Παντελής Ροδοστόγλου

Όταν τίθενται υπαρξιακά ερωτήματα θα βρεθούμε αναπόφευκτα μπροστά στον άλλο, τον Ξένο

Για την πάλη με τις λέξεις, τους στίχους και τα συναισθήματα, για το μελάνι της γραφής και της ψυχής. Μια συνομιλία με την Μαριάννα Βασιλείου

Η σκέψη για τη συζήτηση που ακολουθεί είχε πέσει ήδη από την καραντίνα το 2020, τότε που όλες και όλοι (αν δεν είχαμε άλλες έγνοιες) είχαμε βρει την ευκαιρία να κάνουμε ένα διάλειμμα (πρόσκαιρο νομίζαμε τότε, ω της ειρωνείας!) από την καθημερινότητα και να κάνουμε βουτιά στο ράφι με τα αδιάβαστα ως τότε βιβλία. Η κυκλοφορία της ποιητικής συλλογής του Παντελή Ροδοστόγλου με τίτλο «Και τα σκυλιά κοιτούσαν δακρυσμένα» ήταν μια καλή αφορμή για μια συνέντευξη με βάση τη γραφή (και όχι μόνο τη μουσική) του δημιουργού της – αν και αναπόφευκτα πήγε και εκεί η κουβέντα. Ήγγικεν η ώρα λοιπόν για τη δημοσίευσή της – ο καιρός που έχει περάσει καμία σημασία δεν έχει. Άλλωστε τα ραντεβού με την Τέχνη δεν έχουν ώρα – όποτε και να συμβούν, σπουδαία και σημαντικά είναι, και για τον δημιουργό και για το κοινό.

Ποιο βιβλίο διαβάζεις αυτό τον καιρό και τι έχεις αγαπήσει σε αυτό;

Μόλις τελείωσα την αλληλογραφία του Στέφαν Τσβάιχ με τον Γιόζεφ Ροτ, που καλύπτει μία περίοδο της σχέσης τους από το 1927 μέχρι το 1938. Πρόκειται για δύο συγγραφείς που θαυμάζω, καθώς πέρα από το ότι τα έργα τους είναι φορείς πανανθρώπινων ερωτημάτων, έζησαν και έγραψαν σε μία μεθοριακή εποχή, στο μεταίχμιο ενός φρικιαστικού κόσμου και κατάφεραν να του αντιταχθούν με τον τρόπο τους. Βίωσαν από πρώτο χέρι τις θηριωδίες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το σύντομο διάλειμμα της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και είδαν με απόγνωση και τρόμο την άνοδο των Ναζί στην εξουσία. Τα βιβλία τους (μαζί με αυτά άλλων συγγραφέων) κάηκαν στην πυρά και οι ίδιοι κυνηγήθηκαν από το καθεστώς και έζησαν περιπλανώμενοι σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης. Πέρα από όλα αυτά όμως εκείνο που με συγκίνησε περισσότερο στο βιβλίο είναι πως μέσα από την αγωνιώδη αλληλογραφία τους αναδύεται η ιστορία μιας μεγαλειώδους και σπάνιας φιλίας, με φόντο μία ήπειρο που πολύ σύντομα θα μετατρεπόταν σε ερείπια και θα συμπαρέσυρε και τους ίδιους στον όλεθρο. Ο ένας πέθανε αλκοολικός στο Παρίσι και ο άλλος αυτοκτόνησε στη Βραζιλία, όπου είχε καταφύγει με τη γυναίκα του. Όμως αν και ο αιώνας τους τούς νίκησε πρόσκαιρα, οι ίδιοι κατάφεραν να επιζήσουν μέχρι σήμερα μέσα από τα βιβλία τους και την ομορφιά που απλόχερα πρόσφεραν.

Υπό ποιές συνθήκες σου αρέσει να γράφεις; Μίλησέ μου για τη μέθοδο και τον τρόπο σου.

Με γοητεύει το παιχνίδι της γραφής και αγαπώ τη διαπεραστική χάρη των λέξεων, την ένταση των αισθημάτων και την οξυμένη ζωντάνια που εμπεριέχει η δημιουργία, αυτό το πάθος για μια ζωή πέρα απ΄ το θάνατο. Δεν θα ’λεγα όμως πως είμαι η κλασική περίπτωση ενός ανθρώπου που γράφει, αυτής της εικόνας δηλαδή που έχουμε για κάποιον που καθισμένος στο γραφείο του, μπροστά σε μία λευκή κόλα χαρτί, περιμένει να του έρθει η επιφοίτηση. Είμαι δεινός περιπατητής, οπότε μου αρέσει πολύ να περπατάω μέσα στο χάος του κέντρου της Αθήνας ή των προαστίων της και εκεί να αναστοχάζομαι τον εαυτό μου. Όντας ένας ευαίσθητος δέκτης, το μυαλό μου βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση. Κάτι που βίωσα, κάτι που διάβασα, μία φράση που άκουσα, μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για να ξετυλιχθεί  το νήμα μιας ιστορίας. Και άλλα πράγματα όμως, που δεν ξέρω πως μου συμβαίνουν. Πρόκειται για περιδινήσεις μου στη μνήμη, στο ονειρικό και στο άγνωστο, για ενορατικές συλλήψεις που έχουν την ρίζα τους στο υποσυνείδητο. Έχω λοιπόν πάντα μαζί μου ένα τετράδιο όπου εκεί, ανά πάσα στιγμή, καταγράφω σκέψεις και ιδέες, τις οποίες και επεξεργάζομαι κατά τη διάρκεια της μέρας. Και τις περισσότερες φορές, το βράδυ που θα γυρίσω στο σπίτι, η βασική μου ιδέα θα έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Θα κάνω κάποιες τελευταίες διορθώσεις και θα την καταγράψω. Γενικότερα, επειδή πιστεύω πολύ στο ξάφνιασμα της πρωτογενούς σύλληψης, τους στίχους ή τα ποιήματά μου δεν τα παιδεύω πολύ, με όλα τα προτερήματα ή τα μειονεκτήματα που μπορεί να έχει μία τέτοιου είδους πρακτική…

Ποιό ήταν το αγαπημένο σου παραμύθι όταν ήσουν μικρός και ποιό τώρα που μεγάλωσες - και για ποιους λόγους;

Η αλήθεια είναι πως δεν θυμάμαι καθόλου τους δικούς μου να μου διηγούνται ή να μου διαβάζουν παραμύθια. Θυμάμαι όμως τη μητέρα μου - κάπου εκεί στην ηλικία των τριών, τεσσάρων ετών - να με νανουρίζει με μία άλλη μορφή της λαϊκής έκφρασης, που είναι τα δημοτικά τραγούδια. Οι ιστορίες που διηγούνταν τα συγκεκριμένα ήταν αρκούντως θανατερές και μακάβριες και επηρέασαν έντονα τη φαντασία μου. Και νομίζω πως εκεί κρύβεται και η αφετηρία του ενδιαφέροντός μου για τα βάθη του ανθρώπινου ψυχισμού, τη διήγηση ιστοριών και τη λογοτεχνία γενικότερα. Πολύ γρήγορα λοιπόν, ανακάλυψα στο περίπτερο της γειτονιάς μου τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα» («Τάρας Μπούλμπα», «Το νησί των θησαυρών», «Η καλύβα του Μπάρμπα Θωμά», «Ροβινσώνας Κρούσος», κ.τ.λ.) που τα διάβαζα με απληστία. Η μητέρα μου μάλιστα, μου είχε παραχωρήσει και μία μεγάλη, παλιά, άδεια βαλίτσα όπου αποθήκευα τα τεύχη της συλλογής μου. Ήταν σα να γνώριζα από τότε πως η λογοτεχνία θα ήταν η αποσκευή μου σ' αυτό τον κόσμο. Μετά από τόσα χρόνια πλέον θεωρώ πως η ανάγνωση βιβλίων είναι (μαζί με δύο τρεις άλλες) η πιο παρηγορητική απ' όλες τις χαρές, αλλά η βασική της χρησιμότητα πιστεύω πως είναι η προετοιμασία του εαυτού μας για την αλλαγή. Και η τελική αλλαγή μας αφορά δυστυχώς όλους.

Αν δεχτούμε ότι όλοι ανεξαιρέτως οι συγγραφείς έχουν περάσει αναπόφευκτα από κάποιας μορφής writer's block, εσύ πώς βγαίνεις από τα δικά σου;

Θα έλεγα πως δεν έχω τέτοια άγχη και δεν πιέζω τον εαυτό μου να γράψει, για αυτό είμαι και σχετικά ολιγόγραφος. Και όσο περνούν τα χρόνια γράφω και σπανιότερα. Γενικότερα όμως να σας πω πως η έμπνευση ήταν πάντα ένα μυστήριο για μένα. Όσο μεγαλώνω όμως, τείνω να πιστεύω πως δεν είναι αυτό που νόμιζα πιο νέος, μία έκλαμψη της στιγμής δηλαδή, αλλά αποτέλεσμα μιας προεργασίας. Γνωρίζουμε πλέον από την ψυχανάλυση πως οι διαδικασίες που ποιούν, δομούν, οικοδομούν, συνεχίζονται ακόμα και σε στιγμές που δεν έχουμε συνειδητή επίγνωσή τους. Η σκέψη εξακολουθεί να εργάζεται με διάφορους τρόπους, σε πιο βαθιές περιοχές του ψυχισμού όπου δεν έχουμε τον απόλυτο έλεγχο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως αυτό που θα αναδυθεί είναι προϊόν χαλάρωσης ή κάποιας ονειροπόλησης, αλλά αντίθετα ανήκει σε τομείς στους οποίους έχουμε εργαστεί σκληρά και με πλήρη αφοσίωση. Για να μπορέσουν όλα αυτά βέβαια να γίνουν πράξη απαιτείται, πάντα, μία συνάντηση. Μία συνάντηση του εαυτού με έναν «κόσμο» (και με τη λέξη «κόσμος» εννοώ το σχήμα των σχέσεων νοήματος, μέσα στο οποίο υπάρχει ένα πρόσωπο και στο οποίο συμμετέχει). Θεωρώ λοιπόν, πως η έλλειψη έμπνευσης είναι η αδυναμία επίτευξης αυτής της συνάντησης, η απουσία συμβατότητας του εαυτού με τον «κόσμο». Και αυτό μπορεί να συμβεί για πολλούς λόγους, που ποικίλουν για τον καθένα. Απ' την άλλη -να το πούμε κι αυτό - δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα του κόσμου, να είσαι διαρκώς ο εαυτός σου. Όσο ταλέντο, όση ευαισθησία και αν υπάρχει, η δημιουργικότητα έχει μία σκληρή απαίτηση: την έμπρακτη αποτύπωση των γεννημάτων της ψυχής και της σκέψης σου, ένα κομμάτι απ' τις σάρκες σου δηλαδή. Και αυτό, όσο γοητευτικό κι αν ακούγεται, υπάρχουν στιγμές που μπορεί να γίνεται οδυνηρό και ψυχοφθόρο. Αυτή είναι άλλωστε και η θεμελιώδης διαφορά και ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των πολύ μεγάλων καλλιτεχνών και συγγραφέων: έχουν απόλυτη προσήλωση στο έργο τους και μία ακούραστη δύναμη να καταδύονται με τέτοιο τρόπο γύρω τους και μέσα τους, ώστε να ακούνε τον τρόμο δίχως μεταμφιέσεις.

Ποια διαφορά έχει το να γράφεις ποίηση ή στίχους με ρίμα από την «ελεύθερη», ας την πω έτσι, συγγραφή ποίησης ή στίχων; Και πως κατατάσσεις το γραπτό που έχεις ολοκληρώσει στα «ποιήματα» ή στους «στίχους»;

Θα΄ λεγα πως και οι δύο αυτές μορφές έκφρασης του ποιητικού λόγου έχουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις δυσκολίες τους. Θεωρώ όμως πως ο έμμετρος στίχος  είναι σαφώς πιο δύσκολος απ' τον πεζό (όπου εκεί ας πούμε, μπορείς να ακολουθήσεις τη συνειρμική γραφή ή τον παραληρηματικό λόγο) λόγω των κανόνων και των αυστηρών περιορισμών που σου θέτει. Κανόνες και περιορισμοί που συχνά μπορούν να μετατραπούν σε τρομακτικούς δυνάστες. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που να σε αποπροσανατολίσουν απ' τις απαιτήσεις του νοήματος ή την ένταση των συναισθημάτων που θες να μεταφέρεις. Κι έτσι αυτά να ατονήσουν και να χάσουν τη διαύγειά τους. Ή μπορεί να συμβεί και το αντίθετο: να παρασυρθείς με τέτοιο τρόπο από το συναισθηματικό σου φορτίο, που να μη δώσεις την πρέπουσα προσοχή στα προαπαιτούμενα της τεχνοδομής του ποιήματος. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα θα είναι άνευρο και ατελές, μία καρικατούρα. Έχω την αίσθηση λοιπόν πως για να μπορέσει να ανταποκριθεί κανείς στις απαιτήσεις και τις δυσκολίες του έμμετρου στίχου, θα πρέπει να μπορεί να συνδυάσει με περίτεχνο και κυρίως με φυσικό τρόπο δύο φαινομενικά αντιθετικές δυνάμεις: την πειθαρχία της εκπαίδευσης και την μανία της ψυχής που θέλει να ξεχειλίσει. Και αυτό δεν είναι εύκολο πράγμα. Όσον αφορά τώρα στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης, ο διαχωρισμός μεταξύ «στίχων» και «ποιημάτων» είναι ένας στοχευμένος από εμένα διαχωρισμός για να μπορούν να γίνονται διακριτές εκφάνσεις του εαυτού μου, που παρά την κοινή τους καταγωγή αποτελούν διαφορετικές πτυχές του. Θέλω να πω δηλαδή πως το ότι έγραφα στίχους για τραγούδια επί μία εικοσαετία περίπου στα Διάφανα Κρίνα (και τώρα στις Μπαλάντες για Φόνους) είναι κάτι που δεν μπορώ να το παραλείψω. Αποκαλώ λοιπόν «στίχους» τα κειμενικά σώματα εκείνα που έχουν γραφτεί για να πλαισιώσουν τραγούδια ή που έχουν εμπνεύσει τραγούδια, και «ποιήματα» όλα τα υπόλοιπα. Σε αυτό το σημείο μάλιστα, υπήρχε και μία διχογνωμία με κάποιους φίλους οι οποίοι θεωρούσαν πως αποκαλώντας «στίχους» κάποια από τα ποιήματά μου αυτόματα τα «υποβιβάζω» υπό μία έννοια. Εγώ βέβαια δεν συμφωνώ καθόλου με αυτή την αντίληψη, αφού δεν πιστεύω πως η στιχουργική, γενικότερα μιλώντας, είναι ένα υποτιμημένο και παρακατιανό είδος έκφρασης. Αντίθετα θεωρώ πως ένας στίχος όταν έχει τις ποιότητες που απαιτούνται - και όταν λέω «ποιότητες» εννοώ έναν τρόπο αντίληψης που ατενίζει πρόσωπα και πράγματα με μία διεσταλμένη ένταση που έχει πνευματικές αποχρώσεις - τότε αποτελεί, όπως σας είπα και στην αρχή, ένα κατεξοχήν δείγμα έκφρασης του ποιητικού λόγου.

Αν τελικά ο στίχος πρόκειται να γίνει τραγούδι, πόσο διαφορετικά τον αντιμετωπίζεις από έναν στίχο που δεν θα τραγουδηθεί; Επηρεάζει άραγε ο στίχος το τραγούδι και την ερμηνεία του - και με ποιον τρόπο;

Είναι ελάχιστες ως και σπάνιες οι φορές που έχω γράψει στίχο πάνω σε μία δεδομένη μουσική σύνθεση. Παραδόξως για κάποιο λόγο δε με εμπνέει και πολύ αυτός ο τρόπος. Με τα Διάφανα Κρίνα συνήθως οι στίχοι μου προϋπήρχαν της μουσικής, οπότε είχαμε μία μεγάλη δεξαμενή αποθεμάτων απ' όπου αντλούσαμε ανάλογα με τη σύνθεση. Είχαμε και τη μεγάλη τύχη να γράφω σε ρίμα και ο Θάνος ο Ανεστόπουλος μία τρομερή ικανότητα να συνταιριάζει τους στίχους μέσα στις συνθέσεις, οπότε τα πράγματα γινόντουσαν κάπως πιο εύκολα. Όσο για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης,  θα σας πω πως στην πρώιμη φάση των Διάφανων Κρίνων όπου πειραματιζόμασταν με κάτι στίχους του Θάνου που κατά τη γνώμη μου δεν τους πίστευε και πολύ, ο ίδιος τραγουδούσε με μία φωνή επιτηδευμένη και πρίμα, γεμάτη λαρυγγισμούς και ουρλιαχτά. Η πρώτη φορά που ο Θάνος έβγαλε αυτή τη χαρακτηριστική βαθιά, μπάσα, στεντόρεια φωνή του πλαισιωμένη απ' όλη αυτή τη γκάμα των συναισθημάτων που την περιέκλειε ήταν όταν  τραγούδησε τους στίχους μου στο τραγούδι των Διάφανων Κρίνων «Έγινε η απώλεια συνήθειά μας». Από εκεί και πέρα νομίζω πως βρήκε τον τραγουδιστικό του εαυτό και αυτό τον φωνητικό τρόπο τον καθιέρωσε. Αυτό νομίζω τα λέει όλα όσον αφορά στη δημιουργική πρακτική και στο τι αστείρευτο  πλούτο μπορεί να αναδύσει από μέσα μας η ώσμωση με τους άλλους.

Ο Πάμπλο Νερούδα είχε πει κάποτε ότι «η σχέση μου με τους ανθρώπους που με διαβάζουν είναι σαν τη σχέση δυο μικρών παιδιών -εμού και των άλλων- που δεν γνωρίζονταν κι όμως θέλησαν να μοιραστούν τα δώρα της ζωής». Είναι πολύ όμορφο, απλά η διαφορά είναι ότι ο αναγνώστης ξέρει ότι ο συγγραφέας υπάρχει και μπορεί να τον βρει μέσα από το βιβλία του, το αντίστροφο όμως μόνο κατ' εξαίρεση γίνεται. Πάντα δηλαδή νομίζω ότι από τα δυο παιδάκια ο συγγραφέας είναι μεγαλύτερο σε ηλικία. Τι σκέφτεσαι επί αυτού για τη σχέση σου με τους αναγνώστες σου;

Λὀγω της εμπλοκής μου με τα Διάφανα Κρίνα, με τη μουσική και τις συναυλίες ήρθα από πολύ νωρίς και από κοντά σε επαφή με τους ανθρώπους που αγαπάνε αυτά που γράφω. Και πάντοτε υπήρχε ένας αμοιβαίος σεβασμός, μία ειλικρινής ανταλλαγή σκέψεων και  συναισθημάτων και σε πολλές περιπτώσεις μία μέθεξη από τη χαρά της συνάντησης που έδινε στην έννοια της ανθρώπινης επαφής την πραγματική της ουσία. Ήταν κάτι που δεν είχα φανταστεί απ' όταν έφηβος ακόμα ξεκινούσα  να γράφω, σε μία προσπάθειά μου να εκτονώσω σκέψεις και συναισθήματα που με βάραιναν ή που δεν μπορούσα να κατανοήσω. Στην πορεία διάβασα, έμαθα, κατάλαβα πως η ανάγκη του ανθρώπου να βγει  από τον ιδιωτικό του χώρο και να προσεγγίσει τους ομοίους του έχει τις ρίζες της σε πανάρχαια ένστικτα αυτοσυντήρησης με βαθιές υπαρξιακές προεκτάσεις. Και όταν τίθενται υπαρξιακά ερωτήματα θα βρεθούμε αναπόφευκτα μπροστά στον άλλο, τον Ξένο. Η σπουδαία ιδιότητα των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων είναι ότι σχεδόν πάντα αποτελούν τον τόπο μιας συνάντησης. Κάποιο πρωταρχικό ένστικτο συλλογικὀτητας μας ωθεί να προσεγγίσουμε τους άλλους, να προσπαθήσουμε να τους μεταδώσουμε την ποιότητα και τη δύναμη αυτού που νιώσαμε. Επιχειρούμε να τους πείσουμε να αφεθούν κι εκείνοι σ' αυτό. Ο αναγνώστης (όπως και ο θεατής μίας συναυλίας ή ενός ζωγραφικού έργου), αν δεν είναι ένας παθητικός δέκτης, αλληλεπιδρά δημιουργικά και συμμετέχει στο καλλιτεχνικό έργο, η ματιά του το επηρεάζει και η αντίληψή του το μεταβάλλει, αποκαλύπτει κρυφές πτυχές και κρυμμένα νοήματα που ίσως ούτε και ο ίδιος ο συγγραφέας δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι υπάρχουν. Έτσι ξεκινάει να αναπτύσσεται μία σχέση με αμοιβαίο ενδιαφέρον, κάποιου είδους συνομιλίας αν θέλετε, που πολλές φορές μπορεί να διαρκέσει για χρόνια. Ὀ, τι διαμοιράζεται μέσα από  αυτή τη σχέση, είναι αυτά τα «δώρα της ζωής» που λέει πολύ όμορφα ο Νερούδα. Ή κατά τον Μανὀλη Πρατικάκη: «είμαστε πάντα οι άλλοι, τούτο το πυκνό πλήθος των ξένων που κρυώνει και σπαράζει».

Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει τα ποιήματά σου και τους στίχους σου από "μελαγχολικούς" έως "καταθλιπτικούς" - προσωπικά νομίζω όμως ότι από πίσω τους κρύβεται μια αισιοδοξία, κανένας άνθρωπος που δημιουργεί καλλιτεχνικά δεν μπορεί να μην είναι ζωντανός και δυνατός, αλλιώς δεν θα άντεχε να καταπιαστεί με οδυνηρά θέματα. Με άλλα λόγια, το βιβλίο μου έβγαλε όχι μια θλίψη αλλά μια ανάταση. Εσύ πώς θα χαρακτήριζες τους στίχους σου εν τέλει;

Νομίζω πως αποτελεί δείγμα κοντόφθαλμης οπτικής το να αντιμετωπίζουμε τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα με την ορολογία των φτηνών εγχειριδίων της σύγχρονης εκλαϊκευμένης ψυχολογίας του συρμού, γιατί με αυτή τη λογική θα έπρεπε να τα απορρίψουμε σχεδόν όλα. Κατανοώ βέβαια βαθιά την ανάγκη κάποιων ανθρώπων να είναι ξέγνοιαστοι και απροβλημάτιστοι ή να προσβλέπουν στη «θετικότητα», αλλά αυτός δεν είναι ο δικός μου τρόπος να υπάρχω στον κόσμο. Γι' αυτό και οι στίχοι μου λόγω ιδιοσυγκρασίας αποτελούν εκφάνσεις μιας ευαισθησίας που βιώνει και μετουσιώνει το υλικό της μέσω του δραματικού. Δεν θα μπορούσα να προσεγγίσω διαφορετικά αυτά που ήθελα να πω, αφού πιστεύω πως ο δραματικός τρόπος βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Ο λόγος έχει τις ρίζες του βυθισμένες στα θαμμένα βάθη της φύσης και της ψυχής και προκειμένου να μπορέσει να ανέλθει στο φως πρέπει να κατέλθει στα σκότη. Όπως και να το κάνουμε, η αναζήτηση, η εμβάθυνση και η ψηλάφηση είναι καταστάσεις που προϋποθέτουν ένα ορισμένο ποσοστό απογοήτευσης. Σε όλα τα μεγάλα κείμενα της ανθρωπότητας, με τον πόνο αρχίζει η αφήγηση. Από τη στιγμή δηλαδή που το ανθρώπινο πνεύμα βρέθηκε μπροστά στην κλειστή πόρτα του μυστηρίου, ο θάνατος θα γίνει το σκοτεινό θεμέλιο πάνω στο οποίο βασίζεται η γνώση. Γι' αυτό και η σκέψη είναι πάντοτε μελαγχολική, ακόμα και στις ευδιάθετες, κωμικές, ή χαρούμενες στιγμές της. Το γέλιο και η χαρά είναι σπουδαίες ανθρώπινες ιδιότητες γιατί αντικατοπτρίζουν την ευγένεια της ψυχής μπροστά στην απελπισία, όμως δεν παύουν να είναι εύθραυστες ιδιότητες που έχουν την τάση να αυτοεξαντλούνται όταν αφήνονται ελεύθερες να αναπτυχθούν. Και αυτό συμβαίνει γιατί - υποσυνείδητα τις περισσότερες φορές - επιδρά πάνω στον άνθρωπο μία μαγνητική δύναμη, μία πνοή υπογείου που μόλις παραβιάστηκε και διαχέεται από μία λιτανεία από φαντάσματα. Υπό το βάρος όλων αυτών, η δημιουργική πράξη είναι μία πράξη τρομακτικής σημασίας, αφού λειτουργεί παρηγορητικά για τον άνθρωπο και τον οδηγεί στην ψυχική κάθαρση και στη λύτρωση. Ο καλλιτέχνης είναι ένα ζωντανό ον που στην προσπάθειά του να αναζητήσει την αλήθεια και την ευτυχία του αποτυγχάνει. Και για να τις βρει θα πρέπει να βγει έξω από τα στενά όρια του ιδιωτικού του χώρου και να προσεγγίσει τους άλλους. Και δε γνωρίζω πιο ευγενική χειρονομία από αυτή.

Διαβάζοντας τα ποιήματα και τους στίχους σου - ειδικά αυτά που πραγματεύονται την απώλεια της αγάπης - έχω την αίσθηση ότι οι πρωταγωνιστές τους δεν είναι συγκεκριμένα άτομα, αλλά εκφάνσεις της ζωής του κάθε ανθρώπου. Όπως όταν χτυπιόμαστε τη μια στιγμή που έχουμε χάσει τον άνθρωπό μας και την επομένη στιγμή σηκωνόμαστε και βάζουμε τον πόνο μας στην άκρη γιατί πρέπει να πάμε στη δουλειά. Είναι όντως αυτός ο τρόπος που τα δημιουργείς ή απλά είναι δική μου ερμηνεία αυτή;

Σίγουρα κάποιοι στίχοι μου αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, όμως πολλοί από αυτούς αποτελούν μία συνομιλία μου με πλάσματα της φαντασίας μου, καθώς μου αρέσει να δημιουργώ ιστορίες και να τις αφήνω να με οδηγούν όπου θέλουν αυτές. Πρόκειται σαφώς για ένα γοητευτικό για μένα ψυχαναλυτικό παιχνίδι, αφού μέσα από αυτά τα φανταστικά πρόσωπα διακινούνται διαφορετικές εκδοχές του εαυτού μου. Εκ των υστἐρων, σαφώς και πολλοί αναγνώστες θα βρουν μέσα εκεί σκέψεις, καταστάσεις και συναισθήματα με τα οποία θα μπορέσουν να ταυτιστούν, αφού ένα βασικό χαρακτηριστικό των στίχων και των ποιημάτων είναι ότι αναδεύουν κρυμμένα βάθη στους δέκτες τους, κάνοντάς τους να συνειδητοποιήσουν, καθώς διαβάζουν το μυστικό του συγγραφέα, ένα παρόμοιο μυστικό μες τη δική τους ψυχή.

Νομίζω το ποίημα της συλλογής που μου είπε τα πιο πολλά είναι "Η επιστροφή του Ασώτου". Ίσως όλοι και όλες να θέλουμε να γίνουμε οι άσωτοι υιοί, απλά να θέλουμε ένα τσίγκλισμα και τη στήριξη από αυτούς που έχουν γίνει ήδη τέτοιοι - τα αδέρφια φεύγουν μαζί στο τέλος από το σπίτι, όχι χώρια. Έχω την αίσθηση πως τρέφεις μια ιδιαίτερη αγάπη για τους αδικημένους δευτεραγωνιστές αυτών των ιστοριών. Θέλεις να μου πεις λίγα περισσότερα λόγια για το συγκεκριμένο ποίημα;

Είχα διαβάσει για αυτή την παραλλαγή της γνωστής παραβολής, κάπου στον Καζαντζάκη. Η αναφορά του ήταν κάποια απόκρυφα Ευαγγέλια, όπου εκεί ο Άσωτος επιστρέφει μετά από καιρό στο σπίτι του όχι για να δηλώσει τη μετάνοια του για την αποκοτιά του, αλλά για να πάρει και τον μικρότερο αδερφό του μαζί. Η ιστορία αυτή απασχολούσε το μυαλό μου για χρόνια γιατί με συνέπαιρνε η γοητεία της, ο ανατρεπτικός συμβολισμός της. Πάντα με ενοχλούσε το τέλος της παραβολής όπως την ξέρουμε: η επιστροφή, η παραδοχή της αποτυχίας, η μετάνοια, αυτός ο θρίαμβος του «στα ‘λεγα εγώ» της πατρικής μέριμνας. Είναι βαθιά μου πεποίθηση πως οι νέοι άνθρωποι, στην προσπάθειά τους για αυτοπραγμάτωση, θα πρέπει να εκτεθούν στο άγνωστο και να ψάξουν να βρουν τους δρόμους εκείνους που δεν είναι από πριν φωτισμένοι, αλλά που πρέπει κανείς να τους φωτίσει από μόνος του.

Θα σε ρωτήσω κάτι που πάντα το είχα απορία και τώρα έχω την ευκαιρία να τη λύσω: «Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα» είναι προφανώς η Ναστάζια Φιλίπποβνα από τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, οι στίχοι όμως δεν μου φαίνονται να έχουν κάποια σχέση με το βιβλίο. Σε τι αναφέρονται λοιπόν αυτοί οι στίχοι;

Ειλικρινά, δεν ξέρω να σου απαντήσω σε αυτό. Πρέπει να έχει να κάνει με κάποια συναισθηματική φόρτιση στην οποία βρισκόμουν εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο της ζωής μου. Διάβαζα - αλήθεια είναι - τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι όπου σε κάποιο σημείο αναφέρεται ένα από τα βασικά πρόσωπα του βιβλίου, η Ναστάζια Φιλίπποβνα ως «η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα». Σηκώθηκα, πήρα μολύβι και χαρτί και με αυτή τη φράση ως θεμέλιο άρχισα να γράφω. Η μία λέξη έφερνε την άλλη, και σε λίγα λεπτά είχε δημιουργηθεί ένας κόσμος. Και όντως οι στίχοι δεν έχουν καμία άλλη σχέση με το βιβλίο.

Πώς αποφάσισες τελικά να κυκλοφορήσεις τα ποιήματα και τους στίχους σου σε βιβλίο;

Η αλήθεια είναι πως κατά καιρούς είχα προτάσεις από διάφορους εκδοτικούς οίκους, αλλά κάθε φορά το ανέβαλα. Είμαι λίγο επιφυλακτικός απέναντι στο απρόσωπο των εκδοτικών σχέσεων, αφού έχω μάθει να λειτουργώ  μέσα σε παρέες και ομάδες με συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Έτσι, όταν ο φίλος μου Νίκος Βεργέτης μου εκμυστηρεύθηκε την πρόθεσή του να στήσει ένα μικρό εκδοτικό οίκο (τις Εκδόσεις Κυψέλη) και πως ήθελε το πρώτο του βιβλίο να είναι ένα βιβλίο με τους στίχους μου δέχτηκα χωρίς να το σκεφτώ. Πέρα απ' το ότι ήθελα να συμμετάσχω ενεργά στο εγχείρημα του φίλου μου, ήταν και μία ευκαιρία για μένα (μεγαλώνουμε βλέπετε) να κάνω πράξη αυτό που σκεφτόμουν τόσο καιρό και να συγκεντρώσω σε ένα βιβλίο το σύνολο του στιχουργικού μου έργου, που βρίσκεται διάσπαρτο στα cd και στους δίσκους βινυλίου των Διάφανων Κρίνων ή που κυκλοφορεί, ανώνυμο πολλές φορές, μέσα στον ορυμαγδό του διαδικτύου. Πλαισιωμένο μάλιστα από όλα τα ανέκδοτα ποιήματά μου. Κι έτσι, να αποκαταστήσω μία σαφήνεια μέσα στην όλη σύγχυση και να κάνω ενιαία και συμπαγή τη διαδρομή μιας πορείας. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στο γιό μου Γιώργο και μέσω αυτού συμβολικά σε όλους τους νέους ανθρώπους, που αυτή τη στιγμή ψάχνουν να βρουν ένα δρόμο μέσα σε όλη αυτή την παράνοια που τους περιτριγυρίζει.

Πώς οργανώθηκε η έκδοσή τους από την Κυψέλη;

O Νίκος Βεργέτης, ο ιθύνων νους πίσω από τις εκδόσεις Κυψέλη, είναι ένας άνθρωπος που έχει τη σπάνια ικανότητα να συσπειρώνει γύρω του ανθρώπους που πιστεύουν στο ίδιο δημιουργικό όραμα με αυτόν. Έτσι, πολύ γρήγορα βρέθηκαν άνθρωποι από τον στενό κύκλο των επαφών μας που βοήθησαν ο καθένας με τον δικό του τρόπο στην πραγματοποίηση αυτής της έκδοσης. Η βασική σκέψη ήταν να φτιαχτεί ένα βιβλίο που θα συγκεντρώνει το σύνολο του στιχουργικού και ποιητικού μου έργου υπό τον τίτλο «Και τα σκυλιά κοιτούσαν δακρυσμένα» (ο  τίτλος είναι παρμένος από ένα στίχο μου στο τραγούδι των Διάφανων Κρίνων “El hombre solo”). Ο καλός μου φίλος Τηλέμαχος Δουφεξής-Αντωνόπουλος ανέλαβε να ταξινομήσει υφολογικά μία αλληλουχία στίχων και ποιημάτων. βασισμένη σε τρεις κύριους άξονες: παιδική ηλικία, έρωτας, θάνατος. Η αδελφική μου φίλη Λένια Μαζαράκη είναι υπεύθυνη για την επιμέλεια και το εξώφυλλο οφείλεται στις δημιουργικές ικανότητες της Τόνιας Λέντζου.

Όταν ερωτήθηκαν γιατί γράφεις;, ο Χρίστος Λάσκαρης είχε απαντήσει γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, η Ιζαμπέλ Αγιέντε γιατί αν δεν γράψω, θα ξεραθεί η ψυχή μου και θα πεθάνω και o Μάικλ Σολάνα γιατί πολύ απλά είμαι πρεζάκι. Εσύ γιατί γράφεις τελικά;

Γράφω γιατί κάπου στην εφηβεία μου διάβασα εκείνη την τρομακτική φράση από τον “Γιούγκερμαν” του Καραγάτση (ένα βιβλίο που ξαναδιάβασα πρόσφατα): “Όλοι γονατιστοί με το πρόσωπο στις παλάμες, προσευχήθηκαν για τους ζωντανούς”. Από τότε, όλη μου η ζωή είναι μία προσπάθεια αναπροσανατολισμού προς τους οικουμενικούς τόπους  του νοήματος, οπότε και η γραφή μου κατ' επέκταση το ίδιο. Για να μπορέσω να καταλάβω τον εαυτό μου και τον κόσμο γύρω μου θα πρέπει να τους αναζητήσω, να τους αναγνωρίσω και να τους περιγράψω κι έτσι κάνοντάς τους περισσότερο απτούς, να αισθανθώ πως διέρχομαι μέσα από κάτι κι όχι μέσα απ' το τίποτα. Γράφω επίσης για να περισώσω τους κόσμους που χάνονται, ενάντια στη φθορά και τη λήθη: την παιδική μου ηλικία, τόπους και καταστάσεις που βίωσα, τους προσφιλείς μου νεκρούς, ανθρώπους που γνώρισα και αγάπησα στο βαθούλωμα της δικής μου σκιάς. Και γι' άλλους πολλούς λόγους που σε γενικές γραμμές έχουν ως κοινή τους συνισταμένη το πάθος μου για τη μορφή και γι' αυτό η φαντασία μου κάνει άλματα, προκειμένου να συμπληρώσει το κενό, να κατασκευάσει αυτό που λείπει. Στην πορεία ανακάλυψα πως με τους στίχους μου μπορούσα να προσφέρω παρηγοριά σε αυτούς που τους διαβάζουν, να  ανακουφίσω κάπως τον πόνο τους και να τους βοηθήσω να αντέξουν τα βάσανά τους και αυτό μου προξενούσε πάντοτε μεγάλη χαρά.

Οι φωτογραφίες είναι του Γιώργου Θωμόπουλου.