Beyond the Deep Horizon #2
Επιστροφή στην Αγγλία. Γιατί το αποφασίζεις και τι κάνεις εκεί;
Εάν δεν είχα φύγει από τη Νέα Υόρκη, όπως και έκανα το 1984, θα τα είχα κακαρώσει... Τότε είχα κυριολεκτικά εθιστεί στα speedballs (κοκτέιλ ηρωίνης και κοκαΐνης) και έμοιαζα περισσότερο με σκελετό κάτω από ημιδιαφανές δέρμα. Ο μάνατζέρ μας ήταν ο ιδιοφυής φωτογράφος Nat Finkelstein (The Factory Years, Edie), όμως όλα τα χρήματα που έβγαζα εξαφανίζονταν στη στιγμή. Η Marcia, η πρώτη μου γυναίκα, ήταν ήδη στο συγκρότημα παίζοντας πλήκτρα (αργότερα, στα μέσα με τέλη της δεκαετίας του 80, συνέχισε στους The Fall), και μαζί της και με τον Scratchy μετακόμισα πίσω στο Λονδίνο, προσπαθώντας να καθαρίσω από την ηρωίνη. Για την ακρίβεια, μου πήρε άλλα τέσσερα χρόνια για να το καταφέρω αυτό. Βέβαια τα ναρκωτικά ήταν καλύτερης ποιότητας στο Λονδίνο, και δεν χρειαζόταν να παίζω το κεφάλι μου έξω στους δρόμους της Νέας Υόρκης, οι οποίοι ήταν εξαιρετικά επικίνδυνοι και κακόφημοι εκείνη την εποχή. Ο Claus μας ακολούθησε λίγους μήνες αργότερα, και στο Λονδίνο ηχογραφήσαμε με έναν θρυλικό παραγωγό, τον John Leckie. Κάναμε, επίσης, και δύο περιοδείες στο Ηνωμένο Βασίλειο ανοίγοντας τις συναυλίες των Fall. Όπως προανέφερα, όταν το 1986 διαλύθηκαν οι Khmer Rouge, η Marcia πήγε να παίξει πλήκτρα μαζί τους. Οπότε έμεινα χωρίς συγκρότημα, χωρίς χρήματα και χωρίς γυναίκα, παραμένοντας εθισμένος και ζώντας σ' αυτό το άθλιο δωμάτιο στο Camden Town, όλα αυτά για τα οποία έγραψα στο πρώτο μου μυθιστόρημα Junkie Love.
Κάπου στα 1988 κυκλοφορεί το πρώτο σου προσωπικό EP, Charlotte's Room/ The Long Goodbye, και μέσα στην επόμενη πενταετία δύο "μοιραία" άλμπουμ, τα Backwoods Crucifixion και God Is the Other Face Of The Devil, και όσον αφορά τη δημιουργική σου πλευρά φαίνεται να περνάς την καλύτερη ως τότε περίοδό σου, αλλά αμέσως μετά τα μαζεύεις και φεύγεις ξανά από την Αγγλία... μήπως τελικά οι δύο αριστουργηματικοί κατά την ταπεινή μου άποψη, δίσκοι είναι απλά η γέννα μιας ακόμη δύσκολης προσωπικά και συναισθηματικά, πενταετίας για σένα;
Το 1988, η κατάσταση στην οποία βρισκόμουν ξεκαθάρισε μέσα μου εντελώς. Τέρμα τα ψέματα, τέρμα οι ψευδαισθήσεις. Είχα χάσει όλες μου τις ευκαιρίες στη Νέα Υόρκη, ήμουν πίσω στο Λονδίνο άφραγκος, ήμουν μόνος μου, δεν είχα καν ένα αξιοπρεπές μέρος για να ζήσω. Μπορούσα να δω ότι με την τροχιά που είχε πάρει η ζωή μου, η υπόθεση για μένα θα ήταν είτε ένας συμπτωματικός θάνατος από κακής ποιότητας ναρκωτικά ή από υπερβολική δόση, είτε μια αργή, βασανιστική, κατηφορική ελικοειδής βουτιά προς την ασθένεια, την αρρώστια και τον πρόωρο θάνατο. Οπότε... ήθελα να ζήσω ή να πεθάνω; Η επιλογή ήταν ευτυχώς άσπρο ή μαύρο, και μόλις πήρα τη μεγάλη απόφαση (για να αντιπαραθέσω και τον Lou Reed) μού ήταν σχετικά εύκολο να βιώσω την όλη φάση της απόσυρσης, τις εβδομάδες του σωματικού και ψυχικού πόνου που πρέπει να υπομείνει κάποιος μετά από χρόνια εθισμού και ανθυγιεινής ζωής. Εθισμού, όχι μόνο στην ηρωίνη, αλλά και στη μεθαδόνη, από την οποία είναι πολύ πιο δύσκολο να απεξαρτηθείς. Ξαφνικά, όμως, μ' έπιασε μια σχεδόν θρησκευτική ζέση για να καθαρίσω από τα ναρκωτικά, ενώ προηγουμένως ήμουν εξίσου ευλαβικός στο να βάλω όσο περισσότερα από αυτά μέσα στο σώμα μου! Οπότε, ναι, αποφάσισα να ζήσω.
Αλλά για να μπορέσω να το κάνω αυτό έπρεπε να βρω κάποιον δρόμο που θα με οδηγούσε πάλι πίσω στην κοινωνία. Όταν είσαι εθισμένος λες ψέματα, εξαπατάς, γίνεσαι τελείως αναξιόπιστος, χάνεις όλους σου τους φίλους, έχεις μονάχα "drug-friends" οι οποίοι είναι και αυτοί τόσο κακοί και ανεύθυνοι όσο είσαι και εσύ. Πώς θα συντηρούσα τον εαυτό μου; Ποιος θα με πίστευε ώστε να μου δώσει μια δεύτερη ευκαιρία; Τελικά έγινα οδηγός ταξί για τέσσερα χρόνια και επανεκπαίδευσα τον εαυτό μου, του δίδαξα πώς να ζει ξανά στην κοινωνία, πώς να γίνει πάλι έμπιστος και αξιόπιστος άνθρωπος - γιατί αν δεν ήμουν στο σημείο παραλαβής του πελάτη στην ώρα μου, φίλε, αυτοί οι cockneys θα ούρλιαζαν στο πομπό "Πού στο διάολο είσαι, έχεις αργήσει πέντε λεπτά!" Πολύ καλή αναμόρφωση, πολύ καλή εξάσκηση, αλλά όχι αυτό που θα ήθελα να κάνω για πάντα.
Το Backwoods Crucifixion ειδικά, και το πιο μεγάλο μέρος από το God Is The Other Face Of The Devil είναι κατά κανόνα άλμπουμ εξορκισμού, ίσως έπρεπε να κάνει την παραγωγή ο William Friedkin! Πολλά από τα κομμάτια γράφτηκαν στο δωμάτιο της Camden Town τα δυο τελευταία χρόνια του εθισμού μου - νομίζω ότι αυτό φαίνεται ξεκάθαρα αν προσέξεις τους στίχους τραγουδιών όπως το Devil's Hole ή το The Gambler. Έπρεπε να βγάλω από μέσα μου όλο αυτό το πνευματικό δηλητήριο, να υπερβώ το κακό, να μετατρέψω το κατώτερο μέταλλο σε χρυσό με μια αλχημική διαδικασία αντίστοιχη μ' εκείνη για την οποία μιλάει ο Rimbaud στην ποίησή του. Αυτό σχετικά με την ποιητική - πνευματική διάσταση, φυσικά. Αλλά το Backwoods Crucifixion πούλησε μερικές χιλιάδες αντίτυπα, και καταλάβαινα ότι το να είμαι μια μικρή καλτ φιγούρα στο Ην. Βασίλειο δεν θα με βοηθούσε να πληρώνω το νοίκι. Ούτε ήθελα να οδηγώ ταξί για την υπόλοιπο ζωή μου. Έτσι, αποφάσισα να κάνω ένα σοφό πράγμα για μία φορά στη ζωή μου και γράφτηκα σ' ένα κολλέγιο για να γίνω δάσκαλος. Γάμα τη μουσική, θα γίνω ένας αφοσιωμένος δάσκαλος και θα βοηθάω τα στερημένα παιδιά του κέντρου για τις εξετάσεις αγγλικών στο GCSE.
Τρεις μήνες αφότου είχα γραφτεί στα μαθήματα, επικοινώνησε μαζί μου η Hamburg Records, λέγοντας ότι λάτρεψαν το Backwoods Crucifixion και ρωτώντας αν ήθελα να κάνω ένα δίσκο μαζί τους. Το budget ήταν καλό, και γνώριζα έναν τύπο στο Camden Town που μόλις είχε αγοράσει το Helios mixing desk από τα Strawberry Studios στο Stockport του Manchester - την ίδια κονσόλα στην οποία είχαν μιξαριστεί τα άλμπουμ Unknown Pleasures των Joy Division και το A Different Kind Of Tension των Buzzcocks. Έτσι ενώ πήγαινα στα μαθήματα μου, ταυτόχρονα σερνόμουν, κλωτσώντας και ουρλιάζοντας πίσω στον βρώμικο κόσμο του rock and roll. Το αποτέλεσμα ήταν το God Is The Other Face Of The Devil. Αυτό το CD έγινε διάσημο σε δύο χώρες - την Ελλάδα και την Τσεχία. Έτσι, το 1994 έκανα μια περιοδεία στην Τσεχία μαζί με ένα τοπικό συγκρότημα και είχε φοβερή επιτυχία - όχι μόνο σε σχέση με τη μουσική, αλλά και γιατί εκεί γνώρισα την παρούσα γυναίκα μου, Jolana, στην τελευταία συναυλία της περιοδείας στην Πράγα.
Ήταν σερβιτόρα σε μια παμπ που παίξαμε και λεγόταν The Man With The Shot Out Eye. Ήμουν εντελώς μεθυσμένος και μαστουρωμένος από δυνατή τσέχικη μαριχουάνα όταν είδα αυτό το ψηλό, ξανθό κορίτσι με ένα μακρύ, άσπρο φόρεμα να κρατά τέσσερα αφρίζοντα ποτήρια μπίρας σε κάθε χέρι. Η εικόνα ήταν απίστευτα ερωτική - θα πρέπει να σκέφτηκα... "Α η Αφροδίτη μέσα σε κύματα αφρού και μπίρας". Ήμουν πολύ μακριά για να της μιλήσω, αλλά την επόμενη μέρα την ξανασυνάντησα στη Γέφυρα του Καρόλου, και έτσι η μοίρα παρενέβη, μου 'δωσε ένα χτύπημα στην πλάτη και μου 'πε: "Εϊ, αγόρι! Κουνήσου!". Για να συνοψίσω, λοιπόν, μια μεγάλη, όμορφη και ρομαντική ιστορία, ερωτευτήκαμε. Πήγα πίσω στο Ην. Βασίλειο για ένα χρόνο, μάζεψα χρήματα ως δάσκαλος, και μετά, το καλοκαίρι του 1995, ήρθα στην Πράγα και μετακόμισα με τη Jolana. Είκοσι χρόνια αργότερα είμαστε ακόμα μαζί. Οπότε, τώρα καταλαβαίνεις γιατί πιστεύω στην αλχημεία και τη μαγεία.
Και όλη αυτή η περιπλάνηση καταλήγει και σταματά στην Πράγα. Πως έφτασες εκεί και τι είναι αυτό που σε έκανε να μείνεις;
Φυσικά, ο κύριος λόγος είναι ότι γνώρισα τη Jolana. Όμως, πέραν τούτου, μου αρέσει να ζω στην Πράγα· η ζωή εδώ μού ταιριάζει περισσότερο απ' ότι στο Λονδίνο. Ίσως οι αναμνήσεις που έχω από εκείνη την περίοδο να είναι αρκετά επώδυνες, ή μπορεί να και πάλι όλο αυτό να έχει να κάνει με την "ψυχο-γεωγραφία". Απόλαυσα πραγματικά τη διαμονή μου τόσο στο Μάντσεστερ όσο και στο Λονδίνο το '70 στην εποχή του πανκ· υπήρχε μια ιδιαίτερη ενέργεια στο Ην. Βασίλειο εκείνο τον καιρό. Όταν επέστρεψα, το 1984, πρωθυπουργός ήταν η Margaret Thatcher, και η ατμόσφαιρα της Αγγλίας είχε αλλάξει. Δεν μπορούσα πλέον να αναγνωρίσω την ίδια μου τη χώρα και ένιωθα σαν εξόριστος. Η κατάσταση έχει χειροτερεύσει ακόμη περισσότερο. Τώρα τη βρίσκω έναν αληθινά θλιβερό τόπο με μια ιδιαίτερα δηλητηριώδη ατμόσφαιρα, κυρίως ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Η όλη κουλτούρα έχει υποβαθμιστεί από μια περιορισμένη και βλακώδη υλιστική αντίληψη για τον κόσμο και οι άνθρωποι σέβονται μονάχα οτιδήποτε πετυχαίνει οικονομικά.
Τα παραπάνω έχουν προεκτάσεις και στον καλλιτεχνικό χώρο. Μεγάλο μέρος αυτής της δηλητηριώδους ατμόσφαιρας έχει να κάνει με την αναβίωση του παραδοσιακού Αγγλικού ταξικού συστήματος. Για ένα μικρό διάστημα τη δεκαετία του '60 και του '70 φαινόταν ότι το "Χιλιετές Ράιχ" της Βρετανικής κυβερνώσας τάξης θα έφτανε στο τέλος του. Άρχισαν να αναγνωρίζονται συγγραφείς και καλλιτέχνες από την εργατική τάξη και σημειώθηκε τεράστια έκρηξη στη λαϊκή κουλτούρα, που φαινόταν στην εμφάνιση συγκροτημάτων όπως οι Beatles και οι Stones, αλλά και ποπ καλλιτεχνών όπως ο David Hockney και ο Alan Jones. Για ένα μικρό διάστημα το Λονδίνο έγινε η πολιτιστική πρωτεύουσα του κόσμου εξαιτίας όλων αυτών των φαινόμενων, του Swinging London, της Beatlemania, του David Bailey και του Joe Orton, ροκ τραγουδιστών και πρωτοεμφανιζόμενων καλλιτεχνών, όλης δηλαδή αυτής της "αταξικής κοινωνίας". Ως ένα σημείο ήταν μία αυταπάτη, και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70 το όνειρο είχε φτάσει στο τέλος του. Η Margaret Thatcher κάρφωσε το τελευταίο καρφί στο καπάκι του φέρετρου, κηρύσσοντας πόλεμο στους ανθρακωρύχους και σε διάφορα άλλα βιομηχανικά συνδικάτα, και από το 1980 και έπειτα συντελείται μια ασταμάτητη διεργασία περικοπής δαπανών από το Βρετανικό κατεστημένο. Σήμερα η παλιά ελίτ είναι πίσω στην εξουσία, ακλόνητη.
Το Λονδίνο είναι ένα φανταστικό μέρος για να ζήσεις αν είσαι ένας πλούσιος τραπεζίτης επενδυτής, όμως η πλειονότητα του πληθυσμού είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση από ότι ήταν πριν από δέκα ή είκοσι χρόνια. Η δύναμη των μέσων ενημέρωσης, ειδικά αυτών της αυτοκρατορίας Murdoch, είναι τόσο ασφυκτική, τόσο διαβρωτική, που έχουν κάνει πλύση εγκεφάλου στην πλειοψηφία του πληθυσμού να δέχεται παθητικά τις περικοπές της κυβέρνησης και την αναδιάρθρωση, πράγμα που μια γενιά πίσω θα έκανε τους ανθρώπους να βγουν έξω και να γεμίσουν τους δρόμους. Τη βρίσκω μια εξαιρετικά καταθλιπτική πόλη αυτόν τον καιρό, φαίνεται ότι υπάρχει ένα φρικτό ψυχρό νεκρό βάρος ιστορίας που είναι αδύνατο να αποτιναχθεί. Προτιμώ πολύ περισσότερο τη Σκωτία· για να είμαι ειλικρινής, λατρεύω το Εδιμβούργο. Και λατρεύω επίσης να ζω στην Πράγα - εν μέρει, υποψιάζομαι, επειδή είναι Δημοκρατία και όχι μοναρχία. Εδώ δεν υπάρχει κληρονομούμενο ταξικό σύστημα και δεν υπάρχει και αυτός ο διεστραμμένος πόθος -δυσμενής κληρονομιά από τη Βικτωριανή περίοδο μαζί με όλη την υποκρισία, τον ιμπεριαλισμό και την απάνθρωπη συμπεριφορά - για καταδίκη και τιμωρία. Αισθάνομαι πολύ πιο χαλαρός εδώ και πολύ πιο ελεύθερος. Οι άνθρωποι δεν σε κατατάσσουν αμέσως ανάλογα με την προφορά σου και την παλιά σχολική γραβάτα που φοράς, όπως κάνουν στην Αγγλία.
Έχουν περάσει πέντε χρόνια από τον θάνατο του Bruno Adams και το οριστικό κλείσιμο αυτού του (μεγάλου και αγαπημένου για πολλούς ανθρώπους που γνωρίζω εκεί έξω) κεφαλαίου που ονομάζεται Fatal Shore. Ποιες είναι οι σκέψεις και τα συναισθήματά σου για τον Bruno και αυτή την εκκωφαντικά υποτιμημένη μπάντα;
Ο Bruno Adams ήταν ένα μεγάλο ταλέντο, ένας καταπληκτικός περφόρμερ που δεν απέκτησε ποτέ την αναγνώριση που του άξιζε. Ήταν ένας φοβερός τραγουδοποιός με μία απίστευτη blues φωνή, μια φωνή εντελώς φυσική, ένα δώρο των θεών. Έμαθα πολλά από τον Bruno, τόσο σε ότι αφορά την κιθάρα και το παίξιμό της, όσο και στη σκηνική παρουσία. Ο Bruno είχε μια απίστευτη αίσθηση του ρυθμού, των νοτών και του συγχρονισμού στην κιθάρα, η οποία βασιζόταν σε αντιστροφή ακόρντων και στο παίξιμο ενός μικρο-δευτερολέπτου πριν τον ρυθμό. Ένα εντελώς προσωπικό στυλ. Και πάνω στη σκηνή ήταν .... Επιβλητικότατος ... μία συναυλία του ήταν αρκετή για να μην μπορείς να τον ξεχάσεις ποτέ, είτε έπαιζε με το πρώτο του συγκρότημα, τους Once Upon A Time, είτε με τους Fatal Shore.
Οι Fatal Shore ήταν, όπως λες και 'συ, μια πραγματικά υποτιμημένη μπάντα. Νομίζω πως είχαμε έναν πολύ ιδιαίτερο ήχο και προσέγγιση, και κάθε ένα από τα τέσσερα CD δείχνει μια διαφορετική πλευρά του συγκροτήματος. Ίσως αυτή η ιδιαιτερότητα να ήταν και ο λόγος για τον οποίον δεν γίναμε τόσο ευρέως γνωστοί. Δεν "χωρούσαμε" σε κανένα προϋπάρχον στυλ. Ήταν η μουσική μας "psychedelic-industrial-blues" ή "indie-singer-songwriter" ή μήπως "mutant-country-noir" ή " lizard-lounge-lo-fi-trance"; Υπήρχαν στοιχεία από όλα τα παραπάνω στυλ στη μουσική μας, αλλά δεν ταιριάζαμε σχεδόν σε κανένα κουτί. Έτσι, σε ένα βαθμό ήμασταν θύματα του μάρκετινγκ, δεν μπορούσαμε να κατηγοριοποιηθούμε εύκολα για κριτική και μαζική κατανάλωση. Αλλά ήμασταν και άγριοι και ασταθείς και σε κάποιο βαθμό μοιραίοι. Απίστευτες κακοτυχίες και συμφορές θα μας έβρισκαν στον δρόμο - ατελείωτα προβλήματα με χαλασμένα αμάξια, χαμένα διαβατήρια, διαπληκτισμοί με την αστυνομία, βιαιοπραγίες με σκίνχεντς, τρελοί Αμερικάνοι παραγωγοί δίσκων, ατελείωτες καθημερινές κακοτυχίες και παρεξηγήσεις, και όλα αυτά φιλτραρισμένα μέσα από ένα ομιχλώδες πέπλο αλκοόλης και ναρκωτικών που δεν μας έκανε ακριβώς αγαπητούς στις δισκογραφικές εταιρείες!
Όμως περάσαμε και απίστευτα φοβερές στιγμές μαζί, και ο Bruno μού λείπει τρομερά. Ήταν ένας larger than life χαρακτήρας, ο τύπος ανθρώπου που πλάστηκε κι έπειτα το καλούπι του καταστράφηκε. Γι' αυτό, μετά από ον θάνατό του από καρκίνο του εντέρου το 2009, τελειώσαμε με τους Fatal Shore- θα ήταν μάταιο να προσπαθούσαμε κάπως να τον "αντικαταστήσουμε". Αντ' αυτού, ο Chris Hughes και εγώ, θέλοντας να εξακολουθήσουμε να παίζουμε μαζί, δημιουργήσαμε τους Dim Locator μαζί με τon Dave Allen. Οι Dim Locator είναι σε κάποιο βαθμό ένα παρακλάδι των Fatal Shore, αλλά μουσικά, η πορεία τους είναι τελείως διαφορετική.
Μιας και μιλάμε για μεγάλες απώλειες, θα μας πεις λίγα λόγια για έναν ακόμη μεγάλο απόντα και φίλο σου, τον Nikki Sudden;
Ναι, ο Nikki ήταν ένας ακόμη αυθεντικός καλλιτέχνης και άνθρωπος, ένας ακόμη ανεπανάληπτος τύπος. Πολύ διαφορετικός από τον Bruno, αλλά κουβαλούσε τον δικό του μοναδικό ήχο και μια ιδιαίτερη προσέγγιση που ήταν δική του και μόνο δική του. Δεν κατάφερε ακριβώς να κάνει τη "μεγάλη επιτυχία", αλλά έφτασε πολλές φορές κοντά σ' αυτή, και όπου και να πας υπάρχουν άνθρωποι που εμπνεύστηκαν απ' αυτόν και ακολούθησαν στη μουσική τους το παράδειγμά του. Ειδικά στη Γερμανία όπου φαίνεται ότι λάνσαρε ένα ολόκληρο κίνημα "τροβαδούρων της κρεβατοκάμαρας". Είχε μεγάλη επιρροή και σε άλλους μουσικούς, κυρίως με τις πρώτες δουλειές του με τους Swell Maps. Καλλιτέχνες όπως ο Thurston Moore των Sonic Youth τον αναφέρουν στις επιρροές τους, ενώ τόσο ο Peter Buck των REM όσο και ο Bobby Gillespie των Primal Scream ήταν επίσης θαυμαστές του Nikki. Μαζί, κάναμε δύο περιοδείες το 1997 και το 1998, και βγάλαμε και ένα CD, το Golden Vanity. Το να περιοδεύεις με τον Nikki ήταν επίσης σκέτη τρέλα, αλλά με διαφορετικό τρόπο από ότι με τους Fatal Shore. Ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στις γυναίκες και κυρίως στη Γερμανία. Ο μπασίστας των Jacobites, Carl Picot, συνήθιζε να αποκαλεί την αντίδραση των γυναικών "Mad Frau Disease", μια indie παραλλαγή της Beatlemania. Θυμάμαι όταν οι Southern Cross έπαιξαν στο ΑΝ Club, στην Αθήνα, με τον Nikki ως special guest. Ο Nikki ήταν εντελώς λιώμα και είχε ντυθεί πρίγκιπας της περιόδου της Βρετανικής Αντιβασιλείας, με χρυσό φράκο και θεατρικό μακιγιάζ. Ήταν τόσο χώμα που μετά βίας μπορούσε να κρατήσει την κιθάρα στα χέρια του, όμως το όλο θέαμα άρεσε πολύ στο κοινό, που ξετρελάθηκε. Όπως είπα, άγριοι καιροί, αλλά ένα πολύ διαφορετικό χάος από αυτό που βίωσα με τους Fatal Shore.
Μιλώντας και από προσωπική πείρα, ο θάνατος αγαπημένων προσώπων κάνει αυτή την "Γραμμή Σκιάς" που κατά τον Joseph Conrad εμφανίζεται σ' εκείνο το σημείο όπου μένει πίσω ο τόπος της πρώιμης νιότης, να μοιάζει ακόμη πιο σκούρα και μελαγχολική, αφήνοντας στο στόμα αυτή την πικρή γεύση της απουσίας μαζί όμως με την γλύκα της ευγνωμοσύνης που έζησες και γνώρισες αυτή την εποχή και αυτούς τους ανθρώπους... δεν είναι έτσι;
Πράγματι, συμφωνώ εκατό τοις εκατό μ' αυτό το συναίσθημα. Και μόλις πατήσεις τα πενήντα ο χρόνος τρέχει απίστευτα γρήγορα. Είναι αυταπόδεικτη αλήθεια ότι οι μέρες της παιδικής ηλικίας μοιάζουν αιώνιες, με τα καλοκαίρια μεγαλύτερα και πιο ζεστά και τους χειμώνες περισσότερο κρύους και έντονους. Όμως η προσωπική μου εμπειρία ενισχύει αυτή την παρατήρηση, και με κάθε εποχή που περνά, με κάθε αγαπημένο πρόσωπο που χάνεται πέρα από τον ορίζοντα, όλο αυτό το νιώθω ακόμα πιο έντονα. Νωρίτερα μέσα στη χρονιά η γυναίκα μου αρρώστησε σοβαρά. Ανησύχησα πολύ για την υγεία της, εννοώ ανησύχησα πραγματικά, και αυτό με έκανε να σκεφτώ περισσότερο σε βάθος για το τι είναι πραγματικά πολύτιμο για μένα. Ευτυχώς, τώρα είναι πολύ καλύτερα, έχει σχεδόν ανακάμψει πλήρως, αλλά για ένα διάστημα ήταν αρκετά άσχημα. Είναι ένα πράγμα να χάνεις φίλους και συνεργάτες, αλλά όσο επώδυνο κι αν είναι δεν είναι το ίδιο με το να χάνεις τον σύντροφο της ζωής σου. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να αντέξω μια τέτοια απώλεια. Όμως δεν είμαι ούτε ο αυτοκτονικός τύπος, τουλάχιστον όχι ακόμα. Ευτυχώς είναι κάτι που δεν χρειάστηκε να αντιμετωπίσω. Η απώλεια, από την άλλη, είναι ένας όρος της ίδιας της ζωής - και οι δύο μου γονείς έχουν "φύγει", όπως και πολλοί συγγενείς και κοντινοί φίλοι και φυσικά στο τέλος έρχεται για όλους. Όπως είπε και ο Jim Morrison "Κανείς φεύγει ζωντανός από δω μέσα". Και όλα αυτά σε κάνουν να συνειδητοποιείς πόσο πολύτιμος και εύθραυστος είναι ο διαθέσιμος χρόνος που έχουμε σ' αυτόν τον πλανήτη, ότι είναι ένα βλεφάρισμα του ματιού μπροστά στον κοσμικό χρόνο, αλλά συνάμα το πιο σημαντικό και πολύτιμο πράγμα που έχουμε όσο διαρκεί. Οπότε πάρτε τον, γευτείτε τον και να είστε ευγνώμονες που τον έχετε, νιώστε τον και ζήστε τον στο έπακρο, γιατί δεν θα κρατήσει για πάντα...
Η δημιουργία των Dim Locator μαζί με τον παλιόφιλο από τις μέρες των Fatal Shore Chris Hughes μήπως λειτούργησε με κάποιον τρόπο σαν ξόρκι; Γιατί επέλεξες η πρώτη εμφάνιση των Dim Locator στη δισκογραφία να είναι το EP Immortalised, που περιείχε τρείς διασκευές στα τραγούδια του Rowland S. Howard;
Όπως είπα και πριν, ο Chris και εγώ θέλαμε να συνεχίσουμε να παίζουμε μαζί μετά τον θάνατο των Fatal Shore - είναι ο πιο δημιουργικός και αυθεντικός ντράμερ που ξέρω, φοβερά εμπνευσμένος και ο ίδιος έμπνευση για τους γύρω του. Για να είμαι ειλικρινής, το EP Immortalised βγήκε πραγματικά κατά τύχη. Μας είχαν καλέσει να παίξουμε σε μια συναυλία προς τιμήν του Rowland S. Howard στην Πράγα το 2010 μαζί με τη Lydia Lunch, η οποία δεν κατάφερε να έρθει τελικά - η πτήση της από το Λονδίνο ματαιώθηκε εξαιτίας του Ισλανδικού ηφαιστείου! Έτσι, πήγαμε στο στούντιο ενός φίλου στην Πράγα και παίξαμε τα τρία κομμάτια που είναι στο EP. Ζήτησα από τον Dan Satra - φίλο μας και ιδιοκτήτη του στούντιο - να ηχογραφήσει τις πρόβες για να υπάρχουν καθαρά σαν αναφορά. Αυτά έγιναν πριν να γίνει ακόμα μέλος ο Dave Allen, οπότε ήμασταν μόνο ο Chris και εγώ που κάναμε πρόβα. Παίξαμε τρία τραγούδια : το Undone, το I Ate The Knife και το Dead Radio και το αποτέλεσμα ήταν πολύ ωραίο· τα τραγούδια ακούγονταν αυθόρμητα και φρέσκα. Οπότε, όταν η Fuego Music of Bremen πρότεινε να κάνουμε ένα on - line EP, τους έδωσα τα τρία κομμάτια για το EP Immortalised. Αργότερα, η Βιενέζικη δισκογραφική Cover Recordings μού ζήτησε αν είχα κάποιες ενδιαφέρουσες διασκευές που θα μπορούσαν να βγάλουν σε 7ιντσο σινγκλάκι και έτσι τους έδωσα τα δύο πρώτα κομμάτια. Γνώριζα τον Rowland από τις μέρες του Camden Town, για τις οποίες έγραψα στο Junkie Love. Και παρεμπιπτόντως, τον Οκτώβριο οι Dim Locator έκαναν μια μικρή περιοδεία στη Γερμανία, την Τσεχία και την Αυστρία μαζί με τον Harry Howard και τους Near Death Experience (ο Harry είναι ο μικρότερος αδερφός του Rowland) και έτσι, με τον τρόπο αυτό, κλείνει ο κύκλος και όλα συνδέονται μεταξύ τους.
Το κλασσικό πια Junkie Love, η συλλογή The Green Hotel, το πρώτο βιβλίο της νεοϋορκέζικης τριλογίας Stripped (δυστυχώς μόνο στην Τσέχικη γλώσσα προς το παρόν), οι ποιητικές συλλογές-συνεργασίες με την Katerina Pinosova, Magdalena και Magdalena II, πλέον φαίνεται να μοιράζεσαι ανάμεσα στην μουσική και την συγγραφή. Ποιες εσωτερικές ανάγκες καλύπτει η μια και ποιες οι άλλη...
Όλα γίνονται για να αντιμετωπίσεις τους εσωτερικούς σου δαίμονες, τους φόβους, τις επιθυμίες, το "απαγορευμένο" και για να μπορέσεις να εκφράσεις όλες αυτές τις τάσεις και τα συναισθήματα σε γλώσσα πειστική και σε ρυθμούς μουσικούς, που να έχουν την ικανότητα να μεταδώσουν στους άλλους ανθρώπους κάτι από τα δικά σου ενδόμυχα διλήμματα και αφηγήματα. Νομίζω ότι οι λογοτεχνικές και οι μουσικές μου δραστηριότητες τροφοδοτούν και συμπληρώνουν η μία την άλλη. Εύχομαι όταν επιτέλους θα έχω πετάξει τούτο το σαρκοκάβουρο*, να αφήσω πίσω μου ένα έργο που να αλληλοσυνδέεται με όλους τους δυνατούς απόκρυφους τρόπους. Και αν τύχει και υπάρχει κάποιος εκεί έξω που να έχει τον χρόνο, το ενδιαφέρον και την κλίση να διασταυρώσει και να συσχετίσει τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις ανάμεσα στα τραγούδια και στα μυθιστορήματα ή τα ποιήματά μου, το σίγουρο είναι πως θα ανταμειφτεί πλουσιοπάροχα!
_____