Rosey Blue

Ο στόχος είναι να κάνεις το βίωμά μου δικό σου

Μιλώντας για ταρώ, κύκνους, σινεμά και φυσικά... μουσική. Της Μαριάννας Βασιλείου

Τελευταία συνέντευξη που πήρα το έτος 2021 – ξέχειλη από αγάπη και ευαισθησία και με μαθήματα που καλό θα ήταν να τα έχουμε όλες και όλες κατά νου το 2022. Rosey Blue, “Swans”, πρώτο άλμπουμ, πρώτη κουβέντα μας, πιστεύω όχι και τελευταία.

 

Ας υποθέσουμε ότι είμαι κάποια που πρώτη φορά ακούει το όνομα Rosey Blue. Πώς θα μου περιέγραφες το ποια είναι η Rosey και τι κάνει;

Είναι τραγουδίστρια/τραγουδοποιός, γεννημένη και μεγαλωμένη στο κέντρο της Αθήνας. Ασχολείται με τη μουσική όσο θυμάται τον εαυτό της σαν Δώρα. Με το πέρασμα των χρόνων και όταν ήταν η ώρα να δημιουργήσει το δικό της υλικό, γέννησε τη Rosey Blue. Eίναι η ίδια, είναι ο δημιουργικός εαυτός του ίδιου προσώπου. Εμφανίστηκε στη σκέψη το 2018 και πήρε μορφή με την κυκλοφορία του πρώτου single “The Fool”.

 

Αν μπορούσες να στήσεις το φεστιβαλικό line up των ονείρων σου, ποιο θα ήταν αυτό; Δεν υπάρχει κανένας απολύτως χρονικός και χωρικός περιορισμός.

Jefferson Airplane, Neil Young, The Sonics, Pink Floyd, Led Zeppelin, Jack White, Tom Waits, Bob Dylan, The Who, The Beatles, Joni Mitchell, Fleetwood Mac, Elton John, Queen, Jimi Hendrix, Black Sabbath. Δεν ξέρω ποια μέρα θα ήταν ο καθένας, αλλά σίγουρα θα άνοιγα και εγώ κάποια μέρα από αυτές το φεστιβάλ. (Eίναι πάρα πολλοί ακόμα, αλλά θα φτιάξω το Primavera αν συνεχίσω να γράφω).

 

Παρά το ότι συνήθως σε παραλληλίζουν με τη Joan Baez και τη Joni Mitchell, έχω την αίσθηση ότι μια μεγάλη επιρροή σου είναι η (και δική μου πολυαγαπημένη) Tori Amos. Κυρίως στην περσόνα της γυναίκας-μάγισσας. Άλλες γυναίκες που να σε έχουν επηρεάσει δημιουργικά υπάρχουν - και με ποιον τρόπο;

Αρχικά, αν με παραλληλίζουν με αυτές τις υπέροχες γυναίκες, είναι μεγάλη μου τιμή και χαρά. Tori Amos αγαπημένη επίσης, όπως και Kate Bush και πολλές ακόμα. Η γυναίκα-μάγισσα δεν είναι μια περσόνα, είναι κάτι που είσαι αν αφήσεις τον εαυτό σου να ανοίξει τις κεραίες του και να έρθει σε επαφή με τη Γη, με όλο το μεγαλείο της θυληκότητας, με τα στοιχεία της φύσης, με όλα αυτά που έχουμε κλείσει λόγω τρόπου ζωής. Η λέξη μάγισσα, αν και έχει χρησιμοποιηθεί τόσο αρνητικά στο παρελθόν, όχι μόνο στο μακρινό, είναι κάτι που όλες μας μπορούμε να είμαστε, αρκεί να αρχίσουμε να ακούμε. Σίγουρα η Stevie Nicks για όλη της την παρουσία στη σκηνή, την ιδιαίτερη φωνή της και τα κομμάτια που έγραψε, η Anneke Van Giersbergen, η τραγουδίστρια της πρώτης μπάντας μέταλ με γυναικεία φωνή που λάτρεψα και ήταν και ο λόγος που ξεκίνησα στο λύκειο να τραγουδάω σε μπάντες και να μπω σε όλη αυτή τη διαδικασία της δημιουργίας, των live, όλης αυτής της κουλτούρας. Η Beth Gibbons μόλις βγήκε το “Dummy” των Portishead, ήταν φοβερή αυτή η απαλή, αέρινη, και τόσο συναισθηματικά δυνατή φωνή, που την αγάπησα κατευθείαν και σίγουρα έχει επηρεάσει το τραγούδισμά μου. Θα πω και για την Anaïs Nin - συγγραφέα, όχι μουσικό - αλλά ήταν τόσο απελευθερωμένη με τη γυναικεία σεξουαλικότητα και με το ότι προσέγγισε τον ερωτισμό από τη γυναικεία πλευρά, που τόλμησε να κάνει αυτό το κατόρθωμα στην εποχή της.

 

Η "προϋπηρεσία" σου, αν μπορώ να την πω έτσι, στο τραγούδι και στη μουσική πώς σε επηρέασε ή πώς συνέβαλε στη δημιουργία του "Swans"; Ποια είναι η δημιουργική διαδικασία που ακολούθησες για τη δημιουργία του δίσκου;

Σίγουρα το να έχεις δουλέψει με τη φωνή σου, είτε ακαδημαϊκά είτε πρακτικά (live, recordings κτλ) είναι μεγάλη βοήθεια. Αν και το να γράφεις το δικό σου υλικό είναι μια τελείως διαφορετική διαδικασία, μερικές φορές και επίπονη, αλλά στο τέλος υπέροχη. Σίγουρα επίσης βοήθησε σε επίπεδο γνωριμιών με τους μουσικούς, εμπιστοσύνης και αγάπης, όπως και στην οργάνωση όλου του εγχειρήματος. Αυτό που ακούτε είμαι εγώ, ζυμωμένο μέσα από όλη τη μουσική μου πορεία. Τα κομμάτια είχαν ξεκινήσει να γράφονται τον Νοέμβριο του 2017, σιγά σιγά, και ολοκληρώθηκαν το 2020. Ο Βασίλης Νησσόπουλος ανέλαβε την παραγωγή, φτιάξαμε τα demo μας, τα έστειλα στους μουσικούς που ήθελα να παίξουν στο δίσκο, τους άρεσαν και αρχίσαμε να ψάχνουμε το που και πώς θα τα ηχογραφήσουμε, διότι λόγω πανδημίας οι συνθήκες ήταν δύσκολες. Αλλά υπήρχε πολλή αγάπη και μεράκι και πίστη σε αυτό που κάναμε, οπότε το κάναμε. Ο Βαγγέλης Μόσχος έκανε εξαιρετική δουλειά στην ηχογράφηση και τη μίξη προσθέτοντας και το δικό του αισθητικό κριτήριο, ο αδερφός μου Τάσος Τσίγκας ήταν recording assistant - και πόσο ωραίο να έχεις τον αδερφό σου μέσα στην πρώτη σου δουλειά! - και γενικά, επειδή είχα τεράστια εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που έπαιξαν και συντέλεσαν στο δίσκο, άφησα χώρο να βάλει ο καθένας το χρώμα του μέσα σε αυτόν.

 

Φαντάζομαι ότι έχεις βαρεθεί να σου το ρωτάνε αυτό - αναρωτιέμαι όμως πώς επέλεξες τα ταρώ ως "εργαλείο" του δίσκου σου και όχι τα ζώδια ή τους ρούνους επί παραδείγματι. Και πιο συγκεκριμένα, γιατί τις συγκεκριμένες κάρτες και όχι κάποια άλλα, όπως πχ το Θάνατο ή την Αρχιέρεια;

Είναι μια λογική ερώτηση, η οποία ναι μεν γίνεται συχνά, αλλά είναι και ένα βασικό στοιχείο του δίσκου και του ποια είμαι εγώ. Για τα ζώδια δεν ξέρω πολλά εκτός από τα βασικά και τα φεγγάρια και τους κύκλους, παρ’ όλα αυτά στο εξώφυλλο του δίσκου υπάρχει ο αστερισμός του Χείρωνα, ο οποίος συμβολίζει το τραύμα και την ίασή του. Για τους ρούνους ποτέ δεν ξέρεις… έχω να γράψω και άλλους δίσκους. Στον συγκεκριμένο επιλέχθηκαν οι κάρτες ταρώ γιατί έχουν πολλαπλές αναγνώσεις, είναι συμπαντικά κλειδιά και δίνουν φιλοσοφικές απαντήσεις και συμβολισμούς. Επιλέχθηκαν οι συγκεκριμένες κάρτες γιατί αυτές συμβολίζουν την κατάσταση που βίωνα και τις σκέψεις που είχα όταν έγραφα το εκάστοτε κομμάτι. Eπίσης να προσθέσω εδώ ότι έριξα τις κάρτες για να βρω τη σειρά που θα έχουν τα κομμάτια και βγήκε η σειρά που είχα στο μυαλό μου.

 

Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, μόνο το "Interlude" και το "Swans" δεν έχουν τίτλους από κάρτες ταρώ. Τι το ιδιαίτερο έχουν αυτά τα κομμάτια για σένα (εκτός από το ινστρουμένταλ και τον ελληνικό στίχο), ώστε να δικαιολογούνται οι διαφορετικοί τίτλοι τους;

Το “Interlude” είναι σαν τους τίτλους αρχής μιας ταινίας, μια εισαγωγή στην ιστορία, ένα κομμάτι βασισμένο στη μελωδία του “The Lovers”, οπότε όποιος το ακούσει προσεκτικά και κάνει τη σύνδεση βρίσκει ότι πρόκειται για μια ιστορία αγάπης και αγωνίας. Το ομώνυμο κομμάτι δεν έχει τίτλο από Ταρώ γιατί είναι ο κεντρικός χαρακτήρας. Δηλαδή είμαι εγώ, εσύ, αυτ@ που πάει στην fortune teller για να τ@ πει τα μελλούμενα.

 

Η απαγγελία στο "Swans" για κάποιον απροσδιόριστο λόγο μου θύμισε πολύ τον ελληνικό κινηματογράφο της δεκαετίας του 1970 - Λάκης Κομνηνός, Έλενα Ναθαναήλ, "Αναζήτησις", και ούτω καθ' εξής. Είναι μια αισθητική που ταιριάζει σε αυτό που είχες στο μυαλό σου όταν δημιουργούσες το κομμάτι; Κι αν όχι, σε τι οφείλεται η διαφορά του από τα υπόλοιπα κομμάτια (απαγγελία στα ελληνικά αντί για τραγούδι στα αγγλικά);

Σε πολύ σωστά μονοπάτια σε πήγε. Αυτός ήταν ο στόχος και αυτό είχα ακριβώς στο μυαλό μου. Γαλλικός/ ελληνικός/ ιταλικός κινηματογράφος του ‘60-‘70. Το κομμάτι αυτό το έγραψε μουσικά ο Βασίλης Νησσόπουλος και αυτό που του είπα ήταν ότι θέλω να ακούγεται έτσι. Και το έφτιαξε υπέροχα. Ήθελα να βγάζει αυτή την γλυκόπικρη νοσταλγία άλλης εποχής. Τα λόγια τα έγραψα στα ελληνικά μια μέρα που είχα πάει για έναν περίπατο στην Πλάκα – κάτι που συνηθίζω- και είχα κάτσει σε ένα σημείο που αγαπώ πολύ κάτω από ένα δέντρο (όσο ρομαντικό και αν ακούγεται, έτσι έγινε) και άκουγα στα ακουστικά μια λίστα με πιανιστικά κομμάτια. Και άρχισα να γράφω πρώτη φορά στα ελληνικά αυτό ακριβώς που ένιωσα και ένιωθα. Ήθελα να το γράψω στη γλώσσα που μιλάω. Θεωρώ ότι το να γράψεις στη γλώσσα σου είναι μεγάλη έκθεση και πολύ επίφοβο επίσης, αλλά έτσι ένιωσα. Σκέφτηκα κατευθείαν την κατεύθυνση που θα έπαιρνε το κομμάτι, το ηχογράφησα πάνω σε άλλη μουσική στο κινητό και το κρατήσαμε όπως ήταν. Από το κινητό. Με όλη την ειλικρίνειά του, ακόμα και το cheesiness του.

 

Επιμένω λίγο στο "Swans", γιατί είναι ένα κομμάτι που με συγκίνησε πολύ. Οι κύκνοι ζευγαρώνουν μια φορά και μένουν για πάντα μαζί - αυτό όμως σπάνια συμβαίνει με εμάς τους ανθρώπους. Πώς άραγε ξεπερνάει κανείς αυτή τη συνειδητοποίηση;

Χαίρομαι που σε συγκίνησε γιατί αυτό σημαίνει πως το άκουσες και κάπως ταυτίστηκες με δικά σου βιώματα, και αυτός είναι ο στόχος: να κάνεις το βίωμά μου δικό σου. Ναι, είναι κάτι που πλέον, αν όχι καθόλου, τότε συμβαίνει πολύ πολύ σπάνια. Δεν είναι απαραίτητα αυτό κάτι κακό. Ίσως και καλύτερα, γιατί έχουμε πολλά παραδείγματα και βιώματα που αυτό το «για πάντα» δεν πήγε καθόλου καλά. Παρ’ όλα αυτά εγώ περισσότερο χρησιμοποίησα αυτή την ιδιότητα των κύκνων για να εκφράσω αυτό που νιώθεις όταν έχεις βρεις τον/την έναν/μία που πιστεύεις ότι «αυτό είναι». Που σου βγάζει αυτό το «θέλω να κάτσω κάτω από τη φτερούγα σου για πάντα κι εσύ να χεις το κεφάλι σου στο πουπουλένιο μου στήθος» - cheesy, αλλά έτσι είναι το συναίσθημα, cheesy. Και μετά δεν γίνεται έτσι, αλλά κάθε τέλος φέρνει μια συνειδητοποίηση και μια καινούρια αρχή. Νομίζω πως ίσως είναι καλό το «όχι για πάντα» με κάποι@ που νόμιζες ότι είναι αυτό. Γιατί στην πορεία και όταν μπορέσεις να δεις, βλέπεις πως δεν ήταν αυτό. Ήταν κάτι σημαντικό, αλλά όχι αυτό. Τώρα, αν υπάρχει ή όχι το «μαζί για πάντα», αυτό είναι κάτι που ο καθένας μας αντιλαμβάνεται στην πορεία μιας σχέσης, και ανακαλύπτοντας και δίνοντας αγάπη στον εαυτό της/του.

 

Πώς προέκυψαν οι συμμετοχές του Moa Bones και του Πάνου Μπίρμπα στο δίσκο και τι επιπλέον θεωρείς ότι συνεισέφεραν στο "The Hanged Man" και στο "The Moon" αντίστοιχα;

Για το “The Moon”, όταν πήρε τη μορφή που ήθελα να πάρει ενορχηστρωτικά, είχα ήδη στο μυαλό μου ότι ήθελα να υπάρχει και αντρική φωνή τύπου Lanegan και ο πιο κατάλληλος για αυτό είναι ο Πάνος Μπίρμπας. Πέρα από πολυαγαπημένος φίλος, είναι εξαιρετικός τραγουδοποιός, με υπέροχη βαθιά φωνή που φτάνει μέχρι την άβυσσο. Οπότε έδωσε το χαρακτήρα του ζευγαριού που ήθελα να έχει το κομμάτι. Γιατί ο κάθε ένας σε μια σχέση έχει και τη δική του ανάγνωση των καταστάσεων, οπότε μπορεί και οι δύο να νιώθουν το ίδιο, αλλά για διαφορετικούς λόγους - και χωρίς καν να το έχουν καταλάβει. O Moa Bones έχει αυτή τη μαγική αμερικάνικη χροιά, αυτά τα μαγικά δάχτυλα στο folk παίξιμο της κιθάρας – αυτός έχει παίξει κιθάρα στο κομμάτι - που σε ένα τέτοιο κομμάτι δε θα μπορούσα να μην τον σκεφτώ να τραγουδάμε μαζί. Και ακόμα και αυτό το λίγο που τραγούδησε έδωσε την αίσθηση που έπρεπε. Για τον ίδιο λόγο με το “The Moon”: δυο άνθρωποι που κάπου στην πορεία το έχασαν. Τιμή μου αυτές οι συνεργασίες και επιπλέον, τι πιο όμορφο μέσα σε αυτήν την κοινότητα που βρισκόμαστε σαν μουσικοί από το να αλληλοστηριζόμαστε, να συνεργαζόμαστε, να είμαστε μαζί.

 

Σκοπεύεις να βγάλεις βίντεο κλιπ από το νέο δίσκο; Υπάρχει κάποιο σχέδιο που μπορείς να μοιραστείς μαζί μας;

Σαφώς. Με το νέο έτος σίγουρα, γιατί υπάρχουν κάποια τεχνικά θέματα που πρέπει να δουλέψουμε. Σίγουρα μπορώ να μοιραστώ ότι θα είναι δυο, το ένα θα είναι πάνω στο αγαπημένο σου κομμάτι - το άλλο δεν το αποκαλύπτω ακόμα - και ότι τα clips θα έχουν κάτι από Georges Méliès με 60’s-70’s αισθητική και πολλή δόση μαγείας.

 

Το "Swans" εν τέλει είναι ένα breakup album για σένα, από αυτά που τα ακούς κλαίγοντας με λυγμούς και πίνοντας; Ή ένα άλμπουμ "θεραπευτικό", από αυτά που τα ακούς, σκουπίζεις τα μάτια σου και σηκώνεσαι από το πάτωμα;

Ιδανικά είναι και τα δύο. Είναι ένας κύκλος επούλωσης που ξεκινάει από το πάτωμα (ή και όχι) και φτάνει στη συνειδητοποίηση με το “The World” ότι όλα αρχίζουν πάλι τώρα, περνώντας από τις απαραίτητες διακυμάνσεις συναισθημάτων: θλίψη, θυμό, απέχθεια, περιφρόνηση, έλλειψη, πόνο, κρατώντας εν τέλει τα πάντα, όμορφα και άσχημα, σαν μαθήματα που βοηθούν στην προσωπική σου εξέλιξη.

 

Τι σχέδια έχεις για το μέλλον μετά την κυκλοφορία του δίσκου - βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα;

Να είμαι καλά στην υγεία μου και να φροντίζω τον εαυτό μου και την ψυχολογία μου γιατί βιώνουμε πολύ αλλόκοτες εποχές. Να κάνω όσες εμφανίσεις μπορώ και να προετοιμάσω την παρουσίαση του δίσκου, να μπω στο studio με την μπάντα που θα δημιουργηθεί και να ξεκινήσουμε πρόβες. Nα πάω διακοπές, να ταξιδέψω, να αρχίσω να δουλεύω πάνω σε κάποιες ιδέες που έχω για καινούρια κομμάτια, να είμαι με φίλους και με αγάπη πολλή, παντού και σε όλα. Και φύση - να είμαι στη φύση ξαπλωμένη στο χώμα, στην άμμο, σε δέντρα, σε ποτάμια και σε λίμνες.

 

(Φωτογραφίες: Μαρίζα Καψαμπέλη)