγοντας το πάλι, ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι οι εραστές του απόλυτου τίποτα που σταυρώνουν και μισούν, πιστεύουν πραγματικά ότι τα άτομα που τα σταυρώνουν και τα μισούν είναι οι εραστές του απόλυτου τίποτα και όχι εκείνοι - και άρα δικαιούνται να τα σταυρώνουν και να τα μισούν! Πέρασε το αμφίδρομο αυτής της κατάστασης από τη σκέψη σου όταν γραφόταν το τραγούδι;

Το τραγούδι είναι γραμμένο αποκλειστικά από τη βιωμένη οπτική ενός... παντοδύναμου αδυνάτου. Το μίσος στο οποίο αναφέρομαι είναι ο φθόνος απέναντι σε πρόσωπα με μη μετρήσιμα χαρακτηριστικά «αριστείας».

"Το Σπίτι": «εδώ δεν έχουμε τρένα» - (Να σου πω επί τη ευκαιρία ότι αυτό είναι ίσως το πιο αγαπημένο μου από τα τραγούδια των ΚΥ). Τα τρένα συνήθως συμβολίζουν τη φυγή και τη λύτρωση, αλλά ταυτόχρονα υπενθυμίζουν και τη μεταφορά των θυμάτων των ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης - είναι και μέσο προς την καταστροφή δηλαδή. Τι είναι τα τρένα για σένα και γιατί επελέγησαν "να μην τα έχουμε" στο τραγούδι αυτό;

«Το Σπίτι» είναι ένα μεταβατικό τραγούδι‧ ξεκίνησε ως outtake του πρώτου δίσκου και κατέληξε ως ένα από τα πρώτα τραγούδια για τον δεύτερο, και ουσιαστικά είναι το πρώτο τραγούδι που γράψαμε μαζί με τον Μακρή - έγραψα τους στίχους πάνω σε προϋπάρχουσα δική του μουσική. Θεματολογικά απηχεί μοτίβα του πρώτου δίσκου (μαζί με την «ουρά» του, το EP που ακολούθησε). Ένα από αυτά είναι το τρένο. Ήταν ακόμα τα πρώτα χρόνια μου στην Κέρκυρα, μετά την περαίωση των σπουδών μου στη Θεσσαλονίκη, όπου και έζησα την εμπειρία του τρένου για πρώτη φορά στη ζωή μου, και με καταλάμβανε ακόμα το κλίμα αυτών των αντιθέσεων, μεταξύ της ηπειρωτικής και της νησιωτικής Ελλάδας. Απηχεί σίγουρα και μια τοπικότητα, με την έννοια του τοπικισμού, συνυφασμένη με τη νησιωτικότητα. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν υπάρχει στα «τρένα» του τραγουδιού ούτε θετική ούτε αρνητική χροιά, αντιθετική μόνο. Υπάρχει ίσως μια υπεροψία, τώρα που το ξανασκέφτομαι, ένας ελιτισμός, αν θέλεις να το συνδέσουμε και με τον τίτλο του δίσκου, πράγματα που σκέφτομαι τώρα και γελάω, μετά από συσσωρευμένες τραυματικές εμπειρίες σε πλοία της γραμμής Κέρκυρα-Ηγουμενίτσα, ελέω κάποιων ανεκδιήγητων «παρκαδόρων», μιας από τις διαχρονικές πληγές αυτού του αλλοπρόσαλλου κράτους, που, όπως έλεγε και ο σοφός Πανούσης, η Ευρώπη το μάρανε...

"Χειραψία/ Gay Anthem for the New Millennium": «δεν υπάρχει κακός,/υπάρχει μόνο ένα χέρι/που μας σβήνει τη νύχτα το φως». Το να σου σβήνουν το φως και σε αφήνουν στο σκοτάδι όταν είσαι παιδάκι είναι εφιαλτικό, αν το καλοσκεφτούμε. Κι όμως, κατά κανόνα τουλάχιστον, οι γονείς δεν το κάνουν από κακία. Πώς άραγε μπορούμε να συμφιλιώθουμε με τη σκέψη ότι οι άνθρωποι που μας αγαπούν μας κάνουν κακό, έστω και άθελά τους; 

Σήμερα, παρακολουθώντας τους γονείς μου να τρώνε, ανακάλεσα στη μνήμη μου κάτι από τα παιδικά μου χρόνια, στο οποίο δεν είχα δώσει εξήγηση. Όταν ήμασταν μικροί με την αδερφή μου, μας έλεγε η μητέρα μας ότι το βράδυ «δεν κάνει» να κολλάς το αυτί σου στον τοίχο και να προσπαθείς να ακούσεις κάτι που συμβαίνει σε διπλανό χώρο, ότι δηλαδή μια τέτοια πράξη τιμωρείται, με κάποιον αόριστο τρόπο, μεταφυσικά. Όχι μόνο σου έσβηναν το φως και σου έκλειναν την πόρτα, σου απαγόρευαν και να είσαι συνειδώς ενός «μυστηρίου» που πιθανώς εκτυλισσόταν δίπλα σου. Εγώ πάντως εξακολουθούσα να αφουγκράζομαι, χωρίς όμως να ακούσω ποτέ κάτι «περίεργο». Και σήμερα ψάχνω να βρω από πού πηγάζει το OCD μου.

"Ραντάρ (Το "πλατωνικό ζήτημα" στον 21ο αιώνα)": «ποιο πηγάδι της λέει Ξέχασέ τον!» -Στο πηγάδι συνήθως φωνάζουμε εμείς αυτό που δεν πρέπει να πούμε (βλέπε τον κουρέα του Μίδα με τα γαϊδουρινά αυτιά), δεν μας μιλάει αυτό. Μου αρέσει λοιπόν πολύ το γεγονός ότι συχνά αντιστρέφεις τους συμβολικούς ρόλους των άψυχων αντικειμένων. Για ποιο λόγο το κάνεις αυτό;

Ακριβώς γιατί, μέσα στο συγκεκριμένο context, αυτό ακριβώς δεν έπρεπε να ειπωθεί σ’ αυτήν: να με ξεχάσει. Και της το λέει ο κατεξοχήν θεματοφύλακας απαγορευμένων εκφωνημάτων, το πηγάδι. Προφανώς και δεν το είχα σκεφτεί έτσι, μόνο ένα αστέρι στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» θα μπορούσε να το σκεφτεί. Εγώ απλά προσέδωσα εδώ ανθρωπομορφικές ιδιότητες σε στοιχεία της, ούτως ή άλλως, μεταφυσικά φορτισμένης κερκυραϊκής υπαίθρου, στην οποία και εκτυλίσσεται το παρόν δράμα.

 

"Περί πάθους '05": «Πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήσει πάλιν» - Η φράση αυτή του Ευαγγελιστή, που είναι και το μότο του τραγουδιού, είναι ελπιδοφόρα («ήπια από σένα, και μετά από νύχτα οδυνηρή και εφιαλτική θα ξαναδιψάσω πάλι και θα πιω από άλλη πηγή») ή απέλπιδη («ήπια από σένα και μετά από νύχτα οδυνηρή και εφιαλτική θα ξαναδιψάσω πάλι αλλά εσύ δεν θα είσαι πια εκεί για να ξεδιψάσω»);

Στην περίπτωση του πάθους, περί του οποίου μιλάμε εδώ, έχουμε να κάνουμε με μια απολύτως διττή, αντιφατικά, έννοια. Όπως κάθε οριακή κατάσταση, το πάθος εμπεριέχει (και προϋποθέτει) δύο όψεις, της ηδονής και της οδύνης, μπορεί να σε λυτρώσει και να σε καταστρέψει ταυτόχρονα. Η αποθέωση του εραστή, εξάλλου, είναι ένας κοινός τόπος στην τέχνη, και, κατ’ επέκταση, στη ζωή, την οποία και καθρεφτίζει κάθε ειλικρινής έκφανσή της. Υπάρχει ένας χαρακτηριστικός ως προς αυτό στίχος σε ένα από τα πρώιμα τραγούδια του Πάριου, που τα λέει όλα, απλά και περιεκτικά: «Πιστεύω σε σένα, σε σένα που χάνω».

"Όχι πια έρωτες" – «όχι πια πρόστυχα μηνύματα» - Επιτέλους μια διακριτική μεν, ευθεία δε, αναγνώριση της καύλας ως απαραίτητο συστατικό κάθε ερωτικής σχέσης. Χωρίς αυτήν τίποτα δεν γίνεται, κι όμως η σεμνοτυφία την παραγκωνίζει. Τούτου λεχθέντος, ποια τραγούδια θα έβαζες σε μια playlist με θέμα «πρόστυχα μηνύματα»;

Η ευθεία χυδαιολογία πάντοτε με απωθούσε στο τραγούδι, στην τέχνη γενικότερα. Δεν εξαιρώ τον Πανούση, μία από τις μεγαλύτερες επιρροές μου, πολύ απλά γιατί δεν θεωρώ ευθεία την (όποια) χυδαιολογία του. Για να μην αφήσω, όμως, αναπάντητο το ερώτημα, μπορώ να σου αναφέρω 2-3 δίσκους, όπως μου έρχονται στο μυαλό, που εξέπεμπαν για μένα μια τέτοια αίσθηση, κεκαλυμμένης «προστυχιάς»: το “Curtains” των Tindersticks, το “Gentlemen” των Afghan Whigs και τους πρώτους της PJ Harvey και της Tori Amos.

"Τώρα που δεν έχω κανέναν": «απλή παρηγοριά πως τα πάντα συνηθίζονται» - Είναι γεγονός όμως πως τα πάντα συνηθίζονται συν τω χρόνω - ή έστω μαθαίνουμε να ζούμε με αυτά. Γιατί να είναι αυτό "απλή" παρηγοριά και όχι η "απόλυτη" παρηγοριά;

Η παρηγοριά για μένα είναι «απλή» εξ ορισμού, οπότε εδώ έχουμε είτε έναν πλεονασμό στην υπηρεσία του μέτρου είτε μια αναφορά στο μέγεθος της παρηγορητικής πλάνης, στην οποία, φυσικά, υπάρχουν διαβαθμίσεις.

 

 

 

"Ξανά με τους κακούς": «μικρέ μου εφιάλτη/ που η ήττα μου ήταν νίκη σου» - Ο «μικρός εφιάλτης» είναι ο ίδιος του «Νύχτες χωρίς εσένα»; Υπάρχει σχέση ανάμεσα στα τραγούδια; Κι αν όχι, τι νόημα έχει αυτή η προσφώνηση για σένα;

Ναι, υπάρχει σχέση, όπως υπάρχει σύνδεση και σχεδόν συνεχής συνδιάλεξη μεταξύ τραγουδιών από τη δισκογραφία μου και με τα δύο σχήματά μου, που για μένα είναι ένα αδιάσπαστο συνεχές. Κάποιοι άνθρωποι έχουν το «κακό» εκτός από υποκείμενα της ζωής τους να είναι και παρατηρητές της, να αυτοψυχαναλύονται αυτοβιογραφούμενοι. Πραγματικά, 20 και παραπάνω χρόνια μετά την πρώτη της καταγραφή (το «Νύχτες χωρίς εσένα» είναι μια σύνθεση του 2000-2001), δε θυμάμαι μέσα από ποια ακριβώς διαδικασία προέκυψε η προσφώνηση αυτή, στο μυαλό μου πάντως ήταν η πλαισίωση μιας ακαταμάχητης, στα όρια του τρομακτικού, νεότητας, που λειτουργούσε για μένα ως ένας φαντασιακός, ή φαντασιωσικός, αν θέλεις, από μηχανής θεός, κάθε φορά που ένιωθα απειλούμενος από το πεζό και χθόνιο της καθημερινότητας, τους «κακούς» του τίτλου.

Καμιά Χριστίνα": «Όσο κι αν προσπαθείς, δε γυρίζεις το χρόνο...» - Οι άλλοι πλαγιοι στίχοι είναι από τραγούδια τα οποία αναφέρονται ως υποσημειώσεις. Αυτός ο πλάγιος στίχος από πού είναι; Ή η πλάγια γραφή είναι δικό σου κλείσιμο του ματιού σε εμάς, ώστε να ψάχνουμε από πού είναι και να μην το βρίσκουμε;

Οι πλάγιοι στίχοι εκτός των υποσημειωθέντων είναι αυτοί που δεν ανήκουν στο κυρίως σώμα του τραγουδιού. Εν προκειμένω, πρόκειται ουσιαστικά για το εμβόλιμο σχόλιο ενός (εσωτερικού) παρατηρητή σε όσα προηγήθηκαν, εξ ου και η ερμηνεία του από μια άλλη φωνή, αυτή του Μακρή. Για μένα είναι ίσως το πιο ταυτισμένο με την εποχή και τα τότε αγαπημένα μου ακούσματα τραγούδι του δίσκου. Θα πρέπει, λοιπόν, να πω ότι η προφανής διακειμενικότητα εδώ αδικεί ένα όνομα που είναι πολύ βαθύτερα «υπεύθυνο» για την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ονειρεύτηκα εγώ, ως συμπαραγωγός, και το συγκεκριμένο τραγούδι αλλά και ολόκληρο το δίσκο: τους XTC. Το πραγματικό κλείσιμο του ματιού εδώ, όμως, είναι, έστω και εκ της αρνήσεως, προς το όνομα του τίτλου. Είχα αναπτύξει από παιδί μία ιδιαίτερη σχέση με αυτό το όνομα (ή παραλλαγές του), καθώς με πρόσωπα που το έφεραν μου συνέβαινε να «δένομαι» σχεδόν κάθε φορά που εμφανίζονταν στο... δρόμο μου. Νομίζω καταλυτικό ρόλο έπαιξε ο πρώτος μου παιδικός έρωτας (ως τέτοιον το βίωνα), μία Χριστιάνα από τα Αγγλικά. Από τότε νομίζω πως η εκφορά αυτή απέκτησε ένα credit συναισθηματικής φόρτισης για μένα, μέχρι την αποθέωσή της, με τη (μια) Χριστίνα, ένα πρόσωπο-πυροτέχνημα της μετεφηβείας μου ως φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, η παρουσία (και κυρίως η απουσία) του οποίου με συγκλόνιζε σε τέτοιο βαθμό, ώστε το όνομα μιας 14χρονης τότε φαν των Smashing Pumpkins να λάβει έκτοτε για μένα διαστάσεις και μετωνυμικές.

"Άλλη μια νύχτα σύγχυσης και γέλιου (Μικρή Ασυμφωνία εις Ε Ελάσσων)": «η ζωή που ζούμε δε χορταίνει με οξυγόνο» - Πραγματικά δεν ξέρω τι να πρωτοπιάσω στο magnum opus αυτό. Ψάχνω τις ομοιοκαταληξίες για το Ε Ελάσσων (κατά το α μείζον του Καρυωτάκη) και δεν τις βρίσκω, αναρωτιέμαι για την επιλογή του Κωστάλα, θα μπορούσα ώρες να σε ρωτάω για αυτό το τραγούδι. Θα ρωτήσω κάτι τελείως πεζό λοιπόν: δεδομένου ότι ουκ επ' άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος, με τι χορταίνει η ζωή που ζούμε τελικά;

Το κλειδί για την απάντηση είναι το «στεφάνι». Αυτό είναι που συνδέει και το συγκεκριμένο τραγούδι με τη «Μικρή ασυμφωνία...» του Καρυωτάκη. Το «ποιος τελευταίος θα γελάσει» εκεί, γίνεται «στο τέλος της πορείας...» εδώ. Κατά τα άλλα, το τραγούδι είναι ένας καταρράκτης συνειρμών, από εκείνες τις μαγικές διαδικασίες για τις οποίες ευγνωμονώ τη ζωή μου.

"(Ένας) Εφιάλτης": «οι ελπίδες μου παιδιά που κατά λάθος σκότωσαν παιδιά» - Μου έρχεται ένας απόηχος εδώ από το «Κάθε άνθρωπος σκοτώνει ό, τι αγαπά» του Όσκαρ Γουάιλντ, τα εισαγωγικά όμως στο «κατά λάθος» με προβληματίζουν. Μου φαίνεται πως καμιά φορά χρησιμοποιούμε (έστω και ασυναίσθητα) την ελπίδα για το Χ ως εργαλείο δολοφονίας της ελπίδας για το Ψ. Σου έχει τύχει ποτέ κάτι τέτοιο; Ή εννοείς κάτι τελείως διαφορετικό στο κομμάτι αυτό;

Δεν είσαι μακριά. Το έγκλημα είναι εκ προθέσεως, αλλά στην απολογία του θύτη παρουσιάζεται ως εξ αμελείας, εξ ου και τα εισαγωγικά στο «κατά λάθος». Μεταφυσικά, ηθικά μάλλον, ο θύτης εδώ (τα «παιδιά») είναι τελειωμένη υπόθεση, ακόμα κι αν απαλλαγεί τελικά από το (ανθρώπινο) δικαστήριο. Να σου πω και κάτι να γελάσεις. Οι «χίλιοι αυτόχειρες», στην αρχική εκδοχή του ποιήματος, που περιγράφει έναν εφιάλτη μου πραγματικό, του ύπνου, ήταν «χίλιοι Χριστόδουλοι», αρχιεπίσκοποι! Προφανώς η αλλαγή ήταν επιβεβλημένη. Πρέπει να πω ότι το συγκεκριμένο είναι το αγαπημένο μου τραγούδι του δίσκου, και ίσως όλης της δισκογραφίας μου ως Κόρε. Ύδρο. Απόηχος κι αυτό της θεματολογίας του «Αν Όλα Τέλειωναν Εδώ» και μιας τρομακτικής πενταετίας (2000-2004), που έγραφα κατ’ «επάγγελμα» και κατά συρροή, και μάλιστα σε παρτιτούρα (τα του πιάνου), γιατί, ως μουσικός μειωμένων δυνατοτήτων αλλά και μαλωμένος με την αποστήθιση παιδιόθεν, ήταν ο μόνος τρόπος να τα θυμάμαι και να τα αναπαράγω στον άνθρωπο που έμελλε να τα κάνει δισκογραφία.

"Δεύτερο Πρόγραμμα": «ζούμε τη μέγιστη ηδονή να είμαστε το γάλα μέσα στις μύγες» - Η διαπλοκή της τέχνης την Ελλάδα κυβερνά (βλέπουμε τι γίνεται με δήθεν σπουδαία ονόματα της τέχνης), το χρίσμα της κάθε Γαλάνη δίνει και παίρνει - φοβάσαι άραγε ότι το να είσαι το γάλα μέσα στις μύγες θα σταματήσει κάποτε να είναι μέγιστη ηδονή; Έχεις σκεφτεί τι θα κάνεις στην περίπτωση αυτή;

Καταρχάς, υπάρχει μία τρομακτική σύμπτωση με το σήμερα σχετικά με το πώς γράφτηκε το τραγούδι αυτό, που το καθιστά απολύτως επίκαιρο για εμένα και τον στενό μου κύκλο, την οποία όμως δεν πρόκειται να αποκαλύψω δημοσίως. Αναφορικά με το ερώτημά σου, τώρα, νομίζω πως ό, τι έγινε έγινε. Έχουν περάσει 17 χρόνια από όταν γράφτηκαν αυτοί οι στίχοι και άλλοι 5 δίσκοι από τη «Φτηνή Ποπ», και δεν έχει αλλάξει σχεδόν τίποτα, τόσο ως προς τη θέση της «φωνής» μου στο Τραγούδι, όσο και ως προς την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Γι’ αυτό ήμουν φτιαγμένος, είναι θέμα χαρακτήρος και δεν αλλάζουν αυτά στα 45. Ευτυχώς. Οι Κόρε. Ύδρο. θα είναι για πάντα cult και τα ΠτΠ ακόμα περισσότερο.